Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΓΙΑ ΜΑΘΗΤΕΣ ~ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ

Καζαντζάκης Νίκος
(Ηράκλειο Κρήτης, 18 Φεβρουαρίου 1883 – Φράιμπουργκ Γερμανίας, 26 Οκτωβρίου 1957)
  
«Αναφορά στον Γκρέκο»
Κεφ. ΣΤ΄. «Ο θάνατος του παππού»

 

     Θα ’μουν ακόμα στο Δημοτικό, όταν ένας βοσκός ήρθε τρεχαπετάμενος από το χωριό και με πήρε να με πάει στον παππού μου, που ψυχομαχούσε, λέει, και με ζήτησε να μου δώσει την ευκή. Θυμούμαι, κάψα, Αύγουστος μήνας, εγώ πήγαινα καβάλα σ’ ένα γαϊδουράκι, πίσω ο βοσκός κρατούσε μια διχαλόβεργα και στην άκρα είχε ένα καρφί και κάθε τόσο νιμάτιζε κι αιμάτωνε το ζο, κι αυτό πονούσε, κλοτσούσε κι έτρεχε. Κι εγώ γύριζα στον αγωγιάτη και τον παρακαλούσα:

     ― Δεν το λυπάσαι; Λυπήσου το, πονάει!

     ― Οι ανθρώποι μόνο πονούνε, μου αποκρίνονταν∙ οι γαϊδάροι είναι γαϊδάροι.

     Μα γρήγορα ξέχασα τον πόνο του ζου, γιατί περνούσαμε τώρα από αμπέλια κι ελιές, και τα τζιτζίκια με ξεκούφαιναν. Γυναίκες τρυγούσαν ακόμα κι άπλωναν τα σταφύλια στους οψιγιάδες να γίνουν σταφίδα∙ μοσκοβολούσε ο κόσμος […]

 

     Είχα ζαλιστεί πια από την κούραση, από τον ήλιο κι από τα τζιτζίκια, κι όταν έφτασα στο σπίτι του παππού μου και τον είδα να κείτεται στη μέση της αυλής και να τον τριγυρίζουν τα παιδιά του και τ’ αγγόνια, χάρηκα∙ γιατί είχε βραδιάσει πια, είχε δροσίσει ο κόσμος, κι ο παππούς μου είχε σφαληχτά τα μάτια και δε με πήρε χαμπάρι∙ κι έτσι γλίτωσα από τη χοντρή του χερούκλα που όπου άγγιζε το δέρμα μου κοκκίνιζε.

     ― Νυστάζω, είπα σε μια γυναίκα που με πήρε στην αγκαλιά της και με κατέβασε από το γαϊδούρι.

     ― Κάμε υπομονή, μου αποκρίθηκε αυτή, όπου να ’ναι ο παππούς σου θα ξεψυχήσει∙ να ’σαι κοντά του, να σου δώσει πρώτα την ευκή.

     Δώρο θαματουργό, ένα παιχνίδι ακριβό μου φάνταζε πως ήταν η ευκή αυτή που κίνησα από τόσο μακριά για να την πάρω∙ θα ’ταν η τρίχα του δράκου, που λεν τα παραμύθια, την κρατάς φυλαχτό, και στη μεγάλη ανάγκη την καις κι έρχεται ο δράκος και σε γλιτώνει. Περίμενα λοιπόν ν’ ανοίξει τα μάτια του ο παππούς και να μου δώσει την τρίχα.

     Τη στιγμή εκείνη έσυρε φωνή ο παππούς και κουλουριάστηκε απάνω στην προβιά που του ’χαν στρώσει.

     ― Είδε τον άγγελό του, είπε μια γριά∙ όπου να ’ναι θα παραδώσει την ψυχή του.

     Έκαμε το σταυρό της, πήρε ένα κομμάτι κερί κι άρχισε να το ζεσταίνει με την ανάσα της και να το πλάθει στα δάχτυλά της να το κάμει σταυρό, να σφραγίσει τα χείλια του πεθαμένου.

      Ένας από τους γιους του, με αγκαθωτά κορακάτα γένια, σηκώθηκε, μπήκε μέσα κι έφερε ένα ρόδι και του το ’βαλε στη φούχτα, να το πάρει στον Άδη.

     Ζυγώσαμε όλοι και τον κοιτάζαμε∙ μια γυναίκα έκαμε να σύρει μοιρολόι, μα ο γιος με τα’ αγκαθωτά γένια της έφραξε το στόμα:

     ― Σώπα!

     Άνοιξε τα μάτια ο παππούς, έγνεψε∙ όλοι ζύγωσαν ακόμα πιο κοντά∙ στον πρώτο γύρο οι γιοι του, πίσω τ’ αγγόνια τ’ αρσενικά, πιο πίσω οι θυγατέρες κι οι νυφάδες. Άπλωσε ο γέρος τα χέρια του∙ μια γριά του ’βαλε ένα μαξιλάρι πίσω από το σβέρκο. Ακούστηκε η φωνή του γέρου:

     Έχετε γεια, μωρέ παιδιά, είπε∙ έφαγα τα ψωμιά μου, πάω. Γέμισα την αυλή παιδιά κι αγγόνια, γέμισα τα πιθάρια μου λάδι και μέλι, γέμισα τα βαρέλια μου κρασί, παράπονο δεν έχω. Έχετε γεια!

     Κούνησε τα χέρια, αποχαιρετούσε. Γύρισε αργά, κοίταξε όλους, έναν ένα∙ εγώ είχα ξεχάσει την ευκή, ήμουν κρυμμένος πίσω από δυο τρία ξαδέρφια μου και δε με είδε. Κανένας δε μιλούσε∙ άνοιξε πάλι ο γέρος το στόμα:

     ― Στυλώστε τ’ αυτιά, μωρέ παιδιά, ακούστε τις στερνές παραγγελιές μου: Έχετε το νου σας στα ζωντανά, στα βόδια, στα πρόβατα, στα γαϊδούρια∙ μη θαρρείτε, έχουν ψυχή κι αυτά, ανθρώποι είναι κι αυτά, μόνο που φορούν προβιές και δεν μπορούν να μιλήσουν∙ ανθρώποι παλαιικοί ’ναι, δίνετέ τους να τρώνε. Έχετε το νου σας και στα λιόδεντρα και στ’ αμπέλια, να τα κοπρίζετε, να τα ποτίζετε, να τα κλαδεύετε, αν θέτε να σας κάνουν καρπό∙ παλαιικοί ανθρώποι είναι κι αυτά, μα πολλά παλαιικοί, και δε θυμούνται∙ μα ο άνθρωπος θυμάται, και γι’ αυτό, μαθές, είναι άνθρωπος. Ακούτε; Για μπας και μιλώ σε κουφούς;     

     ― Ακούμε, γέρο, ακούμε… απηλογήθηκαν μερικές φωνές […]

 

     Είχα γλιστρήσει στην πρώτη γραμμή, ο θάνατος πάντα, είπαμε, ήταν ένα παράξενο μυστήριο και με τραβούσε, ζύγωσα να δω από κοντά τον κύρη της μάνας μου να πεθαίνει.

     Με πήρε το μάτι του.

     ― Ε, καλώς το, έκαμε, καλώς το Καστρινάκι, σκύψε να σου δώσω την ευκή μου.

     Η γριά που κρατούσε κι έπλαθε το κερί μου φούχτωσε το κεφάλι και το χαμήλωσε∙ ένιωσα τη βαριά χερούκλα απάνω σε όλο μου το πανωκαύκαλο:

     Έχε την ευκή μου, αγγόνι Καστρινό, είπε, και να γενείς μια μέρα άνθρωπος.

     Κούνησε τα χείλια του να πει κι άλλα, μα ’χε πια εξαντληθεί, σφάλιξε τα μάτια.

     ― Κατά πού, μωρέ, βασιλεύει ο ήλιος; ρώτησε με ξέψυχη φωνή∙ γυρίστε με κατά κει!

     Δυο γιοι τον έπιασαν, τον γύρισαν κατά τη δύση.

     ― Έχετε γεια! μουρμούρισε∙ φεύγω!

     Έβγαλε βαθύ στεναγμό, τέντωσε τα πόδια, και κύλησε το κεφάλι του από το μαξιλάρι και χτύπησε στις πέτρες της αυλής.

     ― Πέθανε; ρώτησα ένα αξαδερφάκι μου.

     ― Ούου, πάει αυτός! μου αποκρίθηκε∙ πάμε να φάμε!

 

* Ο παππούς, πατέρας της μητέρας του Μαρίας Χριστοδουλάκη από το χωριό Ασυρώτοι, το σημερινό Κρυονέρι του Δήμου Κουλούκωνα νομού Ρεθύμνου.

 

(Νίκου Καζαντζάκη μυθιστόρημα «Αναφορά στον Γκρέκο», εκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη, Αθήνα 1982, κεφ. ΣΤ΄, σελ. 64-67)