Για τους μικρούς
μας φίλους
Ο Φώτης έχει προβλήματα και επιθυμίες
Ο εξάχρονος
Φώτης μια μέρα γύρισε από το σχολείο γεμάτος άγχος και στενοχώρια, γιατί έκανε
όλο λάθη στις προσθέσεις. Η δασκάλα του είχε κοκκινίσει το τετράδιο της Αριθμητικής.
Αναρωτιόταν ποιος να τον βοηθήσει. Η μαμά του γύριζε αργά απ’ τη δουλειά κι η
γιαγιά του, κουρασμένη απ’ τις δουλειές του σπιτιού, το έριχνε στο πλέξιμο.
Έφαγε ανόρεχτα, της
τράβηξε το μαντήλι από το κεφάλι και το πέταξε στο πάτωμα απ’ τα νεύρα του και
πήγε να ξαπλώσει. Κι εκεί που το μυαλουδάκι του ήταν φορτωμένο, παρηγορήθηκε απ’
την εικόνα ενός άγγελου στο εξώφυλλο του παραμυθιού που του είχαν χαρίσει στις γιορτές
πέρυσι.
Έκλεισε τα μάτια
του, θυμήθηκε την ιστορία και χαμογέλασε.
«Να ’ρχόταν και σε μένα ένας άγγελος, να με βοηθήσει
να τα βγάλω πέρα με τους αριθμούς…»
Κι εκεί που
έκανε την ευχή, να σου κι ονειρεύτηκε έναν άγγελο.
«Δεν έχουμε όλοι μπούκλες και δεν είμαστε ξανθοί. Σ’
άκουσα. Ξέρω το πρόβλημά σου κι ήλθα να βοηθήσω…»
Έτριβε τα χέρια
του ο Φώτης.
«Τι να κάνω;»
Και ο άγγελος
σοβαρός:
«Πάρε μία τράπουλα απ’ το συρτάρι του πατέρα σου.
Βγάλε τις ντάμες και τους βασιλιάδες και κράτα τους αριθμούς. Άπλωσέ τους μπροστά
σου. Μέτρα τα μπαστούνια, τις καρδιές, τα καρό και τα σπαθιά κι άρχισε να
προσθέτεις. Πες στη γιαγιά σου να παίξετε χαρτιά. Ένα μπαστούνι δυάρι στο
τραπέζι και το τρία καρό της γιαγιάς σου κάνουν πέντε. Αν έχεις ένα πεντάρι, τα
χαρτιά είναι κάτω, τα μαζεύεις, κερδίζεις. Θα μάθεις πολύ καλά την πρόσθεση.»
Άστραψε το μυαλό
του Φώτη. Η τράπουλα γύριζε όλη την ώρα στο κεφάλι του. Ξύπνησε σαν αυτόματο
και φώναξε:
«Γιαγιά, άσε το πλέξιμο, θα παίξουμε χαρτιά.»
Τα έχασε η κυρία
Νότα.
«Ας του κάνω το χατίρι», είπε μέσα της.
«Θέλει το μικρό να παίξει…»
Μέχρι που γύρισε η μαμά του, το χαρτοπαίγνιο… καλά κρατούσε. Ο Φώτης έλαμπε από ευχαρίστηση!
***
Ο Φώτης δεν ήταν
μεγάλος, να ’χει λεφτά να πάρει δώρα για τη γιαγιά του, τη μαμά και τον πατέρα
του. Χαρτζιλίκι δεν του ’διναν. Τα οικονομικά της οικογένειας στενά. Στις γιορτές
τι θα ’δινε στη γιαγιά του, που τον φρόντιζε ολημερίς;
Είχαν κανονίσει τα
παιδιά της γειτονιάς, τρία τον αριθμό, να πουν τα κάλαντα και να μαζέψουν
λεφτά. Ο Μάκης όμως είχε κρυολογήσει κι ο Μάριος δεν ήξερε από τύμπανο. Πώς θα
πήγαιναν σαν ορφανά με ξερά τα τρίγωνα να πουν τα κάλαντα; Γι’ αυτό είχε πέσει
η διάθεσή του και το ’χε ρίξει στις τηγανίτες.
Τα πράγματα όμως
κύλησαν ομαλά, κι ο Μάκης ξύπνησε χωρίς πυρετό την παραμονή των Χριστουγέννων.
Φόρεσε χοντρά ρούχα και του χτύπησε το κουδούνι πρωί-πρωί.
«Άντε ετοιμάσου… Είμαι καλά. Να περάσουμε να πάρουμε
και τον Μάριο. Έχει μελόντικα και κάνει πρόβες.»
Ο Φώτης
ετοιμάστηκε με λαχτάρα.
Ξεκίνησαν λοιπόν
τα τρία εξάχρονα και γύρισαν όλα τα τετράγωνα, να πουν τα κάλαντα. Τελείωσαν
γύρω στις δώδεκα. Μοίρασαν μετά τα λεφτά· στον καθένα έπεφτε ένα πενηντάρι.
Ο Φώτης είχε
αποφασίσει για τα δώρα: παντόφλες για τη γιαγιά, ένα κραγιόν για τη μαμά κι ένα
μπουκάλι κρασί κόκκινο για τον πατέρα του.
«Μάνα, πάμε να ψωνίσουμε τα δώρα σας», είπε στη μάνα
του. «Έχω λεφτά.»
Τον φίλησε η
Ματίνα για την πρωτοβουλία.
«Έχω κι εγώ να σου ψωνίσω τα δώρα σου…»
***
Στη γιορτή του ο
Φώτης κάλεσε το Μάκη και το Μάριο σπίτι του, να φάνε κέικ σοκολάτας φτιαγμένο
από τη γιαγιά του.
Ανάμεσα στα
πλάνα για ποδηλασία στο παρκάκι της γειτονιάς, ξεφούρνισε και το εξής:
«Ανυπομονώ να ’ρθουν οι Απόκριες, να ντυθώ γαλάζιος
πρίγκιπας με μάσκα και να χορέψω με την Εριφύλη έναν χορό αγκαλιαστό…»
Οι άλλοι δύο τον
κοίταζαν μαγεμένοι κι η κυρία Νότα έκανε το σταυρό της ψελλίζοντας.
«Γιαγιά, βάλε μας κι άλλο κέικ. Το πέτυχες… Να μείνει,
να κεράσω και την Εριφύλη…»
Πλάλα Χρυσούλα
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου