Αφηγείται η † Σουλτάνα Πανανή - Χρυσάφη
Όταν θα βρέξει το πρωτοβρόχι, μόνο τον Οκτώβρη, θα πάρουμε ένα καλάθι και θα πάμε στο βουνό, να μαζέψουμε σαλιγκάρια. Βγαίνουν από τη γη, κάνουν κάτι τρυπούλες στο χώμα και περπατάνε και κάνουν γραμμές με σάλιο. Οι σαλιάγκοι είναι δυο λογιών, τα καλά είναι άσπρα ολοκάθαρα και τα πιο δεύτερα πράσινα με ρίγες και είναι δηλητηριώδη. Τα βάζουμε στο καλάθι κι, όταν τα φέρουμε από το κτήμα, θα βάλουμε μέσα στο καλάθι ένα χόρτο που το λένε καλούπι και το τρώνε τέσσερις-πέντε μέρες, μέχρι να ξενηστικωθούν.
Μετά τα βγάζουμε, τα χτυπάμε με το μαχαίρι από πίσω, τα σπάμε λίγο και μετά τα ρίχνουμε σε λεκάνη με θερμό νερό και τ’ αφήνουμε μισή ώρα, για να ψοφήσουν. Έπειτα τα πλένουμε καλά, τα ρίχνουμε στην κατσαρόλα με τα καβούκια, τα πασπαλίζουμε με λίγο αλάτι και μετά κόβουμε μικρά κρεμμυδάκια για στιφάδο και τα βάζουμε στην κατσαρόλα. Τα γυρίζουμε λίγο με νερό και μετά ρίχνουμε φρέσκια ντομάτα ή ντοματοπελτέ, τα τσιγαρίζουμε λίγη ώρα και ρίχνουμε 2 φλυτζάνια περίπου νερό. Κι όταν μισοβράσουν (σε μισή ώρα), θα ρίξουμε το λάδι, λίγο ακόμα αλάτι, πιπέρι και 3 φύλλα δάφνης. Πρέπει να τα βράσουμε σε σιγανή φωτιά άλλη μισή ώρα.
Τα σερβίρουμε ζεστά. Όταν θέλεις να τα φας, με το πιρούνι το τραβάς και βγαίνει όλο μαζί ή το ρουφάς μαζί με το ζουμί. Η γεύση μοιάζει με λαγό. Όταν έχουν ρευματισμούς δεν τα τρώνε, γιατί βλάπτουν τα πόδια.
Στην Κατοχή πηγαίναμε τα παιδιά και μαζεύαμε σαλιγκάρια, γιατί πεινούσαμε…
*Η καταγραφή έγινε είκοσι χρόνια πριν στο Παλαιοχώρι, όταν ακόμα ζούσε η μακαρίτισσα Σουλτάνα. Ας είναι αυτό το γραπτό μνημόσυνο γι’ αυτήν και για τα παιδιά που στερήθηκαν την απαραίτητη τροφή στις μαύρες μέρες της πείνας.
ΜΥΘΟΙ ΑΙΣΩΠΟΥ
Κοχλίαι
Γεωργοῦ παῖς κοχλίας ὤπτα. ἀκούσας δὲ αὐτῶν τριζόντων ἔφη.
«Ὦ κάκιστα ζῷα, τῶν οἰκιῶν ὑμῶν
ἐμπιπραμένων, αὐτοὶ ᾄδετε».
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι πᾶν τὸ παρὰ
καιρὸν ὁρώμενον ἐπονείδιστον.
Τα σαλιγκάρια (μετάφραση)
Το παιδί ενός γεωργού
έψηνε σαλιγκάρια και, καθώς τ’ άκουσε να τρίζουν, τους λέει: «Ε, παλιοζωντόβολα, τα σπίτια σας καίγονται
κι εσείς τραγουδάτε».
Ο μύθος
σημαίνει ότι κάθε παράκαιρο είναι αξιοκατάκριτο.
(Πηγή: «Αἰσώπου
μῦθοι»,
μτφρ. Α. Τάσου, Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, τόμος Α΄, αριθμ. 172, σελ. 77, Ελληνικός Εκδοτικός
Οργανισμός, Αθήνα)
Κύων καὶ κόχλος
Ὠὰ τις κύων καταπίνειν εἰθισμένος, ἰδών τινα κόχλον, χάνας τὸ στόμα
αὐτοῦ, μεγίστῃ συνολκῇ καταπέπωκε τοῦτον, οἰηθεὶς ὠὸν εἶναι. Βαρούμενος δὲ τὰ
σπλάγχνα καὶ ὀδυνώμενος ἔλεγε: «Δίκαια
ἔγωγε πέπονθα, εἴγε πάντα περιφερῆ ὠὰ πεπίστευκα».
Διδάσκει ἡμᾶς ὁ λόγος ὅτι οἱ
ἀδικάστως πρᾶγμα προσιόντες λανθάνουσιν ἑαυτοὺς περιπείροντες ἀτόποις.
Το σκυλί και ο σαλίγκαρος (μετάφραση)
Ένας σκύλος, μαθημένος να
χάφτει αυγά, βλέποντας ένα σαλίγκαρο και θαρρώντας τον για αυγό, διαπλάτυνε το
στόμα του και με ένα γερό τράβηγμα τον κατάπιε. Νιώθοντας βάρος στα σωθικά του
και πονώντας, έλεγε: «Καλά να το πάθω,
πιστεύοντας πως κάθε στρογγυλό είναι και αυγό».
Ο μύθος
σημαίνει πως, όσοι επιχειρούν κάτι χωρίς κρίση, μπερδεύονται, χωρίς να το
περιμένουν, σε απρόβλεπτες δυσκολίες.
(Πηγή: «Αἰσώπου
μῦθοι»,
μτφρ. Α. Τάσου, Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, τόμος Α΄, αριθμ. 181, σελ. 80, Ελληνικός
Εκδοτικός Οργανισμός, Αθήνα)
*****
Παροιμία:
Γλείφοντας και σέρνοντας και με τα κέρατά του πάει ο σαλίγκαρος τ' αψήλου.
Αινίγματα:
Ένας τράγους δίμηργους
διμηργουπυργουτσέρατους
κάνει τραγέλια δίμηργα
διμηργουπυργουτσέρατα
τα παίρνει κι παγαίνει
κάτου ’ς τ’ διμηργουπυργουτσηρατιά.
Τι είναι; (σάλιαγκος)
(Πηγή: Αναγνώστου Σπυρίδωνος «Λεσβιακά», σελ. 204)
Ξέρω
ένα πραματάκι
που
’χει επάνω σαμαράκι.
Τι
είναι; (ιράκγιλασ οτ)
(Πηγή: http://www.pergamos.lib.uoa.gr)
Ξέρω
ένα πραματάκι
που
’χει επάνω σαμαράκι.
Τι
είναι; (ιράκγιλασ οτ)
Δεν είναι
μολύβι,
περπατάει
και γράφει.
Τι
είναι; (ιράκγιλασ οτ)
Βόδι
δεν είναι, κέρατα έχει,
γραμματικός
δεν είναι, γράμματα γράφει.
Τι
είναι; (ιράκγιλασ οτ)
Ποιο
είναι το ζώο που έχει τα κόκαλά του απέξω;
(ιράκγιλασ οτ)
(Πηγή: http://iliastoutsoglidis.blogspot.gr/2012/05/blog-post 08.html)
Γιαπωνέζικα Χαϊκού
Issa/Ίσσα (1762-1826)
Πάνω
στα πόδια
μου για
πότε ανέβηκες
σαλιγκαράκι; (σελ. 24)
Βρε σαλιγκάρι!
σιγά-σιγά
θ’ ανέβεις
στο
Φουτζιγιάμα! (σελ. 24)
(Από
το βιβλίο «132 Γιαπωνέζικα Χαϊκού»,
μτφ. Ρούμπη Θεοφανοπούλου, εκδ. Πρόσπερος, Αθήνα 1986, σελ. 24)
Πού
να πάει
μέσ’
τη βροχή
το σαλιγκάρι; (σελ. 71)
Πότε έφτασε
τόσο κοντά
μου
το σαλιγκάρι! (σελ. 72)
Κάτω
απ’ το βραδινό φεγγάρι
γυμνό
μέχρι τη μέση
το σαλιγκάρι. (σελ.
73)
Buson/Τανιγκούτσι Μπυσόν (1715-1783)
Σαλιγκάρι
ο ένα
κέρατο συνοφρυωμένο
τι να
το απασχολεί; (σελ. 72)
(Από
το βιβλίο «Χαϊκού», επιμ. Κυρ. Προβατίδης, μτφ. Χρήστος
Καφτεράνης και Ηλίας Γκούμας, εκδόσεις Μάτι, Αθήνα 2002)
Παραμύθι
Τα δυο σαλιγκάρια
Όλα τα παιδάκια θα έχουν δει πως υπάρχουν
δυο λογιών σαλιγκάρια, που βόσκουν στους κήπους και στα χωράφια. Άλλα περπατούν
έχοντας φορτωμένα στη ράχη τους τα σπιτάκια τους και άλλα γυρίζουν έρημα και
γυμνά εδώ κι εκεί. Θα σας πούμε, λοιπόν, πώς έγινε αυτό το παράξενο πράγμα, για
να το ξέρετε κι εσείς.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας
γερο-σαλίγκαρος που είχε δυο παιδιά. Ο γέρος τότε δεν περπατούσε με το σπίτι
του φορτωμένο στην ράχη του, όχι. Είχε ένα μικρό πέτρινο σπιτάκι, σαν όλα τα
σπιτάκια, και έμενε εκεί. Όταν ήθελε να πάει να βοσκήσει στη δροσιά έβγαινε απ’
αυτό και όταν τέλειωνε τη βοσκή του ξαναγύριζε εκεί.
Το σπιτάκι αυτό του το είχαν χτίσει τα
μυρμήγκια, που είναι καταπληκτικοί μαστοράδες, και ήταν πολύ ευχαριστημένος. Η
πόρτα έκλεινε καλά και τα κεραμίδια δεν έσταζαν καθόλου. Μόνο που ήταν λίγο
στενάχωρο.
Όταν μεγάλωσαν τα παιδάκια του και δεν
χωρούσαν όλοι στο ίδιο σπίτι πια, αποφάσισε να κάνει ένα σπιτάκι στο καθένα.
Συμφώνησε πάλι με τα μυρμήγκια να κάνουν δυο σπιτάκια ίδια με το δικό του και
έδωσε πληρωμή εκατό σπειριά σιτάρι και εκατό σπειριά κριθάρι, που τα είχε
μαζέψει με μεγάλες δυσκολίες.
Τα παιδιά του σαλίγκαρου ζούσαν καλά στα
σπιτάκια τους, αλλά δεν αγαπούσαν τον πατέρα τους όσο έπρεπε, ούτε του
χρωστούσαν χάρη για το καλό που τους είχε κάνει. Πολλές φορές μάλιστα τον
παράκουγαν και τον σύγχυζαν.
Αλλά το χειρότερο ήρθε όταν γέρασε πολύ
και δεν μπορούσε να περπατήσει έξω στην υγρασία μετά τη βροχή, γιατί είχε
ρευματισμούς και γιατί συναχωνόταν εύκολα.
Τότε, αντί να τον περιποιούνται και να τον
φροντίζουν τα παιδιά του, όπως έκανε εκείνος γι’ αυτά όταν ήσαν μικρά, τον
άφηναν μόνο του και γύριζαν από δω κι από κει.
Εκείνα καλότρωγαν, γιατί ήσαν λαίμαργα
πλάσματα, αλλά σ’ αυτόν τον κακομοίρη δεν έφερναν ούτε κανένα δροσερό φύλλο για
να γλείψει ούτε κανένα τρυφερό λουλουδάκι να το μασήσει.
Ύστερα από πολλά, ο γερο-σαλίγκαρος θύμωσε
και πήρε ένα άχυρο αποφασισμένος να τα δείρει, αφού δεν έπαιρναν από λόγια.
Εκείνα, όμως, το κατάλαβαν και το ένα χώθηκε στο σπιτάκι του, ενώ το άλλο έφυγε
μακριά.
Ο γερο-σαλίγκαρος τότε, επειδή ήταν
τρομερά θυμωμένος, καταράστηκε τα αχάριστα παιδιά του λέγοντας:
— Εσύ που χώθηκες στο σπίτι σου, να μην
αξιωθείς να βγεις από κει μέσα, αλλά κι αν βγεις να κουβαλάς μαζί σου το σπίτι
σου, όπου κι αν πηγαίνεις. Όσο για σένα που έφυγες, να μην αξιωθείς να βρεις
άλλο σπίτι.
Και με όση δύναμη του είχε απομείνει έσυρε
το σπιτάκι του παιδιού του που είχε φύγει μέχρι το αυλάκι και το έριξε στο
νερό. Και μετά, θυμωμένος όπως ήταν ακόμα, έδωσε άλλη μια κατάρα στα παιδιά
του:
— Επειδή είσαστε λαίμαργα, σας δίνω την
κατάρα μου να τρέχουν τα σάλια σας, όπου κι αν πηγαίνετε, και να λερώνετε τον
τόπο.
Ο καημένος ο γερο-σαλίγκαρος είχε λυπηθεί
τόσο πολύ, που έπαθε αποπληξία και πέθανε. Μα η κατάρα του έπιασε, τα παιδιά
του και τα παιδιά των παιδιών του και όλους τους απογόνους του, όπως βλέπουμε
ακόμα και σήμερα.
Αυτή είναι η ιστορία του γερο-σαλίγκαρου.
(Πηγή: Σειρά
Παραμύθια απ’ όλο τον κόσμο/«Ο μαγικός
καθρέφτης και άλλα 20 παραμύθια»,
διασκευή Δημ. Κορίνη, εικονογράφηση Β. Απτόσογλου, Ρούλας Κανάκη, εκδοτικός
οίκος «Αστήρ» Αλ. και Ε.
Παπαδημητρίου, σελ. 91-94)