Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙ - ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΕΚΔΟΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙ - ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΕΚΔΟΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 22 Αυγούστου 2023

Ισύ, πατέρα, κ’ ήβαλις;

 

Ισύ, πατέρα, κ’ ήβαλις;

 

Αύγουστος. Η Ελλάδα ολόκληρη καιγόταν από τη μεγάλη ζέστη και τις πολλές φωτιές που ασυνείδητοι είχαν ανάψει παντού. Ήταν δειλινό και στη «Λαγκαδούρα», γειτονιά του χωριού μας, οι γυναίκες κάθονταν στα σκαλιά και κουβέντιαζαν.

 

Σαν τέλειωσαν οι βραδινές ειδήσεις από την τηλεόραση, φάνηκε να έρχεται από το καφενείο η Διαμαντούλα Καλαϊτζή-Βουνάτσου, σύζυγος του Μελανδινού Θρ. Βουνάτσου (Μιλάνου) και μητέρα μου. Στα σκαλιά έκανε την καθιερωμένη στάση, για να κουβεντιάσει με τις γειτόνισσες. Βιαστική καθώς ήταν κι επηρεασμένη από τις ειδήσεις, σχολίασε:

Κι κακό, μουρ’ κόρη μ’, σ’ ούλ’ κ’ Ιλλάδα… Απουσταθήκαν να σβούν’ φουκιές απ’ κ’ τηλιόρασ᾿. Ποιοι αφουρ’σμέν’ τ’ς βάζουν;

Δεν ξέρουμε αν εννοούσε ότι η τηλεόραση εκτελούσε χρέη πυροσβεστικής, αλλά τα λόγια της αυτά μας έφεραν στο νου μια άλλη φωτιά, που πριν πολλά χρόνια είχε ξεσπάσει στην τοποθεσία «Ξιπάκ’μα».

 

Έτυχε τη μέρα εκείνη να βρίσκεται σ’ αυτή την περιοχή, στο κτήμα του, και ο πατέρας της Διαμαντούλας Γεώργιος Ευ. Καλαϊτζής, για να βοσκήσει την κατσίκα του.

Μόλις μαθεύτηκε στο χωριό το νέο για τη φωτιά στο «Ξιπάκ’μα», ανήσυχη αλλά και αφελής η Διαμαντούλα πήγε στον «Άνεμο» και φώναζε στον πατέρα της:

Ισύ, πατέρα, κ’ ήβαλις; (τη φωτιά εννοούσε)

Όχ’, κόρη μ’, όχ’…, ε κ’ ήβαλα ιγώ, απάντησε ο πατέρας της. Εν τη ζωή του πραματέλ’ μας.

Κι έτσι έμειναν στο χωριό μας παροιμιώδεις οι φράσεις «Ισύ, πατέρα, κ’ ήβαλις;» και «εν τη ζωή του πραματέλ’ μας».

Αργότερα έγινε γνωστό πως τη φωτιά την έβαλε η Περμαθιά τ’ Ξαφέλ’, κατά λάθος φυσικά.

 

Τις φωτιές όμως στα δάση της Ελλάδας ποιοι τις βάζουν; Πρέπει άραγε η Πολιτεία να περιορίζει το ρόλο της μόνο στην κατάσβεση των πυρκαγιών ή να παίρνει εγκαίρως κάθε προστατευτικό μέσο για τα δάση μας και να βρίσκει και να τιμωρεί παραδειγματικά τους ασυνείδητους που τα καίνε;

 

Από Μυρσίνη Μ. Βουνάτσου

(Δημοσιευμένο και στο πδκ. «Τα Παλιοχωριανά», τεύχος 19ο,

Ιούλιος- Αύγουστος - Σεπτέμβριος 1985, σελ. 299)


Τρίτη 4 Αυγούστου 2015

ΠΑΛΙΟΧΩΡΙΑΝΟ ΑΝΕΚΔΟΤΟ: «Ισύ, πατέρα, κι ήβαλις;»

                   
ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ ΣΕ ΔΑΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΟΙΚΗΜΕΝΕΣ ΠΟΛΕΙΣ
                                                                                                                                
Καταστροφών συνέχεια… Κοντά στα οικονομικά δεινά, ήλθαν να προστεθούν τον Ιούλιο οι μεγάλης έκτασης πυρκαγιές στην Αθήνα και σ’ άλλα μέρη της χώρας μας. Πυκνοκατοικημένες αστικές περιοχές, πολύτιμοι δασικοί πνεύμονες, χιλιάδες ελαιόδεντρα με τον καρπό τους, κρατικά κονδύλια, ένα πυροσβεστικό αεροπλάνο, σπίτια, ακόμα και απώλειες ανθρώπινης ζωής ο θλιβερός απολογισμός. Θαρρείς κι έγινε πόλεμος και κατακάηκε ολόκληρη η Ελλάδα από τον εχθρό. Το κακό συνεχίζεται και τον Αύγουστο, κυρίως σε ώρες δυνατών αέρηδων.

Από τα χείλη κάποιων ακούσαμε για σχέδιο ξενόφερτων εμπρηστών κι η ψυχή μας γέμισε αγωνία για την Ελλάδα. Αλλά θυμηθήκαμε και δυο παροιμιώδεις φράσεις από παλιοχωριανό ανέκδοτο, που ακούστηκαν προ αμνημονεύτων χρόνων σε πυρκαγιά κι επαναλαμβάνονται συχνά στο Παλαιοχώρι με εύθυμη διάθεση. Η φράση «Ισύ, πατέρα, κι ήβαλις;» είναι λόγια αγωνίας αλλά και αφέλειας της αείμνηστης μητέρας μου Διαμαντούλας Καλαϊτζή-Βουνάτσου προς τον παππού μου Γεώργιο Καλαϊτζή, που την καθησύχασε απαντώντας πως δεν έβαλε εκείνος τη φωτιά κι είναι «εν τη ζωή του πραματέλ’ μας…»! Διαβάστε το ανέκδοτο κι εσείς, για να γελάσει λίγο το χειλάκι σας…
        
²²²
           
Παλιοχωριανό χουρατό
  
Ισύ, πατέρα, κ’ ήβαλις;

     Αύγουστος 1985. Η Ελλάδα ολόκληρη καιγόταν από τη μεγάλη ζέστη και τις πολλές φωτιές που ασυνείδητοι είχαν ανάψει παντού. Ήταν δειλινό και στη «Λαγκαδούρα», γειτονιά του χωριού μας, οι γυναίκες κάθονταν στα σκαλιά και κουβέντιαζαν.
     Σαν τέλειωσαν οι βραδινές ειδήσεις από την τηλεόραση, φάνηκε να έρχεται από το καφενείο η Διαμαντούλα Καλαϊτζή-Βουνάτσου, του Μιλάνου. Στα σκαλιά έκανε την καθιερωμένη στάση, για να κουβεντιάσει με τις γειτόνισσες. Βιαστική καθώς ήταν και επηρεασμένη από τις ειδήσεις, σχολίασε:
     Κι κακό, μουρ’ κόρη μ’, σ’ ούλ’ κ’ Ιλλάδα… Απουσταθήκαν να σβούν’ φουκιές απ’ κ’ τηλιόρασ᾿. Ποιοι αφουρ’σμέν’  τ’ς βάζουν;
     Δεν ξέρουμε αν εννοούσε ότι η τηλεόραση εκτελούσε χρέη πυροσβεστικής, αλλά τα λόγια της αυτά μας έφεραν στο νου μια άλλη φωτιά, που πριν πολλά χρόνια είχε ξεσπάσει στην τοποθεσία «Ξιπάκ’μα». Έτυχε τη μέρα εκείνη να βρίσκεται σ’ αυτή την περιοχή, στο κτήμα του, κι ο πατέρας της Διαμαντούλας Γεώργιος Καλαϊτζής, για να βοσκήσει την κατσίκα του.
     Μόλις μαθεύτηκε στο χωριό το νέο για τη φωτιά, ανήσυχη αλλά και αφελής η Διαμαντούλα πήγε και φώναζε από τον «Άνεμο» στον πατέρα της:
     Ισύ, πατέρα, κ’ ήβαλις; (τη φωτιά εννοούσε)
     ― Όχ', κόρη μ', όχ'... 'ε κ' ήβαλα ιγώ, απάντησε ο πατέρας της. Εν τη ζωή τού πραματέλ' μας... 
     Αργότερα έγινε γνωστό πως τη φωτιά την έβαλε η Περμαθιά τ’ Ξαφέλ’, κατά λάθος φυσικά.

     Έτσι έμειναν στο χωριό μας παροιμιώδεις οι φράσεις «Ισύ, πατέρα, κ’ ήβαλις;», που τη χρησιμοποιούν οι Παλιοχωριανοί για να εκφράσουν κάποιο αφελές επιβαρυντικό για τους ίδιους ερώτημα ή ένα σεξουαλικό υπονοούμενο, και «εν τη ζωή του πραματέλ’ μας», που τη χρησιμοποιούν για να δηλώσουν ότι παρά λίγο γλίτωσαν ένα δικό τους πράγμα από έναν χατά (από το ρ. χάνομαι), μια καταστροφή. Και η δεύτερη φράση χρησιμοποιείται καμιά φορά ως σεξουαλικό υπονοούμενο, όπως κι η φράση «λαδερό  του πραματέλ’ σ’», γιατί προκαλεί γέλιο αν αποκοπεί από το λεκτικό περιβάλλον της. Και στους Παλιοχωριανούς αρέσουν τα πιπεράτα, αλλά ποτέ χυδαία, πειράγματα!     

²²²


 Τις φωτιές όμως στα δάση της Ελλάδας ποιοι τις βάζουν; Πρέπει άραγε η Πολιτεία να περιορίζει το ρόλο της μόνο στην κατάσβεση των πυρκαγιών ή να παίρνει εγκαίρως κάθε προστατευτικό μέσο για τα δάση μας και να βρίσκει και να τιμωρεί παραδειγματικά τους ασυνείδητους που τα καίνε;
   
Αθήνα 4 Αυγούστου 2015
Μυρσίνη Μ. Βουνάτσου
(Πρώτη δημοσίευση στο πδκ. «Τα Παλιοχωριανά», τεύχος 19ο, Ιούλ.-Αύγ.-Σεπτ. 1985, σελ. 299)

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

Επίσης, Μανώλη!


Η «συνταγή» της Γιασεμής
Επίσης, Μανώλη!

     Μια μικρή χαριτωμένη ιστοριούλα-ανέκδοτο κουβαλήσαμε μαζί με τις αποσκευές μας από το Παλαιοχώρι, γυρίζοντας από τις καλοκαιρινές διακοπές μας. Μας την αφηγήθηκε η Μυρσίνα Μ. Μωραΐτου, σαν παράδειγμα αντίδρασης στη λεκτική βία, που τόσο πληγώνει όταν προέρχεται από χείλη αγαπημένου προσώπου. Σας τη μεταφέρουμε, μαζί με τις ευχές για καλό μήνα.
  
     Πρωταγωνίστρια η Γιασεμή, κόρη του Γιάννη και της Αμερισούδας, σύζυγος του Μανώλη. Συνήθιζε να κάθεται στο μπαλκόνι του σπιτιού της και να παρακολουθεί την κίνηση της αγοράς κι όσα σοβαρά ή αστεία λέγονταν από τους άντρες στα καφενεία. Η αείμνηστη Γιασεμή είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο αντίδρασης, όταν λάθαινε η γλώσσα του Μανώλη και βλαστημούσε τους γονείς της. 
     Ο Μανώλης νευρίαζε κάποιες φορές, άνοιγε την πόρτα του σπιτιού και φώναζε στη γυναίκα του:
    – .................................., ανάθεμα τουν πατέρα τσι κ' μάνα π’ σ’ έκανι τσι π’ σι γέννα... Και άλλα παρόμοια, πολύ συνηθισμένα ανάμεσα στ' αντρόγυνα τις παλιές δύσκολες εποχές.
     Η Γιασεμή, είτε ανταποδίδοντας τα ίσα είτε γιατί ήταν ήπιος χαρακτήρας είτε γιατί το σπίτι της ήταν στην αγορά και δεν ήθελε να την ακούσουν να καυγαδίζει, του απαντούσε με συρτή γλυκιά φωνή:
     – Επίσης, Μανώλη!

     Η απάντηση της αείμνηστης Γιασεμής, χρόνια μετά το θάνατό της, έχει μείνει παροιμιώδης στο Παλαιοχώρι. Τη χρησιμοποιούν οι γυναίκες, όταν θέλουν να βάλουν στη θέση του κάποιον υβριστή χωρίς να εμπλακούν σε λογομαχίες. Θα προσθέταμε ότι τα άστοχα λόγια κλονίζουν τη συζυγική σχέση, ταπεινώνουν και πληγώνουν βαθιά. «Η πληγή της μαχαιριάς βρίσκει γιατρειά, της γλώσσας όμως όχι», έλεγε ο Πυθαγόρας (βλέπετε και το παραμύθι «Ο ξυλοκόπος και το λιοντάρι» στο http://paleochori-lesvos.blogspot.gr/2013/03/blog-post_13.html).
     Σας προτρέπουμε να χρησιμοποιήσετε κι εσείς τη «συνταγή της Γιασεμής», αν κάποια φορά η γλώσσα του/της συντρόφου σας «γλιστρήσει», ξεχνώντας την προτροπή των αρχαίων σοφών μας «γλώσσης κράτει» (: να συγκρατείς τη γλώσσα σου, να ελέγχεις τα λόγια σου). Ίσως έτσι τον κάνετε να μπει στη θέση σας, να συναισθανθεί τη σημασία των λόγων του και να γίνει λιγὀτερο αθυρόστομος. Σας θυμίζουμε και την πασίγνωστη νεοελληνική παροιμία «Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει»  και τη λιγότερο γνωστή «Καλύτερα να γλιστρήσεις με τα πόδια, παρά με τη γλώσσα».

     «Καλό Χειμώνα»
       Μυρσίνη Βουνάτσου

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2013

ΠΑΛΙΟΧΩΡΙ - ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΣΤΕΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ

Το θαυματουργό φάρμακο

     Ήταν κάποτε ένα αντρόγυνο και δεν περνούσε μέρα που να μην καυγαδίσουνε, κάθε λίγο και λιγάκι μαλώνανε. Το έκανε παράπονο η γυναίκα σε μια φίλη της κι εκείνη της είπε ότι σε κάποιο χωριό είναι ένας γιατρός που έχει κάποιο φάρμακο.
     Μια και δυο η γυναίκα παίρνει το γαϊδουράκι της και πάει σ’ εκείνο το χωριό. Πήγε στο γιατρό και λέει:
     ― Έχω ένα πρόβλημα, γιατρέ. Κάθε μέρα ο άντρας μου κάνει καυγάδες, μαλώνουμε και με δέρνει. Είπαν πως έχεις εσύ ένα φάρμακο γι’ αυτές τις περιπτώσεις…
     Τότε ο γιατρός της δίνει έναν κούτρουλα γεμάτο με νερό και της λέει:
     ― Θα πάρεις αυτόν τον κούτρουλα που είναι γεμάτος φάρμακο και, όταν αρχίζει ο άντρας σου να κάνει καυγά, θα βάζεις μες στο στόμα σου μια γουλιά από το φάρμακο. Αλλά πρόσεξε. Δεν θα το καταπιείς, μέχρι να τελειώσει ο καυγάς, εσύ θα το ’χεις μέσα στο στόμα σου. Όταν σταματήσει ο καυγάς και ηρεμήσουν τα πνεύματα, τότε θα το καταπιείς και θα είναι όλα μέλι - γάλα. Ούτε να χαλιέσαι ούτε να τρως ξύλο.
     Έτσι κι έγινε. Και η γυναίκα ακόμα έχει να λέει για το καλό φάρμακο του γιατρού!

     * κούτρουλας: σπασμένο πήλινο σταμνί χωρίς λαβές και λαιμό.

***

Ο γλεντοκόπος

     Κάποτε κάποιος αγαπούσε το χορό και το πιοτό πάρα πολύ, που καταντούσε να ξημερώνεται στα καφενεία και συχνά περνούσε και εβδομάδα δίχως να κοιμηθεί και να φάει στο σπίτι του.
     Κάποια μέρα, που ήταν πάλι στη μουσική, έπιασε το μικρόφωνο από τα χέρια του τραγουδιστή κι είπε το εξής:

                      «Του τσ’κάλ’ σκ’ φουκιά,
                       του Μυρσ’νιώ στα κλαδιά,
                       τα μουρά νησ’κά
                       τσι η Κουστής γλιντά.»

     Τότε όλοι σηκωθήκανε επάνω και τον χειροκρότησαν για το τραγούδι που είπε.

***

Δ’λειά θέλ’

     Κάποιος μια φορά πέρασε από μια εκκλησία και μπήκε μέσα να προσκυνήσει. Καθώς έκανε το σταυρό του, λέει φωναχτά:
     ― Παναγιούδα μ’ τσι Χριστέλι μ’, δεν ιρχόσαστε κ’ νύχτα, να μ’ φέριτι ένα πουρτουφόλ’ γιμάτου παράδις;
     Πού να ήξερε ότι μέσα στο Ιερό ήταν ο καντηλανάφτης, άκουσε αυτά που έλεγε και του απαντάει: 
     ― Δ’λειά θέλ’, βρε κάλπ’, δ’λειά!
     Όταν άκουσε ο άνθρωπος τη φωνή που ερχόταν από το Ιερό, τρόμαξε και όπου φύγει-φύγει.

***

Σάτιρα Μανώλη Τυροπώλη

     Πιο παλιά, τα παλικάρια του χωριού πήγαιναν βόλτα, πηγαινοερχόντανε στον «Άνεμο» ή στη «Φούσα». Μια φορά πέρασαν από την αγορά του χωριού μας δυο παλικάρια, ο ένας πολύ ψηλός, ο άλλος κοντός.
     Σαν τους είδε τότε ο Μανώλης ο Τυροπώλης, που του άρεσαν πολύ τα αστεία, τους είπε τούτα τα λόγια:

                        «Ω, καλώς τα παλικάρια,
                         για σταθείτε να σας δω,
                         γ’ ένας κάν’ τηλιγραφόξ’λου,
                         γ’ άλλους στου μπουκάλ’ φιλό.»
     
***

Χορευταράδες

     Ως συνήθως, κάθε χρόνο του Ευαγγελισμού στο Παλαιοχώρι έφερναν μουσική, για να διασκεδάσει και να χορέψει ο κόσμος, λόγω που εορτάζει η Ευαγγελίστρια, η εκκλησία του χωριού μας. Στο χορό τηρείται σειρά προτεραιότητας και κάθε παρέα χορεύει ορισμένο αριθμό χορών, αν και συχνά οι χορευταράδες ξεχνιούνται από τους όμορφους χορευτικούς σκοπούς και δημιουργούνται παρεξηγήσεις.
     Κάποια φορά χόρευαν δυο άτομα, ο ένας ψηλός κι αδύνατος και ο άλλος κοντός και γεμάτος. Χόρεψαν πέντε – δέκα σκοπούς, αλλά δεν είχαν σκοπό να κάτσουν κάτω, να χορέψει κι άλλος.
     Τότε δεν χάνει καιρό ένας γεροδεμένος άντρας, το πρωτοπαλίκαρο,πάει κοντά στους μουσικάντηδες, πιάνει το μικρόφωνο και φωνάζει: «Η πινέζα με την οδοντογλυφίδα να κάτσουν κάτω, να χορέψει κι άλλος».
     Τότε αυτοί, χωρίς δεύτερη κουβέντα, κάθισαν κάτω και το γλέντι συνεχίστηκε ως το πρωί.

***

Φοβόταν μην κουράσει το γάιδαρό του…

  
     Ζούσε κάποτε σε ένα χωριουδάκι ένας γέρος πολύ εργατικός. Κάθε μέρα πήγαινε στα χωράφια του και δούλευε όλη μέρα. Είχε ένα γαϊδουράκι, το έκανε καβάλα και πήγαινε στη δουλειά του.
     Ένα πρωινό, σηκώθηκε, πήρε τον τρουβά του, τον έβαλε στον ώμο του, τράβηξε το γάιδαρό του, έκανε καβάλα και ξεκίνησε για τη δουλειά του.
     Καθώς περνούσε από την αγορά του χωριού, τον είδε κάποιος φίλος του και του είπε:
     ― Γιατί, βρε άθριπι, δεν κριμάς τουν ντρουβά σ’ στου σαμάρ’, μόνου τουν σ’κών’ς σκ’ πλάκ’ σ’;…  
     Και απαντά ο γέρος:
     ― Εμ, σκών’ μένα η γάδαρους, να σκών’ τσι τουν ντρουβά μ’;

***

Τσι γοι αγιοί φουβέρα θέλουν


     Κάποτε ένας βοσκός περνούσε έξω από ένα εξωκκλήσι. Τότε σκέφτηκε να πάει να προσευχηθεί. Μπαίνει μέσα, κρατώντας στο χέρι και τη γκλίτσα του.
     Έκανε το σταυρό του, ασπάστηκε τις εικόνες, προσευχήθηκε και, ευχαριστημένος καθώς ήταν, βάζει τη γκλίτσα στους ώμους του και, κρατώντας την με τα δυο του χέρια, πήγε να βγει από το εξωκκλήσι.
     Στην πόρτα όμως έμπλεξε το ραβδί του, καθώς πήγε να βγει. Κάνει μία προσπάθεια, τίποτα. Κάνει δεύτερη, τίποτα. Κάνει Τρίτη, του κάκου, δεν μπορούσε να βγει.
     Τότε γυρίζει πίσω, κατεβάζει το ραβδί του από τους ώμους και, καθώς ήταν νευριασμένος, άρχισε να σπάει όλες τις εικόνες. Σαν τελείωσε, βγαίνει έξω με το ραβδί στο χέρι και γυρίζει και λέει προς το εκκλησάκι:
     ― Είδις τώρα που βγήκα μι του πρώτου; Τσι γοι αγιοί φουβέρα θέλουν.
     Και μέχρι τώρα σώζεται η παροιμία που λέμε «Τσι γοι αγιοί φουβέρα θέλουν»

 ***

Η διαταγή και η γυναίκα του Χότζα

     Κάποτε βγήκε μια διαταγή από τον άρχοντα ενός χωριού ό,τι έχουν και δεν έχουν μέσα στα σπίτια τους ο κόσμος να βγει και να τα πετάει έξω από τα παράθυρα και τις πόρτες. Τότε όλος ο κόσμος άρχισε να τα πετάει τα πράγματά του. Άρχισε τότε και η γυναίκα του Χότζα να πετάει ό,τι είχε και δεν είχε.
     Πάει τότε ο χότζας και βλέπει τη γυναίκα του να πετάει…
     ― Τι κάνεις εκεί, βρε γυναίκα;
      Δεν άκουσες που βγήκε διαταγή να τα πετάμε όλα έξω; 
     Τότε ο Χότζας λέει:
     ― Όχι, βρε γυναίκα, να πετάς εσύ. Οι άλλοι θα πετούν κι εσύ θα μαζεύεις.
  
***

Η ναυτικός τσι τ’ αυγά


     Μια φουρά τσι έναν τσιρό ήταν ένας ναυτικός, ταξίδιβγι στα καράβια. Μια φουρά στου τόσου βγαίναν σι κανέ λιμάν’ για καμιά-δυο μέρις, να ξικουραστούν.
     Πήγι λοιπόν κάπουτι η ναυτικός σ’ ένα φαγαριό, να φάει. Διάταξι να τ’ κάνουν τρία αυγά τσι μια σαλάτα. Τα ’τοιμάσαν τσι τα πήγαν στου τραπέζι τ’ τσ’ αρχίν’σι να τρώ’. Έγτσι π’ έτρουγι, φουνάζαν «σαλπάρ’ του πλοίου». Απ’ κ’ ανιγκασιά τ’, ξέχασι να πληρώσ’ τ’ αυγά π’ έφαγι.  
     Μιτά απού τρία χρόνια, ξαναβρέθ’τσι σ’ αυτό του λιμάν’ τσι πήγι στου φαγαριό, να πληρώσ’ τ’ αυγά στουν εστιάτουρα. Του ’ξήγησι κι είχι γίν’ πριν τρία χρόνια τσι ρώ’ξι πόσα θέλ’ να τ’ πληρώσ’ τ’ αυγά.
     Τότι η εστιάτορας αρχίν’σι να τ’ λέγ’ πράματα π’ δε ’στέκαν. Ότι τώρα ήρτις να τα πληρώγ’ς μετά απού τρία χρόνια. Αν ήταν τα αυγά ωμά, θα τα κλώσιαζι η κότα, θα έβγαζι πλέλια, τα πλέλια θα ’κάναν αυγά, τα αυγά θα ξαναγινόνταν πλέλια και ούτω καθεξής. Τσι τ’ λέγ’ «θα σι πάγ’ στου δικαστήριου, για να πληρώγ’ς κ’ διαφουρά».
     Η ναυτικός έπισι σι μιγάλ’ συλλουγή, «κι να κάνου… κι να κάνου…». Τουν βλέπ’ η Ναστραντίν Χότζας τσι τουν ρουτά «τι έχ’ς, βρε άθριπι, τσι είσι στιναχουριμένους;». «Άστα, το τσι το έπαθα…», τσι ηξήγ’σι κ’ ιστουρία ντ’.
     Τότι η Ναστραντίν Χότζας ρουτά πότι είνι του δικαστήριου τσι η ναυτικός τ’ λέγ’ «είνι σι μια ’βδουμάδα». «Θα μι ειδουποιήγ’ς, να ρθω ιγώ μάρτυρας».
     Έτσι κ’ έγινι. Όταν πήγαν στου δικαστήριου, άρχισι η δικαστής να ρουτά τουν έναν, να ρουτά τουν άλλουν, φώναξι τσι του όνουμα τ’ Ναστραντίν Χότζα, αλλά δεν είχι πάει ακόμα. ’Σκείλαν τότι τουν κλητήρα, να πά’ να τουν φουνάξ’. Πήγι η κλητήρας, τουν φώναξι τσι ’φτός είπι: «Τώρα, σι λίγου έρχουμι». Πιριμέναν να πά’, μα αργούσι. Τότι η δικαστής ξαναστέρν’ τουν κλητήρα, να φουνάξ’ του Ναστραντίν Χότζα. «Τώρα, κουντεύγ’ να βράσ’ του στάρ’, για να σπείρου, τσι έρχουμι». Πά’ η κλητήρας στου δικαστή τσι τα’ λέγ’: «Έρχιτι σι λίγου, γιακί βράζ’ του στάρ’ π’ θα σπείρ’».  
     Σι λίγου πήγι στου δικαστήριου η Ναστραντίν Χότζας. «Άντι, βρι άθριπι, σένα θα πιριμένουμι να ’ρθεις;». «Αφού έβραζα του στάρ’, για να σπείρου, κυρ δικαστά».
     Τσι τ’ λέγ’ η δικαστής: «Καλά, του στάρ’ του βράζ’ς, για να του σπείρ’ς; Βρασμένου στάρ’ είδις πουθινά να σπέρνιτι;». Τσι απαντά τότι η Χότζας: «Ούτι απ’ αυγά βρασμένα δε βγαίνουν π’λιά».
     Τότι η δικαστής έμεινι άφωνος τσ’ είπι μιτά: «Αθώος ο κατηγορούμενος ναυτικός»!

     Σημείωση: Τις παραπάνω χαριτωμένες ιστορίες μας τις έστειλαν από το Παλαιοχώρι η Ειρήνη Γ. Γανώση κι η κόρη της Δέσποινα Γανώση-Παυλίδου και τις ευχαριστούμε πολύ. Αφήνουμε τις ίδιες τις ιστορίες να σας μιλήσουν…

ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΒΟΥΝΑΤΣΟΥ ΜΥΡΣΙΝΗ