Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

ΓΝΩΜΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

ΠΑΛΙΟΧΩΡΙΑΝΑ ΓΝΩΜΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Ο που ’ναι νιος και δεν πετά με του βοριά τα νέφη,
τι να την κάνει τη ζωή στον κόσμο να την έχει;
                                                                                                                                                               
Βασιλικός κι αν μαραθεί, κι αν γείρουν τα κλωνιά του,
ρίξε νερό στη ρίζα του, να ’ρθει στα πρωτινά του.  

Δεν τραγουδώ για έρωτα, αγάπη για να κάνω,
μόν’ τραγουδώ για να χαρώ τον κόσμο τον απάνω.

Έναν καιρό ήμουν άγγελος, τώρ' αγγελίζουν άλλοι,
στη βρύση που 'πινα νερό, τώρα το πίνουν άλλοι.

Έχει καρδιές οπού γελούν, έχει καρδιές που κλαίνε,
έχει καρδιές οπού πονούν, μα κανενός δε λένε.
 
Έχει ο Θεός για τ’ ορφανά και για τ’ απελπισμένα
κι εγώ δεν απελπίζομαι κι έχει ο Θεός για μένα.
 
Η αγάπη δεν είναι δεντρί, δεν είν’ ανθός να πέσει,
μόν’ είναι βάτος και κλαδί κι όποιονε πιάσει μπλέκει.

Η ομορφιά στον άνθρωπο μεγάλη παρουσία,
σαν τα κεριά π’ ανάβουνε μέσα στην εκκλησία. 
 
Η ομορφιά στον άνθρωπο μεγάλη παρουσία,
σαν τον παπά που λειτουργεί μέσα στην εκκλησία.
 
Η τύχη μου με δίκασε και τα βουνά με κλαίνε
και τα πουλιά της έρημος υπομονή μου λένε.

Θεέ μεγαλοδύναμε, μεγάλο τ’ όνομά σου,
φύλλο δεν πέφτει από δεντρί χωρίς το θέλημά σου.
 
Θεέ μου, για δώσ’ μου υπομονή, σαν που ’δωσες στο χώμα,
που το πατώ και δεν μιλεί, σαν να μην έχει στόμα.  

Θέ’ μου, μη δώσεις του φτωχού πόρτα και παραθύρι
και πάπλωμα να σκεπαστεί και πάρει το και φύγει. 
 
Και τα τραγούδια λόγια ’ναι, καρδιές παρηγορούνε,
σαν τους νεκρούς που καρτερούν παράδεισο να δούνε.  

Καλύτερα κακό χρόνο, παρά κακό γείτονα,
γιατί ο κακός χρόνος περνά και ο κακός γείτονας μένει.  

Να μην πολυπαινεύεσαι, και ξέρω τη γενιά σου,
πόσες χιλιάδες κόνιδες έχ’ η βρακοθηλιά σου.
 
Μάνα μου, σαν με γέννησες, γιατί δεν μου το είπες
πως έχει ο κόσμος βάσανα, πως έχει ο κόσμος πίκρες.
 
Μην τα πετάς τα λόγια σου σαν τ’ άχυρο στ’ αλώνι,
γιατί τα παίρνει ο άνεμος και ποιος τα συμμαζώνει;  

Ο ήλιος στην ανατολή βγαίνει σαν κυπαρίσσι
πόσα παράδικα θωρεί, ώσπου να πάει να δύσει.  

Ο κόσμος μες στα βάσανα είν’ ανακατωμένος
ποιος εγεννήθη στο ντουνιά να ’ναι φχαριστημένος;  

Όποιος δεν είναι μερακλής, πρέπει του ν’ αποθάνει, 
γιατί σε τούτο το ντουνιά τον τόπο μόνο πιάνει.

Όποιος ψηλά-ψηλά πετά στον ουρανό να φτάσει,
στο χαμηλότερο δεντρί τον γράφει ο Θεός να κάτσει.  

Ο που ’ναι νιος και δεν πετά με του βοριά τα νέφη,
τι να την κάνει τη ζωή στον κόσμο να την έχει;

Όρτσα να πάγω, πνίγομαι, γεμάτα, δεν γλιτώνω,
πάω να το ρίξω στη στεριά, πάλι το μετανιώνω.
(τρίλημμα, για να δηλώσουμε πως βρισκόμαστε σε αδιέξοδο,
 με όρους από τη ναυτική γλώσσα)

Όταν γεράσει ο άνθρωπος, δεν έχει θεραπεία,
μοιάζει με το γραμμάτιο που λήγει η προθεσμία.  

Πάρε μια πέτρα απ’ το γιαλό και βάλ’ την προσκεφάλι
κι όσα τραβάει το κορμί τα φταίει το κεφάλι.  

Πασχίζω νά ’βρω γιατρικό για την απελπισία
και βρήκα την απιμονή τη μόνη σωτηρία. (υπομονή)  

Ποτέ του τράγου το μαλλί δεν γίνεται μετάξι,
κι αν τύχει και ποτέ γενεί, θα ’χει την ίδια τάξη.  

Τ’ αγγειά γενήκαν θυμιατά κι η κοτσιλιά λιβάνι,
των μασκαράδων τα παιδιά γενήκαν καπετάνιοι.

Το μονοπάτι της ζωής μπρος στο γκρεμό τελειώνει
κι ο που 'χει στην ψυχή φτερά τ' ανοίγει και γλιτώνει.

Τον ξένο μέσ’ στην ξενητιά όλοι τον λησμονούνε,
σαν εκκλησιά στην έρημο, που δεν τη λειτουργούνε.
 
Ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά και θα λυγίσει ο κλώνος
και θα σου φύγει το πουλί και θα σου μείνει ο πόνος. 

ΑΛΛΑ ΓΝΩΜΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΑΠΟ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΠΗΓΕΣ
                                                                                                                                                                                  
Αγάπα τον πλησίον σου, ποτέ μην αδικήσεις,
να είσαι ευεργετικός, αν θες να ευτυχήσεις.  

Άγια Δευτέρα βόηθα με και Τρίτη και Τετάρτη
και Πέμπτη και Παρασκευή, δουλειά να μη σου κάνω.
 
Άγιου και κοπελιού κουλούρι να μην τάξεις
κι ό,τι τους τάξεις μια φορά, ποτέ μην το ξεχάσεις.
 
Αητέ με τα χρυσά φτερά, οπού πετάς στα ύψη,
πάρε με στις φτερούγες σου, η μπόρα μη με πνίξει.
 
Αλίμονο σ’ εκείνον που μοναχά ελπίζει!
Σπέρνει χωράφια στο γιαλό και άνεμο θερίζει.  

Αλί σ’ αυτόν που καρτερεί κι αλιά που απαντέχει
γιόμα να φάγει από δικούς και δείπνο από γειτόνους.  

Άλλος τη θέλει όμορφη, άλλος τη θέλει να ’χει
κι άλλος κλείνει τα μάτια του και παίρνει όποια λάχει.  

Αν βγάζεις είκοσι εννιά και σπαταλάς τριάντα,
στη φυλακή ευρίσκεσαι και δεν ηξεύρεις γιάντα.
 
Αν δεν αντισταθείς γερά σε κάθε αδυναμία,
θα γκρεμιστείς ογρήγορα και στην παρανομία.
  
Αν δε φουσκώσει η θάλασσα, ο βράχος δεν αφρίζει.
αν δε σε κλάψει η μάνα σου, ο κόσμος δε δακρύζει.
  
Αν θες να φτάσεις γέρος και να ’σαι και γερός,
σαν το σκυλί να πίνεις, σαν το γατί να τρως.
  
Άνθρωπε, σκέψου κι άφησε τα πάθη και τα μίση,
γιατί στο θάνατο μπροστά είμαστε όλοι ίσοι.
  
Άνθρωπος που χαίρεται πάντοτε να μιλά
λησμονεί πως είναι βαρετός στη συντροφιά.
   
Αν κάμεις τα καλά παιδιά, και τι το θες το έχει;
Κι αν κάμεις τα κακά παιδιά, και τι το θες το έχει;
 
Ανύπαντρος βασιλικός όθε κι αν πάει μυρίζει
κι ο παντρεμένος γάιδαρος όθε κι αν πάει γκαρίζει.
  
Άπλωνε τα πόδια σου όσο φτάνει το πάπλωμά σου,
κι αν περισσέψει πάπλωμα, κράτα για τα παιδιά σου.
  
Από βροντή κι από νερό και κεραυνό και χιόνι
και από χωριατόσογο ο Θεός να σε γλιτώνει.
   
Βαριό είναι το σίδερο, βαριό και το μολύβι,
μα σαν τον άνθρωπο βαριό δεν είν’ κανέν’ άλλο.
   
Βασίλισσα μοναδική στου νου μου το παλάτι,
που ’χεις τη σκέψη σύμβουλο και το κορμί εργάτη.
  
Βρήκες καιρό, αρμένιζε, καιρό μην περιμένεις,
γιατί ο καιρός τα πράγματα δεν ξέρεις πώς τα φέρνει.
  
Για να κλάψει μια γυναίκα είναι τόση δυσκολία
σαν να βρέξει το χειμώνα, όταν είναι συννεφιά.
  
Για φίλους εγεννήθηκα, για φίλους θα πεθάνω,
για φίλους θα τον αρνηθώ τον κόσμο τον επάνω.
   
Γιατί ξεθάφτεις, λογισμέ, σκέψεις αραχνιασμένες,
από τα χρονοντούλαπα, οπού ’σαν κλειδωμένες.
  
Δε θέλω κόσμο να θωρούν τα μάτια τα δικά μου,
ας είν’ εκείνα σκοτεινά, ως είναι κι η καρδιά μου.
  
Δε με πονούσι οι μαχαιριές, οπού έχω από τ’ς εχθρούς μου,
ως με πονούσι οι τσεκουριές, οπού έχω από τ’ς εδικούς μου.
   
Δεν έχει ελπίδα τ’ όνειρο, αφού σαν ξημερώσει
θα ’ρθει ο ήλιος ο φονιάς, να το ξανασκοτώσει.
   
Δεν μπαίνεις στον Παράδεισο, όσα κεριά ν’ ανάψεις,
άμα στον πόνο τ’ αλλουνού μαζί κι εσύ δεν κλάψεις.
  
Δεν τονε στήνει τον αητό το κρύο και το χιόνι,
όσο κι αν τον χτυπά ο βοριάς, πετά και καμαρώνει.
  
Δέντρο που δε σου μέλλεται να φας απ’ τον καρπό του,
μην κοιμηθείς στον ίσκιο του και πάρεις τον καημό του.
   
Δίγνωμε και διπρόσωπε, θα σου το πω κι εμπρός σου:
εδώ βλέπουν τα μάτια σου κι αλλού είν’ ο λογισμός σου.
  
Δικό μου είναι το πανί, δικό μου και το χτένι
και στις δικές μου τις δουλειές οι άλλοι να ’ναι ξένοι.
   
Δυο κλέφτες κλέβουν τη ζωή, ο χρόνος και ο Χάρος,
μα στα κοπέλια μου θαρρώ, παίρνει η ψυχή μου θάρρος.
  
Εγέλασές με μια φορά, ανάθεμα σ’ εσένα.
Εγέλασές με δυο φορές, ανάθεμα σ’ εμένα.
  
Εγώ ’μαι μαύρη κι άσχημη, μα έχω άλλες χάρες
που ξεπερνούν τις όμορφες, σαράντα πέντε σκάλες.
  
Είναι η φιλοπονία ευτυχία και ζωή,
θάνατος η οκνηρία κι όλων των κακών πηγή.
  
Είν’ η ζωή μια θάλασσα κι εγώ καραβοκύρης,
αφεντικός στα βάσανα, στο γέλιο μουσαφίρης.
  
Εις τους εχθρούς μου εύχομαι χρόνια πολλά να ζούνε,
να με θωρούνε να γλεντώ κι απ’ το κακό να σκούνε.
  
Εκεί που πολυαγαπάς να μην πολυπηγαίνεις,
μην τύχει και σε βαρεθούν και τότε τι θα γένεις.
  
Επήγα και παντρεύτηκα, με βρήκε και τη βρήκα
κι άφησα την ελευθεριά και στη σκλαβιά εμπήκα.
  
Έσκαψε ο πόνος στην καρδιά πολύ βαθύ θεμέλιο
κι ανέ γελώ ’ναι ψεύτικο στα χείλη μου το γέλιο.
 
Έτσι είναι, φίλε μου η ζωή, μια ξαστεριά, μια μπόρα,
κάνε στη μπόρα υπομονή, στην ξαστεριά προχώρα.
 
Έτσι είν’ της σφαίρας η στροφή, της μοίρας το παιχνίδι,
να παίρνει από τη μια μεριά, στην άλλη να τα δίδει.  

Έτσι θα πάει εφέτος και άλλη μια χρονιά
και τον παραπάνω χρόνο θα κάμουμε δουλειά.  

Ευχή γονιού αγόραζε και στο βουνό περπάτει,
και τα βουνά να καίγονται, εσύ να μη φοβάσαι.

Έχω τη σκέψη μου βαριά, καρδιά βασανισμένη
και την καημένη μου ψυχή τη νιώθω πληγωμένη.  

Η αγάπη πύργους καταλεί και κάστρα ρίχνει κάτου
και παληκάρια του σπαθιού τα ρίχνει του θανάτου.
 
Η γλώσσα είναι δίκοπο και κοφτερό μαχαίρι
και αν δεν την προσέξουμε, πολλές πληγές θα φέρει.  

Η ερημιά είναι γιατρός σε κάθε πονεμένο
κι όποιος μπορεί να τηνε ζει, πάντα ’ναι κερδισμένος.  

Η ευκαιρία σαν βρεθεί κάτι να ενεργήσεις,
αν αναβάλεις, σύντομα θα το μετανοήσεις.
 
Η ευτυχία είν’ κι αυτή παραξενιές γεμάτη,
και στην καλύβα βρίσκεται και λείπει απ’ το παλάτι.  

Η καλοσύνη δεν μας υπόσχεται μέρες χωρίς μπόρες,
μας εξασφαλίζει όμως γαλήνιες του ύπνου τις ώρες.  

Η καμινάδα τον καπνό, μα κι η κακή γυναίκα
τον άνδρα τον ’ξορίζουνε από το σπίτι μέσα.  

Η λευτεριά βασίλειο κι η παντρειά καδένα,
διάλεξε, αγαπημένη μου, από τα δυο το ένα.  

Η νύχτα φέρνει την αυγή και η αυγή τη μέρα,
σαν είν’ η μάνα από γενιά, είναι κι η θυγατέρα.  

Η ομορφιά στον άνθρωπο, οπ’ έχει νου και χάρη,
πουλιέται και ζυγίζεται με το μαργαριτάρι.  

Η ρίζα θρέφει την κορφή κι η ρίζα την ξηραίνει,
κι ας βρίσκεται στη γη χωστή και καταφρονεμένη.
 
Θα έχεις όνομα καλό κι υπόδειγμα θα γίνεις,
όταν δεν πράττεις όσα εσύ στους άλλους κατακρίνεις.
 
Θα ταξιδέψω θάλασσα, θα πάω εις τα ξένα,
να πάψουνε τα βάσανα κι οι πίκρες από μένα.  

Θεέ μου, καλέ πατέρα μου, και Παναγιά γλυκιά μου,
να μην τα δώσεις αλλουνού τ’ αναστενάγματά μου.  

Θεέ μου μεγαλοδύναμε, Θεέ μου εσύ μεγάλε,
από τα πάθη βγάλε με και στις χαρές με βάλε.  

Θολό ποτάμι όταν περνάς κι όταν μετράς τα γρόσια
κι όταν σου λέν’ για παντρειά, το νου σου τετρακόσια.  

Θυμάται η ευγνωμοσύνη, τη μνήμη έχει στην καρδιά,
σαν το λουλούδι όπου έχει στα φύλλα τη μυρουδιά.
 
Κάθου, κυρά, κι ανάμενε να πάω, να γυρίσω,
να κάμω γένια και μαλλιά, να ’ρθω να σ’ αγαπήσω.  

Και με σπασμένα τα φτερά μπορεί ο αητός ν’ αντέξει,
στην πιο μεγάλη θύελλα μονάχος να παλαίψει.  

Και με τα τόσα βάσανα, πάλι η ζωή γλυκιά ’ναι
κι όποιος το θάνατο ζητά, πρέπει τρελός για να ’ναι.  

Καιρό ’κάναν τα μάτια μου τέτοια χαρά να δούνε,
φίλοι να ανταμώνουνε κι όμορφα να γλεντούνε.
 
Καλότυχα ψηλά βουνά και κάμποι ευλογημένοι, 
που Χάρο δεν παντέχετε, Χάρο δεν καρτερείτε.
 
Καλοχαιρέτα τους πεζούς, όταν καβαλικέψεις,
για να σε χαιρετούν κι αυτοί, όταν θα ξεπεζέψεις.


Κάνε, κερά μου, υπομονή κι όλα στον κόσμο αλλάζουν
και τα θολότερα νερά κι αυτά κατασταλάζουν.
 
Καράβι βγαίνει στ’ ανοιχτά, εγώ όμως δεν το βλέπω,
είναι τα μάτια μου θολά απ’ τον καημό που έχω.
 
Καρδιά που δεν αγάπησε κι έρωτα δεν ησθάνθη
είναι πηγή δίχως νερό, μπαξές με δίχως άνθη.
 
Κεφάλι που δεν πόνεσε, δεν έχει νιώσει λύπη,
καμιά δεν έχει διαφορά από το κολοκύθι.  

Κοπήκαν οι ελπίδες μου, σαν του δενδρού τα φύλλα,
όπου τα παίρνει ο άνεμος και μένουνε τα ξύλα.  

Μακαρισμένοι οι άνθρωποι, που τη ζωή περνούνε,
χωρίς να δοκιμάσουνε βάσανα τι θα πούνε.  

Με ξίδι τρως λίγο ψωμί, με μέλι το χορταίνεις,
με τον καλό το λόγο σου, τον άνθρωπο κερδαίνεις.
 
Μέρα και νύχτα τραγουδώ κι αυτό θα κάνω μόνο
και προσπαθώ μες στη χαρά να σβήνω κάθε πόνο.  

Μεροδούλι - μεροφάι, για να ζήσω προσπαθώ,
στο βοριά που με χτυπάει κάνω αγώνα να σταθώ.  

Μέσα σε χίλια βάσανα περνούν και πάν’ οι χρόνοι,
χαρά σε κείνη την καρδιά που δεν τη δέρνουν πόνοι.
 
Με τον καιρό τα βάσανα κι οι πόνοι αλαφραίνουν,
αγάπη, πάθη κι αρρωστιές γιατρεύονται και ’γιαίνουν.  

Μη θες να φτάσεις σε κορφές, τη μοναξιά αν φοβάσαι,
όσο ανεβαίνεις πιο ψηλά, τόσο πιο μόνος θα ’σαι.  

Μη με ρωτάτε να σας πω ποιο είν’ το μυστικό μου,
έχω κι εγώ δικαίωμα να κρύβω τον καημό μου.  

Μη μου πολυτεντώνεσαι, γιατί ψηλός δεν είσαι
και το χωριό σου είναι κοντά και ξέρω τίνος είσαι.
 
Μη ’μπιστευτείς το φίλο σου και πεις το μυστικό σου,
μαύρο φιδάκι σ’ έφαγε, κι ας είναι κι αδελφός σου.  

Μην απελπίζεις άνθρωπο με τη δική σου γνώση,
γιατί δεν ξέρεις ο Θεός τι έχει να του δώσει.
 
Μην απελπίζεσαι ποτέ, μη χάνεις την ελπίδα,
δε θέλει ο άνθρωπος πολύ να του λασκάρει η βίδα. 

Μην τηνε κλαις τη λεμονιά, όσο κι αν ατυχήσει,
κάνει λεμόνια δίφορα, τον κόσμο να γεμίσει.  

Μην τονε κλαις τον αετό, όπου πετά όταν βρέχει,
μα κλαίγε το μικρό πουλί, όπου φτερά δεν έχει.  

Μην τονέ κλαις τον αετό, οπού πετά στα νέφη,
μόν’ κλαίγε το μικρό πουλί, οπού φτερά δεν έχει.

Μη χαίρεσαι των αλλωνών την πίκρα και τον πόνο,
γιατί όλα συχναλλάσσονται στο μήνα και στο χρόνο.  

Μια αστραπή είν’ η ζωή, χαράς τον που προλάβει
από τη λάμψη να πιαστεί, προτού γενεί σκοτάδι. 
 
Μικρό πουλί μες στο κλουβί κλείστηκα μοναχός μου,
κάγκελα τα ματάκια σου και κλειδαριά η θωριά σου. 
 
Μόνο το δάκρυ της καρδιάς πόνο μεγάλο έχει,
ούτε στα μάτια φαίνεται ούτε τη γη δεν βρέχει.  

Μυρίζει ο μόσχος άδολος μέσα στο μοσχοκούτι,
κι οι φρονιμάδες κι οι τιμές καλλιά ’ν’ από τα πλούτη.  

Να είσαι γενναίος πάντοτε, μνησίκακος μην είσαι,
κάνε καλό αντί κακού, και έτσι εκδικείσαι.  

Να είσαι στα λόγια σου σωστός, στις πράξεις νοικοκύρης
και εις τις μπόρες της ζωής ορθός καραβοκύρης.
 
Να ήξερα το τέλος μου, που ’θελα καταντήσω,
δε θα άνοιγα το στόμα μου καθόλου να μιλήσω.

Να μη ζητάς απ’ τη ζωή πλούτη για να σου δώσει,
να της ζητήσεις μια καρδιά, που να μη σε προδώσει.  

Να ’σαι φιλόδοξος πολύ. Όμως τη δόξα εκείνη να θες,
που είν’ αθάνατη και που ποτέ δε σβήνει. 
 
Να τραγουδάς χαρούμενα με πονεμένη την καρδιά
και να γελάς στη λύπη, είναι των δυνατών δουλειά. 
 
Να ’χαν τ’ αντρόγυνα χολή, να ’χαν τ’ αδέλφια μάχη,
ο κόσμος θα εχάλαε και θα γινόταν στάχτη.  

Ο άνθρωπος που πείθεται παρά τη θέλησή του,
ούτε τη γνώμη άλλαξε ούτε την κεφαλή του.  

Ο γέρος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του,
μηδέ τη γνώμη άλλαξε, μηδέ την κεφαλή του.
 
Ο έρωτας είναι γνωστό δεν έχει μέσες λύσεις,
ή αγαπάς όπως εγώ ή πρέπει να χωρίσεις.  

Ο κιτρινιάρης θάνατος κλωτσά με πόδι ίδιο
το καλυβάκι του φτωχού, του βασιλιά τον πύργο.  

Ο κόσμος είναι στρογγυλός και σαν τροχός γυρίζει
κι άλλος βγαίνει στα ψηλά κι άλλος κατηφορίζει.  

Ο κουζουλός τα πάθη του του κόσμου τα διηγάται
κι ο φρόνιμος με τον καιρό περνά και δε γρικάται.  

Ο κύκλος πάντα του καιρού ανεβοκατεβαίνει,
η φρονιμάδα είναι γιατρός και κάθε ανάγκη 'γιαίνει.

Όλα τα παραπόταμα τον ποταμό κινούσι
κι άνθρωποι που ’παθαν πολλά με φρόνηση μιλούσι.

Ολημερίς τον άνθρωπο τον κράταγες στην πλάτη,
το βράδυ τον ξαναβοήθησες και σου ’βγαλε το μάτι.  

Όλοι μας την παθαίνουμε σ’ αυτόν τον ψεύτη κόσμο
και φταίει για το σφάλμα μας ο εαυτός μας μόνο.

Όλους τους θνητούς βαραίνει του θανάτου η οφειλή
και κανένας δεν γνωρίζει, αύριο εάν θα ζει.  

Όλου του κόσμου τα νερά μια βρύση να γενούνε,
τον πόνο που ’χω στην καρδιά να σβήσουν δεν μπορούνε. 
 
Ο ξάστερος ο ουρανός ν’ αστράψει δε φοβάται
κι ο άνθρωπος ο καθαρός φόβο δε συλλογάται.  

Ο όμορφος είν’ όμορφος όσο μπροστά σου στέκει,
μα ο καλός είναι όμορφος κι αργότερα και πάντα. (Σαπφώ)  

Ο παράς όταν υπάρχει κάνει θαύματα πολλά,
τα στραβά τα κάνει ίσια και τα άτοπα καλά.  

Όποιος δεν έχει φρόνηση, να ζήσει δεν κατέχει,
μέσα στη βρύση κολυμπά, λέει νερό δεν έχει.  

Όποιος δεν επερπάτησε μια νύχτα με φεγγάρι
και την αυγή με τη δροσιά, τον κόσμο δεν εχάρει.

Όποιος θέλει ν’ αγαπήσει, θέλει να χασομερήσει,
θέλει άσπρα να ξοδιάσει και να μην τα λογαριάσει.  

Όποιος τα λόγια του μετρά, προτού τα ξεστομίσει,
εκείνος δεν είναι δυνατό, ποτέ του ν’ αστοχήσει.  

Όποιος τις μεγαλότητες ζητά τούτου του κόσμου,
δεν το κατέχει πως εδώ διαβάτης είν’ του κόσμου.
 
Όποιος φοβάται τη φωτιά, κοντά μου μη σιμώνει,
γιατί θα τόνε κάψουνε οι στεναγμοί κι οι πόνοι.
 
Όπου πενθούνε να πενθείς κι όπου γλεντούνε γλέντα
και λογικά να σκέφτεσαι, όταν θα πεις κουβέντα.  

Ο που τιμά το σπίτι του, τιμά τη γειτονιά του,
τονε τιμά κι η γειτονιά και χαίρεται η καρδιά του.
 
Όσα κι αν αναγέλασε η έρημή μου γλώσσα,
όλα τα κουκουλώθηκα, κι ας ήταν άλλα τόσα.

Όσες κρατούν το πέταλο ανυφαντούδες είναι;
Κι όσοι βαστάνε τ’ άρματα πολεμιστάδες είναι;  

Όταν ανθίσει ο ασπάλαθος και βγάλει κολοκύθια, 
τότε θε να πιστέψουνε της γυναικός την αλήθεια.  

Όταν γεράσουν οι άνθρωποι, πολλοί δε βοηθούνε,
στο βάθος δεν τους θέλουνε και τους περιφρονούνε.
 
Όταν γοργά η άνοιξη έρθει και ξεπροβάλει,
μες τη δική μου την καρδιά χειμώνα θα ’χει πάλι.
 
Όταν εμοίραζε ο Θεός τη γνώση και τη χάρη,
δεν βρέθηκε ένας από μας από τα δυο να πάρει.  

Ο Χάρος είναι λαίμαργος, δεν έχει προθεσμία,
δεν έχει φίλους και χαρές, εξαίρεση καμία.  

Πάντα ψηλά μέν’ η κορφή, κι αν είναι χιονισμένη,
το βράχο δέρν’ η θάλασσα, μα πάλι βράχος μένει.  

Πέρδικα πλουμισμένη μου, μη βγαίνεις στα χαράκια,
να μη γενείς καμιά στιγμή μεζές εις τα κοράκια.  

Πολλά ’ναι που δεν λέγονται, πολλά που δε λογιούνται,
πολλές αρραβωνιάζονται κι ύστερα δε βλογιούνται.  

Πολλά περίμενα να βρω στην ψεύτρα τούτη πλάση,
μα πριν να φέξει η αυγή, είχε ξαναβραδιάσει.  

Πολλές φορές ο πόνος μου γίνεται πιο μεγάλος,
κάνω τη λύπη μου χαρά, να μην τη νιώσει άλλος.  

Πόσα παράξενα θωρεί ο ήλιος κάθε μέρα
και το φεγγάρι την αυγή και τ’ άστρα κάθε εσπέρα.
 
Πόσα πουλάκια χάνονται στο φύσημα του αέρα
και πόσα ονείρατα γλυκά σβήνουνε κάθε μέρα.  

Πόσες χιλιάδες όνειρα δε σβήνουν κάθε μέρα
κι αφήνουν έρημες καρδιές στην ταραχή τ’ αέρα.
 
Ποτάμι οι μέρες της χαράς, κυματιστά διαβαίνουν.
βούρκο, στεκάμενα νερά του χωρισμού οι μέρες.
 
Ποτέ μη χαίρεται κανείς, όσο ψηλά κι αν στέκει,
γιατί στην πιο ψηλή κορφή πέφτει τ’ αστροπελέκι.  

Ποτέ σου μην περιφρονείς τα κάτω σκαλοπάτια,
γιατί σ’ αυτά πρωτοπατείς και φτάνεις στα παλάτια.  

Που είσαι μαύρη να μην κλαις, δεν είναι δα και ψώρα,
μαύρο ’ναι και το σύννεφο, μα αστράφτει όλη την ώρα.
 
Που κάθεται στο σπίτι του και κάνει τη δουλειά του,
μήτε τα λόγια του σκορπά, μήτε την ανθρωπιά του.
 
Πουλί που ξέρει στη ζωή ν’ αντέχει όλον τον πόνο,
στα ύψη φτάνει και πετά με μια φτερούγα μόνο.  

Πριν πάρεις μια απόφαση, σκέψου καλά και κρίνε,
μα σαν την πάρεις μια φορά, πιστός για πάντα μείνε.
 
Προσωρινή ’ναι η ζωή και πρέπει να σκεφτούμε,
ότι δεν είναι δίκαιο καρδιές να τυραννούμε.  

Προτού βρωμίσει η πληγή, της βάζουν το βοτάνι
και του αρρωστιάρη φέρνουνε γιατρό προτού πεθάνει.

Πώς να ’σαι ακριβομίλητος τ’ αηδόνι σε μαθαίνει,
τον ένα μήνα κελαηδεί και έντεκα σωπαίνει.  

Σ’ άλλους οι Μοίρες δίνουνε πλούτη πολλά και χάρες,
μα μένα με φορτώσανε βάσανα και κατάρες.  

Σαν θέλεις να μην πικραθείς και ήσυχα να ζήσεις,
από τη ρίζα το κακό πρέπει να πολεμήσεις. 
 
Σαν μου ραγίσεις την καρδιά και σαν μου τη μαράνεις,
πού θα τα βρεις τα γιατρικά ύστερα να τη γιάνεις;  

Σαν σε τιμά το σπίτι σου, τιμά σε η γειτονιά σου,
σαν σε τιμά η γειτονιά, τιμά σε ο κόσμος όλος.  

Σαράντα χρόνια δούλευα στα στρείδια και στα μύδια,
μηδέ σπιτάκι έκανα μηδέ και κεραμίδια.  

Σε τόπο αδιαφόρετο να μην πολυκαθίσεις,
σήκω τα ρούχα σου ψηλά, να μην τα κουρνιαχτίσεις. 
 
Στα ζύγια να ’σαι δίκαιος, κανένα να μην κλέβεις,
αν αδικήσεις το φτωχό, του πειρασμού δουλεύεις.
 
Σταλαγματιά - σταλαγματιά το μάρμαρο τρυπιέται,
κι αγάπη που δεν παίρνεται, δεν πρέπει ν’ αγαπιέται.
 
Στα πάθη γεννηθήκαμε, στα πάθη περπατούμε
και πίνουμε παλιό κρασί, τον πόνο να ξεχνούμε. 
 
Στείλε μου, Θεέ μου, δάκρυα, να σβήσω τη φωτιά μου,
γιατί δεν το πιστεύουνε πως καίγεται η καρδιά μου.  

Στη μέση τ’ ουρανού μάτι μεγάλο υπάρχει
κι ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος, όλα ο Θεός τα γράφει.  

Στο μετερίζι τ’ς ανθρωπιάς και στης τιμής το χρέος
εκεί θα στέκω όσο ζω, κι ας είμ’ ο τελευταίος.
 
Τα βάσανα μες τη ζωή είναι συνηθισμένα,
το μόνο ασυνήθιστο είναι η χαρά για μένα.  

Τα δυο σου μάτια πιο πιστά, παρά τα δυο αυτιά σου, 
κοίτα καλά μην πλανηθεί με λόγια η καρδιά σου.  

Τ’ αλεύρι δυο μυλόπετρες αλέθουν και το βγάνουν,
δυο χέρια οπού μοιάζουνε καλή δουλειά θα κάνουν.  

Τα λόγια σου είναι ψεύτικα, σαν του Μαρτιού το χιόνι,
οπού το ρίχνει αποβραδίς και το πρωί το λιώνει.
  
Τ’ αμπέλι θέλει αμπελουργό, το σπίτι νοικοκύρη
και το καράβι στο γιαλό θέλει καραβοκύρη.  

Τ’ ανθρώπου το κορμί γερνά κι ο νους αδυνατίζει,
μόν’ η καρδιά απομένει πια, παλιά να του θυμίζει.
 
Τα ξύλα και τα κούτσουρα κι αυτά τα ξεδιαλένε,
τα ίσια πάνε για δουλειά και τα στραβά τα καίνε.
 
Τα πλούτη τα υπέρμετρα δεν είναι ευτυχία,
αλλά είναι πλούτος αληθής η ήρεμη καρδία.  

Τ’ άσπρα κάνουν τον ακριβό φτηνό, το γέρο παληκάρι,
κάνουν και τον ανήξερο να ξέρει πάσα χάρη.  

Την ξένη γνώμη αγροίκα την και τη δική σου κράτα
κι εκείνη που σε ωφελεί, με δαύτηνε περπάτα.  

Της γυναίκας φεύγουνε η νιότη και η χάρη
κι αν δεν προφτάσει γρήγορα κανείς δεν θα την πάρει.  

Της κλειδωμένης της καρδιάς τα κλειδιά τα ’χουνε χάσει.
Καρδιά σαν πρέπει ν’ ανοιχτεί, καρδιά πρέπει να σπάσει.  

Της τύχης τα γραφούμενα κανείς δεν τα γνωρίζει,
μόνο ο Παντοδύναμος, π’ αστράφτει και χιονίζει.  

Τι να τα κάνω τα φλουριά και τα πολλά τα γρόσια,
κοντά στη γνώμη την καλή και στη γλυκιά τη γλώσσα;  

Τι σε νοιάζει σένανε η γειτονιά τι κάνει
κι άφησες και καήκανε τα ψάρια στο τηγάνι.  

Το γέλιο είναι μηχανή, τον πόνο κομματιάζει,
γι’ αυτό κανείς πολλές φορές γελά κι αναστενάζει.  

Το διαλεχτότερο πουλί πάει ξεμοχιασμένο,
ταίρι του δεν μπορεί να βρει, γι’ αυτό ’ναι πικραμένο.  

Το δώρο μου είναι μικρό, πρόσεξε μην το χάσεις,
γιατί το δώρο, αν χαθεί, και μένα θα ξεχάσεις.
 
Το μυστικό σε φίλο σου ποτέ μη φανερώσεις,
φίλος σε φίλο θα το πει και θα το μετανιώσεις.  

Τον κόσμο αποστρέφομαι και θε να τον αφήσω,
με τα θηρία των βουνών απέρχομαι να ζήσω.  

Το πρώτο λάθος μάθημα και δάσκαλος για τ’ άλλα,
θα πέσει όποιος δεν τὄμαθε σε βάσανα μεγάλα.  

Τον πρώτο χρόνο χαίρονται ο ψεύτης και ο κλέφτης,
το λάκκο σκάβεις τ’ αλλουνού και μέσα ο ίδιος πέφτεις.

Το παληκάρι το καλό κατέχει κι άλλη στράτα,
μα είναι και τα λόγια του όμορφα και σταράτα.  

Το παληκάρι το καλό παράκαιρα γεράζει,
γεράζει από τις όμορφες κι από τις μαυρομάτες.  

Το παν σβήνει και χάνεται στου κόσμου την πορεία,
μα ένα στέκει άφθαρτο, η αληθινή φιλία.  

Το πρώτο φέρνει όρεξη, το δεύτερο ευθυμία,
το τρίτο ζάλη, φούντωση, το τέταρτο φλυαρία,
το πέμπτο αναστάτωση, το έκτο… Αστυνομία.

Το σημερινό σου το θυμό άφησέ τον για αύριο,
τη σημερινή σου δουλειά μην την αφήσεις για αύριο.  

Του άλλου τη βοήθεια όποιος πάντα γυρεύει,
στον εαυτό του ημπορεί πολλές φορές να εύρει.  

Τούτος ο κόσμος είν’ βαθύς, κανείς δεν τόνε βγάνει,
όποιος τα ύστερα μετρά, κερδίζει, μα δε χάνει.  

Το χόρτο που αναγελάς στην πόρτα σου φυτρώνει,
το χρέος, χρόνος κι αν περνά, παλιώνει, μα δε λιώνει.
 
Το ψέμα συ απόφευγε και στην αλήθεια ζήσε,
αν θέλεις άνθρωπος σωστός μέσ’ στη ζωή να είσαι.  

Τώρα στα καινούργια χρόνια, απ’ την πρόοδο δαρτά,
ερευνάμε τα φθαρτά και ξεχνάμε τα αιώνια.  

Φίλε μου, αν είσαι κάτι, στο ίδιο σημείο μη μένεις.
Απ’ το ένα στ’ άλλο φως οφείλεις να πηγαίνεις.

Χίλια καλωσορίσατε, φίλοι κι αγαπητοί μας,
κι αν δεν χωρεί το σπίτι μας, πάνω στην κεφαλή μας.

Χρειάζεται προσπάθεια, χρειάζεται αγώνα,
για ν’ αποφύγεις του κακού τον άγριο χειμώνα.

Χωστά - χωστά τον έκαμε ο Μιχελής το γάμο,
γιατί ήταν τα ψωμιά μικρά και το χωριό μεγάλο.
 
Ψηλά σαν τύχει ν’ ανεβείς, αργά - αργά ανέβα,
τ’ αχνάρια να μπορείς να βρεις, όταν σου πουν “κατέβα”.


ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΜΥΡΣΙΝΗ Μ. ΒΟΥΝΑΤΣΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου