Τετάρτη 26 Απριλίου 2023

ΜΑΥΡΑΓΑΝΗ Ξ. ΣΤΡΑΤΗ «ΠΑΝΑΓΙΑ – ΚΡΥΦΤΗ»


Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΡΥΦΤΗ

 

      Τώρα που τέλειωσαν οι πανηγυρισμοί για την τοπική μας γιορτή της Παναγίας Κρυφτής, που γίνεται κάθε Δευτέρα μετά την Κυριακή του Θωμά στην ομώνυμη παραθαλάσσια περιοχή νοτιοδυτικά του Παλαιοχωρίου, διαβάστε τη θρησκευτική-εθνική παράδοση, γραμμένη από την πένα του συγχωριανού μας Γυμνασιάρχη Στρατή Ξ. Μαυραγάνη το 1927 στην εφημερίδα “ΣΑΛΠΙΓΞ” της Μυτιλήνης. Όσοι γεννηθήκαμε και περάσαμε τα παιδικά μας χρόνια στο Παλαιοχώρι την έχουμε ακούσει δεκάδες φορές από τους μεγαλύτερους. Ο αείμνηστος συμπατριώτης μας, που ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τη λαογραφία, αφηγείται με λυρισμό την τραγική καταδίωξη της Ελληνοπούλας από τους Τούρκους, που, σαν έφτασε στα πανύψηλα αδιαπέραστα βράχια, παρακάλεσε την Παναγιά να τη σώσει, και τότε τα βράχια άνοιξαν και την έκλεισαν για πάντα στην πέτρινη αγκαλιά τους. Η κοπέλα γλίτωσε από την ατίμωση και καθαγιάστηκε, έγινε η Παναγία Κρυφτή… Μάθετε την παράδοση για τη δική μας Παναγιά, αφηγηθείτε την στα παιδιά σας και σε όποιον ξένο σας ρωτήσει, κάνετε σύγκριση με σημερινά περιστατικά αρπαγών και κακοποιήσεων και κατανοήσετε το βαθύτερο νόημα της γιορτής και της διατήρησης της προφορικής μας παράδοσης. Ας έχουν την ευλογία της Παναγίας Κρυφτής όσοι διαβάσουν και διασώσουν την παράδοσή της...


ΣΤΡΑΤΗ ΜΑΥΡΑΓΑΝΗ «ΛΕΣΒΙΑΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ»

 

Παναγιά - Κρυφτή

 

 

                                                                                                                                                                                     «Αφέντη μου Άη Γιώργη μου, χώσε με το κοράσιο

                                       να κάμω τα ’μπα σου χρυσά και τα ’βγα σου ασημένια

                                       και τα ξυλοκεράμιδα ούλο μαργαριτάρι».

                                       Εσκίσανε τα μάρμαρα κι εμπήκε η κόρη μέσα.

     

     Και στα τραγούδια μας τα δημοτικά και στις παραδόσεις μας οι ώμορφες Ελληνίδες στα πρώτα χρόνια της σκλαβιάς παρουσιάζονται κυνηγημένες από τους Τούρκους. Ήτανε o στόχος των κατακτητών μας τα θέλγητρα κάθε ώμορφης Ελληνοπούλας. Μα πάντα εκείνες αντιστέκονται, φεύγουν, κρύβονται και στο τέλος, όταν κοντεύουν πεια να πέσουνε στα χέρια άγριου Σαρακηνού, απροστάτευτες ολότελα, καταφεύγουνε στο Θεό, στον ευσπλαχνικό θεό των Χριστιανών. Ζητούν τη βοήθειά του και Κείνος τις προστατεύει. Πότε ανοίγει η Γη και τις σκεπάζει, πότε τις δέχεται προστατευτικά μια σκοτεινή σπηλιά.Εκεί οι Χριστιανοί, σαν περνούσανε τα χρόνια, χτίζανε ένα εκκλησάκι και δοξολογούσανε ωρισμένη μέρα του χρόνου, αυτή που δε δέχτηκε να γίνη Τούρκισσα.

      Έτσι σε πολλά μέρη βρίσκονται ακόμα και τώρα τέτοια εκκλησάκια, που δεν είναι χτισμένα για κανένα από τους «ανεγνωρισμένους», ας πούμε έτσι, αγίους, αλλά για μια καινούργια άγνωστη ανεπίσημη αγία. Και ό,τι ξέρουμε γι’ αυτές το ξέρουμε μονάχα από την παράδοσι. Οι γύρω χωριανοί έχουνε να σας πούνε ένα θρύλο, που τον άκουσαν κι εκείνοι από τους παληούς.

Κι εδώ σ’ εμάς προς τα δυτικά του Πλωμαριού, κοντά στην ακρογιαλιά ανάμεσα σε κάτι βράχους που τ’ αντίκρυσμά τους σε τρομάζει, και που όλες οι γούβες τους είναι γεμάτες αγριοπερίστερα, και αντηχούνε οι σπηλιές τους άγρια, σ’ αυτή την ακρογιαλιά βρίσκεται ένα εκκλησάκι που για σκεπή του και για τοίχους έχει κάτι βράχους που ποτέ δεν στεγνώνουν και μόνο από το μπροστινό μέρος είνε χτισμένο ένα χαμηλό ντουβάρι. Κάθε Δευτέρα μετά την πρώτη Κυριακή μετά το Πάσχα θα γιορτάσουνε εδώ την «Παναγιά Κρυφτή». Έτσι λέγεται η Παναγία για την οποία κάθε χρόνο την ίδια μέρα θα γίνη αυτό το Πανηγύρι.

«Παναγιά-Κρυφτή», Παναγιά δηλαδή Κρυμμένη ή Παναγιά που κρύφτηκε.

Απ’ όλα τα χωριά θα τρέξουνε αυτή τη μέρα στο εξωκκλήσι τούτο και την ήσυχη θάλασσα θα αυλακώσουν άπειρες βάρκες που κουβαλούνε κόσμο για το πανηγύρι. Μα κι από πάνω απ’ το βουνό σαν τα μυρμήγκια ο κόσμος κατεβαίνει προς τα κάτω.

Και για το εκκλησάκι αυτό και για την αγία που γιορτάζει υπάρχει ο ίδιος θρύλος. Τον ξέρουνε όλοι οι χωριανοί. Στα χρόνια της Τουρκιάς κάποιος μπέης θέλησε ν’ αρπάξη για το χαρέμι του μια Ρωμηοπούλα, την πειο ώμορφη και πειο πλούσια του χωριού. Έστειλε τον αράπη του στον πατέρα της ξακουστής στην ωμορφιά χωριατοπούλας και κείνος απ’ το φόβο του την έδωσε. Μα τι θἄκανε κιόλας. Αν δεν την έδινε με το καλό, θα του την έπαιρνε ο μπέης με το ζόρι. Μα η κόρη δεν ήθελε ν’ ακολουθήση τον αράπη. Πήγε κείνος να το πη στον μπέη του. Η Ρωμηοπούλα τρελλή απ’ την τρομάρα της ρίχτηκε έξω απ’ το σπίτι κι άρχισε να τρέχη στην ακρογιαλιά. Ξυπόλυτη, η καλομαθημένη, έτρεχε πάνω στα μυτερά χαλίκια και τα πόδια της αρχίσανε σε λίγο να ματώνουν και να ραντίζουνε τα βράχια με το αίμα τους. Μα κείνη όλο έτρεχε. Πού πήγαινε; Και κείνη καλά - καλά δεν ήξερε. Σε λίγο βλέπει πίσω της τον αράπη κι άλλους πέντε Τούρκους να την φωνάζουνε να σταματήση. Είχε αρχίσει το κυνήγι. Ο μπέης την ήθελε με κάθε τρόπο. Έπρεπε να κάνουνε το κάθε τι για να την πιάσουν, αλλιώς θα χάναν το κεφάλι τους. Τρέχει εκείνη σαν το λάφι που κυνηγιέται από λύκους άγριους. Σε λίγο έφτασε σ’ αυτό το μέρος, στη «Παναγιά Κρυφτή». Το βουνό κατέβαινε κάθετα και χωνότανε βαθειά μέσα στη θάλασσα. Αδύνατο να περάση αντίκρυ. Το άπονο βουνό στεκότανε μπροστά της ολόρθο, αμείλικτο, σκληρό. Ή έπρεπε να πέση μέσ’ τη θάλασσα, ή να παραδοθή στους Τούρκους που όλο και κοντεύανε.

Γύρισε προς τον ουρανό τα μάτια της και παρακάλεσε ολόθερμα τη μάνα του Χριστού. Οι Τούρκοι δεν ήτανε παρά δυο βήματα μακριά της. Γελούσανε εκείνοι και γυαλίζανε τα άσπρα δόντια τους και της πετούσανε βρωμόλογα.

Ήτανε σίγουροι πως θα κέρδιζαν το μπαξίσι απ’ το μπέη.

Μα ξαφνικά μπροστά της βλέπουνε κι ανοίγει μια σπηλιά και μέσα κρύβεται η Ρωμηοπούλα.

Τα χάσανε. Κυττάζανε ο ένας τον άλλον άφωνοι, βουβοί, όλο τρομάρα.

Τόσο φοβήθηκαν, ώστε δεν ξαναγύρισαν πίσω στον μπέη. Τράβηξαν σ’ ένα μακρυνό χωριό, βαφτίστηκαν κι ύστερα από χρόνια ήρθανε κι έχτισαν μπροστά σ’ εκείνη τη σπηλιά, που μέσα είδανε να χάνεται η ώμορφη Χριστιανή, το χαμηλό ντουβάρι. Από τότε γιορτάζουνε εδώ σ’ αυτό το εκκλησάκι την Παναγιά-Κρυφτή.

 

Πλωμάρι                                                                                                                                                                                                                                                       ΣΤΡ. ΜΑΥΡ.

(εφ. «ΣΑΛΠΙΓΞ» Μυτιλήνης, Τρίτη, 20-12-1927,

Αριθμός φύλλου 4912, σελ. 1η)