Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018

Νικολαΐδου Ελένης «Οι συνταγές της… πείνας»

Για να θυμόμαστε…

 

Από το βιβλίο της Ελένης Νικολαδου

«Οι συνταγές της… πείνας. Η ζωή στην Αθήνα την περίοδο της Κατοχής»

 

Ένα βιβλίο για τη ζωή στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της γερμανοϊταλικής Κατοχής (1941-1944), με στοιχεία που συνέλεξε η Ελένη Νικολαΐδου από τις εφημερίδες της εποχής. Ο μεγάλος λιμός που ακολούθησε την κατάκτηση και λεηλασία της Ελλάδας από τους Γερμανούς, η αγωνιώδης αναζήτηση τροφής από τους Έλληνες, ο διαρκής αγώνας για την επιβίωση… Ένα βιβλίο γεμάτο ευρηματικές συνταγές μαγειρικής και οδηγίες επιβίωσης. Χρήσιμα μαθήματα οικονομίας από τα χρόνια του πολέμου για καιρούς κρίσης και μη. Αξίζει να διαβάσετε το βιβλίο, να μαγειρέψετε κάποια από τις συνταγές της Κατοχής, να θυμηθείτε και να διδαχτείτε… Οι υπαίτιοι δεν έχουν πληρώσει ακόμα

                                                    

Σούπα με ελιές

 

«Ξέρετε ότι μπορεί να γίνει μια πολύ νόστιμη και θρεπτική σούπα με ελιές; Να η συνταγή: Περνάτε από τον τρίφτη μία οκά ντομάτες πολύ ώριμες και τις βάζετε να βράσουν με λίγο νερό [1 οκά=400 δράμια=1282 γραμμάρια]. Προσθέτετε κάμποσες ελιές ανάλογα με τα πρόσωπα που έχει η οικογένεια, πέντε με έξι για τον καθένα και του δίνετε ακόμα μια βράση. Η σούπα σας είναι έτοιμη. Το όλο μαγείρεμα δεν απαιτεί πιο πολύ από μισή ώρα. Τώρα, αν έχετε λίγο ρυζάλευρο, «δένετε» τη σούπα σας, προσθέτοντας τέσσερις κουταλιές της σούπας κοφτές, αφού προηγουμένως τις διαλύσετε σε λίγο νερό και ανακατεύοντας καλά για να μη σβολιάσει. Αν βγάλετε με τέχνη προηγουμένως τα κουκούτσια από τις ελιές, ακόμα καλύτερα. Λίγος ψιλοκομμένος μαϊντανός την ώρα του σερβιρίσματος κάνει τη σούπα σας ακόμα πιο νόστιμη και πιο… θεαματική.»

Πατάτες με γάλα

 

«Να ένας τρόπος ακόμα, για να μαγειρέψετε τις πατάτες χωρίς βούτυρο, χωρίς λίπος, χωρίς λάδι και να κάνετε ένα φαγητό εξαιρετικά εύγευστο και θρεπτικό, ιδίως για τα παιδιά και τους εξασθενημένους οργανισμούς.

Θα βράσετε τις πατάτες μέσα στο γάλα. Να πώς: Βάζετε το γάλα στη φωτιά και μόλις βράσει ρίχνετε μέσα τις πατάτες κομμένες σε μικρά κομματάκια, για να βράσουν γρήγορα. Βάλτε και το ανάλογο αλάτι. Προτιμότερο να ψήσετε το φαγητό σας σε πολύ σιγανή φωτιά για να «χυλώσουν» πιο καλά οι πατάτες και να μείνει και λίγη σάλτσα. Ανακατεύετε συχνά, για να μην «πιάσει». Όταν οι πατάτες βράσουν καλά, το φαγητό είναι έτοιμο. Το αφήνετε να κρυώσει λιγάκι ‒ δεν πρέπει να το παρουσιάσετε καυτό ‒ και το σερβίρετε σε μια πιατέλα, γαρνίροντάς το από πάνω με λίγο ψιλοκομμένο φρέσκο μαϊντανό. Θα δείτε τι επιτυχία θα έχετε και πώς θα καταβροχθισθεί. Παιδάκια που αποστρέφονται το γάλα τρώνε με ιδιαίτερη ευχαρίστηση αυτό το φαγητό. Σημειώστε ότι δεν είναι τόσο ακριβό όσο μπορεί να σας φανεί εκ πρώτης όψεως. Υπολογίστε τις εξής αναλογίες: μία οκά πατάτες, μία οκά γάλα. Μπορείτε όμως να μεταχειρισθείτε μόνο μισή οκά γάλα και 100 δράμια νερό που θα ρίξετε μέσα στο γάλα (για μια οκά πατάτες πάντοτε). Με το βράσιμο το νερό εξατμίζεται και μένουν οι πατάτες καλοβρασμένες, καθώς και μια παχιά άσπρη σάλτσα, που περιέχει όλα τα θρεπτικά συστατικά του γάλακτος. Επαναλαμβάνουμε και πάλι τη σύσταση περί σιγανής φωτιάς.»


      

 

                                                                                                 

Πηγή: Από το βιβλίο της Ελένης Νικολαΐδου «Οι συνταγές… της πείνας. Η ζωή στην Αθήνα την περίοδο της Κατοχής», εκδόσεις Οξυγόνο, 11, σελ. 116-117, 126-127. Εικόνες: εξώφυλλο, σελ. 46, 84, 171.

ΚΥΡΙΑΖΗΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ–Η ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΒΑΜΒΟΥΚΛΗ

Νήσος Αιολίς Λέσβος
Η πλατφόρμα σύγχρονης τέχνης του Νικόλα Βαμβουκλή
Δεκαπενθήμερες επισημάνσεις
Η νομαδική πλατφόρμα σύγχρονης τέχνης "K-Gold Temporary Gallery" ιδρύθηκε το 2014 στη Λέσβο από τον Καλλονιάτη Νικόλα Βαμβουκλή, απόφοιτο Φιλοσοφίας από το Πανεπιστήμιο Κρήτης και Χορού από την Εθνική Λυρική Σκηνή, με μεταπτυχιακές σπουδές στις Εικαστικές Τέχνες και Επιμελητικές Σπουδές στην Nuova Accademia di Belle Arti του Μιλάνου.
Ο Νικόλας Βαμβουκλής είναι επιμελητής της Gallerie delle Prigioni και της Συλλογής Τέχνης του Luciano Benetton καθώς και μέλος της επιμελητικής ομάδας της Mediterranea Biennale του 2020 στον Σαν Μαρίνο, ενώ το 2017 έλαβε το βραβείο Σύγχρονης Τέχνης του Fondazione Francesco Fabbri.
Η τελευταία έκθεση της πλατφόρμας, με τίτλο "Πώς να Πέσετε με Χάρη", πραγματοποιήθηκε με επιτυχία στη Λέσχη "Αρίσβη" στην Καλλονή από 10 Αυγούστου έως 2 Σεπτεμβρίου 2018, όπου συμμετείχαν είκοσι καταξιωμένοι και ανερχόμενοι καλλιτέχνες από την Ελλάδα και το εξωτερικό (Βέλγιο, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Δανία, Κύπρος, Αγγλία, Μαρόκο, Νότια Αφρική, Ολλανδία και Ταϊπέι). Το εικονιζόμενο έργο "Ceremony of the Void" του 2017 είναι της συμμετέχουσας στην έκθεση Αγγλίδας Zoe Williams.
"Ceremony of the Void" (2017) της συμμετέχουσας στην έκθεση Αγγλίδας Zoe Williams

Στον καλαίσθητο εκατοντασέλιδο κατάλογο της έκθεσης που εξέδωσε το Ν.Π.Δ.Δ. Πολιτισμού, Αθλητισμού και Τουρισμού του Δήμου Λέσβου, ο Αντιδήμαρχος Πολιτισμού Κώστας Αστυρακάκης γράφει:
«Ο Νικόλας Βαμβουκλής είναι ένα αυθεντικό ταλέντο του νησιού μας στη σύγχρονη τέχνη. Η πληθωρικότητά του δεν αφορά μόνο την τέχνη του, αλλά και την επικοινωνία του, με συνεργάτες, με σημαντικούς ανθρώπους της τέχνης, με πολιτιστικούς φορείς και φυσικά με το κοινό. Είμαι σίγουρος ότι στο μέλλον αυτά τα προσόντα του και η ευελιξία του στη σκέψη και στις σχέσεις του θα αποτελέσουν κεφάλαιο για τον τόπο».
Ο Πρόεδρος της Λέσχης "Αρίσβη" και πρώην Δήμαρχος Καλλονής Αριστόβουλος Ελευθερίου σημειώνει:
«Όταν ο Νικόλας Βαμβουκλής μάς έκανε κοινωνούς της ιδέας που είχε να οργανώσει και να παρουσιάσει τον Αύγουστο του 2018 στους χώρους και στις αίθουσες του Πνευματικού Κέντρου Καλλονής Λέσχη "Αρίσβη" τη νέα του εικαστική έκθεση, η πρότασή του έγινε αμέσως δεκτή με ενθουσιασμό από το Διοικητικό Συμβούλιο».
O Νικόλας Βαμβουκλής, στο Επιμελητικό Σημείωμά του, προσθέτει:
«Η επιλογή της Λέσχης "Αρίσβη" έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς, ενώ ξεκίνησε το 1905 ως χώρος μιας κλειστής κοινωνικά ομάδας αστών, με την πάροδο του χρόνου, ο χαρακτήρας της απέκτησε ανοιχτά πολιτιστική και εκπαιδευτική χροιά. Θέματα κοινωνικής διαστρωμάτωσης, τύπων και διασκέδασης που συναντιούνται στη Λέσχη συγκροτούν σημεία αφετηρίας για την έρευνα γύρω από την έννοια της γιορτής και συμβάλλουν στην μετατροπή του χώρου σε ένα ανοικτό σημείο συνάντησης και διαλόγου μέσω πρακτικών της σύγχρονης τέχνης. {…}
Πέρα από την επιβεβαίωση της ίδιας της ζωής, ο εορτασμός καταδεικνύει την ταυτότητά μας. Θέτει ζητήματα αληθινής ή προσποιητής συμπεριφοράς καθώς, εισερχόμενοι στο στολισμένο τόπο της γιορτής όπου τα όρια του δημόσιου και του ιδιωτικού χάνονται, επιλέγουμε να επιδείξουμε ή να αποκρύψουμε ποιοι είμαστε, που ανήκουμε. {…}
Ακόμα και σε μια πολιτική και οικονομική κρίση, διαφαίνεται ένας παραλληλισμός με τη γιορτή: από την υπέρ-επαρκή πρόσβαση και σπατάλη χρημάτων και αγαθών φτάνουμε στο τέλος του πάρτυ. Το τέλος αυτό, αν και βίαιο, καταλήγει μια ευκαιρία για αλλαγή και αναγέννηση.
Σε κάθε περίπτωση, η γιορτή αποτελεί ένα πολύ ιδιαίτερο γεγονός, απρόβλεπτο στην έκβασή του. Επιβεβαιώνει τη ζωή ως μια προσπάθεια του ανθρώπου να νιώσει, να ξεσπάσει, να δημιουργήσει, να λάμψει στο σκοτάδι της νύχτας. Η κοινωνία στη Γιορτή κοινωνεί με τον εαυτό της. Όλοι συμμετέχουν και χάνονται στη δίνη της».
Συγχαίροντας τον επιμελητή Νικόλα Βαμβουκλή και τους καλλιτέχνες της εντυπωσιακής και πρωτοποριακής έκθεσης σύγχρονης τέχνης στην Καλλονή, ευχόμαστε τη συνέχιση των δράσεών τους που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Καλλονή, Μυτιλήνη, Μόλυβος) και στο εξωτερικό (Κολονία, Λονδίνο, Λωζάνη, Μαδρίτη, Μιλάνο, Ναντ, Νέα Υόρκη, Πράγα, Σικάγο, Στοκχόλμη, Τίρανα) και αναμένοντας την έκτη επετειακή εκδήλωση της "K-Gold Temporary Gallery" στη Λέσβο,
Αριστείδης Κυριαζής
            

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

ΜΑΥΡΑΓΑΝΗΣ ΞΕΝΟΦΩΝ–Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΑΒΡΟΧΙΑ

ΔΙΗΓΗΜΑ                Αναδημοσίευση από το ηλεκτρονικό περιοδικό ΦΡΕΑΡ: http://frear.gr/?p=22594

Η μεγάλη αναβροχιά

γράφει ο Ξενοφών Ε. Μαυραγάνης


Στον παπα-Μανώλη Μανωλέλλη

Εκείνη τη χρονιά δεν έβρεξε σχεδόν καθόλου. Κύλησαν οι μήνες, έφυγε ο χειμώνας, προχωρούσε η άνοιξη, ερχόταν το καλοκαίρι, χωρίς ούτε ένα συννεφάκι να ζωγραφιστεί στον ουρανό μας. Ήλιος και πάλι ήλιος, να χαίρονται οι εραστές των καθαρών ουρανών, και οι βορεινοί σπάνιοι επισκέπτες μας, για την αδιάκοπη ηλιοφάνεια.

Μάταια κάποιες μέρες, που αντίκριζαν οι άνθρωποι λίγο σκοτεινιασμένη την «Αγκαθερή», το βουνό που θαρρείς προστάτευε την πόλη μας, στύλωναν τα μάτια τους προς αυτήν περιμένοντας να κυλήσει ένα δάκρυ του ουρανού. Να δροσίσει την καμένη μας γη, που θρυμματίζονταν, κάτω απ’ τις πατούσες μας, που απ’ την πολλή χρήση έμοιαζαν με σόλες παπουτσιών. Κι αυτός ακόμα ο γυμνασιάρχης, πολλές φορές ξεγελιότανε, όταν αισθανόταν μια ψιχάλα κι ανέβαινε στην ταράτσα του γυμνασίου, για να ελέγξει το βροχόμετρο, στημένο ακριβώς στο κέντρο της, να μην έχει από καμιά μεριά εμπόδια για να μαζεύει όλο το νερό που έπεφτε και να μας δείχνει τις σωστές αποδόσεις, της κάθε βροχής . Ούτε τον επιστάτη τον κυρ Γιάννη εμπιστευότανε. Άδικος όμως ο κόπος του αφού στο τέλος της περιόδου, όλες οι προσθέσεις δεν του έδωσαν ούτε πέντε ίντσες, όταν τις άλλες χρονιές ξεπερνούσε τις τριάντα.

Αργότερα όμως, λένε πως ο επόμενος επιστάτης, ο Στέλιος, που είχε στην ευθύνη του το βροχόμετρο, έβγαζε και ανακοίνωνε αποτελέσματα, εντελώς αντίθετα προς ό, τι πράγματι συνέβαινε. Γιατί κατά περίεργο τρόπο, εύρισκε σχεδόν πάντα το βροχόμετρο με περίσσεια υγρού, που σήμαινε ικανές βροχοπτώσεις, τη στιγμή που η γη ήταν κατάξερη και τα δέντρα αναστέναζαν για μια σταγόνα νερού. Κι αυτή η περίσσεια νερού ανιχνεύονταν πάντα τις Δευτέρες, ώσπου διαπιστώθηκε πως μια μικρή συμμορία μαθητών, έκλεβε τα κλειδιά της ταράτσας από το θυρωρείο και την Κυριακή δοκίμαζε την αντοχή του βροχόμετρου στην αμμωνία των ούρων τους.

Ανάστατοι και περίλυποι ήταν οι αγρότες, αλλά όχι μόνο αυτοί, αφού όλη η περιοχή ζούσε από την αγροτική παραγωγή και κυρίως της ελιάς, δεν ήξεραν τι να κάνουν. Ακόμα και βροχοποιητικά αεροπλάνα από την Αμερική σκεφθήκανε να φέρουν, αλλά ο προϋπολογισμός μιας τέτοιας απόφασης κι η υλοποίησή της, κι αν ακόμα ήταν εφικτή, παρουσιαζόταν απλησίαστος.

Λέγανε, την εποχή εκείνη, πως στην Αμερική βρέθηκε μια μέθοδος βομβαρδισμού των σύννεφων με κάποιες χημικές ουσίες, που τα ανάγκαζε να υγροποιηθούν και να μεταβληθούν σε βροχή. Τόσο πολύτιμη και τόσο αναμενόμενη από την ξεραμένη γη μας.

Ανεξάρτητα από το κόστος, που κανείς δεν τόλμησε να διερευνήσει, υπήρχε και ο πιστός λαός του Θεού που θεωρούσε αυτές τις εφευρέσεις έργα του Σατανά και δεν θα επέτρεπε ποτέ να πραγματοποιηθεί ένα τέτοιο ανοσιούργημα στον τόπο μας. Έτσι όλος ο κόσμος οδηγήθηκε στην παλιά, άγνωστο πόσο πιστοποιημένη, παράδοση της λιτανείας.

Τέλειωσε ο χειμώνας, είχαμε μπει σοβαρά στην άνοιξη, περιμένοντας το Πάσχα, όταν μια Κυριακή πρωί, μετά την λειτουργία, συγκεντρώθηκαν όλοι οι παπάδες της κωμόπολής μας, στον κεντρικό, τον μητροπολιτικό όπως τον ήθελαν μερικοί, ναό του Αγίου Νικολάου, εφτά τον αριθμό, προκειμένου να μετάσχουν στη λιτανεία.

Μπροστά τα εξαπτέρυγα και τα υαλόφρακτα φανάρια με τα αναμμένα κεριά, τα λάβαρα όλων των συντεχνιών, οι ψαλτάδες και των τριών εκκλησιών και οι εφτά παπάδες, με επικεφαλής τον αρχιμανδρίτη Θεόκλητο, περιβεβλημένοι όλοι με τα καλύτερά τους άμφια, ολόλευκα με χρυσά πλουμίδια ξεκίνησαν μ’ ένα τρισάγιο στο ηρώο των τιμημένων μας νεκρών, που χάθηκαν στους πολέμους της πατρίδας, υπερασπίζοντάς την. Ο Θεόκλητος, με την μακριά του γενειάδα, την κάπως προτεταμένη γαστέρα και τον μεγάλο χρυσό σταυρό, αναπαυόμενο στο στήθος του, έμοιαζε με μητροπολίτη, καθώς το αξίωμα του αρχιμανδρίτη, του έδινε το δικαίωμα να κρατάει κι ένα μαύρο καλογυαλισμένο μπαστούνι, παραπέμποντας σε αρχιερατική ράβδο.

Η απόδοση τιμής στους ηρωικούς νεκρούς μπροστά στο ηρώο μας τέλειωσε κι η κουστωδία με την τάξη που είχε τηρηθεί, άρχισε ν’ ανεβαίνει προς το βουνό, όπου βρίσκονταν και τα ταλαιπωρημένα από την ανομβρία ελαιόδενδρα κι όλα τ’ άλλα μικρά και μεγάλα φυτά.

Πίσω, κατά την ίδια τάξη, ακολουθούσαν οι αρχές, ο δήμαρχος, ο αστυνόμος, ο ειρηνοδίκης, ο τελώνης, ο έφορος και ο ταμίας, ο αρχηγός των προσκόπων και κάπου στο τέλος στριμωγμένοι ο γυμνασιάρχης, οι διευθυντές των δημοτικών σχολείων, οι δάσκαλοι και οι καθηγητές. Τελευταίοι οι δάσκαλοι, όπως πάντα.

Ο δρόμος ήταν ανηφορικός και δύσκολος, παρ’ ότι καλοστρωμένο καλντερίμι, που γινόταν ακόμα πιο δύσκολος για τους ψαλτάδες που ήταν υποχρεωμένοι να οδηγούν την λιτανεία ψάλλοντας. Συγκεκριμένη ακολουθία της λιτανείας δεν υπήρχε γι αυτό και οι επιφορτισμένοι με το καθήκον να ντύσουν υμνολογικά την όλη τελετή, κυριολεκτικά αγκομαχούσαν. Άρχισαν με το «σώσον, Κύριε, τον λαόν σου», συνέχισαν με «τη Υπερμάχω», τα απολυτίκια των αγίων της πόλεώς μας, και κατέληξαν κοντά στο τέλος της πορείας, στο «Αλωνέλι» πια, να μουρμουρίζουν κάποια ακατάληπτα, σε ρυθμό όμως βυζαντινής ψαλμωδίας.

Στα βασικά τρίστρατα της διαδρομής η πομπή σταματούσε και ένας – ένας οι παπάδες μουρμούριζαν την ευχή, παρακαλώντας τον Ύψιστο και στοργικό πατέρα όλων μας, να στείλει «όμβρους ειρηνικούς, προς ανάπτυξιν , αναζωογόνησιν και καρποφορίαν της γης». Πρόσθεταν κι άλλα, ό, τι ο καθένας θυμόταν «υπέρ ευκρασίας αέρων, ευφορίας των καρπών της γης και καιρών ειρηνικών», ας πούμε, για να μακραίνουν τα παρακλητικά κείμενα. Ή παρακαλούσαν «βροχήν εκούσιον κατάπεμψον τη κληρονομία σου» κι ακόμα «Εύφρανον το πρόσωπον της γης δια τους πτωχούς του λαού σου και τα νήπια και τα κτήνη και τα άλλα πάντα, ότι προς σε προσδοκώσι δούναι την τροφήν αυτών εις εύκαιρον» και εν πάση περιπτώσει ό,τι θυμόταν ο καθένας από τα περιεχόμενα του μεγάλου ευχολογίου.

Πίσω από τα πρόσωπα που ακολουθούσαν την πομπή, ως εκ της ιδιότητός τους, ο κόσμος γεμάτος αγωνία και με έντονα εκδηλούμενη την ελπίδα συνέρρεε συνεχώς μακραίνοντας την ουρά, που άρχιζε από το κέντρο της πόλης μας ως την πρώτη σειρά των εξαπτέρυγων. Κάπου εκεί στο τέλος των επισήμων ο γυμνασιάρχης, κουβεντιάζοντας όπως όλοι, με τους συμπορευόμενους καθηγητές και δασκάλους, θυμήθηκε πως ως λιτανεία αναφέρονταν στα βιβλία και τα λεξικά «η θρησκευτική πομπή εορταστικού ή παρακλητικού χαρακτήρα» και σημαίνει ικεσία και παράκληση. Και θυμήθηκε ακόμα, ο αθεόφοβος, πως και οι αρχαίοι Έλληνες, οι δωδεκαθεϊστές δηλαδή, με λιτανείες προσπαθούσαν να προκαλέσουν τις βροχές, να σταματήσουν τους αέρηδες και να εξασφαλίσουν την καρποφορία των δέντρων απ’ τα οποία περίμεναν άνθρωποι και ζώα να προμηθευτούν την τροφή τους. Έλεγε, λοιπόν, πως ο μέγας περιηγητής Παυσανίας γράφει πως κάποτε, εκείνα τα αρχαία χρόνια, μεγάλη ξηρασία βασίλευε σε μια περιοχή της Αρκαδίας με κίνδυνο να καταστραφούν όλα τα δέντρα και τα φυτά και να ψοφήσουν τα ζώα. Οπότε ο ιερέας του Λυκαίου Διός, αφού έκανε τη θυσία, όπως όριζαν οι λατρευτικοί κανόνες, αγίασε το νερό, κατεβάζοντας ένα κλαρί δρυός, στα βάθη της πηγής και ευχήθηκε τα σύννεφα που ήταν στον ουρανό να γίνουν βροχή και να ποτίσουν τη γη των Αρκάδων, που τόσο πολύ διψούσε.

«Ην αιχμός χρόνον επέχη πολύν και ήδη σφίσι τα σπέρματα εν τη γη και τα δένδρα αιαίνηται τηνικαύτα ο ιερεύς του Λυκαίου Διός προσευξάμενος ες το ύδωρ και θύσας οπόσα εστίν αυτώ νόμος καθίησι δρυός κλάδον επίπολής και ουκ ες βάθος της πηγής. Ανακινηθέντος δε του ύδατος άνεισιν αχλύς εοικυία ομίχλη διαλιπούσα δε ολίγον γίνεται νέφος η αχλύς και ες αυτήν άλλα επαγομένη των νεφών υετόν τοις Αρκάσιν ες την γην κατιέναι ποιεί εστί δε εν τω Λυκαίω Πανός το ιερόν και περί το άλσος δένδρων». Απέξω τα ήξερε τα αρχαία ο δάσκαλος και τα έλεγε αφήνοντας όσους μετείχαν στη λιτανεία και τον άκουγαν με ανοιχτό το στόμα, που κανονικά περίμεναν, μετά μάλιστα τη μετάφραση του αρχαίου κειμένου, να μαζευτούν τα σύννεφα και ν’ αρχίσει να βρέχει, όπως έγινε τότε στην Αρκαδία.

Όμως κάτι μικρά αραχνοΰφαντα συννεφάκια, που έκαναν την εμφάνισή τους στην πιο ψηλή κορφή της Αγκαθερής, δεν προμήνυαν με τίποτα βροχή, ούτε καν ψιχάλα. Άσε που κι αν ερχόταν αυτή, δεν υπήρχε περίπτωση να ανακουφίσει κανέναν. Μόνο κακό θα έκανε. Παρ’ όλ’ αυτά η πομπή προχωρούσε. Άφησε πίσω της το «Αλωνέλι» και έστριψε προς το πρώτο, το μεγάλο νεκροταφείο, να ζητήσει και τις ευχές των προκεκοιμημένων μας νεκρών, με τους παπάδες και ψαλτάδες να σιγομουρμουρίζουν πια, εξουθενωμένοι από την κούραση, όσα υπόλοιπα ύμνων και ευχών είχαν απομείνει στο μυαλό τους. Κι ο κόσμος ακολουθούσε υπομονετικά, με τις ελπίδες του να κρατιούνται ζωντανές, μια και η ευσπλαχνία του μεγάλου πατέρα σε καμιά περίπτωση δεν ήταν δυνατόν να αμφισβητηθεί.

Ανάμεσά του κι η Άνοιξη. Μια μεγαλοκοπέλα, γύρω στα πενήντα, όμορφη και τροφαντή, με το καλό της φουστάνι, όσο καλό μπορούσε να επιτραπεί στην τάξη της και στην προσωπική της κατάσταση. Γιατί η Άνοιξη ήταν βουβή. Κωφάλαλη, που θα έλεγαν οι γραμματιζούμενοι. Αφότου γεννήθηκε, δεν αισθάνθηκε έναν ήχο να χαϊδεύει ή να ξεσκίζει τ’ αυτιά της, δεν μπορούσε να ξέρει τι είναι λόγος, μουσική, ψαλμωδία. Κάτι άναρθρους φθόγγους, μικρές κραυγές, έκφραση της χαράς ή της λύπης της ανάλογα, μπορούσε να βγάζει απ’ το στόμα της. Κι όλα τ’ άλλα τα ’λεγε με τα μάτια της. Τα κατάμαυρα και εκφραστικά μάτια της, που τόσα πολλά θέλανε να πούνε.

Μπροστά, σχεδόν δίπλα στους παπάδες η Άνοιξη, που αυτή την πρωτοκαθεδρία τής την επέτρεπαν τόσο η «κυρία» της, όσο κι οι άλλες κυρίες της μικρής και μοχθηρής κοινωνίας όπου ζούσε. Γιατί η Άνοιξη, ήταν υπηρέτρια. Τι άλλο άραγε θα μπορούσε να κάνει ένα πλάσμα, που δεν μπορούσε να μιλήσει, να συζητήσει, να εκφρασθεί, να διεκδικήσει, να βρίσει. Τι άλλο μπορούσε να περιμένει κανείς από ένα λαβωμένο ζώο, που όμως συνέβαλλε ουσιαστικά και δυναμικά στην ζωή και την οικονομία της οικογένειας που υπηρετούσε. Ήξερε να αναθρέφει μωρά, να μαγειρεύει, να καθαρίζει άψογα το σπίτι, να πλένει, να πηγαίνει τον χειμώνα στις ελιές, να ποτίζει τον κήπο, να αρμέγει την κατσίκα και το πρόβατο, να φτιάχνει τυριά, γιαούρτια, μυζήθρες και τραχανό, ίσως και να καταπραΰνει τις ορμές του αφεντικού της. Όχι αυτή η συγκεκριμένη Άνοιξη, αλλά άλλες όμοιές της, που δεν είχαν άλλο τρόπο να σταθούν στη ζωή, παρά να υπηρετούν τους αρχοντάδες, όπως αυτοί όριζαν.

Βάδιζε λοιπόν η Άνοιξη με το επίσημο φουστάνι της, έκανε το σταυρό της κάθε φορά που έβλεπε να κάνουν το ίδιο οι παπάδες, γυρνούσε το κεφάλι της στον ουρανό κοιτάζοντάς τον παρακλητικά, σχηματίζοντας ταυτόχρονα στη γλώσσα των βουβών τη λέξη βροχή. Δεν πρέπει να την ένοιαζε και πολύ την Άνοιξη η μεγάλη ευφορία της γης γιατί δουλειές και φροντίδες της πρόσθετε, αλλά αυτή ήταν συνηθισμένη να θέλει ό,τι και τα αφεντικά της. Γι αυτό και επαναλάμβανε τις μετάνοιες και τους μεγάλους σταυρούς που έκαναν αυτοί, υψώνοντας συχνά πυκνά τα μάτια της στον ουρανό, όπου κατοικούσε το, κατά την αντίληψή της, υπέρτατο ον. Σε κάθε περίπτωση κάτι πιο μεγάλο και πιο δυνατό απ’ αυτήν, όπως μέσα από τη φτώχεια των όσων γνώριζε, αντιλαμβάνονταν.

Κοντά στο μεσημέρι ολοκληρώθηκε η λιτανεία. Επέστρεψαν οι παπάδες στις εκκλησίες τους να ξεφορέσουν κι οι διψασμένοι κάτοικοι στα σπίτια τους να ξαποστάσουν και να φάνε το λιτό, σε κάθε περίπτωση, μεσημεριανό τους. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν φάνηκε να λυγίζει ο ουρανός στις τόσες παρακλήσεις κι η γη εξακολουθούσε να ξεραίνεται όλο και πιο πολύ.

Ακόμα κι ο Σεδούντας, ο χείμαρρος που χωρίζει την μικρή μας πόλη στα δύο, με τις μεγάλες πηγές στην κορφή του βουνού, δεν είχε μουσκέψει, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια. Η ολόθερμη προσευχή όλων των συγχωριανών μας, δεν συγκίνησε αυτόν που έπρεπε.

Το καλοκαίρι περνούσε βασανιστικά, μακρόσυρτα κι η ζέστη ανέβαινε αφύσικα. Καλό για το μεγάλωμα και την καρποφορία των καλοκαιρινών λαχανικών, αλλά πώς να γίνει αυτό χωρίς νερό. Αφού ακόμα και τα πηγάδια έδειχναν να στερεύουν. Μάταια οι μπαχτσεβάνηδες, πρόσθεταν καινούργια κουβαδάκια στα μαγγανοπήγαδα και τσάμπα έτρωγαν βιτσιές στα πισινά τους τα γαϊδούρια και τα μουλάρια που με κλεισμένα τα μάτια, για να μη ζαλίζονται από την συνεχή κυκλοτερή τους κίνηση, τραβούσαν την αντένα ν’ ανεβάσουν νερό από τα έγκατα της γης. Μόνο λίγο λασπόνερο κατάφερναν να ρίξουν στα χωμάτινα λούκια, που δεν κατάφερναν να πάνε το νερό στις ρίζες των φυτών, καταπίνοντάς το τα ίδια.

Φωτογραφία: Wolfgang Suschitzky.

Ιούλιο μήνα πια η Άνοιξη, ακολουθώντας πάντα την οικογένειά που, ας πούμε, την υιοθέτησε, χωρίς ποτέ να ξεχνά πως είχε έναν παντοτινό βοηθό στο σπίτι και τις αγροτικές δουλειές, χωρίς αντάλλαγμα, με μόνη αμοιβή την τροφή και την ενδυμασία, ιδιαίτερα οικονομική σ’ αυτές τις περιπτώσεις, εγκαταστάθηκε στο εξοχικό. Μερικά χιλιόμετρα μακριά από την μόνιμη κατοικία τους. Δίπλα ακριβώς στο εξοχικό της οικογένειας, ένα χαμηλό σπιτάκι με σοφά, και επιστρωμένο με χαλίκια της θάλασσας δάπεδο, ένα επίσημο «ντάμι» δηλαδή, αν μπορούσε μια χαμοκέλα να γίνει επίσημη, ήταν η κατοικία της Άνοιξης. Ένα κρεβάτι, μια μισοχαλασμένη ψάθινη καρέκλα και μια σειρά καρφιά στον τοίχο, αντικαθιστώντας την κρεμάστρα, αποτελούσαν το ενδιαίτημά της, που εξ άλλου το χρησιμοποιούσε μόνο για ύπνο.

Όλη τη μέρα την περνούσε με την κυρά της. Περιποίηση των τριών παιδιών της οικογένειας, άρμεγμα της κατσίκας και του πρόβατου, προετοιμασία του γάλακτος για την παρασκευή του τραχανού, μαγείρεμα για τα παιδιά κι αν έμενε χρόνος, μάζεμα των λαχανικών από τον μεγάλο κήπο της οικογένειας. Έναν κήπο τεράστιο, ίσως τον πιο μεγάλο της περιοχής, που σε αντίθεση με όλη την περιοχή ήταν καταπράσινος, θαλερός και κυρίως παραγωγικός. Πολύ παραγωγικός. Αιτία η άφθονη ποσότητα νερού, που αντλούνταν από το πηγάδι του, που δεν στέρευε ποτέ.

Την περασμένη χρονιά ο κύρης, το αφεντικό να πούμε, της Άνοιξης έβαλε μπρος ένα μεγάλο έργο. Άνοιξε πηγάδι μεγάλο και βαθύ, εννιά με δέκα μέτρα έλεγαν, στη μέση του κήπου, εκεί όπου του είπανε οι υδρολόγοι που έφερε από τη Μυτιλήνη. Δυο μήνες, απ’ την άνοιξη και μετά, με κάτι ραβδιά που κρατούσανε μετρούσαν και ξαναμετρούσαν, όλες τις μεριές του κήπου. Και κάποια μέρα είπανε στο αφεντικό.

-«Εδώ θα σκάψεις».

-«Σίγουρα;»

-«Όπως μας βλέπεις και σε βλέπουμε».

Ήρθαν ύστερα τα συνεργεία, κι έσκαβαν δεκαπέντε μέρες το πηγάδι. Ώσπου να βρούνε τις πρώτες σταγόνες του νερού. Δεν υπήρχαν βλέπεις τότε, εκσκαφείς και μπουλντόζες. Όλα με το χέρι γινόντουσαν. Τσαπιά και φτυάρια. Κι ύστερα κουβαλήσανε με κάτι πρωτόγονα μεγάλα έλκηθρα, τεράστια κομμάτια βράχων από την κοίτη του ποταμού και σε τρεις μήνες, αρχές του Φθινοπώρου το πηγάδι ήταν έτοιμο. Πετούσες μια πέτρα κι άκουγες ένα πνιχτό μπλουμ που ερχόταν ως απάντηση από τον πάτο του.

Σε λίγες μέρες είχε εγκατασταθεί και η μηχανή που θα ανέβαζε το νερό. Ντήζελ, πετρελαιομηχανή έλεγαν με θαυμασμό όσοι γνώριζαν από τέτοιες δουλειές. Γυρνούσες μια μανιβέλα, λίγο βαριά είναι αλήθεια και σε λίγο έτρεχε άφθονο το νερό από σωλήνα τριών ιντσών-μεγάλη υπόθεση- γεμίζοντας τη χαβούζα, τη στέρνα δηλαδή, σε μία ώρα. Είκοσι χιλιάδες κυβικά νερό. Απίστευτη ποσότητα. Ούτε κουβαδάκια, ούτε γαϊδάροι ή μουλάρια, ούτε ώρες αγωνιώδους αναμονής. Ήταν, λέγανε η πρώτη ντηζελομηχανή που έφτανε στην περιοχή. Αφού να φαντασθείς, ήρθε μηχανικός με το βοηθό του απ’ την Αθήνα να τη στήσει. Κι έτσι τα μπερεκέτια εμφανίσθηκαν γρήγορα. Κάθε πρωί ο μεγάλος γιος του αφεντικού, καβάλα στο γάϊδαρό τους, ανάμεσα σε δυο μεγάλα κοφίνια, γεμάτα ντομάτες, μελιτζάνες, κολοκύθια, μπάμιες και ό, τι άλλο έβγαζε η καλοποτισμένη γη του κήπου τους, παρέδιδε την πραμάτεια στο μεγαλύτερο μανάβικο της πόλης τους. Ήταν το μοναδικό περιβόλι που είχε τέτοια παραγωγή, αφού η αναβροχιά είχε κάψει όλους τους άλλους μπαχτσέδες. Κάποιοι μάλιστα επέμεναν να λένε, με ικανή δόση κακίας, πως το βάθος του πηγαδιού ήταν τέτοιο που ρουφούσε όλες τις φλέβες νερού της λεκάνης, όπου βρίσκονταν οι μπαχτσέδες.

Χαιρόταν κι η Άνοιξη με τη χαρά των ανθρώπων της. Η Άνοιξη, που όταν προλάβαινε τις δουλειές, το βράδυ όταν ο ήλιος εξαφανίζονταν πίσω από το μεγάλο, τεράστιο μάρμαρο, που έκρυβε όλον τον άλλο κόσμο πίσω του, επισκέπτονταν τους γείτονες στον διπλανό κήπο. Για παρέα και κουβεντολόϊ. Τι κουβεντολόϊ δηλαδή αφού μόνο με νοήματα, μορφασμούς και κινήσεις των χεριών μπορούσαν να συνεννοηθούν. Κι όμως τα κατάφερναν.

Φτωχοί άνθρωποι οι γείτονες, ένα δυστυχισμένο ζευγάρι, χωρίς παιδιά, χωρίς πόρους παρά μόνο την παραγωγή του μπαχτσέ τους. Κι ούτε που ο μπαχτσές ήταν δικός τους. Ας ήταν καλά ο αδερφός της Παρασκευούλας, μετανάστης στην Αμερική, που τους τον έδωσε να τον καλλιεργούν, όσο αυτός θα βρίσκονταν στα ξένα. Κι ήταν και άρρωστη η Παρασκευούλα. Η φοβερή αρρώστια η λέπρα, η λούβα, όπως τη λέγανε, που στα παλιότερα χρόνια σάρωνε την περιοχή, όπου μέχρι και Λωβοχώρι υπήρχε, την είχε χτυπήσει κι είχαν αρχίσει να ξεραίνονται και να πέφτουν, μικρά κομμάτια των άκρων της.

Η πείνα φαινόταν να χτυπά την πόρτα τους, μια κι ούτε δυο μελιτζάνες και μια ντομάτα δεν μπορούσαν να εξοικονομήσουν για το καθημερινό τους. Ακόμα κι η κατσίκα τους, που δεν έβρισκε πρασινάδα να φάει, άρχισε να στερεύει.

Τα έλεγαν και τα έδειχναν τα πάθια τους στην Άνοιξη, στις σύντομες επισκέψεις της τα βράδια. Κι υπέφερε μαζί τους η Άνοιξη. Ώσπου μια Κυριακή μετά τον πρωινό εκκλησιασμό της οικογένειας η Άνοιξη «μίλησε» στην κυρά της.

-«Λίγο νερό χρειάζονται, να μην πεθάνουν». Κι έτρεχαν κρουνοί τα μάτια της Άνοιξης.

Τρόμαξε η κυρά της. Πώς να το πουν στον άντρα της. Ήξερε την απάντηση. «Σε μας το νερό κοστίζει. Ξεχνάς πόσα ξοδέψαμε πέρυσι; Εργάτες, μηχανές, τσιμέντα. Και τώρα ακόμα χωρίς πετρέλαιο η μηχανή δε δουλεύει».

Τα ήξερε αυτά κι όμως τόλμησε. Αφού η δυστυχία των γειτόνων της, που δεν περίμενε βέβαια να τη μάθει από την Άνοιξη, την απασχολούσε. Κι ο αφέντης φάνηκε να μαλακώνει. Παρ’ όλ’ αυτά δεν έκανε το βήμα, να δώσει μερικά κυβικά νερό στο διψασμένο κήπο των γειτόνων του.

Ώσπου μια μέρα η Άνοιξη δεν άντεξε. Τον πήρε απ’ το χέρι και τον οδήγησε σ’ ένα σημείο του τοίχου που χώριζε τους δυο κήπους. Εκεί υπήρχε μια τρύπα για να περνούν οι σκύλοι των δυο γειτονικών κήπων. Του την έδειξε κι αρπάζοντας μια τσάπα, τράβηξε μια γραμμή επεκτείνοντας νοητά τον ποτιστή, που τέλειωνε δυο μέτρα μακρύτερα από την τρύπα του τοίχου.

Βουρκωμένη, ιδρωμένη η Άνοιξη, έδειξε με νοήματα στον αφέντη της τι εννοούσε. Ν’ αφήσουν το νερό του πηγαδιού να τρέξει από τον πράσινο κήπο τους στον κατάξερο και μισοπεθαμένο μπαχτσέ των γειτόνων τους. Δε χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια. Σε λίγο ακουγόταν μεσημεριάτικα ο ρυθμικός ήχος της ντηζελομηχανής και το γαργάρισμα του νερού, που υποδέχονταν γονατιστή με τις βράκες της να βρέχονται και τα δάκρυα να μουσκεύουν το πρόσωπό της η άρρωστη Παρασκευούλα στο δικό της μπαχτσέ. Ελπίζοντας ν’ αναστηθούν τα μαραμένα φυτά της.

Κι η Άνοιξη έβρεχε τα χέρια της στον ποτιστή, υψώνοντάς τα μετά στον ουρανό, ίσως ευχαριστώντας τον για την ανταπόκρισή του στις παρακλήσεις της, για την ρίψη υετού, στην διψασμένη γη.

 [Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό περιοδικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Wolfgang Suschitzky. http://frear.gr/?p=22594]

 

* Ο Ξενοφών Ε. Μαυραγάνης γεννήθηκε στο Πλωμάρι Λέσβου το 1940. Δικηγόρησε και δημοσιογράφησε στη Θεσσαλονίκη για 40 χρόνια. Είναι πρόεδρος της ΛΕΣΧΗΣ ΠΛΩΜΑΡΙΟΥ ΒΕΝΙΑΜΙΝ Ο ΛΕΣΒΙΟΣ, που ιδρύθηκε το 1878 στο Πλωμάρι. Κυκλοφορούν οι συλλογές διηγημάτων «Ο θείος μου ο άγιος» 2009, Μυτιλήνη, «Ψάρι με κεφάλι και ουρά», «Προς το παρόν υγιαίνω», «Ανισαμιά» και τα αφηγήματα «Το ουζερί», «Εφτά και κάτι νύχτες», εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη.

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018

ΕΛΑΙΟΜΑΖΕΜΑ - ΤΑΙΝΙΑ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ

Το μάζεμα της ελιάς. Μια εκπληκτική ταινία για μια ελληνική παράδοση αιώνων

Η ελιά θα είναι πάντα εδώ...

Η GAEA, η ελληνική μάρκα τροφίμων, έχει δημιουργήσει μια μαγευτική ταινία μικρού μήκους για τους ελαιώνες της Κρήτης και τις ιστορίες των ανθρώπων που τους φροντίζουν - κυκλοφορούν παράλληλα με ένα πολυτελές κουτί δώρου περιορισμένης έκδοσης.

Σκηνοθεσία: Θοδωρής Παπαδουλάκης                           Σενάριο: Παναγιώτης Παπουτσάκης
Δήλωσης απόδοσης: Κώστας Νικολόπουλος     Διεύθυνση Παραγωγής: Δημήτρης Ξενάκης
Σχεδιασμός ήχου: Αναστάσης Efentakis                   Casting Director: Αρχόντισσα Kokotsaki
Ντουλάπα: Ξάνθη Κοντού                                      Καλλιτεχνικός Διευθυντής: Douglas Foote
Συντάκτης: Allan Michael

Ηθοποιοί: Δημήτρης Mpoumpouralakis, Δέσποινα Tsafaraki, Γιώργος Kiminoulakis , Κωνσταντίνα Κοσκινά, Άρτεμις Σκουλούδη, Μανόλης Πούλης, Βαγγέλης Βασιλάκης, Κατερίνα Βασιλάκη, Γιώργος Στεντούμης, Νάσος Στεντούμης, Γιώργος Βλαχάκης, Ιβάν, Γιώργος Γαλάνος, Παντελής Ηλιακάκης, Βάσω Ψαριανού.

Δείτε την ταινία στην παρακάτω διεύθυνση:  

https://vimeo.com/112261027




Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2018

ΜΑΥΡΑΓΑΝΗΣ Ε. ΞΕΝΟΦΩΝ ~ ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Τρία ποιήματα – του Ξενοφώντα Ε. Μαυραγάνη

                     

Η ΕΚ ΘΑΝΑΤΟΥ ΖΩΗ

 

Σ’ αυτή την ατέρμονη καμπύλη,

που την είπαν ορίζοντα,

για να ορίζει τα όνειρά μας,

σ’ αυτήν

που τις καυτές βραδιές των καλοκαιριών,

παίρνει ένα χρώμα αιματί,

κόκκινο σαν ρόδι ανοιχτό,

σαν αιμορροούσα πληγή,

σ’ αυτήν κρέμονται ζωές,

αλλά και θάνατοι, πολλοί θάνατοι.

Πού να μετράς τώρα

πατεράδες και παππούδες,

μανάδες και γλυκομίλητες γιαγιάδες.

Θάνατοι που μας γέννησαν,

στριμωγμένοι στην ατέρμονη καμπύλη του ορίζοντα,

χτισμένοι μέσα μας άρρηκτα,

με την Τέχνη των αρχαίων τεκτόνων,

που θηλυκώνανε πέτρα την πέτρα

και την είπαν έτσι απλά λεσβιακή τεχνική,

μη αφήνοντας ποτέ να λυθούν οι τοίχοι,

έτσι που ποτέ δεν μπορούν να λυθούν

οι αγάπες, οι ρίζες, οι αγκαλιές,

οι θάνατοι με τις ζωές,

που αέναα, αναπαράγονται.

 

 

ΒΑΦΤΙΣΗ

 

Πού να ’ξερα μωρό μου.

Μήπως κι εσύ το γνώριζες;

Τόση αμαρτία χωμένη στην ψυχούλα σου.

«Έξελθε και αναχώρησον

από του πλάσματος τούτου

συν πάση τη δυνάμει και τοις αγγέλοις σου»,

κραύγαζε ο λειτουργός του υψίστου,

κι εσύ με χάρη

κλωτσούσες τη φυλλάδα του,

την ώρα που έτρεχε απ’ τα ματάκια σου,

όλος ο χλευασμός του κόσμου.

Πού να ’ξερες,

πως το λευκό πουκαμισάκι σου,

ήταν η πανοπλία

«σφραγισθέντος νεολέκτου στρατιώτου»

και σ’ έστελναν να πολεμήσεις,

εχθρούς που θα στους μάθαιναν στο μέλλον.

Φταις όμως κι εσύ,

που τα γαλάζια χαρούμενα ματάκια σου,

δε σταματήσαν να γελάνε

και να περιγελάνε,

ακόμα κι όταν σε σπρώχνανε

στα λαδωμένα νερά.

Πού να σκεφθείς κι εσύ,

πως η μάνα σου σε γέννησε

«παμπόνηρον, ακάθαρτον και μιαρόν

και εβδελυγμένον, αλλότριον πνεύμα».

Εσύ ήρθες στον κόσμο

να ζήσεις

κι όχι να τυλιχτείς το σάβανο των σεσωσμένων.

 

 

Η ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΗΧΩΝ

 

Ένα κορίτσι σε μαύρο φόντο,

με μια κόκκινη γραμμή ελπίδας στα χείλη,

ταξιδεύει μες στην απόλυτη σιωπή,

καθώς το λεωφορείο αγκομαχά,

από στάση σε στάση.

Μες στην απόλυτη θανατερή σιωπή,

 διασωληνωμένο

με cd player και κινητό,

στα δυο αυτιά του.

Με μάτια άδεια

δεν ονειρεύεται, δε στοχάζεται

μόνο πορεύεται

μες στην απόλυτη σκοτεινή σιωπή

των βάρβαρων ήχων,

που ξεσκίζουν το είναι του.

 

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ,

file:///C:/Users/MB/Downloads/%CE%A4%CF%81%CE%AF%CE%B1%20%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1%20%E2%80%93%20%CF%84%CE%BF%CF%85%20%CE%9E%CE%B5%CE%BD%CE%BF%CF%86%CF%8E%CE%BD%CF%84%CE%B1%20%CE%95.%20%CE%9C%CE%B1%CF%85%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%AC%CE%BD%CE%B7%20%E2%80%93%20frear.html]


ΜΑΥΡΑΓΑΝΗΣ Ε. ΞΕΝΟΦΩΝ - Η ΕΛΜΕ ΛΕΣΒΟΥ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Η ΕΛΜΕ ΛΕΣΒΟΥ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Γράφει ο Ξενοφών Ε. Μαυραγάνης

Η νέα πρόεδρος του Σ.τ.Ε. κυρία Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, της οποίας η επιλογή επιδοκιμάσθηκε από όλες τις πλευρές, δεν είναι μια τυχαία δικαστής. Έχει διαγράψει σπουδαία πορεία και ως προς την υποστήριξη των δικαιωμάτων αυτής και των συναδέλφων της, ως εκπρόσωπός τους.

Αλλά δεν είναι μόνο αυτό που την χαρακτηρίζει. Είναι που διετέλεσε πρόεδρος του Γ’ τμήματος του Σ.τ.Ε., που εξέδωσε την «εθνοπροδοτική» για κάποιους απόφαση, με την οποία απορρίφθηκαν οι προσφυγές μερικών ΥΠΕΡΕΛΛΗΝΩΝ που ανησυχούσαν για τον καταστροφικό επηρεασμό των παιδιών τους από τα «μιασμένα» προσφυγόπουλα.

Απαντώντας λοιπόν σ’ αυτούς τους φόβους των καθαρόαιμων Ελλήνων η 470/2018 απόφαση του Σ.τ.Ε., με πρόεδρο τη νέα πρόεδρο του Σ.τ.Ε., λέει ότι «δεν υφίστανται οι ίδιοι ευθέως κάποια βλάβη, δηλ. δεν υπάρχει μεταξύ αυτών και των προβαλλομένων πράξεων ιδιαίτερος δεσμός» αλλά και «γιατί η συναισθηματική και ψυχολογική κατάστασή τους (των προσφυγόπουλων), ύστερα από την πολύμηνη ταλαιπωρία τους και την εμπειρία του πολέμου που βίωσαν, δημιούργησε ως προς την προσαρμογή τους στο νέο «ξένο» κοινωνικό περιβάλλον», γι’ αυτό και πρέπει να προστατευθούν, εντασσόμενα, διά του σχολείου, στην ελληνική κοινωνία για όσο θα ζουν σ’ αυτήν. Λέει και άλλα πολλά η εμβληματική αυτή δικαστική απόφαση και για τους εμβολιασμούς και για τις επιδημίες, αλλά ο χώρος μας είναι λίγος.

Παράλληλα ο Άρειος Πάγος, με πρόσφατη εγκύκλιό του στις δικαστικές αρχές, τους γνωστοποιεί ότι «ο όρος “λαθρομετανάστης”, εκτός του ότι δεν είναι δόκιμος, μπορεί να είναι και μειωτικός για την προσωπικότητα του ατόμου και βεβαίως δεν απαντάται στην ελληνική νομοθεσία, όπου γίνεται λόγος για ¨παράνομη είσοδο στη χώρα». Ως εκ τούτου, συστήνεται «να αποφεύγεται η χρήση του όρου «λαθρομετανάστης», για να αποφεύγονται τα φαινόμενα ξενοφοβίας και ρατσισμού, προσθέτως δε να ευαισθητοποιηθεί η τοπική κοινωνία».

Στον αντίποδα όλων αυτών και μιας σειράς άρθρων, μελετών και τοποθετήσεων η πλειοψηφία (ΔΑΚΕ) της ΕΛΜΕ Λέσβου, της συνδικαλιστικής δηλαδή οργάνωσης των εκπαιδευτικών, των «δασκάλων» δηλονότι των Λεσβίων εφήβων, έλαβε απόφαση, που την δημοσιοποίησε βεβαίως, υποστηρίζοντας ότι η απόλυτα σωστή, δεδομένων και των συνθηκών που επικρατούν στη Λέσβο, είναι η λέξη «λαθρομετανάστης», εισάγοντας και ως δάσκαλοι αυτοί την αρχή της ξενοφοβίας, του ρατσισμού, αλλά και του μίσους έναντι συνανθρώπων τους, ταλαιπωρημένων και βασανισμένων σωματικά και ψυχικά από την «εμπειρία» του ξεριζωμού από τις γενέθλιες γαίες τους.

Κόντρα σ’ αυτήν τη βάρβαρη εκδοχή της διοίκησης της ΕΛΜΕ, υπάρχει ένα θαυμάσιο, όσο και άκρως τολμηρό κείμενο του δρα Θεολογίας Αθανάσιου Καλαμάτα, διευθυντή του ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΥ σχολείου Μυτιλήνης, δημοσιευμένο στον ιστότοπο ΕΝΔΟΤΟΠΟΣ, που λέει:

«Ένα από τα πολλά στρεβλά που συμβαίνουν στον εκπαιδευτικό χώρο, είναι και ο κομματισμός που καθιστά υπαρκτή την έλλειψη όχι μόνο του ορθού πολιτικού λόγου, αλλά και του παιδαγωγικού. Στη γνωστή κόντρα που κατά τις τελευταίες μέρες έχει ξεσπάσει στην τοπική εκπαιδευτική κοινότητα, για το αν οι μετανάστες θα πρέπει να ονομάζονται «λαθρομετανάστες» ή όχι , δεν είναι καθόλου δύσκολο νηφάλιος νους να διαπιστώνει ότι οι κομματάνθρωποι εκπαιδευτικοί… αρνούνται να κατανοήσουν το εξής απλό: Πέραν της αδυναμίας πολιτικής διαχείρισης του μεταναστευτικού ζητήματος, ο εκπαιδευτικός χώρος οφείλει να το αντιμετωπίζει με την ενδεδειγμένη παιδαγωγική ευαισθησία, τουτέστιν ανθρωπιστική, της προσφοράς δηλαδή προς τον άνθρωπο».

Μετά από όλα αυτά, και κυρίως μετά την ευθεία σύγκρουση της ηγεσίας των εκπαιδευτικών της Λέσβου με τα θέσφατα της δικαιοσύνης, θα περίμενε κανείς από τον βουλευτή, πρώην υπουργό δικαιοσύνης, πρώην αρεοπαγίτη και κυρίως πρώην συνδικαλιστικό ηγέτη των δικαστών και εισαγγελέων κ. Χ. Αθανασίου να τους αποδοκιμάσει ή έστω να τους κάνει υποδείξεις, αλλά και από μερικούς έστω ελάχιστους εκπαιδευτικούς να διαφωνήσουν με το προεδρείο τους, αποχωρώντας από την Ένωσή τους;

ΥΓ. Μετά τη μεσημεριανή παραίτηση του σπουδαίου υπουργού εξωτερικών Ν. Κοτζιά, όλα τα άλλα είναι απλές οδοντόκρεμες.