Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙ - ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙ - ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΣΟΥΣΑΣ

ΠΑΛΙΟΧΩΡΙΑΝΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

clip_image001

                                                                 

   Παραλογή

  Το τραγούδι της Σούσας

                          
    [Κάθε πρωί με την αυγή, π' ανοίγει το λουλούδι,
    αφουγκραστείτε να σας πω της Σούσας το τραγούδι.]*
                                       ή:
    [Είκοσι πέντε του Μαρτιού π' ανθίζει το ζουμπούλι, 
     αφουγκραστείτε να σας πω της Σούσας το τραγούδι.]*                                                                                                                                                                                                                            
   Η Σούσα ήταν έμορφη, της Κρήτης το καμάρι,
   αγάπα το Σαρημπαλή1, το πρώτο παληκάρι.
   Αγάπα τον κι αγάπα την χρόνους δεκατεσσάρους
   κι ο αδελφός της έλειπε μαζί με τους κουρσάρους.
   Μια Κυριακή πρωί κι αυγή, η Σούσα πά’ στην κλίνη
   και με το χρυσομάντηλο τα δάκρυα σκουπίζει.
   Η μάνα της την ερωτά, η μάνα της της λέει:
– Τι έχει το Σουσάνι μου και κάθεται και κλαίει;
– Όνειρο είδα, μάνα μου, πικρό φαρμακωμένο,
   είδα το αδελφάκι μου σπαθί ξεγυμνωμένο.
– Όνειρο είναι, κόρη μου, όνειρο, θα περάσει
   και σένα τ’ αδελφάκι σου στα ξένα θα γεράσει.
   Για τα θεριά τον φάγανε, για κόρη τον ορίζει.
   Απάνω στα μεσάνυχτα οι πετεινοί που κράζουν,
   ακού’ την πόρτα που βροντά κι αγριοτσιγκελιάζουν2.
– Ποιος είναι που τα χτύπησε της πόρτας τα κριτσέλια3;
– Εγώ ’μαι, Σούσα μ’, γη αδερφός, που έλειπα στα ξένα.
– Καλώς το τ’ αδελφάκι μου, καλώς τον αδελφό μου,
   οπού τον επιθύμησα το φετινό το χρόνο.
– Φέρε, Σούσα, νερό να πιω, γιατ’ είμαι κουρασμένο,
   κι από το δρόμο τον πολύ είμαι μπαϊλντισμένο4.
   Μες σ’ ασημένιο μαστραπά5, μες σε γυαλένια κούπα,
   πάνω στα πέντε δάκτυλα παίρνει το κρυονέρι.
– Ποιος είναι, Σουσανάκι μου, στην κλίνη που κοιμάται;
– Γιατρό ’χουμε της μάνας μας και την υπηρετάει.
– Μπροστά με κάνεις κερατά και πίσω πεζεβέγκη6.
   Τραβά χαντζάρι7, τη χτυπά από δεξιά της μπάντα8,
   την άθλια την χτύπησε στο στήθος της αντάμα.
   Παίρνει τα γρόσια9 στην ποδιά, τις λίρες στο πανέρι,
   παίρνει το Σουσανάκι της και πά’ να το γιατρέψει.
– Γιατρέ, που γιάτρεψες πληγές αδελφοχτυπημένες,
   γιάτρεψε και της Σούσας μου, να γιάνει10 της καημένης.
– Πολλές πληγές εγιάτρεψα αδελφοχτυπημένες,
   μα σαν της Σούσας την πληγή δεν είδα της καημένης.
– Να πείτε στο Σαρημπαλή, σαν είναι παλικάρι,
   να κάνει το μνημόρι μου όλο μαργαριτάρι.
   Να πείτε στο Σαρημπαλή, σαν είναι κυπαρίσσι,
   να κάνει στο μνημόρι μου μια κρουσταλλένια βρύση,
   να ’ρχονται νιοι, να ’ρχονται νιες, να ’ρχονται παλικάρια,
   όποιος περνά κι έχει καημό να πιει να τον δροσίσει.
   Όντας την επερνούσαν από της θείας της,
   μικροί μεγάλοι κλαίγανε τα μαύρα φρύδια της.
– Όντας θα με περάσουνε από τα καφενεία,
   πάρε, μικρό μ’, τους φίλους σου και έλα στην κηδεία.
   Όντας με ανεβάζουνε στης εκκλησιάς την πόρτα,
   βάλε, πουλί μου, μια φωνή, να μαραθούν τα χόρτα.
   Όντας την κατεβάζανε τρία σκαλιά στον Άδη,
   σκοτώθη ο Σαρημπαλής, το πρώτο παληκάρι.
   Για δες τα τα κακόμοιρα, για δες τα τα καημένα,
   δεν επαρθήκαν ζωντανά, παρθήκαν πεθαμένα.

-----------------------------
[1] Αναφέρεται με διάφορα ονόματα (Σαρήμπαλης, Σαρήμπαγλης, Σαρήμπεης, Σαριμπαχρής, Σερίφ Μπέης, Σαχλί Μπαλής) ως πλούσιος και όμορφος νέος σε κρητικά τραγούδια, μάλλον Οθωμανός.
[2] αγριοτσιγκελιάζουν: χτυπούν άγρια τα κρικέλια ή της εξώπορτας την τσάγκρα (= κλείστρο πόρτας σε σχήμα τόξου, αγκιστρωτό σαν τσιγκέλι – Γιαννουλέλλης).
[3] κριτσέλια < κρικέλια (τα): μεταλλικοί κρίκοι της εξώπορτας, που είχαν θέση κουδουνιού (Παπάνης).
[4] μπαϊλντισμένος: εξαντλημένος, λιγοθυμισμένος / εδώ: ίσως και αγανακτισμένος, αφού μάλλον έχει πληροφορίες για τη σχέση της αδελφής του με το Σαρήμπαλη και σκοπεύει να τη σκοτώσει (μτχ. του ρ. μπαϊλντίζω/μπαγιλντίζω = λιγοθυμώ, εξαντλούμαι / αγανακτώ, από το τουρκ. bayildim, αόρ. του bayilmak – Ανδριώτης, Παπάνης, Δεμίρης).
[5] μαστραπάς (ο): μεταλλική ή γυάλινη ή πορσελάνινη κανάτα νερού με λαβή (τουρκ. maṣrapa – Ανδριώτης, Παπάνης, Γ. Μαυραγάνης, Χ. Δεμίρης).
[6] πεζεβέγκης / μπεζεβέγκης (τουρκ. pezevenk – Δεμίρης, Λεξικό Δημοτικής, Διαδίκτυο) προαγωγός, μαστροπός, ρουφιάνος / αχρείος, αισχρός άνθρωπος.
[7] χαντζάρι (το): μακρύ πολεμικό μαχαίρι (τουρκ. hanḉer– Ανδριώτης).
[8] μπάντα (η): πλευρά, πλάγιο μέρος, πλάι / πλευρά πλοίου (από ιταλ. banda – Γιαννουλέλλης).
[9] γρόσι / πιάστρο (το, τουρκ. gurus): παλιό τουρκικό νόμισμα με μικρή αξία, που κόπηκε ασημένιο επί Σουλεϊμάν B΄ (1687-1691). Με τη μεταρρύθμιση του Αβδούλ Χαμίτ, 1 γρόσι = 40 παράδες (para) = 120 άσπρα (akce). Ο Ανδριώτης ετυμολογεί τη λ. γρόσι από το μεσν. γρόσι(ν) <βενετ. grosso <μεσν.λατ. (demarius) grossus. [Πηγή: httr://coinsmaniaothoman.tripod.com/turkish_coins.htm].
[10] να γιάνει: να γίνει καλά (γιαίνω < υγιαίνω).
                                                                                                                                                     
Σημειώσεις:
        
α)* Οι δύο εισαγωγικοί στίχοι, που συναντώνται σε διάφορες παραλλαγές σε άλλες περιοχές της Λέσβου και στην Κρήτη, δεν υπάρχουν στην παλιοχωριανή παραλλαγή.

β) Την παραπάνω παραλογή υπαγόρευσε με τραγουδιστή απαγγελία στη Μυρσίνη Μ. Βουνάτσου η Ειρήνη, χήρα Γεωργίου Γρ. Γανώση, στο Παλαιοχώρι, το καλοκαίρι του 1993. Το 2008, η Ειρήνη Γ. Γανώση και η κόρη της Δέσποινα Γανώση - Παυλίδου μας την έστειλαν και γραπτή, με ελάχιστες διαφορές από την α΄ καταγραφή.

γ) Επίσης, το βρήκαμε σε δύο παραλλαγές με τον τίτλο «Της Σούσας» στο βιβλίο της Πόπης Χατζόγλου Μπλάνη «Τραγούδια από την παράδοση της Λέσβου - Παροιμίες - Γνωμικά», Έκδοση Εταιρίας Αιολικών Μελετών, Μυτιλήνη 2005 (η α΄ παραλλαγή από Συκούντα στις σελ. 26-27 και η β΄ παραλλαγή από Αγία Παρασκευή – Βαγιούδα Ψύχα, στις σελ. 28-29). Η συγγραφέας αναφέρει στη σελ. 30 ότι το τραγούδι της Σούσας υπάρχει με λίγες διαφορές και στο βιβλίο της Πέπης Δαράκη «Τραγούδια της Αγίας Παρασκευής». Στη σελ. 315, στο μουσικό παράρτημα, ο Αρχιμανδρίτης Ιερόθεος Τσονάκας ο Αγιορείτης έχει καταγράψει τους δύο πρώτους στίχους της παραλογής σε Βυζαντινή Παρασημαντική γραφή, σε Ήχο Α΄ πα. Ρυθμός τετράσημος.

δ) Μια όμορφη παραλλαγή με τίτλο «Της Σούσας το τραγούδι» έχει καταγράψει από την Αγιασώτισσα Ειρήνη Καμπούρη - Ανδρικού ο Παναγιώτης Νικήτας (1889-1965) στο βιβλίο του «Το Λεσβιακό Μηνολόγιο» (1953) (ανατύπωση στα «Λεσβιακά – Δελτίον της Εταιρείας Λεσβιακών Μελετών», τόμος Α΄, τεύχος Α΄, Μυτιλήνη 2001, σελ. 173-175).  

ε) Δέκα στίχους της παραλογής με τίτλο «Η Σούσα» (Συκαμιά) βρήκαμε στις σελ. 233-234 του βιβλίου του Σπ. Αναγνώστου «Λεσβιακά, ήτοι Συλλογή λαογραφικών περί Λέσβου πραγματειών», φωτομηχανική ανατύπωση από Πανεπιστήμιο Αιγαίου – Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Μυτιλήνη 1996.

στ) Διαδικτυακές πηγές:
-http://www.xorio.gr/index.php?option=com_content&view=article&catid=36:2009-02-06-18-49-49&id=602:2009-12-29-13-36-28
-http://freemp3q.com/
-http://www.youtube.com/watch?v=ZkH7Y6iv01M 

Ευχαριστούμε αυτούς που έφτιαξαν αυτό το βίντεο. 
Πηγή: http://www.youtube.com/watch?v=ZkH7Y6iv01M (ανοίξτε την υπερσύνδεση) 
   

ΚΟΡΙΤΣΙ ΚΡΥΦΟΦΙΛΗΤΟ

ΠΑΛΙΟΧΩΡΙΑΝΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

                                                                     

   Παραλογή

  Κορίτσι κρυφοφίλητο

                                              

   Κορίτσι κρυφοφίλητο και κρυφαγκαστρωμένο
   στο παραθύρι κάθονταν κι έκλαιγε το καημένο.
   Τους μήνες ελογάριαζε και τον καιρό μετρούσε1.
   Την ώρα που λογάριαζε και τον καιρό μετρούσε,
   να και αυτός που πέρναγε στ’ άλογο καβαλάρης.
Ώρα καλή σου λυγερή. – Καλώς τον το χτικιάρη2.
   Απ’ τα ψηλά να κρημνιστείς, στα χαμηλά να πέσεις,
   δέκα γιατροί να έλθουνε και δέκα μαθητάδες
   και δώδεκα γραμματικοί να γράφουν τις γιαράδες3.
   Κι εγώ διαβάτης να περνώ, να διπλοχαιρετάω:
   "Καλώς τα κάνετε, γιατροί, καλώς τα πολεμάτε.
   Ας κόφτουν τα ψαλίδια σας, κρέατα μη λυπάστε.
   Έχω κι εγώ λινό πανί σαρανταπέντε πήχες
   δέκα τις δίνω για ξαντό4 και δέκα για φυτίλια
   τ’ άλλο το περισσότερο σάβανα και μαντήλια."
   Και κείνος αποκρίθηκε με το καμένο αχείλι:
– Μωρή σκύλα, μωρή άπονη, μωρή διαβόλου κόρη,
   δεν ήταν κρίση να με πας, καδής5 να με καλέσεις,
   μόνο με καταρίστηκες6 τέτοια βαριά κατάρα;
   ------------------
   1. άλλη γραφή του β’ ημιστίχιου: “…και τον καιρό εθυμούντο.
   2. χτικιάρης (ο): αυτός που έχει χτικιό, φυματικός, φθισικός // εδώ: η λέξη εκφράζει το μίσος της κοπέλας για τον αίτιο της εγκυμοσύνης της και τη γεμάτη εκδικητικότητα επιθυμία να πάθει αυτός χτικιό, συναισθήματα που γεννά η απελπισία της ανύπαντρης κοπέλας, που σε λίγο καιρό θα ντροπιαστεί γεννώντας ένα νόθο παιδί. Άλλη παραλλαγή του β΄ ημιστίχιου: “… Καλώς τον καβαλάρη”.
   3. γιαράς (ο) / πληθ. γιαράδες (οι): πληγές (τουρκ. yara – Μαυραγάνης, Παπάνης, Ανδριώτης, Χ. Δεμίρης).
   4. ξαντό (το): λαναρισμένο (από το ρ. ξαίνω – Παπάνης, Λεξικό της Δημοτικής) // εδώ: νήματα ή ταινία ή αποστειρωμένο κομμάτι από λινό αραιοϋφασμένο ύφασμα, που χρησιμεύει για το δέσιμο πληγών, αντί για γάζα. Ο Γιώργος Γιαννουλέλλης, στη σελ. 26 του βιβλίου του «Νεοελληνικές ιδιωματικές λέξεις δάνειες από ξένες γλώσσες» (Εκδόσεις «Κείμενα», Αθήνα 1982), στο λήμμα "γάζα", αναφέρει ότι η λέξη γάζα είναι συνώνυμη της ιδιωματικής νεοελληνικής λέξης ξαντί (υποκοριστικό της λ. ξαντός < ξαίνω < πιθ. από περσ. ρ. ghāz-kardan= ξαίνω, χωρίζω σε ίνες) = φυτίλι από το ξέφτισμα παλιού καθαρού βαμβακερού υφάσματος, για τη θεραπεία των πληγών.
   5. καδής / κατής (ο): Τούρκος δικαστής (kadi, Ανδριώτης).
   6. καταρίστηκες < καταράστηκες < καταριέμαι <κατά + αρά (= κατάρα). Η δύναμη της κατάρας του αδικημένου προσώπου θεωρούνταν μεγάλη και προκαλούσε τρόμο. Εδώ η κατάρα της ανύπαντρης γκαστρωμένης και παρατημένης από τον αγαπημένο της κοπέλας προς «αυτόν, το χτικιάρη» προκαλεί το θυμό του και φόβο πως η κατάρα θα πιάσει, γι’ αυτό και θα προτιμούσε να τον πάει στο δικαστήριο. Η τουρκική λέξη "καδής" είναι ενδεικτική της παλαιότητας του τραγουδιού, αφού παραπέμπει στα χρόνια της τουρκοκρατίας. 
            
Σημειώσεις:
α) Την παραπάνω παραλογή υπαγόρευσε με τραγουδιστή απαγγελία στη Μυρσίνη Βουνάτσου η Ειρήνη Γ. Γανώση, στο Παλαιοχώρι, το καλοκαίρι του 1985.

β) Έχει δημοσιευτεί στο 22ο τεύχος του περιοδικού «Τα Παλιοχωριανά» του Συλλόγου Παλαιοχωριτών Αθήνας (Απρ.- Μάιος 1986, σελ. 342).

γ) Το 2008 μας εστάλη εκ νέου γραπτή από την Ειρήνη Γ. Γανώση και την κόρη της Δέσποινα Γανώση - Παυλίδου, με ελάχιστες διαφορές.

δ) Επίσης, το βρήκαμε με τίτλο «Κορίτσι κρυφαγκάστρωτο» στη σελ. 47 του βιβλίου της Πόπης Χατζόγλου - Μπλάνη «Τραγούδια από την παράδοση της Λέσβου - Παροιμίες - Γνωμικά» (Έκδοση Εταιρίας Αιολικών Μελετών, Μυτιλήνη 2005).

Η ΛΥΓΕΡΗ

ΠΑΛΙΟΧΩΡΙΑΝΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
 

    Παραλογή

   Η λυγερή
                                                                            
   Μια λυγερή1, μια έμορφη, μια ζηλεμένη κόρη
   πήγε στη βρύση για νερό, να πιει και να γεμώσει.
   Τρεις έμορφες την απαντούν, τρεις έμορφες της λένε.
– Μουρή λουλή2, μουρή τρελή, μουρή ξεμυαλισμένη,
   ο γιαβουκλούς3 παντρεύεται κι άλλη γυναίκα παίρνει.
   Την ώρα που το λέγανε, να και αυτός περνούσε.
– Ώρα καλή σου, λυγερή. – Καλώς τον το χτικιάρη4.
– Τι να σε κάνω, λυγερή, δεν είν’ από τα μένα,
   είν’ από τη μανούλα μου και τυραγνώ και σένα.
   Έρχεσαι πάλι, λυγερή, κουμπάρα για να γένεις;
– Να πά’ το πω της μάνας μου κι ό,τι μου πει θα κάνω.
– Μάνα μου, με καλέσανε κουμπάρα για να γένω.
– Μουρή λουλή, μουρή τρελή, μουρή ξεμυαλισμένη,
   έχεις πουδάρια να σταθείς, κεφάλι για να κλίνεις,
   έχεις και χεροδάκτυλα, τα στέφανα ν’ αλλάξεις;
– Έχω ποδάρια να σταθώ, κεφάλι για να κλίνω,
   έχω και χεροδάκτυλα, τα στέφανα ν’ αλλάξω.
   Τρεις μέρες κάνει να λουστεί και τέσσερις ν’ αλλάξει
   και άλλες δεκατέσσερις, για να μετασπαράξει5.
   Βάζει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη
   και του κοράκου το φτερό βάζει καμαροφρύδι6.
   Στην εκκλησιά σαν έμπαινε, σαστίσαν οι παπάδες
   και τα μικρά ψαλτόπουλα χάσανε τα χαρτιά τους.
– Παπάδες, μη σαστίσετε, ’λάτε στα πρωτινά σας
   και σεις μικρά ψαλτόπουλα βρείτε τα χαρτιά σας.
   Για δες την απ’ το πασάλειμμα7 κι από το κοκκινάδι,
   η μούρη της μου φαίνεται κ’θαρένιο8 παξιμάδι.
– Δεν είμ’ από πασάλειμμα ούτ’ από κοκκινάδι,
   μόν’ είμαι πλάσμα του θεού και μου ’δωσε τη χάρη.
– Παπά μ’, κι αν είσαι Χριστιανός, κι αν εσηκώνεις τ’ άγια,
   παράθεσε9 τα στέφανα επάνω στην κουμπάρα.
– Άντε, μάνα μ’, να φύγουμε και όνειρο10 το είδα,
   χρυσόν αητό μου δώσανε και πίσω τον επήραν.
– Για δες την την κορούλα μου11 τη μοσχαναθρεμμένη,
   κουμπάρα πήγε να γενεί και νύφη ανεβαίνει.
------------------
1. λυγερή (επίθ.,<μεσν. λυγ-ερός <ουσ. λυγιά+κατάλ. –ερός<αρχ. λιγυρός): ευλύγιστη // μτφ. ψηλή και λεπτή, όμορφη νέα με ευλύγιστο κορμί.
2. λουλή < λωλή (επίθ.): τρελή // άμυαλη, απερίσκεπτη.
3. γιαβουκλούς (ο): αγαπητικός, ερωμένος, εραστής // αρραβωνιαστικός (τουρκ. yavuklu, αρσενικό της λ. η γιαβουκλού = ερωμένη // μνηστή – Ανδριώτης, Δεμίρης).
4. χτικιάρης: αυτός που έχει χτικιό, φυματικός, φθισικός // εδώ με μεταφορική σημασία, για να δείξει το θυμό της για την εγκατάλειψή της.
5. να μετασπαράξει: να συνέλθει από το σπαραγμό της καρδιάς της, από το μεγάλο ψυχικό πόνο που της προκαλεί ο γάμος του αγαπημένου της με μια άλλη (μετά+σπαράζω = καταξεσκίζω // αμτβ. σπαρταρώ // μτφ. προξενώ βαθιά λύπη, ψυχικό πόνο).
6. καμαροφρύδι (το): το τόξο, η καμάρα, η καμπύλη του φρυδιού.
7. πασάλειμμα (το): επάλειψη με φτηνή κρέμα προσώπου και βάψιμο // ψευτομπογιάτισμα // μτφ. πρόχειρη δουλειά (ρ. πασαλείβω: τουρκ. pas (λεκές, βρωμιά)+αλείφω). Μέχρι σήμερα η χρήση καλλυντικών αναφέρεται συχνά με απαξιωτικό τόνο, σε αντίθεση με τη φυσική ομορφιά της γυναίκας.
8. κ’θαρένιο: κριθαρένιο, από κριθάρι // μτφ. αφράτο.
9. παράθεσε: βάλε τα στέφανα σε άλλο πρόσωπο, όχι στη νύφη, αλλά στην κουμπάρα που στέκεται κοντά (ρ. παραθέτω = βάζω κάτι κοντά σε κάτι άλλο // προσφέρω // παραβάλλω, συγκρίνω // αναφέρω.
10. Άντε, μάνα μ’, να φύγουμε και όνειρο το είδα: μιλά η παρατημένη στην εκκλησία νύφη στη μάνα της, αναφέροντας ως κακό οιωνό το όνειρό της. Πολύ διαδεδομένη η πίστη στα προφητικά όνειρα, ιδιαίτερα τις παραμονές σημαντικών γεγονότων της ζωής μας. Ο γαμπρός εμφανίζεται ως χρυσός αητός.
11. για δες την την κορούλα μου: λόγια της μάνας της λυγερής, που καμαρώνει την όμορφη και μοσχαναθρεμμένη κόρη της νύφη, αντί για κουμπάρα.
                                                                                                                                         
Σημειώσεις:
α) Την παραπάνω παραλογή μου έστειλαν γραπτή η Ειρήνη Γ. Γανώση και η κόρη της Δέσποινα Γανώση - Παυλίδου από το Παλαιοχώρι. το 2008.
β) Δύο παραλλαγές με τον τίτλο «Η λυγερή» βρήκαμε στο βιβλίο της Πόπης Χατζόγλου - Μπλάνη «Τραγούδια από την παράδοση της Λέσβου - Παροιμίες - Γνωμικά» (Έκδοση Εταιρίας Αιολικών Μελετών, Μυτιλήνη 2005) στις σελ. 42-43 (Ανιούδα Ψύχα από Αγία Παρασκευή) και 44-45 (Γεωργία Χρυσάφη από Συκούντα).
γ) Μια παρόμοια με την παλιοχωριανή παραλλαγή με τίτλο «Η λυγιρή» έχει καταγράψει από την Αγιασώτισσα Μαρία Κουμλέλλη ο Παναγιώτης Νικήτας (1889-1965) στο βιβλίο του «Λεσβιακό Μηνολόγιο» (1953) [ανατύπωση στα «Λεσβιακά – Δελτίον της Εταιρείας Λεσβιακών Μελετών», τόμος Α΄, τεύχος Α΄, Μυτιλήνη 2001, σελ. 176-177).
δ) Η παραλογή είναι γνωστή πανελληνίως, με το συνήθη τίτλο «Η κουμπάρα που έγινε νύφη». Οι δικές μας αναφορές αφορούν κυρίως σε λεσβιακές παραλλαγές.

ΜΥΡΣΙΝΗ ΒΟΥΝΑΤΣΟΥ

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΘΑΝΑΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΗΣ Κ. ΜΠΟΥΛΜΕ

ΠΑΛΙΟΧΩΡΙΑΝΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

   Τραγούδι για θάνατο Παραδείσης Κ. Μπουλμέ  

  ΄Οσες κι αν είστε λεύτερες, βγάτε στα παραθύρια,
   να δείτε αγγελικό κορμί που θα το φάν’ τα φίδια.
   Ακούσετε τι έγινε δέκα Νοέμβρη μήνα:
   ένα κορίτσι πέθανε, κι έγινε αμαρτία.
   Δεκαοχτώ χρονώ ’γινε, σα λεμονιά ανθούσε,
   σαν πέρδικα μες στο χωριό καμαροπερπατούσε1.
   Σ’ αυτά τα χρόνια η δύστυχη της ήλθε μιαν αρρώστια
   το σώμα της μαράθηκε σαν του Μαγιού τα χόρτα.
   Σεντούκι2 χρυσό της έκαναν με καντιφέ3 ντυμένο,
   να είναι το κορμάκι της στον Άδη αναπαμένο.
   Κι όταν την επερνούσαν από την Αγορά,
   μικροί μεγάλοι κλαίγαν τα μακριά τ’ς μαλλιά.
   Κι όντας την επερνούσαν από το σπίτι της,
   μικροί μεγάλοι κλαίγαν τα μαύρα φρύδια της.
   Κι όντας την επηγαίναν εις την εκκλησιά,
   καμπάνες εχτυπούσαν μ’ ολόμαυρα σχοινιά.
– Καμπάνα παλιοχωριανή, μαύρο είν’ το σκοινί σου,
   το Παραδείσι πέθανε, κι άλλαξε τη φωνή σου.
– Κάνε μου, μάνα, κόλλυβα στ’ Αγιού Γιαννιού τη χάρη
   και βάλτα στο μνημόρι μου, τ’ αηδόνια να τα φάνε.
   ---------------
     1. περπατούσε καμαρωτά
     2. φέρετρο
     3. κατιφές: βελούδο (τουρκ. katife – Παπάνης, Ανδριώτης)

  Σημειώσεις: 
  α. Το παραπάνω στιχούργημα, που το είπαν στην κηδεία της δεκαοχτάχρονης Παλιοχωριανής Παραδείσης Κ. Μπουλμέ, το υπαγόρευσε από μνήμης στη Βουνάτσου Μυρσίνη το καλοκαίρι του 1976 η Αικατερίνη Ι. Κουρτέλη (1904 – 6/11/1980), στο Παλαιοχώρι Λέσβου.

  β. Σε χειρόγραφο "Μητρώον Θανάτων Π" του ιερέα Παλαιοχωρίου Βασιλείου Πανανή, το οποίο ευγενώς μας επέτρεψε να αντιγράψουμε προ ετών ο πατήρ Ευστάθιος Μεταξής, βρήκαμε εγγραφή του θανάτου της Παραδείσης Κ. Βουλμέ στον α/α 149, ημερομηνία θανάτου 14 Νοεμβρίου 1911, ημερομηνία κηδεύσεως 15 Νοεμβρίου 1911, όνομα κηδεύσαντος ιερέως Βασίλειος, τόπος ένθα ετάφη Παλαιοχώριον, πατρίς αποβιωσάσης Παλαιοχώριον.   

     γ. Βέβαια ζήτημα προκαλεί ο τρίτος στίχος του παραπάνω ελεγείου, όπου αναφέρεται ως ημερομηνία θανάτου η 10η Νοέμβρη: "Ακούσατε τι έγινε δέκα Νοέμβρη μήνα". Μία εξήγηση να υποθέσουμε ότι το ελεγείο γράφτηκε εκ των υστέρων, ίσως για να μπει στον τάφο της, όπως συνηθιζόταν στο Παλαιοχώρι. Εμείς νομίζουμε ότι το "δέκα" αναφέρεται συμβατικά, για να ταιριάξουν το δεκαπεντασύλλαβο ιαμβικό στίχο. Άλλωστε υπήρχαν τυποποιημένοι στίχοι, που τους χρησιμοποιούσαν σε πολλά τραγούδια (παράβαλε και "Τραγούδι της Σούσας"). Με το δέκα οι συλλαβές του 3ου στίχου γίνονται 15: 
                
      Α-κού-σε-τε - τι - έ-γι-νε... : α' ημιστίχιο με 8 συλλαβές.
      δέ-κα - Νο-έμ-βρη - μή-να: β΄ημιστίχιο με 7 συλλαβές.

     δ. Άλλες πληροφορίες που αντλούμε από το τραγούδι είναι ότι πέθανε, μετά από πολύχρονη ασθένεια, 18 ετών, άρα θα γεννήθηκε το 1893. Ακόμα, ότι ήταν μια όμορφη μελαχρινή κοπέλα με μακριά μαλλιά και καμαρωτό περπάτημα και ότι όλο το χωριό θρήνησε για το θάνατό της. 
ΜΥΡΣΙΝΗ ΒΟΥΝΑΤΣΟΥ, ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

ΤΟ ΤΟΥΡΚΟΠΟΥΛΟ

ΠΑΛΙΟΧΩΡΙΑΝΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
   Παραλογή
  Το Tουρκόπουλο
                                                                                                                                                                                                                                              
   Ένα Τουρκί Τουρκόπουλο, ενός πασά κλωνάρι,
   μια Ρωμιοπούλα αγάπησε, γυναίκα να την πάρει.
   Η Ρωμιοπούλα το ’μαθε, πολύ της κακοφάνει,
   στον Άγιο Γιώργη1 θέλησε να πά’ να προσκυνήσει.
– Άγιε μου Γιώργη, σώσε με απ’ των Τουρκών τα χέρια,
   θα φέρω οκάδες2 το κερί, οκάδες το λιβάνι
   και με το γιδοτούλουμο3 θα κουβαλώ το λάδι.
   Ανοίξαν τ’ άγια μάρμαρα4 και κρύψανε την κόρη.
   Το ’μαθε το Τουρκόπουλο κι έφθασε καβαλάρης.
– Άγιε μου Γιώργη ένθερμε5 και μέγα τ’ όνομά σου,
   θα βαφτιστώ στην πίστη σου, θα θέσω6 τ’ όνομά σου,
   θα φέρω οκάδες το κερί, οκάδες το λιβάνι
   και με το βουδοτούλουμο7 θα κουβαλώ το λάδι.
   Θα σε χρυσώσω μάλαμα, θα σε φορτώσω ασήμι,
   θα φτιάξω το στεφάνι σου μ’ ολόχρυσο μπρουσίμι8.
   Ανοίξαν τ’ άγια μάρμαρα και ’βγάλαν την κοπέλα,
   την άρπαξε απ’ τα μαλλιά, στο άλογο τη βάζει.
– Άσε με, Τούρκο, απ’ τα μαλλιά και πιάσε με απ’ το χέρι,
   γραφτό9 της τύχης μου ήτανε, για να σε κάνω ταίρι.
                                                                                                
---------------------
   1. Ο Aη-Γιώργης αναφέρεται συχνά στα δημοτικά τραγούδια και στις παραδόσεις μας ως προστάτης κυνηγημένων από Τούρκους Ελληνίδων, που έτρεχαν να ξεφύγουν από τις αρπακτικές ερωτικές διαθέσεις των κατακτητών (πρβλ. παράδοση Παναγίας Κρυφτής). Όμως εδώ συναντάμε μια αντίθετη έκβαση.  
   2. οκά (η) / πληθ. οκάδες: τουρκικό μέτρο βάρους (τουρκ. okka – Ανδριώτης), ίσο με 400 δράμια ή 1.282 γραμμάρια. Χρησιμοποιήθηκε ως κύρια μονάδα βάρους και στην Ελλάδα μέχρι την 1η Απριλίου 1959, που αντικαταστάθηκε από το κιλό (= 1000 γραμμάρια).
   3. γιδοτούλουμο (το): ασκί από δέρμα γίδας, για μεταφορά λαδιού (γίδα + τουλούμι = δερμάτινος ασκός, τουρκ. tulum – Ανδριώτης).
   4. ανοίξαν τ’ άγια μάρμαρα: πρβλ. παράδοση Παναγίας Κρυφτής (Μ. Βουνάτσου, πρδκ. «Τα Παλιοχωριανά», τεύχος 2ο, σελ. 23).
   5. ένθερμος: πολύ θερμός, ολόψυχος // εδώ: ένθερμε = θαυματουργέ.
   6. θα θέσω τ’ όνομά σου: Θα βαφτιστώ και θα πάρω προς τιμήν σου το όνομα Γεώργιος.
   7. βουδοτούλουμο (το): ασκί από δέρμα βοδιού (βόδι/βούδι + τουλούμι, τουρκ. tulum – Ανδριώτης).
   8. μπρισίμι (το, ιδιωμ. μπρουσίμι): μεταξωτή κλωστή (τουρκ. ibrişim – Ανδριώτης).
   9. την άρπαξε απ’ τα μαλλιά: βιαιότητα του Τούρκου, που φανερώνει τις προθέσεις του.
  10. γραφτό της τύχης μου: Μοιρολατρική αποδοχή και ερμηνεία της «προδοσίας» του Άγιου - προστάτη και της αρπαγής της από τον Τούρκο. Αυτή τη μοίρα είχαν κατά την Τουρκοκρατία πολλές όμορφες Ελληνοπούλες, που κυνηγήθηκαν και αρπάχτηκαν βίαια και κλείστηκαν στα χαρέμια των κατακτητών ως παλλακίδες. Σχετικά αναφέρουμε ότι η τουρκική νομοθεσία επέτρεπε γάμο Τούρκου με Ελληνίδα, απαγόρευε όμως γάμο Έλληνα με Τουρκάλα.
                                                                       
   Σημείωση: Την παραπάνω παραλογή μου έστειλαν γραπτή η Ειρήνη Γ. Γανώση και η κόρη της Δέσποινα Γανώση - Παυλίδου από το Παλαιοχώρι. το 2008.
         
ΜΥΡΣΙΝΗ Μ. ΒΟΥΝΑΤΣΟΥ