2 Απριλίου: Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου
Γενέθλια Δανού συγγραφέα παραμυθιών Χανς Κρίστιαν Άντερσεν
Η μέρα των γενεθλίων του Δανού παραμυθά Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (Οντένσε Δανίας 2 Απρ. 1805 – Κοπεγχάγη 4 Αυγ. 1875) έχει
οριστεί ως Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου. Από το 1835 έως το 1873 θα γράψει 168
παραμύθια, μεταξύ των οποίων «Το κοριτσάκι
με τα σπίρτα», «Ο μολυβένιος στρατιώτης»,
«Η καινούργια φορεσιά του Αυτοκράτορα»,
«Η τοσοδούλα», «Το ασχημόπαπο», «Η μικρή
γοργόνα», «Η βασίλισσα του χιονιού»,«Τα κόκκινα παπούτσια», «Η πριγκίπισσα και το μπιζέλι», και πολλά άλλα θαυμάσια παραμύθια, που έχουν
κάνει διάσημο σ’ όλο τον κόσμο τον Άντερσεν.
Από το 1833-1857, ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν έκανε πολλά ταξίδια με έξοδα
του βασιλιά της Δανίας Φρειδερίκου ΣΤ΄ σε χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής και κατέγραψε τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του στο βιβλίο του «Το Παζάρι ενός ποιητή». Το Μάρτιο του 1841 ταξίδεψε στην Ελλάδα και στις 2 Απριλίου πέρασε τα γενέθλιά του στην Ακρόπολη, όπου
ανέβαινε κάθε μέρα. Επισκέφτηκε ακόμα το Θησείο, το Φάληρο, τον Κολωνό, το
Δαφνί, την Πεντέλη και χωριά των Μεσογείων. Στο βιβλίο «Οδοιπορικό στην Ελλάδα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Εστία», περιγράφει λεπτομερώς τη διαμονή
του στην Αθήνα. Στα χωριά που επισκεπτόταν ζητούσε να του αφηγηθούν ελληνικά λαϊκά
παραμύθια.
Διαβάστε παρακάτω το ελληνικό παραμύθι «Οι εννιά αγριόκυκνοι και η ωραία Ελένη»,
από τον Α΄ τόμο «Ελληνικά λαϊκά παραμύθια» του Κώστα Καφαντάρη (εκδόσεις "Ποταμός", Αθήνα 2005, σελ. 575-577), που είναι
σχεδόν πανομοιότυπο με το παραμύθι του Άντερσεν «Οι αγριόκυκνοι», όπου η ηρωίδα λέγεται Ελίζα και τα αδέλφια της είναι
ένδεκα. Οι βιογράφοι του Άντερσεν τοποθετούν την πρώτη δημοσίευση του παραμυθιού
το 1838, λίγα χρόνια πριν το ταξίδι του Άντερσεν στην Ελλάδα. Αποτελεί λοιπόν ζήτημα
προς διερεύνηση η σχέση του παραμυθιού του Δανού παραμυθιογράφου με το ελληνικό
παραμύθι, που είναι εξίσου όμορφο και συγκινητικό κι αποτελεί ύμνο στην αδελφική αγάπη.
Ελληνικό λαϊκό
παραμύθι
Οι εννιά αγριόκυκνοι και η ωραία Ελένη
Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε μια βασίλισσα
και είχε εννιά γιους και μια κοπέλα. Επέθανε η βασίλισσα κι έμειναν τα παιδιά
ορφανά. Επαντρεύτηκε ο βασιλιάς και πήρε άλλη γυναίκα πολύ κακή και δεν
ημπορούσε να βλέπει τα παιδιά. Μια μέρα επήγε στη βασίλισσα μια γριά και της
είπε να μαγέψει τα παιδιά, να γενούνε πουλιά, και τα εμάγεψε και έγιναν εννιά
όμορφοι αγριόκυκνοι. Όλη μέρα εγύριζαν στον κόσμο. Το βράδυ επήγαιναν σπίτι. Η
βασίλισσα άμα τα ’βλεπε, ήθελε ναν τα χαλάσει.
Μια μέρα οι κύκνοι επλέξανε ένα στρώμα από
ψαθί και εβάλανε μέσα την αδρεφή τους και φύγανε μακριά. Ο ένας επήγαινε πάντα
απάνου από την κοπέλα να της κάνει ίσκιο με τα φτερά του, να μην την καίει ο
ήλιος. Επήγαιναν, επήγαιναν απάνου από την θάλασσα. Ελιγώσανε και κάτσανε να
ξεκουραστούνε σ’ ένα μικρό νησάκι. Τόσο μικρό ήταν αυτό το νησάκι, που τους
έπαιρνε με το στανιό τον ένα απάνου στον άλλονε. Επεράσανε εκεί τη νύχτα και
την άλλη αυγή εσηκωθήκανε, επήραν το στρώμα από τις τέσσερες άκρες με τις μύτες
τους και εφύγανε. Επήγαιναν, επήγαιναν, εφτάσανε σ’ ένα άγριο μέρος. «Εδώ», είπανε, «είναι καλά να κάτσουμε». Εκάτσανε κι αρχίσανε να γυρεύουν κατοικία.
Ευρήκανε μια σπηλιά κοντά στο βουνό, που ήτανε γιομάτη αγκάθια. Τήνε παστρέψανε
και εβάλανε την όμορφη Ελένη, να κάθεται μέσα. Εκείνοι όλη μέρα εγυρίζανε στο
γύρο γύρο και φροντίζανε να πηγαίνουν φαΐ στην αδρεφή τους. Η όμορφη Ελένη
επερνούσε πολύ ωραία, αλλά η λύπη της ήτανε που δεν ημπορούσε να σώσει τους
αδρεφούς της και να τους κάμει πάλι ανθρώπους. Μια μέρα που εκοιμότανε, είδε
στον ύπνο της μια γριά και βάσταε το χέρι της μια τσουκνίδα, που είχε κομπία
και της λέει: «Θέλεις να σώσεις τους αδρεφούς
σου; Εδώ το γύρο στη σπηλιά είναι πολλή τσουκνίδα να βγει. Να μαζώξεις και ναν
τήνε πατήσεις ξυπόλητη και ναν τη κάμεις κλωνά και μ’ αυτή να κάμεις εννιά
φορέματα, ναν τα φορέσουνε οι αδερφοί σου κι έτσι θα τους γλιτώσεις. Αλλ’
άκουσε να σου ειπώ. Δε θα μιλήσεις καθόλου, γιατί α μιλήσεις, εχάθηκες. Θα
πεθάνουν τ’ αδρέφια σου». Και της δίνει μια με την τσουκνίδα κι έφυγε. Κι
από τον πόνο η Ελένη εξύπνησε κι άρχισε τη δουλειά της. Εβγήκε, εμάζωξε ένα
σωρό τσουκνίδες κι άρχισε ναν τα πατεί με τα πόδια της κι από της τσουκνίδας τ’
αγκάθια τα χέρια και τα πόδια της εκάμανε πονίδια. Το βράδυ επήγανε τ’ αδρέφια
της και την είδανε που εδούλευε, της μίλησαν και εκείνη δεν τους μίλησε, κι
αρχινήσανε να κλαίνε και τα δάκρυα τους, που επέφτανε απάνω στα πονίδια της,
της περνάγανε.
Μια μέρα το βασιλόπουλο με τους δούλους
του επήγε στο κυνήγι. Τα σκυλιά του βασιλιά επήγανε στη σπηλιά, που ήτανε η
Ελένη, κι αρχίσανε ν’ αλυχτάνε. Ο βασιλιάς επήγε κοντά και βλέπει μια σπηλιά.
Μπαίνει μέσα και τι να ιδεί; Μια όμορφη κόρη να εργάζεται. Της μίλησε και αυτή
δεν του μίλησε. Τότες ο βασιλιάς είπε με το νου του: «Θα είναι μουγκή!». Αλλά τόσο όμορφη ήτανε, που είπε στους δούλους
ναν τήνε πάρουνε στο παλάτι. Τήνε πήρανε και τήνε πήγαν στο παλάτι. Επήρε η
Ελένη τη δουλειά της, τα φορέματα που είχε φτιασμένα, και την κλωστή, που είχε
μαζωμένη. Άμα τήνε πήγανε στου βασιλιά το παλάτι, τήνε βάλανε να κάτσει σε μια
κάμερα, που ήτανε κατά το περιβόλι. Εκείνη άρχισε πάλι τη δουλειά της. Έβγαινε
τη νύχτα και μάζωνε τσουκνίδες και τις έκανε κλωνά και όλη μέρα εδούλευε. Ένα
βράδυ την είδε μια γριά, που εμάζωνε τσουκνίδα, και πάει στον βασιλέα και του
λέει: «Η γυναίκα σου είναι μάισσα.
Βγαίνει τη νύχτα και κάνει μάγια στο φεγγάρι με τα χόρτα». Ο βασιλέας δεν
το πίστεψε. «Ένα βράδυ θαν την
παραμονέψω», είπε ο βασιλέας. Κι αλήθεια την είδε να μαζώνει τα χόρτα. Τήνε
πήρε και την έβαλε στη φυλακή και την άλλη μέρα διάταξε να την κάψουν. Εκείνη
ήθελε να τελειώσει δυο φορέματα ακόμη. Όλη τη νύχτα δούλευε. Τα ποντίκια τη
βοηθούσανε. Της ετοίμαζαν την κλωνά και της την έδιναν στο χέρι. Την άλλη μέρα
άρχισαν να διαλαλούνε στη χώρα: «Ο
θάνατος της μάισσας». Το ακούσανε και τ’ αδρέφια της και εκινήσανε κι
εκείνα να πάνε να δούνε το θάνατο της μάισσας. Ετοιμάσανε στην πλατεία, που
ήθελε να σφάξουν τη μάισσα, δυο σωρούς ξύλα για ναν τηνε κάψουν. Τήνε πήρανε
την άλλη μέρα και τήνε πήγαιναν. Εμαζωχτήκανε κόσμος και κοσμάκης να την ιδεί.
Εκείνη επήρε μαζί της και τα φορέματα.
Άμα τήνε πήγανε εκεί, άκουσαν μια μεγάλη
βουή να έρχεται από μακριά. Κοιτάζουνε και τι να ιδούνε; Εννιά αγριόκυκνους να
’ρχουνται. Επήγανε και κάτσανε κοντά στο μέρος, που ήθελε να σφάξουν τη μάισσα.
Εκείνη, μόλις τους είδε, επήγε και πέταξε απάνου στ’ αδρέφια της τα ρούχα, που
είχε κάμει, και τα πουλιά έγιναν άνθρωποι όπως πρώτα. Εκείνη έπειτα εμίλησε και
είπε όλη την ιστορία που πέρασε, για να σώσει τ’ αδρέφια της. Τα ξύλα που
είχαν, για ναν τήνε κάψουν, έγιναν τριανταφυλλιές, που μοσχοβολούσαν σε ούλο το
μέρος. Τότες επήρε κι ο βασιλιάς την Ελένη και τους αδρεφούς της και επήγαν στο
παλάτι και εζήσανε ευτυχισμένοι.
(Καφαντάρη
Κώστα «Ελληνικά λαϊκά παραμύθια»,
Βιβλίο Α΄, εκδ. "Ποταμός",
Αθήνα 2005, σ. 575-577)
Γονείς,
μη στερείτε από τα παιδιά σας
την πνευματική τροφή από τα βιβλία. Διαλέγετε όμως σωστά βιβλία, όπως διαλέγετε
υγιεινά τρόφιμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου