ΠΕΝΤΕ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΗΣ
ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΛΑΛΑ
Η
ΑΥΓΗ
Μπήκα
στην Πολεμική Αεροπορία με διάκριση. Η σχολή όπως κάθε στρατιωτικό απαιτούσε
πειθαρχία. Όλο μου το είναι προετοιμαζόταν με ζέση. Κι εκείνο το καλοκαίρι, τις
λίγες μέρες που ’χα άδεια, συνάντησα το φίλο - αδελφό μου, που δούλευε στη Μέση
Ανατολή στα πετρέλαια μιας ξένης εταιρείας.
Είχε
έρθει να δει τη μικρή αγαπημένη του. Έβλεπα μια αγωνία να τον διακατέχει και
χωρίς περιστροφές μου ’πε ότι αιτία ήταν αυτό το μικρό που χρειαζόταν μια
αντρική παρουσία να αναφέρεται. Την είχε μεγαλώσει και τώρα έλειπε.
Η μικρή σπάραζε στους χωρισμούς.
Του πρότεινα ότι εγώ στις εξόδους
μου, στις άδειές μου θα μπορούσα να παίξω το ρόλο του αδελφού, μία ψυχή να
αναφέρεται η μικρή ποιήτρια, ορφανή από πατέρα, η Αυγή.
Ένας άντρας δίπλα της, στην τρυφερή
ηλικία των είκοσι χρόνων, να της μιλάει, ν’ αλληλογραφεί μαζί της, να της
δείχνει γωνιές της πόλης, να τη διασκεδάζει.
Μπήκα ανάμεσα σε αυτό το δίδυμο
γιατί πίστευα ότι δεν είχε κόστος, αλλά μου προέκυψε ένας Γολγοθάς.
Δεν υπολόγισα καλά τη γοητεία αυτής
της νέας ύπαρξης. Ήταν ευφάνταστη, έγραφε στίχους, μου είπε να διαβάσω τα
γράμματα προς τον αγαπημένο της, ήξερε ν’ αγαπά με πάθος.
Γνώριζα ότι εκείνος θα ερχόταν μία
ορισμένη εποχή και το «μωρό» του
στέγνωνε και αντλούσε το εσωτερικό της κρασί για να διατηρεί τη φλόγα της
αγάπης άσβεστη.
Υπέφερα σιωπηλά, ζητούσα κάποια που
να της μοιάζει απεγνωσμένα και από την άλλη μεριά είχα το βλέμμα της ψυχής μου
στυλωμένο σ’ αυτήν. Ποτέ όμως δεν θα μπορούσα να προδώσω το φίλο - αδελφό μου,
έτσι θησαύριζα μέσα μου τις κουβέντες της, απόψεις και εξομολογήσεις και μάθαινα
κι εγώ από έναν ιδιαίτερο άνθρωπο έναν κόσμο ολόκληρο, μυρωδάτο, καλλιεργημένο,
γεωμετρημένο.
Τόλμησα να τη ρωτήσω μια φορά
δειλά:
«Εμένα πώς με βλέπεις;»
«Εσύ Θέμη, είσαι αδελφός μου.
Δυνατός, όμορφος, με αρχές, που μπορώ να στηριχθώ πάνω σου στα δύσκολά μου, ν’
αστειεύομαι μαζί σου, να ’μαι τρυφερή, αλλά χωρίς να παραλείπω να βλέπω μια ορμή
σου που ωθεί τις καταστάσεις και δεν τις αφήνει να κυλούν. Μπορώ να σ’
εμπιστεύομαι, γιατί ο Δαμιανός μου μίλησε για σένα
τρυφερά.»
Και σα να φοβήθηκε κάτι, σα να
’θελε να κλείσει κάτι, μου ’πε αυστηρά:
«Εγώ όμως ανήκω σ’ εκείνον…
ξεδιπλώνω τον μικρό μου εαυτό στην ποδιά του. Τ’ ακούς;»
«Τ’ ακούω», είπα, «κανείς δεν σε
παίρνει από κοντά του, απλά φαίνεται πως η παρουσία σου και οι στιγμές που
περνάμε μαζί μου έχουν ξυπνήσει την ανάγκη να ζήσω κι εγώ κάτι ανάλογο με τη
δική σου ιστορία και του Δαμιανού.»
Ήθελα εκείνο τον καιρό, ήθελα να
της κάνω έρωτα με μανία και πάγωνα στη σκέψη του αδελφού μου, να κρυφτώ στις
καμπύλες της και να τη διαφεντεύω… Αλλά εκείνη αγρίευε μόλις τρυφέρευα
ενστικτωδώς, τα μεγάλα της μάτια γέμιζαν δάκρυα προσμονής, κι όλο ψέλλιζε τ’
όνομά του.
«Αυγή», της έλεγα, «τι είναι εκείνο
που σε καθηλώνει και με τη σκέψη μπροστά στο Δαμιανό;»
«Είναι το όλο, Θέμη μου. Με
εμπεριέχει, δεν μπορείς να καταλάβεις…»
Εγώ όμως άκουγα το σφυροκόπημα της
ορμής του αίματός μου, της καρδιάς μου και μετά έλεγα:
«Θα τη βρω την άκρη να ηρεμήσω.»
Εκείνος μου μήνυσε ότι θα ’ρχόταν
μόνιμα. Δεν της το ’πα.
Άρχισα να μαζεύω τις άγκυρές μου
και σίγασα σταδιακά. Την άφησα για ένα διάστημα. Πέταξα με το αεροπλάνο μου και
ηρέμησα απ’ αυτή τη «Λαμπρίτσα».
Ο Θεός μου ’φερε δώρο μια άλλη
ύπαρξη. Να πώς έγινε. Επέστρεφα στη βάση μου και την είδα στο θάλαμο αναμονής,
μελιά, ξανθοκάστανη, ζεστή, μόνη. Πήγα και τη ρώτησα από ένστικτο
αυτοσυντήρησης, την άλλη μέρα θα ’ρχόταν ο Δαμιανός.
«Θέλετε να σας συνοδέψω,
βλέπω ότι είστε μόνη… κάτι ψάχνετε…»
«Μόλις είδα τον αδελφό μου και
συμμαζεύω τις σκέψεις μου.»
Αναθάρρησα.
«Να σας πάω σπίτι σας αφού σας
κεράσω ένα παγωτό;»
Γέλασε αβίαστα κι εγώ δεν έχασα
χρόνο. Πήγα να πάρω παγωτό και το μυαλό μου δούλευε.
«Μου φαίνεται στα μέτρα μου,
εισέπραξα θετικά κύματα.»
Μαζί με το κέρασμά μου,
προσφέροντάς το, έκανα μία υπόκλιση κι είπα το αμίμητο:
«Θέλω ν’ ασχοληθώ μαζί σας, είστε
μόνη;»
Περίμενα σιωπηλός μέχρι να φάει το
παγωτό και μου ’πε:
«Είστε ευθύς και μου αρέσετε. Ας
δοκιμάσουμε λοιπόν. Με λένε Ζαχαρή.»
«Εμένα Θέμη. Να τα ξαναπούμε.»
Μου ’δωσε ραντεβού στην πόλη σ’ ένα
μέρος βουερό. Εγώ είχα αποκάμει από την ιστορία δωματίου με τη «Λαμπρίτσα»,
γι’ αυτό μου φάνταξε η Ζαχαρή.
Παιχνιδιάρα, τρυφερή, ένα μικρό
αιλουροειδές. Μπήκα σε αυτό το θηλυκό τοπίο μην περιμένοντας πολλά. Κι όμως
βρήκα τόσα ωραία κοχύλια. Άφησα πίσω το ζευγάρι των φίλων μου που με παίδεψε.
Έβλεπα πια καθαρά. Μου ’λειπαν οι στίχοι της Αυγής μόνον. Είχα όμως τη θάλασσά
μου και τους ουρανούς μου.
*****
ΠΕΝΤΕ ΓΑΛΑΖΙΟΙ
ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Στον πλανήτη των ψυχών είχαν ένα
άτυπο συμβούλιο τρεις άγγελοι και ο Διδάσκαλος. Επρόκειτο για μία αποστολή στη
γη, να γίνουν πέντε άνθρωποι γαλάζιοι υπό την καθοδήγηση του Μαριφά, αγγέλου
περίπου τριακοσίων ετών, που είχε στο ενεργητικό του αρκετούς εσωσμένους. Τώρα
θα περνούσε κάμποσο καιρό στο σπιτάκι της γερόντισσας Πορφυρίας για τη
διεκπεραίωση του συγκεκριμένου έργου.
Δεν ήταν εύκολο, ήθελε όμως και ο
αρχηγός, ο Ιησούς και ο Μαριφά ο ίδιος να προσπαθήσει: να βγάλει από το μυαλό
της Ευθυμίας την αυτοκτονία, να μην οπλίσει η Ελένη το χέρι της να σκοτώσει τον
άντρα της που την ξυλοκοπούσε. Το τρίτο είναι ο Μενέλαος, να επισκεφθεί ένα
πνευματικό για να γλιτώσει από τα ναρκωτικά που είχε μπλέξει. Το τέταρτο και το
πέμπτο είναι να σωθεί ο γάμος ενός ζευγαριού, της Κωνσταντίας και του Βασίλη,
γιατί αγαπιούνται κι έχει πέσει η γλωσσοφαγιά και κακοδαιμονία από το σόι του
γαμπρού. Ο Βασίλης είναι σε δίλημμα.
Ο Μαριφά στην Αθήνα στο σπίτι της
Ελένης.
Ένα βουητό που ερχόταν από την ψυχή
της, μία αγριάδα στο βλέμμα και μία ανελέητη αποφασιστικότητα τούτες τις μέρες,
με το που θ’ απλώσει το χέρι του ο άντρας της πάνω της να τον λαβώσει με το
σφυρί που είχε στο ντουλάπι.
Ο Μαριφά υπολόγιζε τις ώρες που
ήταν μόνη της κι ανάδευε στο μυαλό της το κακό.
Στα κενά της σκέψης της διηύθυνε το
βλέμμα της στη φωτογραφία του γάμου τους. Μετά έψαχνε το άλμπουμ με τις πολλές.
Τις γύριζε χωρίς βιασύνη. Το χέρι σφίγγονταν όταν το έβλεπε και μετά ατονούσε.
Στη συρταριέρα δίπλα στην
μπαλκονόπορτα φύλαγε διάφορα ενθύμια και δώρα δικά της. Την έκλεισε με βία κι
άρχισε τα κλάματα. Ξεθύμανε.
Ξαναπήγε στο συρτάρι, πήρε τα
χρυσαφικά της, δύο-τρία μετρημένα και ξάπλωσε στο κρεβάτι κοιτώντας το παράθυρο.
Ο Μαριφά κανόνιζε τα μαλακά
στρώματα σκέψεις και έκανε να βγει στην επιφάνεια μία νοσταλγία για τις ημέρες
που γνωρίστηκαν, τα φιλιά και τα χάδια του· το πρόσωπό της συσπάστηκε και
θυμήθηκε ότι όλα άρχισαν από το ποτό, στην πρώτη αποτυχία με τις δουλειές που
έκανε κι έπεσε έξω.
Η Ελένη στεκόταν απέναντί του και
την έβριζε. Τόλμησε να αντισταθεί. Αυτό τον ερέθισε και βάλθηκε να τη χτυπάει.
Σε όλη αυτή τη διαδρομή της σκέψης,
η Ελένη σηκωνόταν από το κρεβάτι και χτύπαγε το στήθος της κι έκλαιγε.
Την πρώτη φορά που σήκωσε χέρι
επάνω της ήταν όταν δεν υπήρχε φαγητό ένα βράδυ. Την άλλη μέρα δεν του μαγείρεψε
ούτε το μεσημέρι. Ήθελε να τον πικάρει. Εκείνος αντιδρούσε το ίδιο, τη χτυπούσε.
Του ’καψε το καλό το πουκάμισο στο σίδερο.
Μόλις πήγαινε να αρθρώσει λέξη,
κοβόταν με σκαμπίλια και μετά έδινε μία στην πόρτα κι έφευγε.
Δεν έκαναν διάλογο εδώ και ένα
εξάμηνο. Δεν εύρισκε τρόπο να τον πλησιάζει και της φαινόταν βαρύ να τον
περιποιείται και να τον νοιάζεται κι εκείνος να φέρεται σαν αγροίκος, βάναυσος
άντρας.
Δεν έβρισκε πού να πάει. Οι δικοί
της στη βόρεια Ελλάδα. Ούρλιαζε από πόνο. Φίλους δεν είχανε κοντινούς.
Μια φορά, μόλις τη χτύπησε, με τα
σημάδια της παλάμης του στο πρόσωπό της, βγήκε και πήγε σε μία γειτόνισσα να
ζητήσει ένα ποτήρι νερό. Ντρεπόταν να πει «με χτύπησε ο άντρας μου».
Όλ’ αυτά, σαν κύμα, χτυπούσαν το
νου της κι ανάπαυση δεν είχε. Ηρεμία και ξεκούραση δεν έβρισκε κι αποφάσισε στην
παραζάλη της να πάρει το σφυρί από το ντουλάπι και να τον αφήσει αναίσθητο.
Ένα πρωί, είχε ξυπνήσει νωρίς και
στεκόταν πάνω από το κεφάλι του όρθια, εκείνος κοιμισμένος βαριά. Να το ’κανε
έτσι; Μετάνιωσε. Δεν ήταν η ώρα.
Ο Μαριφά επέμενε να θυμηθεί κι
εκείνη τη στάση της στο πρόβλημά τους. Έπρεπε να σιωπά, να τον ησυχάζει. Τι ζωή
θα ’κανε με το Στέλιο σκοτωμένο; Φυλακή, απελπισία, φορτωμένη με τη ρετσινιά της
φόνισσας.
Από μέσα της ξεπήδησε ένα φως.
«Περιποιήσου τον, χάιδεψέ του το
πρόσωπο… πες του θα παλέψουμε μαζί την ανέχεια… Μη το βάζεις κάτω…
Η κυρία Ευρυδίκη, από δίπλα, της
πρότεινε να κρατάει τα παιδιά της αδελφής της που δουλεύει για μερικές ώρες.
Το βογκητό σταμάτησε. Θα ξέφευγε
για λίγο. Δεν του είπε τίποτα.
Ετοίμασε νωρίς μία ζεστή τυρόπιτα
κι ένα πιλάφι χωρίς κρέας. Τα σκέπασε. Πήγε στη δουλειά και γύρισε με αγωνία.
Πώς θα ’ταν σήμερα; Ο νους της σκόρπισε με τα παιδιά, χαμογέλασε το χείλι της,
έπαιξε και μετά σφίχτηκε γυρίζοντας. Είχε αποφασίσει να του μιλήσει γλυκά.
Εκείνος ήταν ήδη εκεί. Ξαφνιάστηκε
που την είδε να φοράει ρούχα φροντισμένα, σαν να ’χε πάει κάπου.
«Πού ήσουν;», της πέταξε.
«Ραντεβού;»
Κάθισε δίπλα του στο τραπέζι και
του ’πιασε το χέρι.
«Κρατάω τα ανιψάκια της Ευρυδίκης.
Βγάζω λίγα λεφτά. Στέλιο, σε παρακαλώ, μπορώ να αντέξω να σε περιμένω να ’ρχεσαι
τα βράδια μπαϊλντισμένος, πιωμένος. Μη με χτυπάς.»
Εκείνος, με άλλο μυαλό, πιο
ξεκάθαρο, σαν να την άκουγε για πρώτη φορά, της είπε:
«Να ’σαι νοικοκυρά σωστή κι εγώ θα
τον παλέψω μέσα μου το θυμό για την κατάντια μου.»
Ο Μαριφά έκανε μία κίνηση με τα
χέρια.
Η Ελένη σηκώθηκε, του χάιδεψε τα
μαλλιά και του ’πε:
«Να ξαναβρούμε την αγάπη που ’χαμε.
Να φύγουν τα σημάδια. Μου υπόσχεσαι κουράγιο;»
«Σου υπόσχομαι, Λενιώ, αλλά κι εσύ
μου πήγαινες κόντρα. Μ’ έβριζες μέσα σου.»
Έβγαλε από το φούρνο ένα
μικρούτσικο χαλβά σιμιγδαλένιο και του ’πε:
«Ας φάμε, να γλυκαθούμε.»
Ο Μαριφά γαλήνεψε, το σφυρί ήταν
στο ντουλάπι, η πορεία της από ’δω και πέρα ήπια, ανθρώπινη.
Ο άγγελος μετώκησε στο σπίτι της
Ευθυμίας. Είχε βαλθεί να αυτοκτονήσει αυτό το κορίτσι. Είχε δοθεί σε μία σχέση
εδώ και δέκα χρόνια ολοκληρωτικά, δεν είχε αφήσει χώρο για εκείνην, κάποιες
προσωπικές χαρές, ένα διάστημα που ν’ αναπνέει σαν εγώ αυτούσιο, κι εκείνος, ο
Ιωακείμ, εβραίος στην καταγωγή, γοητεύτηκε από μία άλλη. Την αμφισβήτησε, την
πέταξε σε μία γωνιά τη Θυμιώ.
Κι εκείνη, αντιδρώντας, λιποθυμούσε
όταν έμενε στο σπίτι και τη συνέφερνε η αδερφή της. Η Θυμιώ δεν μπορούσε να δει
πέρα από τον Ιωακείμ τίποτα.
Ο Μαριφά ήθελε να πετύχει ώστε η
Ευθυμία να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της ζωής ποσά άξιο να βιωθεί μέχρι τέλους,
να βρει άλλες χαρές κι ίσως έναν ακόμη αναπάντεχο άνθρωπο ν’ αγαπηθεί.
Η αδελφή της η Ζωή ήταν ένας καλός
σύμμαχος.
Ελευθέρωσε τα δάκρυά της κι εκείνη
σχεδίαζε να στήσει γιορτές για χάρη της. Ο Μαριφά άκουγε το νου της να ζητάει
τραγούδια να ξεχαστεί και χορούς να χορέψει. Την κοίμιζε γλυκά και, όταν
σηκωνόταν, η διάθεσή της ήταν γαληνεμένη.
Τότε η Ζωή προσκαλούσε δύο καλούς
φίλους να τη συντροφέψουν και γίνονταν συζητήσεις που η Θυμιώ έβρισκε
ενδιαφέρουσες και η ψυχούλα της άραζε στ’ ακρογιάλια κι ακούγοντας το κύμα
σιγοψιθύριζε μαζί με τη Ζωή «έχει ομορφιές αυτός ο κόσμος, γιατί χαραμίζεσαι και
πονάς για κάποιον ανάξιο;»
Σαν κάποιος να την πήρε από το χέρι
να περπατήσουν τους δρόμους και τα λιμανάκια, τις ταβερνούλες και τα ξέφωτα και
η Ευθυμία άρχισε να ηρεμεί από τον βρόχο και την κλεισούρα μίας ταλανισμένης
αγάπης. Έκλαιγε, ξέσπαγε αλλά στο τέλος γαλήνευε κι έπιανε το χέρι της Ζωής να
στηριχθεί.
Ο Μαριφά κανόνιζε από κοντά τις
διαθέσεις, υποβοηθούσε ώστε η σωστή σκέψη να ’ρθει στην επιφάνεια, αμαύρωνε τον
Ιωακείμ όταν ξεφύτρωνε από το πουθενά και γέμιζε αγγέλους - φίλους τη ζωή της
Θυμιώς.
Ευχαριστήθηκε στα μύχιά του με την
Ελένη και τη Θυμιώ και κατέστρωσε το σχέδιό του για τον Μενέλαο.
Ο πατήρ Αντώνιος ήταν μακρινός
θείος του Μενέλαου κι από μικρό τον είχε στους κόλπους της εκκλησίας. Στην
εφηβεία τον έχασε, το παιδί έμπλεξε στο Λύκειο με κάτι ρέμπελους που του
υποσχέθηκαν παραδείσους ανύπαρκτους και μπήκε στις ουσίες.
Η μάνα του απελπίστηκε, ο πατέρας
του άρρωστος κι ο Μενέλαος μοναχοπαίδι, χαμένος.
Πολλές φορές έκανε μέρες να φανεί
στο σπίτι. Είχε αδυνατίσει, γύριζε βρώμικος, στο σχολείο απουσίες πολλές.
Τα ’μαθε όλα αυτά ο πατήρ Αντώνιος
και συννέφιασε η καρδιά του. Τι να κάνει;
Ο Μαριφά δίπλα του, στο γραφειάκι
της εκκλησίας της ενορίας του. Να μην περιμένει το Μενέλαο, να πάει ρασοφόρος να
τον αναζητήσει όπου σύχναζε. Δεν του ήταν βαρύ να περάσει από το σχολείο όταν
εμφανιζόταν και μετά να τον ακολουθήσει στον τόπο του μαρτυρίου του.
Έτσι, σε συνεννόηση με το γραφείο
του σχολείου, έμαθε ότι κάθε Παρασκευή ποτέ δεν έλειπε.
Τον περίμενε λοιπόν ο ιερωμένος
στην πόρτα του σχολείου. Τον ξεχώρισε αμέσως, παραμελημένο κι αδιάφορο, ισχνό,
με ρουφηγμένα μάγουλα.
«Μενέλαε, έλα προς τα δω, σε
χρειάζομαι.»
Ο Μενέλαος τα ’χασε. Είχε να τον
δει χρόνια, του μίλησε στον πληθυντικό.
«Εσείς εδώ; Τι συμβαίνει;»
«Σ’ έχω χάσει, Μενέλαε. Πάμε σπίτι
μου. Υπάρχει ζεστό φαΐ και σου έχω φυλάξει γλυκό άρτο από τη σημερινή
λειτουργία.»
«Έρχομαι ευχαρίστως.»
Ο παπάς ακόμα σήμαινε πράγματα για
τον Μενέλαο.
«Ίσως η μάνα μου», σκέφτηκε.
Φτάσανε στο σπίτι του παπά. Του
υπέδειξε να πλύνει τα χέρια του και να κάτσει στο τραπέζι.
Ο Μαριφά παρών. Ο παπάς σέρβιρε για
δύο άτομα.
«Η κυρία Ξανθή;», είπε ο Μενέλαος.
«Πήγε στην αδελφή της αφού μας
μαγείρεψε.»
«Ας προσευχηθούμε, να
γευματίσουμε.»
«Μενέλαε, πες το "Πάτερ
Ημών"…»
Ο Μενέλαος κόμπιασε, σαν να χει
πάθει γλωσσοδέτη. Άρχισε ο παπάς, συνέχισε το παιδί.
Ο Μαριφά, στην ψυχούλα αυτή που ’χε
σκοτεινιάσει, υπέβαλε σθένος και ξαφνικά φώναξε «μη
εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού».
Μετά δίπλωσε τα χέρια του, είχε
συνειδητοποιήσει πλήρως τα τελευταία λόγια της προσευχής και σαν χείμαρρος
άρχισε να λέει στον παπά την εξομολόγησή του πριν φάει.
«Πάτερ, έχω πέσει στα ναρκωτικά και
δεν αξίζω αυτό το ψωμί.»
Ο πατήρ Αντώνιος ατάραχος.
«Μενέλαε, τώρα το χρειάζεσαι.
Τρώγε.»
Φάγανε και οι δύο σιωπηλοί.
Ο Μενέλαος απέσυρε μετά τα πιάτα
και τα ποτήρια και κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλον.
Ο παπάς πήγε δίπλα του, του ’πιασε
το χέρι και του ’πε:
«Θυμάσαι τον καιρό που ήσουν εδώ;
Τι έγινε και σε έχασα;»
Σιωπή.
«Βγες από τις κακές παρέες σου. Ο
παράδεισος της ευφορίας των ουσιών που παίρνεις είναι ψεύτικος. Αλλού είναι οι
χαρές. Έχεις ερωτευτεί; Κοίταξε κατά πρόσωπο την ανάγκη σου, με γνώμονα τη ζωή
που σου δίνουν. Ξύπνα. Τώρα είσαι σε λήθαργο, ανήμπορος να κάνεις κάτι
δημιουργικό, κάτι γλυκό και ανθρώπινο. Θα σε συνοδέψω σήμερα να πάμε σε κάτι
παρέες παιδιών που θα ’θελα να γνωρίσεις. Έλα.»
Ο Μενέλαος δεν έφερε αντίρρηση.
Ο Μαριφά αγρυπνούσε.
Τον πήρε από το χέρι. Φόρεσε το
πανωφόρι του και φύγανε.
«Θα είμαι εκεί όσο μείνεις, σχεδόν
θα σου φράζω την πόρτα της εξόδου μέχρι να ’γιάνεις.»
Όταν ο Μενέλαος γύρισε σπίτι του,
δεν ξαναβγήκε. Πήρε τον ιερέα τηλέφωνο και τον ρωτούσε για τα παιδιά που
συναντήσανε. Κάτι άναψε μέσα του και φρόντισε να το διατηρήσει. Η ψυχή πάλευε
να γαληνέψει.
Ο Μαριφά βοηθός στις υποβολές,
μέχρι να κερδηθεί η μάχη.
Πήγαινε στην εκκλησία και βοηθούσε
τον πατέρα Αντώνιο στις δουλειές του ναού και μετά συζητούσαν μαζί για τις
δραστηριότητες που προσφέρει ο χώρος κι απαλύνεται η ψυχή. Έτσι λιγόστευε η
ανάγκη για ουσίες ανεπίτρεπτες.
Μαζευόταν σπίτι του νωρίς κι η μάνα
του ανέκτησε την εμπιστοσύνη που του είχε.
Η Κωνσταντία και ο Βασίλης
τρώγονταν, γιατί, όσες φορές επισκέπτονταν το ζευγάρι άτομα από το σόι του
γαμπρού, ο Βασίλης επηρεαζόταν. Δεν είχαν καλή γνώμη για την Κωνσταντία, που δεν
ήταν και η παραδοσιακή νοικοκυρά.
Όταν πάλι μεσολαβούσε καιρός μέχρι
να τους επισκεφτεί κανείς, το ζευγάρι ομονοούσε. Ήταν μία κουραστική κατάσταση,
η κακομοίρα η Κωνσταντία έχανε σ’ εκτίμηση και λίγο απείχε από το να σπάσει ο
δεσμός που τους ένωνε.
Ο Μαριφά υπέβαλε στο Βασίλη, που
στενοχωριόταν πολύ, την ιδέα να αλλάξουν πόλη, ν’ απομακρυνθούν από τους
γνωστούς.
Η Κωνσταντία από την άλλη έλεγε
στον άντρα της:
«Υπερασπίσου με, πες ότι είμαι η
γυναίκα σου κι αυτό δεν αλλάζει… να μην είναι κακεντρεχείς… μην ανέχεσαι
σχόλια…»
Μέχρι που ο Βασίλης να δείξει
σθένος και να βάλει στη θέση τους τους κακόγλωσσους, παρουσιάστηκε ευκαιρία για
μια καλύτερη δουλειά σε γειτονικό νομό.
Ο Βασίλης διαμήνυσε στους δικούς
του ότι θέλει λίγα σούρτα-φέρτα στη νέα του εγκατάσταση. Από την άλλη του είναι
αδιάφορο πια τι πιστεύουν για τη γυναίκα του, αφού ο ίδιος την αγαπάει κι έχει
υποδοχές για τις αδυναμίες της.
Η Κωνσταντίνα έπλεε σε πελάγη
ευτυχίας με την αλλαγή περιβάλλοντος και τα λόγια του Βασίλη. Αποφάσισε κι αυτή,
για να ευχαριστήσει τον άντρα της, να γίνει περιποιητική και νοικοκυρά.
Ο Βασίλης είδε μία πλευρά της με
επίκτητα στοιχεία που επισκίαζαν τα αρνητικά δομικά της.
Ο Μαριφά τελείωσε το έργο Του.
Ξαναγύρισε στο κονάκι της γερόντισσας Πορφυρίας κι έφυγε από ’κει πλουσιότερος.
Οι συνάγγελοι ευχαριστήθηκαν όσο
και ο Διδάσκαλος. Το έργο τους ήταν αυτό: να αποτρέπονται τα εγκλήματα και να
απαλύνεται ο πόνος, όταν οι ταλαιπωρημένες ψυχές έδιναν τόπο στην οργή, όταν
πάλευαν μέσα στο σκοτάδι τους.
2015
*****
ΤΟ
ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΟ
Εδώ και μέρες είχε μία διάθεση
ανιούσα. Πού θα την έβγαζε όλο αυτό… ίσως, σκεφτόταν, κάτι να συνέβαινε που θα
ανέτρεπε αυτό τον αφόρητο χρόνο, τις απαράλλακτες μέρες, την επανάληψη
πραγμάτων, που μπορεί να ήταν ευλογημένη και απαραίτητη αλλά δεν χωρούσε
αμφιβολία ότι σηματοδοτεί πολλές φορές ένα τέρμα.
Την ώρα του πρωινού καφέ χτύπησε το
κουδούνι της. Πήγε ανόρεχτα να ανοίξει και εισέπραξε όλη την έκπληξη: ένας πολύ
συμπαθητικός άνδρας, στην ηλικία της περίπου, με περιποιημένη εμφάνιση,
φορτωμένος με μια μικρή βαλίτσα και διάφορα μικρά δέματα και σακούλες.
Συστήθηκε:
«Σωκράτης Ακίνδυνος, μακρινός
ξάδελφος από το σόι της μάνας σου. Να περάσω;»
Έκανε στην μπάντα και τον άφησε να
ξεφορτώσει.
«Κάτσε όπου σε βολεύει. Έχεις φάει
πρωινό; Να σου ετοιμάσω κάτι…» και εξαφανίστηκε στη μικρή της κουζίνα.
Δεν τον άκουσε να αρνείται το
κέρασμα και ετοίμασε πυρετωδώς ένα πλούσιο brαnch.
Στο μυαλό της ανάδευε το επώνυμο
και της ήρθε στο νου η γιορτή του Αγίου Ακίνδυνου, 4 Νοέμβρη ή Δεκέμβρη.
Επέστρεψε στο καθιστικό μ’ ένα
πλήρες πιάτο και καφέ. Δεν είχε άλλο είδος παρά μόνον ελληνικό.
Ο Σωκράτης έτοιμος να της παραδώσει
τα μικρά δέματα και τις σακούλες.
«Είναι όλα γλυκά και πίτες από το
σπίτι μας και ένα υπέροχο τραπεζομάντιλο κεντημένο, της μάνας μου. Πρωτοβουλία
μου να στο χαρίσω.»
Τα ’χασε μ’ όλα αυτά η Αρίστη.
«Έμαθα ότι μένεις μόνη σ’ ένα
τεράστιο σπίτι κι, επειδή μετατέθηκα εδώ στο Υπουργείο Πολιτισμού, είπα να σου
νοικιάσω ένα δωμάτιο και να συνεισφέρω στην καθημερινότητά σου, βρε
ξαδέλφη.»
Τ’ άκουγε όλα αυτά όντας σε
ετοιμότητα.
Ο Σωκράτης δεν πήρε το χρόνο του.
Της τα ’πε όλα με την πρώτη γουλιά καφέ.
Εκείνη κάθισε απέναντί του, της
δημιουργούσε ευχάριστη διάθεση ο ήχος της φωνής του και τον αναμετρούσε. Μπήκε
σε γρήγορες σκέψεις: οικείος, ευχάριστος, σε ανάγκη, τοπίο νέο, νότα
διαφορετική, βοήθεια στο σπίτι, έξοδος από τη μοναξιά της.
Βρήκε πρόσφορο ένα «Γιατί όχι; Ας
δοκιμάσουμε. Υπάρχει αρκετός χώρος και για απομόνωση. Να συγκατοικήσουμε.»
Ο Σωκράτης πήρε τα πάνω του και
ξεδιπλώθηκε.
«Είμαι δεκτικός, καλοπροαίρετος,
καθόλου νευρικός και συνεργάσιμος. Τι άλλο;… Έφερα λίγα πράγματα μαζί μου. Δεν
ήξερα πώς θα με δεχτείς. Τα υπόλοιπα θα τα φορτώσω στο μικρό μου αυτοκίνητο και
θα τα φέρω το Σαββατοκύριακο. Δεν μας χωρίζει παρά δύο ώρες δρόμος απ’ το
Ναύπλιο. Εκεί έμενα.»
«Σωκράτη μου, δεν υπόσχομαι ένα
διαμέρισμα παράδεισο, αλλά θα δουλέψουμε και οι δύο πάνω σε αυτό.»
«Να μη σου δημιουργεί άγχος. Είμαι
καλόβολος.»
Κανόνισαν τα του ενοικίου. Η
διατροφή θα προέκυπτε και έτσι άρχισε μία συμβίωση από το πουθενά.
Τα δωμάτια, με την παρουσία του
Σωκράτη, ηχούσαν διαφορετικά και σε αυτόν τον ήχο εκείνη απαντούσε ανάλογα.
Ζωήρεψε, βγήκε από τη νάρκη της, συμμάζευε το σπίτι, ξεσκόνιζε. Όλα ήρθαν τόσο
φυσικά. Σα ν’ απλώθηκε παντού μία γεωμετρία. Το πρωί ξυπνούσε νωρίς να ετοιμάσει
πρωινό και για τους δυο τους· είχε την έγνοια. Τον ρωτούσε τι επιθυμούσε να φάει
το μεσημέρι. Πρότεινε συνταγές και έβαζε και ένα μεράκι.
Ο Σωκράτης απολάμβανε τη
συγκατοίκηση και γενναιόδωρα στήριζε τα έξοδα του σπιτιού.
Το άλλο κομμάτι αφορούσε… το
συναισθηματικό. Δεν είχε προκύψει άνοιγμα. Τα απογεύματα έφευγε ο Σωκράτης και
έμενε μόνη της.
Και μια μέρα του πρότεινε:
«Κάτσε να πιεις τον καφέ σου εδώ,
να πούμε και καμιά κουβέντα.»
Δεν ήθελε ο δόλιος να της πάρει όλο
το χώρο, αλλά, αφού είχε τη διάθεση, ευχαρίστως ο Σωκράτης ξεδιπλώθηκε πάνω στον
καφέ.
Αναζητούσε μια γνωριμία να γεμίσει
τη ζωή του φροντίδα, ν’ απλώσει χέρι σε μιαν άλλη ύπαρξη και να πορευτούν στη
ζωή μαζί. Εκείνη δεν ένοιωθε το ίδιο; Δήλωσε ότι το ’χε πάρει απόφαση ότι
μεγάλοι έρωτες δεν προκύπτουν συχνά και είχε καλυκωθεί στον εαυτό της. Του ήταν
ευγνώμων όμως, που γέμισε με την παρουσία του το σπίτι της, την έβγαλε από το
τέλμα και της προσέθεσε μία γλυκιά φροντίδα.
Η Αρίστη ανοίχτηκε κι ένιωσαν κι οι
δυο ότι είχαν ο ένας τον άλλον τώρα πια.
Ο Σωκράτης δεν έφευγε τα
απογεύματα. Προτιμούσε την παρουσία της Αρίστης κι εκείνη τις υπαρξιακές
συγκινήσεις που κάποια φορά έφεραν στα χείλη του Σωκράτη μία πρόταση:
«Θα μπορούσαμε να είχαμε μία
τρυφερή ερωτική σχέση οι δυο μας…»
Η Αρίστη δεν το περίμενε, αλλά της ήταν αρκετό ότι απ’ τη μεριά του
ξεχύνονταν ένα μικρό ζεστό ποτάμι έγνοιας και τρυφερότητας, που ήταν στο χέρι
της πια να του δώσει μία συγκεκριμένη μορφή.
Τη μορφή ενός συντρόφου έτσι στα
μαλακά, απρόσμενα και όμως συνέβη.
*****
ΓΥΡΙΣΜΟΣ
Στο ταξίδι της δεν είχε πάρει
συντροφιά κανέναν.
Ερωτοτροπούσε με το φορτίο που ’χε
στο κεφάλι της, ένα σχέδιο να κατακτήσει και να δεσμευτεί στον πιο ωραίο, τον
πιο πλούσιο εκείνης της πατρίδας της μάνας της, που την είχε ακουστά στα
παραμύθια της· ένας κεντημένος
κάμπος με το ποτάμι του, τ’ άλογά του, τους χρυσούς του καρπούς και στο βάθος
ένα πανέμορφο χωριό –μεγαλοχώρι- να νέμεται τον πλούτο του.
Τη μάνα της την Κρυσταλλία την
έκλεψε ο πατέρας της και την παντρεύτηκε. Ομορφονιός αλλά αδέκαρος. Δούλεψε
σκληρά στην πόλη για την Κρυσταλλία και τα δύο του παιδιά. Οι μνήμες από την
αρπαγή μαλάκωσαν και το ζευγάρι εμφανίστηκε στους δικούς της μετά από
δέκα-δεκαπέντε χρόνια.
Ο παππούς της Ιουλίας δεν ζούσε
πια, γνώρισε όμως τη γιαγιά της. Πόσο την έσφιξε στην αγκαλιά της όταν την
πρωτόδε. Δεν έδωσε όμως καμία προίκα στη μάνα της έστω και καθυστερημένα, έτσι
για να μελώσει η συνάντηση, γι’ αυτό η Κρυσταλλία δεν θέλησε να ξαναπατήσει στο
χωριό.
Ο πατέρας της Ιουλίας δεν είχε
κανένα λόγο να θέλει αλισβερίσια με την πατρίδα της γυναίκας του γι’ αυτό και
σιωπούσε.
Όταν μεγάλωσαν τα παιδιά, είπε μία
μέρα στην Ιουλία:
«Πήγαινε καμιά φορά από ’κει, ίσως
βρεις κάτι που σε ενδιαφέρει.»
Η Ιουλία μορφώθηκε, δούλεψε
οικονομικό στέλεχος σε μία επιχείρηση. Τα γερόντια της έφυγαν από τη ζωή, ο
αδερφός της ξενιτεύτηκε κι εκείνη θέλησε να βρει έναν άντρα σοβαρό, ωραίο,
πλούσιο. Σαν μία εσωτερική φωνή να την οδήγησε σε κείνα τα πατρογονικά εδάφη.
Έφτασε στο χωριό σε τρεις ώρες.
Οδηγούσε γλεντώντας στις σκέψεις της. Η είσοδός της στην πλατεία, μεσημέρι ώρα
φαγητού, σήμανε κάποιο συναγερμό. Ποια είναι αυτή η ψηλόλιγνη με το μακρύ
κόκκινο φόρεμα και το λευκό μαντήλι στο κεφάλι που αναζητάει το σπίτι των
Δελήδων; Δεν ζει κανένας. Κάποιοι μακρινοί συγγενείς φρόντιζαν τα κτήματα.
«Είμαι η κόρη της Κρυστάλλως και
του Γιάννη του “ομορφονιού’’».
Παρατσούκλι του πατέρα της.
«Και τι θες τα μέρη μας; Οι
παππούδες σου έχουν πεθάνει».
«Θέλω να μείνω στο σπίτι, να πάρω
ό,τι μου ανήκει».
Αυτές τις δηλώσεις έκανε στο
καφενείο της πλατείας σε μία ομήγυρη γερόντων που την πέρασε από ανάκριση.
Κάλεσαν τον Κωνσταντή, τον
μεγαλύτερο από τα ξαδέλφια, να την οδηγήσει στο σπιτικό. Αυτός της είπε ότι
υπήρχαν εγκαταλειμμένα περιβόλια και καμιά εκατοστή ρίζες ελιές. Όλα τα άλλα
είχαν πουληθεί.
Το σπίτι ήταν κατοικήσιμο. Το
φρόντιζε η Μαλαματή, η αδερφή του Κωνσταντή.
«Για την Κρυστάλλω μου, μπορεί να
ματάρθει μια μέρα μαζί με τα εγγόνια μου», έλεγε η γιαγιά της.
Το σπίτι ήταν δύο τετράγωνα από την
πλατεία, δίπατο, ψηλοτάβανο, με αρκετά παράθυρα και μία βεράντα ανατολικά,
γλάστρες με ξερά λουλούδια και ένα λεπτό στρώμα σκόνης στα έπιπλα. Δεν τα ’χαν
σκεπάσει να μοιάζουν σαβανωμένα, μόνο που ’ταν ανέγγιχτα, κρύα, με παλιά
αποτυπώματα.
Μετέφερε τις βαλίτσες της,
ευχαρίστησε τον Κωνσταντή για τη βοήθεια και ξάπλωσε σε έναν καναπέ, χωρίς
σχέδια δράσης. Περνούσαν από μπροστά της οι φωτογραφίες των δικών της· στέκονταν
το βλέμμα της στη μάνα της, μικρή, στον παππού της πάνω στο άλογο και…
ξεκουράστηκε πάνω στη γιαγιά της.
Την πήρε ένας ελαφρύς γλυκός ύπνος
και βρέθηκε κάποιο πουλί να την ξυπνήσει. Πήγε στην κουζίνα αναζητώντας λίγο
καφέ, δεν βρήκε τίποτα παρά λίγο γλυκό καρυδάκι ζαχαρωμένο.
Βγήκε για προμήθειες. Ένιωθε ένα
μικρό σούσουρο να τη συνοδεύει.
Το βράδυ ήρθε ο Κωνσταντής με τη
γυναίκα του τη Δήμητρα να μιλήσουνε. Είχε διάθεση ανοιχτή και μίλησε στους
συγγενείς για τα σχέδιά της. Θα ζωντάνευε ό,τι άφησαν οι παππούδες.
«Θέλει δουλειά πολλή να αναστήσεις
τα περιβόλια».
«Θα πάρω ανθρώπους, θα πληρώσω… πες
μου για τις ελιές…»
«Εμείς μαζεύουμε τον καρπό, τώρα
κάνε κουμάντο».
«Θέλω να μπλεχτώ με τις
αγροτοδουλειές. Είμαι άμαθη, αλλά βαρέθηκα τους υπολογιστές και τα μολύβια».
«Ξεκουράσου απόψε, έχει δροσιά.
Υπάρχουν καθαρά σεντόνια στο ντουλάπι. Αύριο θα ’ρθω να φτιάξουμε το σπίτι»,
είπε η Δήμητρα.
Η Ιουλία, μόλις έφυγαν, άρχισε να
βάζει σε τάξη αυτά που έπρεπε να κάνει. Στο βάθος του μυαλού της ξεπρόβαλε ένα
αρσενικό αδιόρατο, βασικός λόγος που έχει έρθει εδώ. Ξαφνικά αναπήδησε.
Χρειαζόταν μία γιορτή στο σπίτι για το άνοιγμά του, να γνωρίζει ποιοι ήταν οι
νέοι και ποιοι οι γέροι. Έπρεπε να δώσει ένα στίγμα στο χωριό που ’ρθε. Οι
εργασίες για ν’ αναστήσει τα περιβόλια θα ’παιρναν τη σειρά τους…
Η Δήμητρα ήρθε ανασκουμπωμένη την άλλη μέρα και άρχισαν το καθάρισμα.
Ανοίχτηκαν μπαούλα, πέταξαν πράγματα, γυάλισαν χαλκώματα, πήρε το σπίτι να δίνει
όψη κατοικήσιμη. Εκεί που έστρωναν τα ασπροκέντια, της ξεφούρνισε το σχέδιο για
μία γιορτή, ένα γλέντι για να γνωρίσει ανθρώπους της ηλικίας της, κι η Δήμητρα
πρόθυμη άρχισε να ονοματίζει κορίτσια και αγόρια που θα ταίριαζαν με την Ιουλία
για παρέα.
«Τι να τους κάνεις τους μεσήλικες
με τα πολλά κτήματα και τις έγνοιες… εσύ θέλεις φρέσκους ανθρώπους…»
«Υπάρχουν άλογα στο χωριό, να κάνω
ιππασία;»
Υπάρχουν μερικά, τα καβαλικεύουν
άντρες. Γυναίκα δεν έχω δει.»
«Δήμητρα, θα δεις εμένα. Μ’ αρέσει
να κάνω βόλτες με το άλογο.»
«Ιουλία θα σε πάρει ο Κωνσταντής
με το δικό του το ζώο, να σου δείξει τον κάμπο, τις ελιές, τις πηγές του χωριού
και θα σε ματαφέρει.»
Η Ιουλία χαμογέλασε. Ήθελε, μόλις
τελείωναν το σπίτι, να ’βρισκε και ανθρώπους να συνέφερναν τα περιβόλια. Να
’ρχιζε η τσάπα μαζί με τη γιορτή.
Η Δήμητρα ανέλαβε τους καλεσμένους.
Η Ιουλία θα ασχολιόταν με το τραπέζι. Είχε καιρό μία εβδομάδα.
Το σπίτι άρχισε να ζει. Βότανα,
μυρωδιές στον αέρα κι η μαγειρική της Ιουλίας θα ’διναν τόνο στην ατμόσφαιρα.
Ό,τι ήξερε από τη μάνα της το επιστράτευσε και παράλληλα φρόντισε για την
εμφάνισή της.
Υποδέχτηκε τους καλεσμένους ντυμένη
στο τριανταφυλλί, ψηλά σηκωμένα μαλλιά, δεμένα με μία δαντελένια λεπτή κορδέλα.
Οι πρώτοι της καλεσμένοι ήταν γύρω στα πενήντα, με τις γυναίκες τους, φορτωμένοι
λιχουδιές.
Κατά τις εννιά μπήκε κι ο δήμαρχος
με μία ομάδα νεαρών, όλοι καλοντυμένοι και κεφάτοι.
Ένας μπουφές με όλα τα καλούδια. Ο
Κωνσταντής έφερε το καλύτερο κρασί. Ακούγονταν μαλακά η μουσική, παλιά
λαϊκά.
Σε μία στιγμή κάθισε σε μία
πολυθρόνα να ξεκουραστεί και την πλησίασε ένας γλυκός νεαρός απ’ την παρέα του
δήμαρχου.
«Λέγομαι Πέτρος Καπλιάς κι έχω
αναλάβει τις εκδηλώσεις του καλοκαιριού στο χωριό. Να φέρουμε κόσμο να
διασκεδάσει, να μας μάθει. Ξέρετε το χωριό έχει δυνατότητες αλλά δεν το ξέρουν
πολλοί. Προς το παρόν φιλοξενεί έκθεση ζωγραφικής και φωτογραφίας από ντόπιους.
Μπορώ να σας ξεναγήσω όποτε θέλετε…»
Κοντοζύγωσε κάποιος ομορφάντρας με
αέρα χορηγού και της συστήθηκε κάπως έτσι:
«Άμα δε δώσω λεφτά εγώ, τίποτα δεν
γίνεται. Την Τετάρτη σας καλώ στο σπίτι μου για ένα ποτό, να συζητήσουμε
διάφορα. Έχω μάθει για σας».
Η Ιουλία είχε έξαψη. Όλοι της
φαίνονταν εξαιρετικοί, ο Κωνσταντής της είπε ότι βρήκε βοηθούς για τα περιβόλια
και η Δήμητρα της μετέφερε τα πρώτα θετικά σχόλια για τη
γιορτή.
Ξύπνησε το πρωί με ένα ευχάριστο
συναίσθημα ότι ανήκε σε κάποιον, έτσι αόριστα. Ήταν πολύ νωρίς για να ρίξει τα
μάτια της σε άντρα, έπειτα ήταν το γλέντι και δεν βρήκε χρόνο, τώρα κατακάθισαν
τ’ άλογά της, ξεπέζεψε και θα ’κανε τους γύρους της.
Τα μεροκάματα για τη γη ήταν φτηνά.
Θα τα συνέφερε. Στο σπίτι δεν μπορούσε να κάνει μεγάλες αλλαγές. Θα φρόντιζε
όμως τη ζεστασιά του με τη νοικοκυροσύνη της, τις ωραίες ζεστές κουβέρτες και τα
δύο τζάκια πάνω-κάτω. Είχε στο νου να τα βάψει, δωμάτιο-δωμάτιο για να μην της
βγει το λάδι και είναι όλα ανάστατα.
Προς το παρόν θα υλοποιούσε την
πρόσκληση του Λεωνίδα, έτσι έλεγαν τον αεράτο γόη με τα λεφτά που δήλωνε
χορηγός. Λεωνίδας Παστός, μεγαλοκτηματίας με δύο ανθούσες επιχειρήσεις στα
τρόφιμα, γύρω στα σαράντα, ανύπαντρος. Κάποτε είχε αρραβωνιαστεί μία αξιόλογη
κοπέλα από την πρωτεύουσα του νομού αλλά δεν ευδοκίμησε. Έμεινε ο δεσμός στη
μνήμη της Δήμητρας «πέντε χρόνια και μετά τα διαλύσανε. Μάλλον αυτός φταίει και
η περηφάνια του. Δεν έσκυψε καθόλου μπροστά στην κοπέλα», (σχόλιο της
Δήμητρας).
Ήρθε η Τετάρτη. Η Ιουλία έδειχνε
ενθουσιασμό και περιέργεια κι αναρωτιόταν γιατί δεν έλαβε πρόσκληση και από τον
γλυκό νεαρό, τον Πέτρο Καπλιά, από το σινάφι του δήμαρχου.
Εκείνο τον καιρό ένιωθε να ’ναι το
κέντρο των συζητήσεων στο χωριό. Σχολιάζονταν οι κινήσεις της. Της άρεσε όσο δεν
γινόταν ασφυκτικό. Δεν σκόπευε να ασχημονήσει, αλλά πετούσε ψηλά όταν μιλούσαν
για το πώς ντυνόταν το αρχοντοκόριτσο, τι δραστήριο… όλα της τα μετέφερε η
Δήμητρα.
«Να το παντρέψουμε εδώ το κορίτσι»,
έλεγαν οι μεσόκοπες και οι γριές. «Έχουμε καλά παιδιά που έχουν τον τρόπο τους.»
Η Ιουλία ήταν καλομίλητη και
καταδεκτική.
«Θα τους το κάνω το χατίρι, βρε
Δήμητρα!», έλεγε.
Έπεσε το φως της μέρας κι
ετοιμάστηκε για την επίσκεψη. Φρόντισε το μακιγιάζ και το άρωμά της. Η αμφίεση
απλή, σε δύο χρώματα, γαλάζια μπλούζα, μαύρο παντελόνι και μία πασμίνα μπλε
σκούρα.
«Καλώς ήλθες στο πατρικό σου. Όλοι
είχαν να κάνουν με σένα αυτές τις μέρες κι είπα, γιατί νιώθω από τους πρώτους
κυρίους του χωριού, να σε δεξιωθώ». Αυτά είπε ο Λεωνίδας.
Απ’ την πρώτη στιγμή ένιωσε άνετα η
Ιουλία, σαν σε θερμή αγκάλη. Είχε ετοιμαστεί ένα μικρό τραπέζι με γλυκά και
ζεστή τυρόπιτα. Τη μύτη της έσπασε η κανέλα και το βατόμουρο-μυρωδιά τσαγιού.
«Αγαπητή κυρία γιατί κάνατε ένα
τέτοιο ταξίδι ως εδώ; Τι αφήσατε πίσω σας και τι θέλετε να πάρετε μαζί σας; Να
μερικές από τις ερωτήσεις που θέλω να σας κάνω απολαμβάνοντας ένα τσάι.»
«Ήρθα για να φροντίσω τα
παραμελημένα της οικογένειάς μου. Η πρωτεύουσα και οι άνθρωποι με κούρασαν με τη
χλιαρότητά τους. Σκέφτηκα, στην επαρχία κάνει κάποιος δυνατούς δεσμούς… υπάρχει
εγγύτητα μεταξύ των ανθρώπων… Τέλος πάντων, δεν υπάρχει τίποτα που να με κρατάει
στην Αθήνα.»
«Ειλικρινές από μέρους σας, Ιουλία.
Εδώ όμως τα απογεύματα και τα βράδια είναι κλειστά. Δεν υπάρχει θέαμα. Πόσο να
συναντηθούν οι άνθρωποι και να τα πούνε… Θα ’λεγα τρώμε ο ένας τον άλλον…»
«Μη με απογοητεύετε…»
«Χρειάζεσθε ένα στιβαρό άντρα πλάι
σας να γεμίσει τη ζωή σας και μερικούς καλούς φίλους.»
Ο Παστός της τα ’πε έξω από τα
δόντια. Η Ιουλία όμως πίστευε ότι θα έβρισκε και τα δυο σε αυτό το πλούσιο
χωριό.
Μετά η συζήτηση γενικεύτηκε, της
μίλησε για την παρέα του, τις δραστηριότητές του. Η Ιουλία σχημάτισε την
καλύτερη εντύπωση για τον Λεωνίδα με το πατρικό
εκτόπισμα.
Σειρά τώρα είχαν τα περιβόλια. Οι
εργάτες μπήκαν με όρεξη, δεν έλειψε και η αξίνα από τα χέρια της Ιουλίας. Τους
πήρε ένα μήνα μανιακής δουλειάς για να συνεφέρουν τη γη. Κι ένα πρωί καβάλησε το
άλογο και πήγε να δει το σύνολο του έργου, μετά ικανοποιημένη πήρε τη Δήμητρα,
μπήκαν στο αυτοκίνητο και πήγαν στην πόλη να την κεράσει.
«Τι θα κάνεις με τη ζωή σου;… Η γη
το σπίτι όλα εντάξει…»
«Θα πάρω τον Λεωνίδα και θα του
ζητήσω να με βάλει στις εκδηλώσεις του χωριού… Δήμητρα, νιώθω ξέχειλη από ορμή
για δραστηριότητα.»
Ο Παστός περίμενε νωρίτερα την
επίσκεψη, ωστόσο χάρηκε όπως και να ’χει και της πρότεινε να συνεργαστεί με το
νεαρό Πέτρο Καπλιά για τα περαιτέρω.
Η Ιουλία υλοποιεί το όνειρό της,
γίνεται πρόσωπο κεντρικό του χωριού, όλοι την αποθαυμάζουν… τη ζωντάνια της, το
κέφι της, το ενδιαφέρον για τον τόπο, οι ώριμοι άντρες του χωριού θα την ήθελαν
πλάι τους και οι νεαροί τη φλερτάρουν. Εκείνη όμως δείχνει άτρωτη, κανείς δεν
μπορεί να πει σε ποιον προσανατολίζεται για μία σχέση, ένα ζευγάρωμα με
προοπτική. Δείχνει διαθέσιμη αλλά όλα παίζουν σε μία ατμόσφαιρα υποσχόμενη όχι
δεσμευτική. Ο Καπλιάς κοκκινίζει όταν μένει μόνος μαζί της και ο Παστός
επαναλαμβάνει κατά καιρούς ότι «χρειάζεσαι ένα στιβαρό άντρα πλάι σου».
Περιβάλλεται έναν αέρα όλο αυτοπεποίθηση αλλά εκεί που είναι ποιος να τη φτάσει;
Στην αρχή νιώθει καλά αλλά αποφασίζει ότι πρέπει να κατέβει από το βάθρο της και
να καταδείξει την ανάγκη της ότι θέλει να ανήκει κάπου. Η πλάστιγγα γέρνει προς
τον Καπλιά. Της φαίνεται αφοσιωμένος σε ό,τι κάνει και οι σχέσεις του είναι
ανυστερόβουλες. Αποφασίζει να κάνει το πρώτο βήμα εκείνη.
«Πέτρο, πέρασε από το σπίτι μου να συζητήσουμε».
Ο Καπλιάς δέχεται ασμένως και
βρισκόμαστε στο απόγευμα όπου ο δειλός άντρας εισπράττει ερωτικούς νυγμούς.
«Ξέρω ότι θα σε εκπλήξω, αλλά δεν
έχω άλλο τρόπο να σε προσεγγίσω. Να δοκιμάζαμε να πορευτούμε μαζί στη ζωή… αν
δεν έχεις αντίρρηση…»
Τον κοιτάει ίσια στα μάτια, ο
Καπλιάς χαμηλώνει το βλέμμα αλλά αρθρώνει:
«Θα ’θελα πάρα πολύ αλλά, βρε
Ιουλία, μου φαίνεται σαν να μην χρειάζεσαι κάποιον… Με τιμάς με την πρότασή σου
και μπορώ να πω ότι με βρίσκεις πρόσφορο. Ήθελα από καιρό να στο προτείνω εγώ,
αλλά φοβόμουν την απόρριψή σου. Σ’ έβλεπα έτσι ανοιχτή προς όλους κι έπειτα εγώ
είμαι κατά βάση δειλός, αλλά ήθελα να ποντάρω στα σίγουρα. Σ’ ευχαριστώ, Ιουλία
μου, γι αυτή σου την πρωτοβουλία.»
Ο Πέτρος ξεμπλόκαρε μ’ αυτή την
κουβέντα κι η Ιουλία αυθόρμητα σηκώθηκε και τον φίλησε λέγοντας:
«Πάμε αύριο να δεις κι εσύ τα
περιβόλια μου πώς άνθισαν…»
Ο Πέτρος, ενθουσιασμένος από όλη
αυτή την απλωμένη «μαντήλα», άρχισε
να υφαίνει στο μυαλό του την ιστορία του με την Ιουλία.
Ο στιβαρός άντρας για τον Παστό
πολύ απείχε από το να ’ναι ο Καπλιάς, μάλλον φωτογράφιζε τον εαυτό του, αλλά
έδωσε την ευχή του και το ζευγάρι αναδύθηκε μέσα στη μικρή κοινωνία του χωριού
αποφασισμένο να διανύσει την πορεία του μονιασμένο και
αγαπημένο.
*****
ΤΡΥΦΕΡΗ
ΗΛΙΚΙΑ
Η μητέρα μου υπήρξε καλλονή. Λεπτά
χαρακτηριστικά, χείλη, μύτη και μεγάλα καστανά μάτια που έριχναν ένα βελούδινο
πέπλο κοιτώντας με καλοσύνη και καλή προαίρεση. Τα μαλλιά της ήταν καστανά
μπουκλάκια σ’ εκείνη τη φωτογραφία που φέρνω στο νου μου με το μπεζ ταγέρ και
το περιστεράκι – πέρλα στο πέτο της ζακέτας. Στο λαιμό μία σειρά από παλιά
μαργαριτάρια.
Χαμογελούσε αδιόρατα. Αυτό το μόλις
χαμόγελο, το θυμάμαι γέλιο να ξεσπάει στα αστεία της αδελφής μου και τα δικά
μου στην εφηβεία μας. Στα παιδικά μας χρόνια παρέμενε καρτερικό, κατευναστικό,
έδινε ώθηση στις καλές μας πράξεις, προτρεπτικό στη γλυκύτητα, να καλοδέχεται,
να μην απορρίπτει, να μην ακυρώνει τον άλλον.
Σηκωνόταν πολύ νωρίς για να μας
φτιάξει μικρές πίτες και τηγανίτες. Στην ποδιά της, αλεύρι και ζάχαρη.
Το σπίτι είχε τέσσερα δωμάτια
άνετα, ψηλοτάβανα. Το φρόντιζε καθημερινά και μετά ξεκουραζόταν στην ψηλή
καρέκλα, παίρνοντας να ράβει τα ξηλωμένα φουστάνια μας ή τις ποδιές του
σχολείου.
«Ο πατέρας σας μου δίδαξε υπομονή.
Τον συντροφεύω ράβοντας.»
Εκείνος ήταν επαγγελματίας ράφτης
αναγνωρισμένος, με πολλή δουλειά.
«Αρτέμω», της έλεγε, «να αξιωθώ να
ράψω κι εσένα ένα ταγιέρ ή στα κορίτσια.»
«Ντίνο, κοίτα τις δουλειές
σου. Εμείς έχουμε την Κατίνα...», τη θεία μου, που μας είχε αναλάβει από μικρές
στα ρούχα.
Οι γονείς της, ο παππούς και η
γιαγιά, διατηρούσαν να ένα μεγάλο εμπορικό στο χωριό. Τη μεγάλωσαν με τρυφεράδα
περισσή και ξεχείλιζε εκείνη ανάλογα. Μαλακό παιδί. Το ίδιο και ο πατέρας
μου.
«Την είδα να χορεύει σ’ εκείνο το
πανηγύρι –ήταν κοντοχωριανοί– και την ξεχώρισα. Ρώτησα για τους δικούς της και
δεν έχασα καιρό. “Θέλω την Άρτεμη για γυναίκα μου. Θα την κάνω
ευτυχισμένη…”»
«Να ρωτήσουμε και την ίδια», είπε ο
παππούς.
Και εμφανίστηκε ο πατέρας μου,
σεμνός, με μία υπέροχη ζακέτα μπλε ελεκτρίκ για δώρο, λεπτή, μάλλινη.
Της είπε:
«Αγαπητή δεσποινίς, κάνατε την
καρδιά μου να μιλήσει, σας χρειάζομαι στη ζωή μου συνοδοιπόρο». Είχε τον τρόπο
του να μιλάει!
Εκείνη δεν τα έχασε κι
είπε:
«Να γνωριστούμε πρώτα… σας
ευχαριστώ…»
Της έδωσε το δώρο κι επέμεινε να
της τη φορέσει.
«Την έραψα με τα ίδια μου τα
χέρια.»
Καμάρωνε τη μάνα μου πάντα όταν
ντυνόταν. Πλησίασε και τη φίλησε σταυρωτά. Μετά οι συναντήσεις πύκνωσαν κι
έφτασε η ώρα να ορίσουν το γάμο.
Κατακαλόκαιρο, λίγο πριν τη γιορτή
της Μεγαλόχαρης, έτοιμοι κι οι δυο τους για το μυστήριο.
Περισσή ευλογία, δεν άλλαζαν
κουβέντες περιττές, δεν λογόφερναν, αλλά ο πατέρας μου είχε τον τρόπο να
υποτάξει ορισμένες της πτυχές.
«Αρτέμω, η πείρα μου και οι
συναλλαγές μου μ’ έχουν διδάξει ότι αυτό πρέπει να γίνει έτσι…»
Είχαν οκτώ χρόνια διαφορά και η
μητέρα μου έκανε υπακοή. Δεν τον αμφισβήτησε ποτέ, σαν να ’χε το χάρισμα της
πρότασης αυτός ο άνθρωπος.
Είχαμε συμπληρωθεί σαν οικογένεια
στα πέντε χρόνια γάμου. Χαίρονταν και οι δύο που είχαν κόρες. Εκείνος γύριζε από
τη δουλειά αργά. Κοίταζα τα χέρια του, όταν μεγάλωσα κάπως, λεπτά, ευκίνητα,
έτσι ήταν. Κι αυτός με μαλλιά καστανά σκούρα, που ’χαν αραιώσει, αλλά παρέμεινε
γοητευτικός με μάτια πράσινα-παλ πλαισιωμένα από ένα φίνο σκελετό γυαλιών.
Της μητέρας μου η αγκαλιά είχε
κούνημα και χορό, ενώ ο πατέρας μου μας κρατούσε σφιχτά και χουχουλιάζαμε εκεί.
«Δεν κρυώνουν τα παιδιά… Χόρεψέ
τα.»
«Θέλω να ακούω την καρδούλα τους»,
έλεγε.
Τα χέρια μου περιέτρεχαν το πρόσωπό
του κι έκαναν το περίγραμμά του, σταματούσαν στα χείλη, τα
σφαλούσα.
Χρυσούλα Πλάλα
Αθήνα, Μάιος
2018