Η ιστορία της Λευκής
Ένα παραμύθι από τη Χρυσούλα Πλάλα
Ήταν ένα βασίλειο αξιοζήλευτο, χωρίς φωνές και φανφάρες, λευκό αλλά κρύο.
Οι υπήκοοί του είχαν ζεστή καρδιά. Οι βασιλιάδες τους έδειχναν φροντίδα και έγνοια τόσο για τους μεγάλους όσο και για τα νιάτα: αρκούδες πολικές, θηλυκά και αρσενικά, μικρά και μεγάλα.
Οι άνθρωποι τις ονομάζουν πολικές αρκούδες, κυρίως με το θηλυκό γένος, κι είναι πανέμορφες, με τρίχωμα ωραίο.
Αυτό το βασίλειο, στη μακραίωνη ιστορία του, ήταν ευτυχισμένο.Τα τελευταία χρόνια όμως αντιμετώπιζε πρόβλημα επιβίωσης του είδους. Οι πάγοι λιώνανε κι έπρεπε κάτι να γίνει. Μαζεύτηκαν οι σοφοί και κατέληξαν στο ότι ζωή θα ’δινε στο γένος ένας γάμος μ’ ένα βουνίσιο αρκούδο από τα θερμά μέρη, με νύφη την κόρη του βασιλιά.Η Αρκουδίτσα αυτή μεγάλωνε με αυτή την επιταγή, να σώσει το γένος των πολικών αρκούδων ─ Λευκή τη λέγανε. Ήταν ανεξάρτητος τύπος, με χαρίσματα ξεχωριστά. Είχε ευλυγισία, περιποιόταν τον εαυτό της, ηύξανε κατά τη γνώση, με δασκάλους τους πιγκουίνους, οι οποίοι φρόντιζαν να της ριζώσουν βαθιά το σκοπό, ένα λόγο ακέραιο ύπαρξης, ώστε να φέρει το καινούριο και το σωτήριο στο βασίλειο το πολικό.
Η Λευκή αγαπούσε το λαό της. Ένοιωθε περήφανη που θα έφερνε τη σωτηρία αυτή η σμίξη με το θερμό βασίλειο.
Πολλές φορές οι γονείς της είχαν επιχειρήσει να καλέσουν μερικούς καφετιούς γαμπρούς από τα ταξίδια τους να τη γνωρίσουν, αλλά εις μάτην.
Εκείνη υποστήριζε ότι θα έκανε αυτό το δρόμο μοναχικά, μ’ έναν υπασπιστή. Δεν ήθελε κανέναν άλλο βοηθό. Άλλωστε θα ήταν και ο δρόμος της ζωής της. Θα δοκίμαζε το γαμπρό.
Στα δεκαέξι της αποφάσισε το ταξίδι. Θα ήταν ένα μεγάλο ταξίδι. Θα ‘φτανε μέχρι την Παλαιστίνη, χώρα ιερή για τους ανθρώπους και για τα ζώα. Ίσως στρεφόταν και δυτικά. Η τροφή ήταν ένα πρόβλημα, ωστόσο κατεβαίνοντας θα δοκίμαζε προϊόντα των θερμών χωρών και σιγά-σιγά θα εθιζόταν.
Κινδύνους δεν θ’ αντιμετώπιζε, χαριτωμένη, άκακη νυφούλα, σκιερά θα πορευόταν, μακριά από κυνηγούς και άλλες περιέργειες.
Οι συνομήλικές της την καλούσαν σε χορούς, για να ξελογιαστεί και να πάρουν εκείνες τη θέση της, τόσο ζηλευτή ήταν η επιταγή για τη σωτηρία του πολικού γένους των αρκούδων και γενικότερα της σμίξης με γόνους των θερμών κλιμάτων. Θα προέκυπταν απόγονοι ταξιδευτές, ευέλικτοι, θα γινόταν μια αρχή για περισσότερο "φαν" στο ήσυχο βασίλειο, ανθεκτικότητα και ηδονή.
Η Λευκή δεν εκφραζόταν φανερά για το σχέδιό της. Είχε δηλώσει μοναξιά και δεν δεχόταν μύγα στο σπαθί της. Μάθαινε για το κάθε μέρος της πορείας που θ’ ακολουθούσε κι είχε σκοπό να ξοδέψει αρκετό καιρό.
Μυστικά μέσα της πίστευε ότι ο γαμπρός θα ‘ταν Μικρασιάτης. Οι αρκούδες εκεί ήταν ασπρουδερές.
Πέρα απ’ αυτό, χαρά της έδινε κι η περιήγηση. Ο υπασπιστής, ο Κήγκαν, θα είχε τη φροντίδα της γκαρνταρόμπας.
Πλησίαζε καιρός και τα όνειρά της αποκτούσαν χρώματα και αρώματα.
Ήταν Μάιος∙ την ημερομηνία της αναχώρησης έδωσαν οι σοφοί του βασιλείου.
Ο υπασπιστής ήταν πρόσωπο της απολύτου εμπιστοσύνης της Λευκής, δυνατός, με χιούμορ, φαντασία κι επιδέξιος με τ’ άρματα που χρειάζονταν για την άμυνά τους. Κανείς δεν ήξερε τι μπορούσαν να συναντήσουν. Ορκισμένος υπηρέτης.
Είχαν διαφορά μεταξύ τους δέκα χρόνια. Η Λευκή του εμπιστευόταν τα μυστικά της. Ας πούμε, του ‘χε πει ότι σκόπευε να μπει σε σπίτια ανθρώπων, για να δει πώς ζούσαν, τις συνήθειές τους, τα πράγματά τους, ν’ ακούσει τη γλώσσα τους. Του υπογράμμισε να το κρατήσει μυστικό, γιατί ήταν άκρως επικίνδυνο μια αρκουδίτσα στο σπίτι ενός άρχοντα ή κάποιου εργάτη.
«Λευκή, προς τι αυτές οι περιέργειες; Οι άνθρωποι μας σκοτώνουν».
«Ίσως είμαι τυχερή. Θέλω να πετύχω έναν δάσκαλο. Θα μου σταθείς, Κήγκαν. Ένας δάσκαλος είναι πάντα μαγικός. Δεν επιτίθεται. Μπορεί ο συμβίος μου να είναι αγριούτσικος. Θα του διδάξω πράγματα…»
«Λευκή, ο γαμπρός είναι άγνωστος. Έχουμε δύσκολο ταξίδι. Άσε τους ανθρώπους. Κοίτα το γένος σου και την επιταγή σου».
Ο χάρτης της πορείας τους ήταν γνωστός. Θα ξεκινούσαν απ’ τις χώρες της Βαλτικής. Η Λευκή, δοσμένη στο ταξίδι ήδη, δεν έδωσε σημασία στο συναισθηματικότου παλατιού και των υπηκόων.
Ξεκίνησαν… Φορούσε τα συνηθισμένα της. Λευκό χιτώνα.
Τα Νορβηγικά δάση ήταν φιλόξενα. Αύρες δροσερές, αγριμάκια κατευνασμένα κοιτούσαν απορημένα τους δύο ξένους. Πράγματι, ήταν κάπως αξιοπερίεργο ένας αρκούδος υπασπιστής και μια λευκή αρκουδίτσα ανάμεσα στο βαθύ πράσινο των δένδρων.
Η Λευκή ήταν λιτοδίαιτη. Δεν έψαχνε για θηράματα. Ήθελε κυνηγό τον Κήγκαν. Τα βράδια της άρεσε να κατακλίνεται σε στηλίτες. Είχε ελαφρύ ύπνο, κάτι που ανάγκαζε τον Κήγκαν πάντα να στέκεται προς υπηρεσία στο ένα πόδι.
Όταν ήταν σε ξέφωτο, χυνόταν στο έδαφος κι έσυρε τραγούδια που μιλούσαν για τον πόνο του λαού της να επιβιώσει. Περίεργο, της έβγαινε και μια νότα χαράς στο τέλος. Είχε βάλει δικούς της στίχους, κάτι σαν: «θα τα καταφέρεις, θα τα καταφέρω».
Μετά τα δάση της Νορβηγίας, κατέβηκαν προς τα κάτω. Θάλασσα δεν πέρασαν. Ξαπόστασαν στα Ρουμανικά δάση.
Ο Κήγκαν βρήκε στο ποτάμι, τον Δούναβη, ένα εγκαταλελειμμένο πλοιάριο και μπήκαν μέσα. Κανείς άλλος. Οι γνώσεις του επέτρεπαν την πλοήγηση κι ήταν μοναδική εμπειρία για τη Λευκή και τον ίδιο, εκτός από τα πόδια τους, να χρησιμοποιούν μεταφορικό μέσον.
Η μικρή βρήκε την ευκαιρία ν’ αλλάξει γκαρνταρόμπα και ο Κήγκαν να της περιποιηθεί τα ποδαράκια της.
«Τι υπέροχο που είναι το ταξίδι πάνω στο νερό, Κήγκαν! Η αγωνία μου είναι να μη μας σταματήσει κανένας άνθρωπος…»
Το πλεούμενο αρμένιζε πότε κανονικά, πότε κάπως έρμαιο του ρεύματος του ποταμού, με τη Λευκή στο κατάστρωμα, τα μάτια της στις όχθες του ποταμού και τον Κήγκαν στο τιμόνι. Στιγμές-στιγμές άφηνε το τιμόνι κι οι δυο χαίρονταν την πορεία.
Τα βράδια προσόρμιζαν όπου βόλευε κι άκουγαν τα πετούμενα του ουρανού και φωνές από άλλα αγριμάκια, σαν να έκαναν διακοπές, ένα ζευγάρι πολυτελείας.
Πρέπει να υπήρχε ερωτισμός κατά βάθος από τη μεριά του Κήγκαν απέναντι στη Λευκή, ωστόσο ήταν η κυρία του. Τον φρέναρε η σκέψη του βαθμού και της αποστολής της Λευκής.
Φτάσανε στον Εύξεινο Πόντο.
Δεν μπόρεσαν ν’ αποφύγουν χωρικούς, που αποσβολώθηκαν έτσι όπως τους έβλεπαν να προχωράνε η μία μπρος, ο άλλος πίσω, να κάνουν διάφορες στάσεις και να περιηγούνται τα παράλια.
«Τι παράξενοι που είναι οι άνθρωποι…», σκεφτόταν η Λευκή. «Εκπλήσσονται, αλλά δεν πλησιάζουν».
Τράβηξαν εσωτερικά στα βουνά της Τουρκίας κι απόλαυσαν καταλύματα σπηλιές. Το κλίμα ζέστανε και ζητούσαν όλο και περισσότερο χρόνο για ξεκούραση.
Μέσα από την Καππαδοκία, ο δρόμος για την Παλαιστίνη. Ήταν το μέρος όπου η Λευκή θα ξεπερνούσε τον εαυτό της, μπλέκοντας με τους ανθρώπους και διακινδυνεύοντας την προσωπική της ασφάλεια.
Είχε ζητήσει από τον Κήγκαν να βλέπονται βράδυ, γιατί τη μέρα θα τριγυρνούσε ανάμεσα σε κόσμο. Ο Κήγκαν είχε αντίρρηση.
«Ποιος εγγυάται τη ζωή σου;»
«Θα τους πείσω, υπομένοντας, ότι δεν είμαι επιθετική. Θα ξεμοναχιάζομαι και θα στοχάζομαι».
«Μακάρι να τα καταφέρεις…»
«Θα είμαι ήρεμη και νομίζω ότι θα τα καταφέρω να προσελκύσω τους επιφανείς. Ίσως με βάλουν σε κάποιο σπίτι. Θα ήθελα, Κήγκαν, να ξέρω κάτι περισσότερο απ’ αυτό το είδος που κατοικεί τον πλανήτη εκτός από εμάς. Θα συμφιλιωθούμε ποτέ; Εμείς έχουμε ημερέψει».
Ο Κήγκαν μελαγχόλησε. Ποτέ του δεν καταλάβαινε γιατί η Λευκή είχε αυτές τις αγωνίες, το συνέδεσε με την αποστολή της.
Σ’ αυτά τα μέρη κυκλοφορούσε και μια ασπρουδερή αρκουδίτσα, η οποία βέβαια δεν είχε την αίγλη και τη σοφία της Λευκής. Προς το παρόν, δεν είχαν συναντήσει καμιά. Ήταν όλα πληροφορίες απ’ το βασίλειό τους παρμένες.
Ήταν μέρες που η Λευκή είχε αγωνία.
«Σήμερα θα μπω στην πόλη…»
«Αύριο…»
«Κήγκαν, τη δουλειά σου».
Τελικά, μια μέρα, ξυπνώντας βρίσκει το σημείωμά της:
«Μη μ’ αναζητήσεις εσύ. Μου προκαλείς αναστολές. Άραξε, και θα σε βρω εγώ. Πρέπει να ‘μαστε στη Συρία. Πάω να χωθώ στον κόσμο. Σε φιλώ, η προστατευόμενή σου».
Έλειπε η επίσημη στολή της ─ φαίνεται η Λευκή ήθελε να δηλώσει την ταυτότητά της.
Ο Κήγκαν έπεσε σε μαύρες σκέψεις.
Η Λευκή, πρωί-πρωί, λαμπερή, βρέθηκε στην αγορά μιας πόλης με μυριάδες χρώματα, ανθρώπους να πηγαινοέρχονται, οι οποίοι κάνανε διάφορους κύκλους βλέποντάς την να χαζεύει. Την πλησίαζαν σιγά-σιγά διατηρώντας απόσταση ασφαλείας.
Εκείνη πότε μεγάλωνε, πότε μίκραινε την απόσταση ανάμεσά τους. Κάποια στιγμή κάθισε κοντά σ’ έναν καφενέ, παρατηρώντας τον κόσμο. Η ώρα πέρναγε και τα παιδιά τής έφερναν φρούτα να φάει. Πήρε μερικά, έφαγε κι ανόρεχτα απομακρύνθηκε. Δύσκολα να την μπάσουν στο σπίτι τους.
Ακούστηκε θόρυβος, χλαπαταγή, στρατιώτες, κάποιος επίσημος περνούσε.
Ξαφνικά η Λευκή αναθάρρησε.
Κάποιος με πολύ ωραία φωνή φώναξε:
«Μια πολική αρκουδίτσα… δέστε την, τη θέλω σπίτι μου».
Η Λευκή, για να δώσει σήμα μη αντίστασης, κάθισε στη μέση του δρόμου και περίμενε.
Οι στρατιώτες πλησίασαν. Κατά έναν περίεργο τρόπο, τους άπλωσε το ένα ποδαράκι της και κατήντησε στρατιώτης και ζώο να βαδίζουν μαζί, χωρίς αλυσίδες. Ο άρχοντας παραξενεύτηκε. Έκανε τη βόλτα του στην πόλη και κατευθύνθηκε στα ανάκτορά του.
Η Λευκή ήταν καταχαρούμενη. Θα αποκτούσε επαφές με πρίγκιπες. Ντύθηκε την πιο καλή της διάθεση, εξαφάνισε εντός της κάθε αντίσταση και δέχτηκε τη μικρή κατοικία στην αυλή του άρχοντα Ράμι.
Ήταν φιλόξενος εκείνος ο άρχοντας.
Η αρκουδίτσα του κίνησε την περιέργεια. Τι ήθελε εδώ κάτω στα θερμά κλίματα;
Πώς η έρημη η Λευκή να του λύσει την περιέργεια;
Τα άλλα ζώα κοίταζαν τη Λευκή αφ’ υψηλού. Εκείνη είχε επιλέξει χαμηλό ύφος. Έτρωγε ό,τι της έδιναν και μετά τριγυρνούσε στα δωμάτια του αρχοντικού.
Ο Ράμι τη χαϊδολογούσε κι όλο παρέα την καλούσε. Δεν είχε αλυσίδα. Πήγαινε στα πόδια του κρεβατιού και καθόταν, τον άκουγε να μιλάει με καλοσύνη. Δεν νευρίαζε ποτέ και γενικά ήταν κάποιος που η Λευκή εύχονταν να τον βλέπει καθημερινά.
Μια απ’ τις μέρες που περιποιείτο τα γένια του και τα μαλλιά του, εκείνη είχε σταθεί και τον χάζευε. Εκείνος άρχισε να της μιλάει περιπαθώς:
«Μικρή μου αρκουδίτσα, τι ζητάς εδώ κάτω; Θα ‘θελα να μείνεις εδώ μόνιμα. Σου ετοιμάζω ένα μικρό σπιτάκι ανάμεσα στις κλούβες των άλλων ζώων, γιατί η συμπεριφορά σου είναι υποδειγματική…»
Η Λευκή τον καταλάβαινε, αλλά δεν μπορούσε να του καταθέσει το λόγο ύπαρξής της και έγειρε το κεφάλι χύνοντας κάποια δάκρυα.
Ο Ράμι τα ‘χασε και βάλθηκε να τη χαϊδεύει, λέγοντας:
«Θα σε κάνω ευτυχισμένη, θα σου βρω ένα αρσενικό ήρεμο και γλυκό σαν εσένα, να μείνετε εδώ».
Η Λευκή εξεπλάγη και περίμενε την κίνηση του άρχοντα…
Ο Κήγκαν δεν είχε νέα κι ήταν γεμάτος αγωνία. Σκέφτηκε να τραβήξει για την πόλη, μήπως και τη βρει, δεν μπορεί να είχε απομακρυνθεί τόσο… Πάλι όμως σκεφτόταν να μην παρακούσει τις οδηγίες της κυράς του κι αλώνιζε στις ερημιές, παρέα μοναχική με άλλα ζώα ─ από πού ήξερε πούθε κρατά η σκούφια τους;
Ο Ράμι έδωσε διαταγή να βρουν και να φέρουν τον πιο νέο, τον πιο ωραίο ασπρουδερό αρκούδο, παρέα για τη Λευκή.
Οι κυνηγοί βγήκαν σεργιάνι και ψάρεψαν μαζί με το ντόπιο είδος και τον Κήγκαν. Ο κακομοίρης ο Κήγκαν είχε φοβηθεί πολύ.
Έτσι η Λευκή εκείνο το πρωί είχε δύο συναντήσεις, τον Κήγκαν και τον Όμο, έτσι της τον σύστησαν.
Άρχισε λοιπόν μια περίεργη συνομιλία με το φίλο της, που οι άνθρωποι κατάλαβαν ότι είχαν έρθει παρέα σ’ εκείνα τα χώματα.
Με τον Όμο η Λευκή άρχισε να φλερτάρει, λέγοντάς του στη γλώσσα τους ότι ο λόγος που βρίσκονταν εκεί ήταν να διαλέξει γαμπρό και να πάνε στο βασίλειό τους πάλι.
Ο άρχοντας ήταν τόσο γοητευμένος απ’ αυτή τη συνάντηση των ζώων, που περνούσε ώρες κοιτάζοντας πώς επικοινωνούσαν μεταξύ τους.
Ο Όμο δεν είχε καμιά αντίρρηση ούτε για τη Λευκή ούτε για την τιμή που τον περίμενε στους πάγους.
Άρχισαν λοιπόν να συνομιλούν για το πώς θα ξέφευγαν απ’ την προσοχή των φρουρών του άρχοντα.
Η Λευκή, που πίστευε ότι η γλώσσα της αγάπης ελευθερώνει, ένα βράδυ άρχισε να φιλάει τα πόδια του Ράμι. Εκείνος ένοιωθε ιδιαίτερα. Όλο και τριγύριζε ανάμεσά του και τον οδήγησε εκεί που ήταν οι φίλοι της, ο Κήγκαν και ο Όμο.
Ο Ράμι την παρακολουθούσε. Πήραν μερικά φρούτα, υποκλίθηκαν γέρνοντας τα κεφάλια και βγήκαν ήρεμα-ήρεμα από την αυλή, ξημερώματα.
Ο άρχοντας δεν έστειλε κανένα φρουρό. Κατάλαβε ότι είχαν συνεννοηθεί να φύγουν, κάθισε σ’ ένα σκαμνί και αποχαιρετούσε σε μια άγνωστη γλώσσα τη μικρή πολική αρκούδα που βρέθηκε στα χώματά του.
Η Λευκή πάτησε το πόδι του Όμο, λέγοντας:
«Ήταν ένας υπέροχος άρχοντας…»
«Κι εσύ ένας υπέροχος γαμπρός, Όμο», είπε ο Κήγκαν.
*****
Νεράιδες και πράσινοι άγγελοι
Ένα παραμύθι από την Χρυσούλα Πλάλα
Σ’ έναν τόπο ανάμεσα γης και σελήνης κατοικούσαν γυναίκες ψιλόλιγνες, όμορφες, με μακριά φορέματα και στολίδια, νεράιδες. Μερικές απ’ αυτές ήταν παράξενες∙ μιλούσαν λίγο και κρατούσαν μια στάση απέναντι στις άλλες περίεργη, απόμακρη, θα την έλεγα κακιά. Όλο και κάτι ψιθύριζαν μεταξύ τους, μόλις έβλεπαν τις «κόκκινες», έτσι έλεγαν τις καλές. Παλιά κατοικούσαν στη γη σε σπηλιές, σε πηγές, σε ποτάμια.
Τώρα πια η γη είχε γίνει πολυάνθρωπη, εχθρική γι’ αυτά τα όντα, που εμφανίζονταν σπάνια στους ανθρώπους και δεν ήταν ξεκάθαρο τι ήθελαν να κάνουν. Οι καιροί άλλαξαν.
Οι «κόκκινες» έρχονταν σε συνεννόηση με άντρες, μέτριους στο ανάστημα, με πράσινα ρούχα, που ονόμαζαν τους εαυτούς τους πράσινους αγγέλους. Ξεχώριζαν από τους γαλάζιους και τους άσπρους που ήταν στο φεγγάρι. Λέγανε ότι είχαν για έργο κάποια προετοιμασία για εκείνον το δρόμο των ανθρώπων στη γη που ήταν τυχαίος. Λειτουργούσαν σαν πυξίδα. Επικοινωνούσαν με τους ανθρώπους με κεραίες που είχαν στο κεφάλι τους. Τους έδειχναν δρόμο πώς να κάνουν δύσκολα πράγματα, πώς να είναι ευτυχείς. Οι πράσινοι άγγελοι και οι νεράιδες φρόντιζαν τη γη.
Εδώ όμως και πενήντα χρόνια οι άνθρωποι είχαν χάσει τον μπούσουλά τους. Απομακρύνονταν ο ένας από τον άλλον κι όλοι είχαν μια ψεύτικη ικανοποίηση.
Η βασίλισσα των νεράιδων λεγόταν Άλμα. Τη βασάνιζε αυτή η κατάσταση επιφανειακής ευτυχίας στη Γη. Αποφάσισε λοιπόν μαζί με τους «πράσινους αγγέλους» να κάνουν κάτι, μια και ήταν πρόσωπα δυνατά και φωτισμένα.
Ταξίδεψαν τότε σε πολλά μέρη και διάλεξαν για τόπο δράσης μια μικρή πολιτεία, απ’ όπου είχαν περάσει ληστές, σαν να είχε γίνει πόλεμος και τα παιδιά ήταν κακοντυμένα, κατσουφιασμένα. Τραβήχτηκαν στις εξοχές και περίμεναν την κατάλληλη ευκαιρία.
Ένα απόγευμα, την ώρα της δύσης, όταν τα παιδιά είχαν τελειώσει το σχολείο, κάτι σαν υπερκόσμια μουσική τα κράτησε στην αυλή καθισμένα μέχρι που βγήκε το φεγγάρι. Στην αλάνα του σχολείου φάνηκε σαν να έβλεπαν φιγούρες που χόρευαν και μιλούσαν στη γλώσσα τους, ένα μικρό θέατρο με τις «κόκκινες» να παίζουν τις μαμάδες που έφτιαχναν γλυκά και μιλούσαν στα παιδιά για ήρωες που κατάφερναν να πηδούν εμπόδια, ν’ ανεβαίνουν βουνά, να περπατούν στα κύματα.
Οι δασκάλες έλεγαν στα παιδιά να φύγουν, αλλά μετά από λίγο κι αυτές κάθισαν μαζί τους κι έβλεπαν κι άκουγαν τα παράξενα.
Η ώρα περνούσε. Ξημέρωσε. Τα παιδιά είχαν γείρει νυσταγμένα, μαγεμένα.
Σούσουρο στον κύκλο των δασκάλων. «Κάτι πρέπει να κάνουμε…». «Αυτό που ζήσαμε», βγήκε η απάντηση. Αφύπνισαν τα παιδιά και βάλθηκαν όλες να τους ετοιμάσουν να φάνε και μετά αποφάσισαν να οργανώσουν μια παράσταση που να διηγούνται τα ίδια τι είχαν δει και τι ήθελαν να κάνουν μετά από τα παράξενα οράματα.
Τα παιδιά άρχισαν να παίζουν διάφορα παιχνίδια, να υποδύονται χαρακτήρες, να κάνουν υπερβολές, να σύρουν τραγούδια.
Το νέο μαθεύτηκε από τις οικογένειες της πόλης. Οι πράσινοι άγγελοι έκαναν τους ανθρώπους να σκεφτούν τις παιδικές καρδιές και ανάγκες, ώστε να κάνουν κάτι που να ευτυχούν μετά από τις επιδρομές των κακών.
Ο αγέρας μύριζε ψημένα φαγητά και γλυκίσματα για να διώξει το κακό που είχε κατακάτσει στις παιδικές καρδιές.
Πήρε πάνω από μήνα αυτή η επιδρομή των νεράιδων και των πράσινων αγγέλων. Βάφτηκε το σχολείο, καθάρισαν οι αυλές, φυτεύτηκαν λουλούδια. Ένα μεγάλο γλέντι στήθηκε στην πλατεία και ξαναγύρισε το κέφι και το χαμόγελο στη μικρή πόλη.
Χρυσούλα Πλάλα