Παρασκευή 5 Αυγούστου 2022

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΔΙΑΤΡΟΦΗ

         

ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙ

 

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΕΙΣ ΦΡΑΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΔΙΑΤΡΟΦΗ


Περιέχουν λέξεις ή φράσεις που παραπέμπουν άμεσα ή έμμεσα σε φαγητά, όργανα, λειτουργίες και συνήθειες σχετικές με τη διατροφή και την πέψη. Οι περισσότερες είναι γραμμένες στο γλωσσικό ιδίωμα του Παλαιοχωρίου Λέσβου, τη ντοπιολαλιά της ιδιαίτερης πατρίδας μου:  

 

• Αβγό χουρίς κουρκό είνι.

• Αγάλια-αγάλια γίνιτι η αγουρίδα μέλ’.

• Αέρα κοπανιστό θα τρώνε.

• Αλλού πανίζ’ τσ’ αλλού φουρνίζ’.

• Άμα θύμουσις, πιε ξύδ’.

• Άμα κάναν οι μπαμπούρ’ μέλ’, θα ’τρουγα τσι γω η καημέν’.

• Άμα ρίχν'ς λάδ' στα πράσα, πρέπ' να κοιτάς αλλού.  

• Αν δεν κλάψει το παιδί, η μάνα δεν του δίνει να φάει.

• Άπιαστα πουλιά, δέκα στουν παρά.

• Απ’ κ’ μύγα βγάζ’ ξύγκ’.

• Απ’ κ’ πείνα να πιθάν’ς, θα πουν απ’ κ’ χόρτασ’.

• Από εκεί που θα π’δήξ’ η κατσίκα, θα π’δήξ’ τσι του κατσ’καδέλ’.

• Από την πόρτα σου περνώ και τηγανίζεις ψάρια.

• Απ’ τουν τράγου βγάζ’ γάλα.

• Απού μέσα τ’ς έχ’ τσι γλίνις.

• Απού σβέρκου ψούν’σις (ειρωνεία).

• Απού του γάμου έρχουμι, ωχ μάνα μ’ σα π’ π’νώ.

• Απ’ τους έκανι η γρούνα γρουνέλια, πλύμα ένι χόρτασι.

• Άσπρη μου γλυκιά Σουλτάνα, ζυμωμένη με το γάλα.

• Αυγά σ’ καθαρίζουν;

 

• Βαρουμύρουδους κουλιός γίνισι.

• Βγάζ’ του ψουμί τ’ δύσκουλα.

 

 ̶  Γεια σου, γέρο.  ̶ Κουκιά σπέρνω (βαρηκοΐα, ασυνεννοησία).

• Γη αλιπού στουν ύπνου τ’ς πικ’ναρέλια βλέπ’.

• Για ένα κομμάτι ψωμί…

• Γλυκάθ’τσι γη γριγιά στα σύκα τσ’ έφαγι τσι τα σ’κόφ’λλα.

• Γονιοί τα τρώνε τα ξινά και τα παιδιά μουδιάζουν.

 

• Δεν έχει να λαδώσει το άντερό του.

• Δεν έχει ψωμί να φάει.

• Δεν μπουρώ να του χουνέψου.

• Δό’ μ’ του φ’νοίτσι μ’ τσ’ έχου δ’λειά, να παγαίνου σκ’ Καρουλιά, να φουρτώσου κουπριά.

• ’Δώκασι τ’ς γριάς τ’ αυγό, ήθιλέ του τσι ρουφτό (υπερβολική απαίτηση, αδιαντροπιά).

 

• Έγινι νόστιμου σα λουκούμ’.

• Είναι τσανακογλύφτης.

• Είνι γλυφουκστέλα.

• Είνι νησ’κό (νηστικό) μάκ’.

• Είνι πουνηρή σουπιά.

• Είνι χουρτάτου μάκ’.

• Έμεινε στήλη άλατος (φόβος ή κατάπληξη).

• Ένα μήλο την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα.

• Έν (δεν) έχ’ αχλάδα να κριμάσ’ τουν τρουβά τ’.

• Έν έχ’ λάδ’ ν’ αλείψ’ του μαντάτσ’ τ’.

• Έν (δεν) έχουμι λιμόν’ να σαπίσ’ (δεν βιαζόμαστε).

• Έσπασε η χολή μου (φόβος).

• Έσφαξι του μόσχου του σιτευτό.

• Έταξι λαγούς μι πιτραχήλια.

• Ε’ (δεν) τρώγ’ άχυρα.

• Έφαγι τουν περίδρουμου.

• Έχουν να τραβήξουν οι στσύλ’ άντιρα.

 

• Ζει με τον αέρα.

 

• Η γλώσσα τ’ στάζ’ μέλ’ (γλυκομίλητος ή κόλακας).

• Η γλώσσα τ’ στάζ’ φαρμάτσ’.

• Η γριά η κότα έχ’ του ζ’μί.

• Η καλή νοικοκυρά πριν πεινάσει μαγειρεύει.

• Η κότα έκανι τ’ αυγό ή του αυγό την κότα; (άλυτος γρίφος).

• Η μάνα σ’ ήταν σκόρδου τσι τσύρ’ σ’ ήταν κρουμμύδ’

  τσι συ απού ποιον επήρις τσι γίν’τσις καραφύλ’ (γαρύφαλο).

• Η παντρειά θέλ’ άλας τσ’ άλας.

• Η χουρτάτους του νησ’κό ε’ τουν θ’μάτι.

 

 

• Θα κόψ’ η μπόρα, θα ψυγούν τα λάχανα.

• Θα πούμι του ψουμί ψωμάκ(ι).

• Θα σ’ βγάλου του λάδ’.

• Θα σι κάνου τ’ αλατιού.

• Θα σι μάθου πώς του τρίβουν του πιπέρ’.

• Θα φάμι μι χρυσά κουτάλια.

• Θέλ’ τσι κ’ πίτα ουλόκληρ’ τσι του στσύλου χουρτάτου.

 

• Ιννιά νουμάκ’ ιννιά ψουμιά, ιγώ η καημένους ένα.

• Ισύ να λέγ’ς του Σάββατου μια πίτα τσι κ’ Κυριακή μια κ’λίκα (μην ανακατεύεσαι, το λένε κυρίως σε νεαρά άτομα).

 

• Κάθι μέρα αυγά τσι π’λιά.

• Κάθι πράμα στου τσιρό τ’ τσ’ η κουλιός τουν Αύγουστου.

 ̶  Καλησπέρα, γέρου. – Κ’τσιά σπέρνου!

• Κάλλιο ξερό ψωμί στο σπίτι μου, παρά στα ξένα ζάχαρη και να ορίζουν άλλοι.

• Καλό τσανάκι είναι.

• Κάνι όριξ’ (όρεξη).

• Κάποιου λάκκου έχ’ η φάβα.

• Κάποιους φούρνους θα γκριμίστ’τσι.

• Καταπίνει πολλά.

• Κάτσι στ’ αυγά σ’.

• Κι είνι η κάβουρας, κι είνι του ζ’μί τ’.

• Κι να προυτουθυμηθώ, κρουμμύδι μ’ καυτιρό!

• Κουλιός τσι κουλιός τσ’ απ’ ένα βαρέλ’.

• Κουλιός τσι σαρδέλα τσ’ απού μια βαρέλα.

• Κουλουτσύθια μι κ’ ρίγαν’.

• Κούριψι τ’ αυγό, πάρ’ του μαλλί τ’.

• Κρέας ωμό, ψάρι ψημένο.

• Κ’τσιά έφαγις τσι κ’τσιά μαρτυράς.

• Κ’τσιά μιτριμένα.

 

• Λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του.

• Λάδωσε τ’ αντεράκι του.

• Λέγ’ κ’ σκάφ’ σκάφ’ τσι τα σύκα σύκα (ειλικρίνεια, ντομπροσύνη).

• Λίγα είνι τα ψουμιά τ’.

• Λίγου-λίγου του λαδέλ’ τσ’ είνι η χρόνους σα π’γαδέλ’ (οικονομία).

• Λόγια τ’ς καραβάνας.

 

• Μαλακό κι αφράτο σαν αυτόζ’μους.

• Με ξένα κόλλυβα.

• Μ’ έπιασι λίμα (τρομερή πείνα).

• Μήδι ουμός τρώγισι, μήδι ψ’μένους.

• Μήλο της έριδος.

• Μήνας που θρέφ’ τ’ς έντεκα.

• Μήνας του μέλιτος.

• Μην πικιέσι σαν τ’ ουμό του κ’τσί (μην πετάγεσαι σαν το ωμό κουκί).

• Μιγάλου λουκ’μά φάγ’, μιγάλου λόγου μην πεις.

• Μι καλό κάτσι τσι φάγ’ τσι νησ’κός σήκου τσι φύγια.

• Μι τα ίσα τσι τα μάινα βγαίνουν οι παλαμίδις.

• Μι τ’ αυγό στουν κώλου (βιασύνη).

• Μι του δ’κό σ’ κάτσι τσι φάγ’ τσ’ αλιβερίσ’ μη κάν’ς.

• Μι τ’ς πουρδές ε’ (δεν) βάφουντι αυγά.

• Μου γυρίζ’ τ’ άντερα.

• Μου έψησι του ψάρ’ στα χείλια.

• Μου ήρθι λουκούμ’.

• Μου κάθεται στο στομάχι.

 

• Να λείπ’ του βύσσ’νου.

• Να παράδις, δό’ μ’ κουκάλις.

• Να πλύν’ς του στόμα σ’ μι α(ν)θόνιρου, άμα μ’λάς για του γιο μ’.

• Νερό κι αλάτι όσα είπαμι (συμφιλίωση).

• Νηστικό αρκούδι δεν χορεύει.

• Ντερλικώνω.

 

• Όγιους φ’λάγ’ τουν ουντά, τσείνους τρώγ’ τσι τουν τσιρβά (σούπα).

• Όκ’ είπαμι, νιρό τσ’ αλάτ’ (συμφιλίωση).

• Όπ’ ακούς πουλλά τσιράσια, βάστα μικρό καλάθ’.

• Όποιους έχ’ πουλύ πιπέρ’ βάζ’ τσι στα λάχανα.

• Όποιους έχ’ πουλύ πιπέρ’ βάζ’ τσι στου ρ’ζόγαλου.

• Όποιους καεί στη μουσταλευριά, φυσά και το γιαούρτι.

• Όποιους καεί σ’ ψουμαγειριά, φ’σά τσι του γιαούρτ’.

• Όταν δεν θέλει να ζυμώσει η νοικοκυρά, δέκα μέρες κοσκινίζει (αναβλητικότητα).

• Όταν σειούσαν την αχλάδα, όσοι ’λάχαν, τόσοι ’φάγαν.

• Όταν τσ’μάτι (κοιμάται) του μουρό μας, ψουμί δε γυρεύγ’.

• Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος.

• Ούτι σάλιου δεν του ’μεινε.

 

• Παλαμίδα ρεύγισι (ορέγεσαι), ντιγμιντέ να φας κουλιό (έχεις υψηλές προσδοκίες, αλλά είναι δύσκολο να κερδίσεις και τα λίγα).

• Παράβρασι τσι γίν’τσι σα λαπάς.

• Πας σκ' Αγκαθιρή τσ' έρχισι τσ' 'εν έχουν κρυώσ' ακόμα τα κ'γαν'τά τα κουλουτσθέλια.  

• Παστουμέν’ σα σαρδέλις.

• Παστρικούλα μαγειρεύγ’, αντί στουν έναν, δυο γυρεύγ’.

• Παστρικούλα μαγειρεύγ’, πατσαβούρα ε’ γυρεύγ’.

• Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.

• Πέτυχε λαβράκι.

• Πίσου έχ’ γη αχλάδα κ’ ουρά.

• Πίτα π’ ε’ τρως, μι σι μέλει κι έχ’ μέσα.

• Πιτάχτσι σαν του κουλουτσ’θουπτάρ’.

• Πλάκουσι η μαρίδα (η μικρολογιά).

• Πλέμουν τα μήλα στου γιαλό, πλέμουν τσ’ οι καβαλίνις.

• Πότε αυγά, πότε τυρί, δεν μας λείπει η αρτυμή.

• Πριν π’νάγ’ς να μαγειρεύγ’ς.

 

• Ρεπανάκια για την όρεξη.

 

• Σα δε βρέξ’ς κώλου, ψάρια ε’ πιάν’ς.

• Σαν του άλας σ’ αγαπώ.

• Σκόρδα στα μάτια σου (μάτιασμα, βασκανία, αντιβασκανικό ξόρκι).

• Στάζουν μέλι (ή φαρμάκι) τα λόγια του.

 

• Τα λόγια είνι λόγια, τα μακαρόνια έχουν του φαΐ.

• Τα μάτια σου είν’ το γλυκό, τα φρύδια σ’ κουταλάκια

  και τ’ άλλο το υπόλοιπο δίσκος με ποτηράκια.

• Της ξενιτιάς τα βάσανα είναι πολύ μεγάλα,

  σαν την ελιά την πράσινη, που φέρνει φαρμακάδα.

• Το κατάπια κι αυτό (ανοχή).

• Το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει (κληρονομικότητα, γονεϊκό παράδειγμα).

• Τον είδε και του κόπηκε η όρεξη.

• Τότι π’ δέναν τ’ς στσύλ’ μι τα λουκάνικα.

• Του φκ’νό (φτηνό) του κριγιάς του τρών’ οι στσύλ’ (σκύλοι).

• Τραχανά έχουμι απλουμένου.

• Τσάμπα ξύδ’ γλυκό σα μέλ’.

• Τσείνους π’ φ’λάγει τουν ουντά, τσείνους τρώει του τσιρβά (εκείνος που κάθεται κοντά στο μαγειρειό, αυτός τρώει τη σούπα).

• Τσι του στσύλου χουρτάτου τσι του ψουμί ουλόκληρου.

• Τσ’λά τ’ αυγό, αλί στ’ αυγό. Τσ’λά η πέτρα, πάλι αλί στ’ αυγό.

• Τσύλ’σι η τσιντιρές τσ’ ήβρι του καπάτσ’.

 

• Φάγαμι ψουμί τσ’ αλάτ’ μαζί (πολύχρονη και σταθερή φιλία, μοίρασμα δυσκολιών).

• Φάε λάδι κι έλα βράδυ (αφροδισιακές ιδιότητες λαδιού).

• Φάε τη γλώσσα σου.

• Φάτι μάκια ψάρια τσι τσ’λιά μ’ πιρίδρουμου.

 

• Χέσ’κα απ’ του φόβου μ’.

 

• Ψάρια στου γιαλό, του κ’γάν’ (τηγάνι) σκ’ φουκιά.


Συμπληρώσετε κι εσείς άλλες παροιμίες σχετικές με φαγητά…