Τετάρτη 13 Μαρτίου 2013

ΠΑΛΙΟΧΩΡΙ - ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΣΤΕΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ

Το θαυματουργό φάρμακο

     Ήταν κάποτε ένα αντρόγυνο και δεν περνούσε μέρα που να μην καυγαδίσουνε, κάθε λίγο και λιγάκι μαλώνανε. Το έκανε παράπονο η γυναίκα σε μια φίλη της κι εκείνη της είπε ότι σε κάποιο χωριό είναι ένας γιατρός που έχει κάποιο φάρμακο.
     Μια και δυο η γυναίκα παίρνει το γαϊδουράκι της και πάει σ’ εκείνο το χωριό. Πήγε στο γιατρό και λέει:
     ― Έχω ένα πρόβλημα, γιατρέ. Κάθε μέρα ο άντρας μου κάνει καυγάδες, μαλώνουμε και με δέρνει. Είπαν πως έχεις εσύ ένα φάρμακο γι’ αυτές τις περιπτώσεις…
     Τότε ο γιατρός της δίνει έναν κούτρουλα γεμάτο με νερό και της λέει:
     ― Θα πάρεις αυτόν τον κούτρουλα που είναι γεμάτος φάρμακο και, όταν αρχίζει ο άντρας σου να κάνει καυγά, θα βάζεις μες στο στόμα σου μια γουλιά από το φάρμακο. Αλλά πρόσεξε. Δεν θα το καταπιείς, μέχρι να τελειώσει ο καυγάς, εσύ θα το ’χεις μέσα στο στόμα σου. Όταν σταματήσει ο καυγάς και ηρεμήσουν τα πνεύματα, τότε θα το καταπιείς και θα είναι όλα μέλι - γάλα. Ούτε να χαλιέσαι ούτε να τρως ξύλο.
     Έτσι κι έγινε. Και η γυναίκα ακόμα έχει να λέει για το καλό φάρμακο του γιατρού!

     * κούτρουλας: σπασμένο πήλινο σταμνί χωρίς λαβές και λαιμό.

***

Ο γλεντοκόπος

     Κάποτε κάποιος αγαπούσε το χορό και το πιοτό πάρα πολύ, που καταντούσε να ξημερώνεται στα καφενεία και συχνά περνούσε και εβδομάδα δίχως να κοιμηθεί και να φάει στο σπίτι του.
     Κάποια μέρα, που ήταν πάλι στη μουσική, έπιασε το μικρόφωνο από τα χέρια του τραγουδιστή κι είπε το εξής:

                      «Του τσ’κάλ’ σκ’ φουκιά,
                       του Μυρσ’νιώ στα κλαδιά,
                       τα μουρά νησ’κά
                       τσι η Κουστής γλιντά.»

     Τότε όλοι σηκωθήκανε επάνω και τον χειροκρότησαν για το τραγούδι που είπε.

***

Δ’λειά θέλ’

     Κάποιος μια φορά πέρασε από μια εκκλησία και μπήκε μέσα να προσκυνήσει. Καθώς έκανε το σταυρό του, λέει φωναχτά:
     ― Παναγιούδα μ’ τσι Χριστέλι μ’, δεν ιρχόσαστε κ’ νύχτα, να μ’ φέριτι ένα πουρτουφόλ’ γιμάτου παράδις;
     Πού να ήξερε ότι μέσα στο Ιερό ήταν ο καντηλανάφτης, άκουσε αυτά που έλεγε και του απαντάει: 
     ― Δ’λειά θέλ’, βρε κάλπ’, δ’λειά!
     Όταν άκουσε ο άνθρωπος τη φωνή που ερχόταν από το Ιερό, τρόμαξε και όπου φύγει-φύγει.

***

Σάτιρα Μανώλη Τυροπώλη

     Πιο παλιά, τα παλικάρια του χωριού πήγαιναν βόλτα, πηγαινοερχόντανε στον «Άνεμο» ή στη «Φούσα». Μια φορά πέρασαν από την αγορά του χωριού μας δυο παλικάρια, ο ένας πολύ ψηλός, ο άλλος κοντός.
     Σαν τους είδε τότε ο Μανώλης ο Τυροπώλης, που του άρεσαν πολύ τα αστεία, τους είπε τούτα τα λόγια:

                        «Ω, καλώς τα παλικάρια,
                         για σταθείτε να σας δω,
                         γ’ ένας κάν’ τηλιγραφόξ’λου,
                         γ’ άλλους στου μπουκάλ’ φιλό.»
     
***

Χορευταράδες

     Ως συνήθως, κάθε χρόνο του Ευαγγελισμού στο Παλαιοχώρι έφερναν μουσική, για να διασκεδάσει και να χορέψει ο κόσμος, λόγω που εορτάζει η Ευαγγελίστρια, η εκκλησία του χωριού μας. Στο χορό τηρείται σειρά προτεραιότητας και κάθε παρέα χορεύει ορισμένο αριθμό χορών, αν και συχνά οι χορευταράδες ξεχνιούνται από τους όμορφους χορευτικούς σκοπούς και δημιουργούνται παρεξηγήσεις.
     Κάποια φορά χόρευαν δυο άτομα, ο ένας ψηλός κι αδύνατος και ο άλλος κοντός και γεμάτος. Χόρεψαν πέντε – δέκα σκοπούς, αλλά δεν είχαν σκοπό να κάτσουν κάτω, να χορέψει κι άλλος.
     Τότε δεν χάνει καιρό ένας γεροδεμένος άντρας, το πρωτοπαλίκαρο,πάει κοντά στους μουσικάντηδες, πιάνει το μικρόφωνο και φωνάζει: «Η πινέζα με την οδοντογλυφίδα να κάτσουν κάτω, να χορέψει κι άλλος».
     Τότε αυτοί, χωρίς δεύτερη κουβέντα, κάθισαν κάτω και το γλέντι συνεχίστηκε ως το πρωί.

***

Φοβόταν μην κουράσει το γάιδαρό του…

  
     Ζούσε κάποτε σε ένα χωριουδάκι ένας γέρος πολύ εργατικός. Κάθε μέρα πήγαινε στα χωράφια του και δούλευε όλη μέρα. Είχε ένα γαϊδουράκι, το έκανε καβάλα και πήγαινε στη δουλειά του.
     Ένα πρωινό, σηκώθηκε, πήρε τον τρουβά του, τον έβαλε στον ώμο του, τράβηξε το γάιδαρό του, έκανε καβάλα και ξεκίνησε για τη δουλειά του.
     Καθώς περνούσε από την αγορά του χωριού, τον είδε κάποιος φίλος του και του είπε:
     ― Γιατί, βρε άθριπι, δεν κριμάς τουν ντρουβά σ’ στου σαμάρ’, μόνου τουν σ’κών’ς σκ’ πλάκ’ σ’;…  
     Και απαντά ο γέρος:
     ― Εμ, σκών’ μένα η γάδαρους, να σκών’ τσι τουν ντρουβά μ’;

***

Τσι γοι αγιοί φουβέρα θέλουν


     Κάποτε ένας βοσκός περνούσε έξω από ένα εξωκκλήσι. Τότε σκέφτηκε να πάει να προσευχηθεί. Μπαίνει μέσα, κρατώντας στο χέρι και τη γκλίτσα του.
     Έκανε το σταυρό του, ασπάστηκε τις εικόνες, προσευχήθηκε και, ευχαριστημένος καθώς ήταν, βάζει τη γκλίτσα στους ώμους του και, κρατώντας την με τα δυο του χέρια, πήγε να βγει από το εξωκκλήσι.
     Στην πόρτα όμως έμπλεξε το ραβδί του, καθώς πήγε να βγει. Κάνει μία προσπάθεια, τίποτα. Κάνει δεύτερη, τίποτα. Κάνει Τρίτη, του κάκου, δεν μπορούσε να βγει.
     Τότε γυρίζει πίσω, κατεβάζει το ραβδί του από τους ώμους και, καθώς ήταν νευριασμένος, άρχισε να σπάει όλες τις εικόνες. Σαν τελείωσε, βγαίνει έξω με το ραβδί στο χέρι και γυρίζει και λέει προς το εκκλησάκι:
     ― Είδις τώρα που βγήκα μι του πρώτου; Τσι γοι αγιοί φουβέρα θέλουν.
     Και μέχρι τώρα σώζεται η παροιμία που λέμε «Τσι γοι αγιοί φουβέρα θέλουν»

 ***

Η διαταγή και η γυναίκα του Χότζα

     Κάποτε βγήκε μια διαταγή από τον άρχοντα ενός χωριού ό,τι έχουν και δεν έχουν μέσα στα σπίτια τους ο κόσμος να βγει και να τα πετάει έξω από τα παράθυρα και τις πόρτες. Τότε όλος ο κόσμος άρχισε να τα πετάει τα πράγματά του. Άρχισε τότε και η γυναίκα του Χότζα να πετάει ό,τι είχε και δεν είχε.
     Πάει τότε ο χότζας και βλέπει τη γυναίκα του να πετάει…
     ― Τι κάνεις εκεί, βρε γυναίκα;
      Δεν άκουσες που βγήκε διαταγή να τα πετάμε όλα έξω; 
     Τότε ο Χότζας λέει:
     ― Όχι, βρε γυναίκα, να πετάς εσύ. Οι άλλοι θα πετούν κι εσύ θα μαζεύεις.
  
***

Η ναυτικός τσι τ’ αυγά


     Μια φουρά τσι έναν τσιρό ήταν ένας ναυτικός, ταξίδιβγι στα καράβια. Μια φουρά στου τόσου βγαίναν σι κανέ λιμάν’ για καμιά-δυο μέρις, να ξικουραστούν.
     Πήγι λοιπόν κάπουτι η ναυτικός σ’ ένα φαγαριό, να φάει. Διάταξι να τ’ κάνουν τρία αυγά τσι μια σαλάτα. Τα ’τοιμάσαν τσι τα πήγαν στου τραπέζι τ’ τσ’ αρχίν’σι να τρώ’. Έγτσι π’ έτρουγι, φουνάζαν «σαλπάρ’ του πλοίου». Απ’ κ’ ανιγκασιά τ’, ξέχασι να πληρώσ’ τ’ αυγά π’ έφαγι.  
     Μιτά απού τρία χρόνια, ξαναβρέθ’τσι σ’ αυτό του λιμάν’ τσι πήγι στου φαγαριό, να πληρώσ’ τ’ αυγά στουν εστιάτουρα. Του ’ξήγησι κι είχι γίν’ πριν τρία χρόνια τσι ρώ’ξι πόσα θέλ’ να τ’ πληρώσ’ τ’ αυγά.
     Τότι η εστιάτορας αρχίν’σι να τ’ λέγ’ πράματα π’ δε ’στέκαν. Ότι τώρα ήρτις να τα πληρώγ’ς μετά απού τρία χρόνια. Αν ήταν τα αυγά ωμά, θα τα κλώσιαζι η κότα, θα έβγαζι πλέλια, τα πλέλια θα ’κάναν αυγά, τα αυγά θα ξαναγινόνταν πλέλια και ούτω καθεξής. Τσι τ’ λέγ’ «θα σι πάγ’ στου δικαστήριου, για να πληρώγ’ς κ’ διαφουρά».
     Η ναυτικός έπισι σι μιγάλ’ συλλουγή, «κι να κάνου… κι να κάνου…». Τουν βλέπ’ η Ναστραντίν Χότζας τσι τουν ρουτά «τι έχ’ς, βρε άθριπι, τσι είσι στιναχουριμένους;». «Άστα, το τσι το έπαθα…», τσι ηξήγ’σι κ’ ιστουρία ντ’.
     Τότι η Ναστραντίν Χότζας ρουτά πότι είνι του δικαστήριου τσι η ναυτικός τ’ λέγ’ «είνι σι μια ’βδουμάδα». «Θα μι ειδουποιήγ’ς, να ρθω ιγώ μάρτυρας».
     Έτσι κ’ έγινι. Όταν πήγαν στου δικαστήριου, άρχισι η δικαστής να ρουτά τουν έναν, να ρουτά τουν άλλουν, φώναξι τσι του όνουμα τ’ Ναστραντίν Χότζα, αλλά δεν είχι πάει ακόμα. ’Σκείλαν τότι τουν κλητήρα, να πά’ να τουν φουνάξ’. Πήγι η κλητήρας, τουν φώναξι τσι ’φτός είπι: «Τώρα, σι λίγου έρχουμι». Πιριμέναν να πά’, μα αργούσι. Τότι η δικαστής ξαναστέρν’ τουν κλητήρα, να φουνάξ’ του Ναστραντίν Χότζα. «Τώρα, κουντεύγ’ να βράσ’ του στάρ’, για να σπείρου, τσι έρχουμι». Πά’ η κλητήρας στου δικαστή τσι τα’ λέγ’: «Έρχιτι σι λίγου, γιακί βράζ’ του στάρ’ π’ θα σπείρ’».  
     Σι λίγου πήγι στου δικαστήριου η Ναστραντίν Χότζας. «Άντι, βρι άθριπι, σένα θα πιριμένουμι να ’ρθεις;». «Αφού έβραζα του στάρ’, για να σπείρου, κυρ δικαστά».
     Τσι τ’ λέγ’ η δικαστής: «Καλά, του στάρ’ του βράζ’ς, για να του σπείρ’ς; Βρασμένου στάρ’ είδις πουθινά να σπέρνιτι;». Τσι απαντά τότι η Χότζας: «Ούτι απ’ αυγά βρασμένα δε βγαίνουν π’λιά».
     Τότι η δικαστής έμεινι άφωνος τσ’ είπι μιτά: «Αθώος ο κατηγορούμενος ναυτικός»!

     Σημείωση: Τις παραπάνω χαριτωμένες ιστορίες μας τις έστειλαν από το Παλαιοχώρι η Ειρήνη Γ. Γανώση κι η κόρη της Δέσποινα Γανώση-Παυλίδου και τις ευχαριστούμε πολύ. Αφήνουμε τις ίδιες τις ιστορίες να σας μιλήσουν…

ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΒΟΥΝΑΤΣΟΥ ΜΥΡΣΙΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου