Κυριακή 26 Μαΐου 2013

ΤΟ ΔΕΝΤΡΙ ΤΗΣ ΥΠΟΜΟΝΗΣ

12 Κείμενα για το 1912
Σάββα Κλειώ
ΤΟ ΔΕΝΤΡΙ ΤΗΣ ΥΠΟΜΟΝΗΣ
(ΔΙΗΓΗΜΑ)
     Θυμάμαι κείνα τα χρόνια, το περιβόλι του σπιτιού μας να το σκιάζει ένα δέντρο, που είχε το παράξενο όνομα Υπομονή. Ένα γέρικο δέντρο τότε πια με γυρτό γκρίζο κορμό, που τα κλωνάρια του έπεφταν από το ένα μέρος και σκέπαζαν τις κεραμιδένιες γλάστρες, που αραδιασμένες πάνω στην πέτρινη πεζούλα άδικα προσπαθούσαν να δείξουν τις κατακόκκινες μελόχες τους και τα παρδαλά σκουλαρίκια. Ωστόσο το χειμώνα στολιζότανε κι αυτό από ένα πλήθος μικροσκοπικά κοκκινωπά μπουμπούκια ανάμεσα στα μικρά καταπράσινα φύλλα.
     Εκεί λοιπόν από κάτω, μικρή έπαιζα τις κούκλες μου και μεγάλη κεντούσα και διάβαζα.
     ― «Έτσι κι εμείς…», μου έλεγε η γιαγιά, «στα παλιά τα χρόνια, τότε που ήμουν κι εγώ κοπέλα, απλώναμε στον ίσκιο της μια καρπέτα, βάζαμε και το σοφρά στη μέση και όλες μαζί παστρεύαμε το σιτάρι. Ό,τι μας το είχαν φέρει από το θέρος και κατρακυλούσε καθάριο κεχριμπάρι μέσα στις σακούλες, έτοιμο πια για το μύλο… Τι όμορφα που ήταν και τότε τα τζιτζίκια! Είχαν τρελό αδιάκοπο γλέντι, κολλημένα στις μυγδαλιές. Κι οι δεκοχτούρες, τα πουλιά του καλοκαιριού, διαλαλούσαν τη χαρά τους, πετώντας από κλαδί σε κλαδί. Κι εγώ σήκωνα τα μάτια μου και καμάρωνα το δεντράκι που μας δρόσιζε στην κάψα του μεσημεριού. Τότε μόλις άρχιζε να μεστώνει λυγερό και καταπράσινο, σαν πρωτόβγαλτη κοπελούδα. Και το καμάρωνα και τ’ αγαπούσα, γιατί εγώ με τα ίδια μου τα χέρια το είχα φυτέψει…»
     ― «Αλήθεια, γιαγιά» ‒ έλεγα εγώ ‒ «πες μου πάλι την ιστορία της “Υπομονής”...»
     Και η γιαγιά, που μικρή δεν μου χαλούσε ποτές το χατίρι και δεν βαριόταν να μου διηγιέται παλιές ιστορίες και παραμύθια, άρχιζε να λέει…
     ― «Ναι! Το θυμάμαι σαν και νἄταν χτες… αχ, κι ας πέρασε μισός αιώνας από τότε. Δεν θἄμουν πάνω από δώδεκα χρονώ, γιατί ακόμα τις πλεξούδες μου δεν τις είχα σηκώσει σε κότσο, μα κρέμονταν στα πλάγια μου γυαλιστερές και κατάμαυρες. Φορούσα και κοντά φουστάνια, ακόμα με φραμπαλάδες και τραχηλιές. Ό,τι άρχισα να μαθαίνω πάνω στο τελάρο τη μετρητή, κι η μάνα μου ξεχώριζε τα μετάξια που θα κεντήσω και μοὔδειχνε και τη βελόνα. Τα έπαιρνα λοιπόν κι έτρεχα να καθίσω στο παραθύρι, να κεντήσω πάνω… Τρεις βελονιές στο τελάρο και δέκα κρυφές ματιές έξω στο δρόμο. Μη γελάς, κόρη μου, αυτό ήταν τότε και το δικό μας σεργιάνι. Δεν ήταν σαν και τώρα λευτεριά. Το νησί μας ήταν ακόμα στη μαύρη σκλαβιά κι οι κοπέλες, όσο μικρές κι αν ήταν, κάθονταν κρυμμένες πίσω από το παραθύρι και, όταν ερχόταν το «κιντί» το απόγεμα, άκουγαν το χότζα, που υμνούσε πάνω στο μιναρέ τον Αλλαάχ του κι η καρδιά μας γιόμιζε καημούς και φόβο.
     » Ύστερα κοιτούσαμε και στο κονάκι ψηλά να κυματίζει η κόκκινη σημαία τους. Πόσο λαχταρούσαμε κι εμείς να ξεδιπλώσουμε τη δική μας τη γαλανή, που αιώνες τώρα κρύβαμε μέσα βαθιά στα μπαούλα μας από γενιά σε γενιά, τη ξανακαινουργιώναμε, για νἄναι καινούργια τη μέρα που θα τη ξεδιπλώναμε, να σμίξει με το χρώμα τ’ ουρανού και του αγέρα.
     » Τη λαχταρούσαμε τη μέρα αυτή και την καρτερούσαμε κι εμείς τα παιδιά, που τ’ ακούγαμε από τους μεγάλους και την προσμέναμε καλύτερα και από τη Λαμπρή. Όλη η κάτω Ελλάδα είχε ξελευτερωθεί. Μονάχα από το βοριά και μερικά νησιά είχαμε απομείνει ακόμα στη σκλαβιά…
     ― "Υπομονή! υπομονή", έλεγαν οι γεροντότεροι καθισμένοι γύρω στα μαγκάλια, ανάβοντας το χοντρό τους τσιμπούκι, κι απ’ έξω ακουγόνταν τα βήματα του ζαπτιέ, να περνά με το γερό του ραβδί έξω από τις πόρτες μας και να χτυπά βαριά πάνω στο πέτρινο καλντερίμι. Και οι μανάδες μας κουνούσαν καρτερικά τα κεφάλια τους, γνέθοντας στο λιγοστό φως του λυχναριού ή πλέκοντας πλατιούς ατραντέδες. Θἄρθει και για μας ποτές αυτή η μέρα;
     » Έτσι λοιπόν κείνο το μεσημέρι καθόμουν στο παραθύρι και κεντούσα και έριχνα και κλεφτές ματιές στο δρόμο. Να! και βλέπω τη θεια-Νερατζούδα, μια τετραπέρατη γριά, πρώτη και καλύτερη για προξενιές, να περνά κουνιστή - κουνιστή, κρατώντας πάνω σ’ ένα μεγάλο ασημένιο δίσκο τ’ αρραβωνιάσματα της Πλουμής, της θυγατέρας του καπετάνιου, που είχε αρραβωνιαστεί με ένα παληκάρι του απάνω μαχαλά.
     » Ήταν ο δίσκος με τ’ αμυγδαλωτά και τα σερμπέτια και τα μεταξωτά μαντήλια και γύρω-γύρω στολισμένος με κάτι μικρά κλωναράκια με πράσινα πλατιά φύλλα κατάφορτα με κόκκινα μπομπούκια.
     » Μου χτύπησαν ευθύς στο μάτι κι έτρεξα χαρούμενη στο δρόμο να δω τ’ αρραβωνιάσματα, μα πιότερο τα όμορφα κλωναράκια…
     ― "Και στα δικά σου, και στα δικά σου", μου λέει γελαστή η θεια-Νερατζούδα.
     ― "Ευχαριστώ, μα τι όμορφα λουλουδάκια, πώς τα λένε;". Ο Θεός συγχωρέστηνε την καημένη, θαρρείς και την ακούω τώρα…
     ― "Δέντρο είναι, κόρη μου, και το λένε “Υπομονή”. Μας τα έφερε ο καπετάνιος από το ταξίδι του έτσι ανθισμένα κλωνάρια". Κι ύστερα σκύβει και μου λέει κρυφά στ’ αυτί: "Είναι από τη λεύτερη πατρίδα μας και ο Θεός να δώσει να μας φέρει και τη λευτεριά…"
     » Το πήρα δακρυσμένη και το έφερα ευλαβικά στα χείλια μου κι ύστερα με αυτό στόλισα τα μαλλιά μου. Έτρεξα και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Τι όμορφο που καθόταν με τα κατακόκκινά του τα κομπάκια στα μαύρα μου τα μαλλιά!
     » Τη μέρα λοιπόν στόλιζα τα μαλλιά μου και το βράδυ το έβαζα σ’ ένα ποτηράκι με νερό, για να μην μαραίνεται. Και μια μέρα που πήγα να το πάρω από το ποτηράκι, είδα ξαφνιασμένη πως το κλωναράκι μου είχε πετάξει μικρές ρίζες από κάτω. Και τότε πήρα την απόφαση: Θα το φυτέψω και θα γίνει κι αυτό δεντράκι. Η μάνα μου τα έχασε η καημένη.
     ― "Είσαι με τα καλά σου, κόρη μου, είναι μαθές δυνατό να πιάσει αυτό;"
     ― "Θα πιάσει, να δεις πως θα πιάσει", είπα εγώ και πήγα σε μιαν άκρια της αυλής μας και το φύτεψα. Τὄχα πάρει πια στο φιλότιμό μου να γίνει. Το πότιζα, τοὔριχνα κοπριά, το σκέπαζα τα χειμωνιάτικα βράδια να μην παγώσει και, όσο έβλεπα πως δεν χαλούσε, τόσο οι προσπάθειές μου γινόντανε μεγαλύτερες.
     » Ώσπου σιγά-σιγά το είδα να πετά βλασταράκια. Έτσι μεγάλωνα εγώ, μεγάλωνε και η “Υπομονή” μου…»     
***
     Σ’ αυτό το σημείο την έκοβα πάντα εγώ.
     ― «Καλέ γιαγιά, πώς γίνεται αυτό; Ένα τόσο μικρό κλωναράκι, που στόλιζες τα μαλλιά σου, να γίνει ένα τόσο μεγάλο δέντρο;»
     ― «Γίνεται, παιδί μου, γίνεται, να! όπως τ’ όνομά του, με την υπομονή και τη θέληση…
     » Όταν έγινα δεκαπέντε χρονώ, εξακολούθησε η γιαγιά μου, είμαστε ίσια-ίσια στο μπόι, μα από ’κει και πέρα κείνο με άφησε κι όλο ανέβαινε και πιο ψηλά. Μαζί μεγαλώσαμε και μαζί γεράσαμε. Αχ, έτσι σαν το δικό μου κορμί, που κύρτωσε από τους καημούς και τα γηρατειά, έγειρε και το δικό του στη γη, θαρρείς να ξαποστάσει…
     » Όμως τι όμορφο δέντρο που ήταν στα νιάτα του και τι δροσιά που μας έδινε το καλοκαίρι! Εκεί από κάτω στον ίσκιο του κάναμε όλες μας τις δουλειές. Ποιος γάμος δεν γινόταν και δεν έστελνα πανέρια κλωνάρια ανθισμένα και ποιες γιορτές! Άφησε που δεν έμεινε σπίτι να μην πάρει να φυτέψει… Μ’ αυτό νεκροστόλισα τη μάνα μου και τον κύρη μου και ύστερα τον άντρα μου. Σ’ όλες τις χαρές και σ’ όλες τις λύπες, μας συντρόφευε.
     » Μα πιο πολύ, η καλύτερη μέρα που το καμάρωσα ήταν η μέρα της λευτεριάς. Νοέμβρης… κι αυτό ό,τι άρχισε να μπουμπουκιάζει, όταν φάνηκαν τα καράβια μας στο πέλαγος… Τι χαρά και τι καρδιοχτύπι ήταν εκείνο!
     » Ήρθε η ώρα πια να ξεδιπλώσουμε κι εμείς τη σημαία μας και να τη στήσουμε πάνω στο κοντάρι, που αιώνες διπλωμένη καρτερούσε…
     » Τότε κι εγώ κατεβαίνω στην αυλή μας, κόβω ολόκληρες αγκαλιές “Υπομονή”, τις κάνω στεφάνια και τις στέλνω κάτω στο γιαλό στα ναυτόπουλά μας. Ύστερα, όταν ανέβηκαν και στο χωριό, τους είδαμε και από κοντά. Περήφανα, λιοκαμένα, με το τιμημένο σπαθί στο πλευρό τους. Μας έφεραν τη λευτεριά. Τα μάτια τους έλαμπαν.
     » Παίρνω ένα μικρό κλωναράκι “Υπομονής”, τόσο όσο μια φορά μου το είχε δώσει η θεια-Νερατζούδα, και τους λέω: “Το βλέπετε; Αυτό το ασήμαντο λουλουδάκι μια φορά κι έναν καιρό τόσο μικρό το έβαλα μέσα στη γης, και μεγάλωσε και θέριεψε κι έγινε δέντρο ολάκερο. Έτσι τόσο μικρός φύτρωσε και στην καρδιά μας ο σπόρος της ελπίδας και της απαντοχής, που κρυφός βαθιά εκεί μεγάλωνε και ακαρτερούσε, ώσπου μπουμπούκιασε και μας έφερε τη λευτεριά και τη Νίκη.”»
     Πάντα έτσι η γιαγιά μου τέλειωνε τ’ αληθινό της το παραμύθι, και τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα…
     Σήμερα στο περιβόλι του σπιτιού μας δεν απόμεινε ούτε ένα παρακλάδι από την παλιά εκείνη “Υπομονή”. Ξεράθηκε ακριβώς το χρόνο που πέθανε η γιαγιά μου…
_____________________
Σημειώσεις:
1. Το κείμενο θα μεταφερθεί σε παλαιότερη ανάρτησή μας (13-4-2013), με τίτλο «ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΛΕΣΒΟΥ-12 Κείμενα για το 1912».
2. Το διήγημα είναι δημοσιευμένο στο περιοδικό του αείμνηστου Γιώργου Βαλέτα «ΑΙΟΛΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» (1971, σελ. 414-416), που συνεχίζει μέχρι σήμερα την έκδοσή του ο γιος του Κώστας Βαλέτας.
3. Η Κλειώ Σάββα γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μήθυμνα, αργότερα ζει στη Λιβαδειά. Το 1976 δημοσίευσε βιβλίο με τίτλο «Στο θαλασσοχώρι εκεί». Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά «Ελληνική Δημιουργία» του Σπύρου Μελά και «Αιολικά Γράμματα» του Βαλέτα.
4. Αναζητήσαμε δέντρο με όνομα «Υπομονή», που ονομάζεται έτσι ίσως γιατί αργεί να ανθίσει. Βρήκαμε α) Δένδρο «Portulacaria afra» ή «Elephant bush», που ευδοκιμεί στην Κύπρο και φτάνει μέχρι 4 μέτρα και φωτογραφίες, με ροζ όμως λουλούδια, στις παρακάτω διευθύνσεις: http://strovoliotis.wordpress.com/2009/06/12/ και http://www.politis-news.com/cgibin/hweb?-A=205410&-V=photos
β) Φυτό «Υπομονή» ή «Κάκτος των Χριστουγέννων» ή «Επίφυλλο» (Epiphyllum oxypetalum) ή «Φυλλόκακτος» στη διεύθυνση: http://www.valentine.gr/Schlumbergera_gr.php                                                  (Πατήστε Ctrl+κλικ, για άνοιγμα υπερσυνδέσεων)
          
 Φωτ. 1: Δέντρο "Υπομονή" (Portucaria afra)                           Φωτ. 2: Φυτό "Υπομονή" ή "Κάκτος Χριστουγέννων"

5. Το παρακάτω λεσβιακό δίστιχο από το βιβλίο της Πόπης Χατζόγλου -Μπλάνη «Τραγούδια από την παράδοση της Λέσβου» (έκδοση Εταιρείας Αιολικών Μελετών, Μυτιλήνη 2005, σελ. 234), επιβεβαιώνει την ύπαρξη δέντρου με όνομα υπομονή στη Λέσβο:

'Λάτε να τραγουδήσουμε με τα χελιδονάκια, 
στο δέντρο της υπομονής να πάνε τα φαρμάκια.