Σχολική Γιορτή ~ Καλικάντζαροι
Κάθε φορά που πλησιάζουν τα Χριστούγεννα, ο νους μου πετά χρόνια πριν, στο σχολειό και στη γιορτή που κάναμε εκεί το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων. «Άγια νύχτα…» τραγουδούσαμε όλοι οι μαθητές με το δάσκαλο. Μπροστά ο παπάς κι ο πρόεδρος του χωριού, πιο πίσω οι άλλοι Παλιοχωριανοί. Ένα μεγάλο κλωνάρι πεύκου στη γωνιά, στολισμένο με μπαλόνια, βαμβάκι για χιόνι και παιχνίδια στα κλαριά και στη βάση του.
Αυτά τα παιχνίδια με
πόση ανυπομονησία τα περιμέναμε! Κάθε μαθητής με τη σειρά έπρεπε να τραβήξει
έναν κλήρο, που έγραφε τι δώρο θα πάρει. Αυτό το χαρτάκι φάνταζε στα μάτια μας
σαν μαγικό, μια και έκρυβε ένα μυστικό: το παιχνίδι που μας έφερνε ο Αϊ-Βασίλης.
Βλέπετε, τα περισσότερα παιχνίδια μας τα φτιάχναμε μόνοι μας από πανιά ή ξύλα ή
τενεκεδάκια ή χαρτιά και δώρα όπως μεγάλες μπάλες, κούκλες κι αυτοκινητάκια
ήταν είδος πολυτελείας, η ενσάρκωση των μεγαλύτερων επιθυμιών των παιδιών των
μικρότερων τάξεων.
Παραμιλούσα στον ύπνο
μου – έτσι μου είπαν όταν ξύπνησα – μια παραμονή Χριστουγέννων, όταν πήγαινα
στην Τρίτη Δημοτικού: «μπάλα… μπάλα…».
Και φαντάζεστε τη χαρά μου, όταν γεμάτη αγωνία άνοιξα με τρεμάμενα χέρια το
μαγικό χαρτάκι κι έγραφε «μπάλα»; Μια
μέτρια λαστιχένια μπάλα, που φάνταζε στα μάτια μου τεράστια, αφού τα τόπια μας
ήταν μικρά και πλαστικά. Σαν διάβασα τι έγραφε το χαρτί, ο δάσκαλός μου
Σταθάκης Κουτλής (η οικειότητα στο όνομα επειδή ήταν συγχωριανός μας και μας
αγαπούσε πολύ) ξεκρέμασε από ένα κλαρί μια λαστιχένια μπάλα, την έπαιξε λίγο
στο πάτωμα και την παρέδωσε στα χέρια μου γελαστός, χωρίς να γνωρίζει πως όλη
τη νύχτα αυτήν ονειρευόμουνα. Να μου χάριζαν τη γη ολόκληρη εκείνη τη στιγμή,
δεν θα ένιωθα τόση χαρά, όση πλημμύριζε την καρδιά μου κι έκανε τα μάτια μου να
λάμπουν, καθώς κρατούσα το πολυπόθητο δώρο.
Κάθε παιδική καρδιά και
μια λαχτάρα. Κάθε μαθητής κι ένα παιχνίδι. Όταν είσαι μικρός, τα μικρά πράγματα
φαντάζουν μεγάλα και σημαντικά. Κυρίως όταν αυτά είναι παιχνίδια, που τόση χαρά
δίνουν στα παιδιά. Ο σωρός των παιχνιδιών στη βάση του χριστουγεννιάτικου
δέντρου όλο και μίκραινε, αλλά όλο και περισσότερα πρόσωπα παιδιών γίνονταν πιο
λαμπερά. «Αχ! έλατο, αχ! έλατο, μ’
αρέσεις, πώς μ’ αρέσεις! Ωραία την Πρωτοχρονιά μας φέρνεις δώρα στα κλαδιά. Αχ!
έλατο, αχ! έλατο, τα πράσινά σου φύλλα…».
Αντηχούσαν οι ευρύχωρες
αίθουσες του σχολείου μας από τις μελωδικές παιδικές φωνές, ενώ οι γονείς κι
οι συγχωριανοί μάς καμάρωναν. Δεν έλειπαν τα ποιήματα και τα σκετς. Η γιορτή
έκλεινε με ευχές και το τραγούδι «Πάει ο
παλιός ο χρόνος, ας γιορτάσουμε, παιδιά…».
Οι Καλικάντζαροι
Αλλά το βράδυ της
παραμονής των Χριστουγέννων μας έλεγαν πως ανεβαίνουν στον επάνω κόσμο και οι
καλικάντζαροι. Έντονα έχουν χαραχτεί στο μυαλό μας όσα ακούγαμε από τους
δασκάλους, τους παππούδες και τους γονείς μας για τους καλικάντζαρους και την
κακοποιό δράση τους. Κέντριζαν την παιδική φαντασία μας τα φοβερά και άσχημα
δαιμονικά όντα με τις σουβλερές μύτες, το μαυριδερό πρόσωπο, τα κόκκινα μάτια,
τα μακριά γαμψά νύχια, τα γαϊδουρινά ή τραγίσια αυτιά και πόδια. Στον
πισινό τους έχουν σκληρές σαν βελόνες τρίχες, γι’ αυτό τους λένε «κωλοβελόνηδες». Είναι πονηροί αλλά φτωχόμυαλοι,
διχόγνωμοι και φιλόνικοι αλλά ευκολόπιστοι, κουτσοί ή στραβοπόδαροι αλλά
χορευταράδες, πειραχτήρια που ενοχλούν με τα καμώματά τους τους ανθρώπους και
φοβίζουν τα μικρά παιδιά.
Κατεβαίνουν
από τον πκαρή (καπνοδόχο), καβαλικεύουν στο σβέρκο της νοικοκυράς που μαγειρεύει και κάνουν χίλιες δυο «κατσ’πουδιές» (< κατσιποδιές < κατσικοποδιές = γρουσουζιές, κακές πράξεις). Χύνουν το τσουκάλι στη φωτιά, αρπάζουν τις τηγανίτες, ρίχνουν στάχτη παντού,
ανακατεύουν τα πράγματα του σπιτιού, βγάζουν τα προικιά από τα μπαούλα, μπερδεύουν τα παπούτσια, κατουρούν στις γωνιές και στα κασόνια με τα
παστωμένα σύκα, χύνουν το αλεύρι, το γάλα και το λάδι, τρώνε τη νύχτα τις ελιές
κι αφήνουν τα κουκούτσια πάνω στο πάτωμα, μουρνταρεύουν (βρωμίζουν) τα
πάντα.
Αναγκάζουν το νοικοκύρη
σ’ έναν ασταμάτητο τρελό χορό, μέχρι να τον ξεκατινιάσουν και να τον
ξεχεριάσουν. Πειράζουν κι ενοχλούν και διασκεδάζουν, μέχρι να λαλήσει τρεις
φορές ο κόκορας. Όταν λαλήσει πρώτος ο μαύρος κόκορας, λένε "μαύρους
είνι τσ' ας λαλεί" και συνεχίζουν τα καμώματά τους. Δεν τους
φοβίζει και το δεύτερο λάλημα από τον κόκκινο κόκορα: "κότσ'νους είνι τσ' ας
λαλεί". Όταν όμως κράξει τρίτος ο άσπρος κόκορας, φεύγουν κατατρομαγμένοι,
φωνάζοντας «άσπρους είνι τσι λαλεί, φεύγιτι, να φεύγουμι...», για
να ξανάλθουν την επόμενη νύχτα και να συνεχίσουν την κακοποιό δράση τους.
Στο Παλαιοχώρι καρφώνουν
τα κασόνια με τα παστωμένα σύκα, "για
να μην τα κατουρήσουν οι καλικάντζαροι", και τα ξεσφραγίζουν την
Καθαρά Δευτέρα. Αυτές τις μέρες ίσαμε τα Φώτα δεν τρώνε σύκα, γιατί θα
βγάλουν "μαύρες" (κακά
σπυριά) από το μίασμα των καλικαντζάρων. Για να προστατευτούν και να τους
κρατήσουν μακριά, κάνουν σταυρούς από στάχτη πάνω στο δώμα ή ρίχνουν γύρω από το σπίτι στάχτη, που
τη φοβούνται οι καλικάντζαροι, μην μπει στα μάτια τους και τους στραβώσει.
Επίσης, θυμιάζουν με αγιωτικά, φορούν φυλαχτά ή κρατούν ένα κομμάτι αντίδωρο
για φυλαχτό, λένε τρεις φορές το "Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά
σκορπά", σταυρώνουν τα μικρά παιδιά και δεν αφήνουν μόνα τους τα
αβάφτιστα βρέφη, γιατί φοβούνται μην τα πνίξουν οι καλικάντζαροι.
Τα παιδιά που γεννιούνται τα Χριστούγεννα τα λένε "καλικαντζαρέλια", γιατί η σύλληψή τους εννιά μήνες πριν είχε γίνει του Ευαγγελισμού (25 Μαρτίου), μέρα μεγάλης γιορτής, που θεωρούνταν αμαρτία να συνευρεθεί ο άνδρας με τη γυναίκα. Όσα παιδιά γεννιούνται από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα πρέπει να τα βαφτίσουν τα Φώτα, για να μην γίνουν καλικαντζαράκια.
Τη νύχτα δεν πρέπει να σφυρίζουν, γιατί μαζεύονται οι διαβόλοι κι οι καλικάντζαροι. Κλείνονται από νωρίς στο σπίτι, κρατούν κλειστά παράθυρα και πόρτες και συνεχώς αναμμένο το τζάκι, για να φοβούνται οι καλικάντζαροι να μπουν από την καπνοδόχο.
Η κυκλοφορία αργά τη νύχτα στους δρόμους του χωριού, σε τρίστρατα, ποτάμια, γεφύρια, μύλους είναι επικίνδυνη, γιατί κινδυνεύει ο νυχτερινός διαβάτης να γίνει «θύμα» των καλικαντζάρων, να χάσει τη λαλιά του, να κουτσαθεί, να τρελαθεί, ακόμα και να πεθάνει. Αβοήθητος όποιος πέφτει στα χέρια τους, εκτός κι αν τους κάψει με αναμμένο δαυλό ή τους ζεματήσει ή τους ξεγελάσει με την εξυπνάδα του, βάζοντάς τους να μετρήσουν τις τρύπες ενός κόσκινου, για παράδειγμα. Απλή η καρδιά, απλοϊκή η σκέψη, αχαλίνωτη η φαντασία των χωριανών, που κρατούσαν αναμμένο στο τζάκι ένα μεγάλο κούτσουρο, το "χριστόξυλο", για να τους κρατήσουν μακριά...
Τα παιδιά που γεννιούνται τα Χριστούγεννα τα λένε "καλικαντζαρέλια", γιατί η σύλληψή τους εννιά μήνες πριν είχε γίνει του Ευαγγελισμού (25 Μαρτίου), μέρα μεγάλης γιορτής, που θεωρούνταν αμαρτία να συνευρεθεί ο άνδρας με τη γυναίκα. Όσα παιδιά γεννιούνται από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα πρέπει να τα βαφτίσουν τα Φώτα, για να μην γίνουν καλικαντζαράκια.
Τη νύχτα δεν πρέπει να σφυρίζουν, γιατί μαζεύονται οι διαβόλοι κι οι καλικάντζαροι. Κλείνονται από νωρίς στο σπίτι, κρατούν κλειστά παράθυρα και πόρτες και συνεχώς αναμμένο το τζάκι, για να φοβούνται οι καλικάντζαροι να μπουν από την καπνοδόχο.
Η κυκλοφορία αργά τη νύχτα στους δρόμους του χωριού, σε τρίστρατα, ποτάμια, γεφύρια, μύλους είναι επικίνδυνη, γιατί κινδυνεύει ο νυχτερινός διαβάτης να γίνει «θύμα» των καλικαντζάρων, να χάσει τη λαλιά του, να κουτσαθεί, να τρελαθεί, ακόμα και να πεθάνει. Αβοήθητος όποιος πέφτει στα χέρια τους, εκτός κι αν τους κάψει με αναμμένο δαυλό ή τους ζεματήσει ή τους ξεγελάσει με την εξυπνάδα του, βάζοντάς τους να μετρήσουν τις τρύπες ενός κόσκινου, για παράδειγμα. Απλή η καρδιά, απλοϊκή η σκέψη, αχαλίνωτη η φαντασία των χωριανών, που κρατούσαν αναμμένο στο τζάκι ένα μεγάλο κούτσουρο, το "χριστόξυλο", για να τους κρατήσουν μακριά...
Λαχταρούσε η καρδιά μας,
όταν μας εξιστορούσαν παλιές ιστορίες ανθρώπων που έπεσαν θύματα των
καλικαντζάρων. Όμως τρομάζαμε κυριολεκτικά, όταν διαβάζαμε στο αναγνωστικό μας
στο σχολειό την παράδοση με τους καλικάντζαρους, που όλη τη χρονιά πριονίζουν
με ένα τεράστιο πριόνι το στύλο που στηρίζει τη γη, για να τον κόψουν και να
γκρεμιστούμε στο χάος. Σαν μια λεπτή τρίχα μένει άκοπο, όταν την παραμονή των
Χριστουγέννων οι καλικάντζαροι αποφασίζουν πως αρκετά δούλεψαν όλο το χρόνο και
πρέπει να ξεκουραστούν. Άλλωστε με το φτωχό μυαλό τους φαντάζονται πως μόνο του
θα κοπεί, τόσο λεπτό που είναι.
Εικόνα από Αναγνωστικό Δ΄ Δημοτικού, ΟΕΔΒ, Αθήνα 1961.
Ανεβαίνουν λοιπόν στον επάνω κόσμο, για να διασκεδάσουν, πειράζοντας και βασανίζοντας τους ανθρώπους με τα καμώματά τους, από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Φώτα, που θα "φωτίσει", θα αγιάσει ο παπάς τα νερά και θα τους διώξει. Τότε όλοι με τα κανάτια τους θα πάρουν το μικρό και το μεγάλο αγιασμό και θα ραντίσουν όλες τις γωνιές του σπιτιού, για να φύγει το μίασμα. Θα μαζέψουν από το τζάκι τη στάχτη και θα την πετάξουν σε μέρος που δεν πατιέται, γιατί την έχουν μιάνει οι καλικάντζαροι. Θα πιουν αγιασμό και θα ρίξουν και στα χωράφια, για να ξορκίσουν το κακό. Οι καλικάντζαροι θα φύγουν τρομαγμένοι για τον κάτω κόσμο.
«Φεύγετε, να φεύγουμε,
τι
έρχεται ο τρελόπαπας
με
την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
Μας άγιασε, μας έβρεξε
και μας εκατέκαψε.»
Αλλά, σαν κατεβαίνουν
ξανά κάτω, βλέπουν πως ο στύλος της γης έχει θρέψει ξανά και στηρίζει γερά τον
πάνω κόσμο. Κι αρχίζουν πάλι με μανία να πριονίζουν, να πριονίζουν, να
πριονίζουν... μέχρι την επόμενη παραμονή Χριστουγέννων, για να επαναληφθούν τα
ίδια, όπως και πέρυσι. Ανακούφιση, γιατί σώθηκαν η γη και οι άνθρωποι από τον
αφανισμό και νικήθηκαν με μαγικό τρόπο τα καταχθόνια μισάνθρωπα όντα, νέοι
φόβοι μήπως προλάβουν και κόψουν εντελώς το στύλο της γης πριν από τα Χριστούγεννα.
Η παιδική φαντασία κάλπαζε...
Έχουν περάσει χρόνια κι
έχουν αλλάξει πολλά, ακόμα και στο μικρό χωριό μας. Δεν ξέρω αν σε κάποιο
αναγνωστικό υπάρχει ακόμα η παράδοση αυτή με τη χαρακτηριστική ζωγραφιά στη μια
σελίδα ή αν οι γονείς λένε στα μικρά παιδιά για τους καλικάντζαρους, που
αρκετοί λαογράφοι θεωρούν πως είναι οι αρχαίοι χθόνιοι δαίμονες «κήρες», δηλαδή δαιμονοποιημένες ψυχές πεθαμένων.
Όμως, μεγάλοι πια
σήμερα, κατανοούμε το βαθύτερο συμβολισμό της παράδοσης και τα μηνύματα των
εορτών. Οι καλικάντζαροι δεν είναι τίποτε άλλο, παρά τα πρόσωπα και τα γεγονότα
που, στο χρόνο που πέρασε, μας ταλαιπώρησαν, μας βασάνισαν, μας έκαναν κακό με
κάθε τρόπο. Τα στηρίγματα της ζωής μας κινδύνεψαν συχνά να κοπούν και να
αφανιστούμε. Μόλυναν συχνά την ψυχή και το σώμα και το σπίτι μας λόγια και έργα
και πρόσωπα κακοπροαίρετα.
Ωστόσο, πάντα το καλό
θριαμβεύει και νικιέται το κακό. Γιατί άνθρωπος σημαίνει αγώνες για την
επικράτηση του καλού. Με τη βοήθεια θεϊκών δυνάμεων, που ο ίδιος ο άνθρωπος
έπλασε με το νου του και πιστεύει, με την ατομική θέληση, θα ξορκίσει κάθε κακό
και θα κάνει ένα νέο ξεκίνημα με την έλευση του νέου χρόνου. Οι «καλικάντζαροι» θα κατεβούν ξανά στο
υποχθόνιο σκοτάδι κι εξαγνισμένοι οι άνθρωποι θα συνεχίσουν τη ζωή τους.
Ας είμαστε όμως
προσεκτικοί σαν άτομα, σαν συνάνθρωποι, σαν λαοί, γιατί οι «καλικάντζαροι» στα έγκατα της γης «πριονίζουν» το στήριγμα του κόσμου μας. Ας έχουμε πάντα έτοιμο «ένα αναμμένο δαυλί», για να «κάψουμε» ό,τι κακό και άσχημο, προτού
μολύνει τη ζωή και το σπίτι μας. Είναι ανόητα και κακόβουλα όντα οι
καλικάντζαροι. Είναι ανοησία κι εμείς οι άνθρωποι να αφήνουμε την κακία να δηλητηριάζει την ψυχή και
τις σχέσεις μας. Ας προσπαθούμε, λοιπόν, κι ελπίζουμε πάντα...
Μυρσίνη Μ. Βουνάτσου
ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ
Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο είναι δημοσιευμένο στο 48ο τεύχος του περιοδικού «Τα Παλιοχωριανά» (Οκτ.-Νοέμβρης-Δεκ. 1992, σελ. 784-785). Το αφιερώνουμε στον πρόωρα χαμένο συγχωριανό μας δάσκαλο Σταθάκη Κουτλή, που με την καλοσύνη του ομόρφαινε τα σχολικά μας χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου