Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

"ΤΟ ΟΡΦΑΝΟ" ~ ΠΟΙΗΜΑ ΕΙΡΗΝΗΣ ΓΑΝΩΣΗ

"Καλή Σχολική Χρονιά 2016-2017"
Σκοπός του Σχολειού να μας διδάξει γνώσεις και ανθρωπιά   


Ένα ποίημα που απήγγειλε στο Δημοτικό Σχολείο
η Ειρήνη Κουραχάνη-Γανώση

Θυμάστε κάποιο ποίημα από το Δημοτικό σχολείο; Παλαιότερα, στο Παλαιοχώρι, άκουγες γέροντες και γερόντισσες να απαγγέλλουν χωρίς κανένα λάθος ποιήματα από τα σχολικά τους χρόνια. Στείλτε κι εσείς τα σχολικά απομνημονεύματά σας, να τα δημοσιεύσουμε.  

Το παρακάτω ποίημα μας έστειλε πριν λίγα χρόνια από το Παλαιοχώρι η Ειρήνη Κουραχάνη-Γανώση, χήρα Γεωργίου Γρ. Γανώση. Το θυμόταν από τα χρόνια του Δημοτικού σχολειού, μαζί με άλλα πολύστιχα ποιήματα και ιστορίες. Δυστυχώς, σήμερα την έχει εγκαταλείψει η μνήμη, αν και θα ήταν ενδιαφέρον να της ζητήσει κάποιος να του απαγγείλει το ποίημα "Το ορφανό"… 

Το ποίημα είναι ανώνυμο, δημιούργημα μάλλον κάποιου ευαίσθητου δασκάλου, με παιδαγωγικό περιεχόμενο. Αναφέρεται στα κοινωνικά προβλήματα της ορφάνιας και της απόλυτης φτώχειας και διδάσκει την αλληλεγγύη που πρέπει δείχνουμε από μικρή ηλικία στους συνανθρώπους μας που πάσχουν. Όταν λείπει το ψωμί, όταν μικρά παιδιά πεινούν ακόμα και σήμερα…   

  
                               Το ορφανό

                                      Μία μέρα ένα παιδάκι
                                      πήγε πάνω στο βουνό
                                      να μαζέψει χορταράκια,
                                      επειδή ήταν ορφανό.

                                      Εκατέβαινε να φύγει,
                                      βρίσκει μπρος του άλλα παιδιά
                                      που ’χαν άνθη μαζεμένα
                                      το καθένα στην ποδιά.

                                      Πέστε μου καλά παιδάκια,
                                      μην μου κρύψετε, ω! μη,
                                      τι έχετε μες στην ποδιά σας,
                                      μήπως έχετε ψωμί;

                                      Άνθη έχουμε, παιδί μου,
                                      μαζεμένα απ’ το βουνό.
                                      Δεν μας λες γιατί δακρύζεις,
                                      μήπως είσαι ορφανό;

                                      Έχω ορφάνια από πατέρα,
                                      η μαμά μου μόνο ζει,
                                      κάποτε έρχεται στα χόρτα
                                      και τα βγάζουμε μαζί.

                                      Αυτά τρώμε για ψωμάκι
                                      κι από πάνω το νερό,
                                      αυτά τρώει και κοιμάται
                                      το μικρό μας το μωρό.

                                      Ο μικρότερος του λέει
                                      στάσου τώρα μια στιγμή,
                                      εις το σπίτι μου να πάω,
                                      να σου φέρω εγώ ψωμί.

                                      Τρέξε μου, καλό παιδάκι,
                                      τρέξε, μην αργοπορείς,
                                      το καλό που θα μου κάνεις
                                      από άλλον θα το βρεις.

                                      Τι καλά παιδάκια που είστε,
                                      φαίνεστε τόσο σεμνά,
                                      έτσι πάντοτε λυπείστε,
                                      όταν δείτε ορφανά.

Πίνακας Νικολάου Γύζη - Τα ορφανά (1871). 
Πηγή εικόνας: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CF%81%CF%87%CE%B5%CE%AF%CE%BF:Nikolaos_Gyzis_-_The_Orphans.jpg

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016

«Ο ΓΕΡΟΣ» ΜΥΡΣΙΝΗΣ ΤΣΙΜΝΑΔΗ-ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ

Ποίημα Μυρσίνης Τσιμναδή-Ανδρονίκου

     Ένα ποίημά της μου έδωσε τον Αύγουστο για δημοσίευση η συγχωριανή μου Μυρσίνη Τσιμναδή-Ανδρονίκου, κόρη της αείμνηστης Ζαχαρώς Τσιμναδή, που ζει μόνιμα στη Θεσσαλονίκη και περνά τα καλοκαίρια της στο Παλαιοχώρι.
     Ο τίτλος του παραπέμπει στο διαχρονικό πρόβλημα της ανάγκης φροντίδας των ηλικιωμένων, όταν ο χρόνος, η χηρεία κι η ασθένεια τους στερούν τις σωματικές και ψυχικές δυνάμεις και τους κλείνουν σε στενά περιθώρια δράσης. Όπως αναφέρει στον πρώτο στίχο του ποιήματός της, που είναι γραμμένο σε δέκα δίστιχες δεκαπεντασύλλαβες στροφές, πηγή της έμπνευσής της ήταν η ιστορία ενός άγνωστού της γέροντα, που όμως μας αφήνει να την φανταστούμε, ίσως γιατί είναι πολύ συχνή στις μέρες μας, όπου δοκιμάζονται σκληρά ακόμα κι οι πιο στενοί συγγενικοί δεσμοί.
     Το περιεχόμενο του ποιήματος είναι έντονα συμβουλευτικό, καθώς παρακινεί τους μεγάλους να προνοήσουν έγκαιρα για τα γηρατειά τους, όσο έχουν δυνάμεις. Αξιοπρόσεκτο είναι πως αρχικά χρησιμοποιεί γ΄ πρόσωπο μιλώντας γενικά για τον άνθρωπο, ενώ στην τέταρτη και στη δέκατη στροφή το ύφος της γίνεται πιο προσωπικό, καθώς απευθύνεται σε β΄ ενικό πρόσωπο στο γέροντα και τον προσφωνεί («κράτα, γέροντα, τα περιουσιακά σου, γιατί μια μέρα θα βρεθείς στον δρόμο απ’ τα παιδιά σου»), ενώ στην τελευταία στροφή μιλά στον καθένα μας χωριστά και μας νουθετεί με έμφαση, με αρνητικό και καταφατικό λόγο («μην ξεχάσεις [τη συμβουλή μου]», «να την διαβάζεις», «προτού γεράσεις»), επιθυμώντας να μας προστατεύσει από τα χειρότερα. Οι γέροντες χρειάζονται σπίτι και περιποίηση, περιουσία και σύνταξη, συντροφιά και στοργή τονίζει η Μυρσίνη, που με το ποίημά της εκφράζει ενδιαφέρον για το συνάνθρωπο και ανθρωπιά.    
     Περιγράφοντας τη σκληρή συμπεριφορά παιδιών προς τους γέροντες γονείς τους, δεν επιδιώκει τόσο να τα καταγγείλει άμεσα, όσο να τα ευαισθητοποιήσει, για να εκπληρώσουν το ιερό χρέος που έχουν να προσφέρουν ανιδιοτελώς περιποίηση και στοργή στους γονείς τους, όταν πλακώσουν τα γηρατειά. Στο στίχο 10, αναφέροντας με έμφαση ότι η σύνταξη είναι «ο φίλος ο καλύτερος» του γέρου, έμμεσα απευθύνεται και στο Κράτος, που, όπως ορίζει το Σύνταγμά μας, έχει υποχρέωση να εξασφαλίζει στους πολίτες το Δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης.
     Διαβάστε παρακάτω το ποίημα της ευαίσθητης συμπατριώτισσάς μας, σκεφτείτε και διδαχτείτε…
                             
                         Ο Γέρος

Μια ιστορία θα σας πω, που γνώρισα ένα γέρο,
εδάκρυσαν τα μάτια μου χωρίς να τον εξέρω.

Μια συμβουλή στον άνθρωπο γράφω προτού γεράσει,
να την διαβάζει πάντοτε, να μην την εξεχάσει.

Άμα γεράσει ο άνθρωπος, δεν τονε συμπαθούνε,
τον θάνατο παρακαλούν, να τον ξεφορτωθούνε.

Γι’ αυτό και κράτα, γέροντα, τα περιουσιακά σου,
γιατί μια μέρα θα βρεθείς στον δρόμο απ’ τα παιδιά σου.

Ο μεγαλύτερος εχθρός γίνεται το παιδί του,
κι ο φίλος ο καλύτερος είναι η σύνταξή του.

Άμα γεράσει ο άνθρωπος και δεν αυτοσυντηρείται,
καλύτερα ο θάνατος, παρά να τυραννείται.  

Σε μια γωνιά τον βάζουνε τον φουκαρά τον γέρο
και για να τον κοιτάξουνε χρειάζεται συμφέρον.

Άμα γεράσει ο άνθρωπος και φεύγουν τα παιδιά του,
του είναι απαραίτητο να ’χει τη συντροφιά του.

Σαν φύγει ο ένας απ’ τους δυο, ο άλλος γίνεται κουρέλι,
ο ένας τον σπρώχνει από τη μια, κι ο άλλος δεν τον θέλει.

Τη συμβουλή μου ανάλυσα και μην τηνε ξεχάσεις,
να την διαβάζεις πάντοτε, αλλά προτού γεράσεις.

Μυρσίνη Τσιμναδή-Ανδρονίκου

Σάββατο 9 Απριλίου 2016

ΒΟΥΝΑΤΣΟΥ Μ. ΜΥΡΣΙΝΗ_ΑΣ ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΜΕ ΤΟΥΣ ΑΣΤΕΓΟΥΣ…


ΔΕΚΑ ΧΑΪΚΟΥ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΣΤΕΓΟ

Με δέκα χαϊκού διάλεξα να σας θυμίσω πως στους δρόμους της Αθήνας βρίσκονται πολλοί άστεγοι συνάνθρωποί μας. Τους έχουν εγκαταλείψει οι συγγενείς, οι φίλοι, το κράτος. Είναι άνθρωποι χωρίς σπίτι, χωρίς αγάπη, χωρίς αναγνωρίσιμη ταυτότητα, χωρίς ελπίδα. Τους προσπερνάμε, λες κι είναι αόρατοι. Κανείς δε ρωτά το όνομά τους· είναι οι Άστεγοι. Κι αν κάποιος περαστικός τους ρωτήσει καμιά φορά, εκείνοι ντρέπονται να το πουν. Πίσω απ’ τον καθένα κρύβεται μια ιστορία ζωής που θα μπορούσε να είναι η δική μας ιστορία. Στη θέση τους μπορεί να βρισκόμασταν ή να βρεθούμε στο μέλλον κι εμείς. Είναι οι εσταυρωμένοι της πόλης χωρίς ελπίδα ανάστασης. Οι σταυροί του μαρτυρίου τους στέκουν αόρατοι μοναχά απ’ όσους δεν βλέπουν με σεβασμό και επιείκεια τον ανθρώπινο πόνο.
    Ας μην τους ξεχνάμε…

Κοιμάται η γη.
Ξαγρυπνά ο άστεγος,
το έρμο πουλί.

Σπίτι ο δρόμος
στην οδό της ερημιάς
εγκατάλειψη.

Άγρια νύχτα
παγωνιά και αγέρας,
πού να κουρνιάσω;

Αγέρας κρύος,
σπουργιτάκι του δρόμου,
σε δέρνει σκληρά.

Το μεσονύχτι
χλωμό φεγγάρι
σου λέει παραμύθια.

Μες στο σκοτάδι
την παλιά ευτυχία
φέρνει στο νου του.

Το φεγγαράκι
ακούει του άστεγου
το παραμύθι.

Η πόρτα έκλεισε.
Άστεγος απόμεινε
ο εγωισμός.

Κοιμάται η γη.
Σε δρόμου γωνιά κουρνιάζει
το έρμο πουλί.

Κοιμάσαι κι εσύ.
Σε δρόμου γωνιά κλαίει
το έρμο πουλί.
Μυρσίνη Μ. Βουνάτσου
                            

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Η ΑΛΛΗ ΟΧΘΗ ~ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ

Η άλλη όχθη

της Χρυσούλας Πλάλα

     Ένιωθε τα μάτια του να καίνε, το κεφάλι του να βουίζει μέρες, μήνες… ώσπου πήρε την απόφαση για την άλλη όχθη.
     Είχε πάρει φωτιά το μυαλό των ανθρώπων. Το σώμα δεν μπορούσε να ησυχάσει. Η γη κι η ατμόσφαιρα γύρω τους βούιζε καθημερινά από τις ριπές.
     Δυο τα μικρά του κι η γυναίκα του τρεις.
     Ο δρόμος των πολλών, ο δρόμος της προσφυγιάς…
     Δεν τον τρόμαζε το καινούργιο, οι ξένοι άνθρωποι, παρά ο δρόμος. Ειδήσεις δεν είχανε απ’ τους τολμηρούς.
     Μάζεψε τις οικονομίες του, τις έδωσε ένα βράδυ σ’ ένα σπίτι μυστήριο, καλοντυμένο… να τους φροντίσουν.
      Πρωί-πρωί, μ’ άλλους πενήντα για ελληνικό νησί.
    Ποτέ η απελπισία δεν είχε καθίσει τόσο πολύ μέσα του, γι’ αυτό και περίμενε την ανατολή σα δώρο εξ ουρανού.
     Δεν ήταν μόνοι τους, ήταν άλλα δύο πλεούμενα που ξεμάκραιναν σιγά-σιγά. Έτυχε ο καιρός να ’ναι καλός και τα ρεύματα να ’χουν σωπάσει.
     Άκουγε μόνο την καρδιά του κι έβλεπε το νερό, όλα τα χρώματα, μπλάβο, μαύρο, γκρι. Σχεδόν το ’νιωθε φιλικό, σα χάδι, σαν παρηγοριά. Μπήκε με το νου μέσα και δροσιζόταν όλος, μακριά από εκείνη την απαίσια φωτιά. Τότε μόνον ξύπνησε ο νους του, όταν φτάσανε απέναντι. Τους δώσανε κουβέρτες. Οι ξένοι μιλούσανε αδιάκοπα κι εκείνος μάζεψε τα μικρά του γύρω του και πήραν μια γωνία σ’ ένα μαγαζί μ’ ένα ποτήρι γάλα στο χέρι.
    Το νερό μπλάβο, το γάλα ζεστό, οι κουβέρτες κι εκείνοι οι άνθρωποι δίπλα τους… άρχισε να κλαίει με λυγμούς.
     Θα στέρευαν τα δάκρυά του ποτέ;
  Χριστούγεννα 2015
ßßß

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

"ΜΑ ΤΙ ΑΛΛΟ ΝΑ ΚΑΝΩ;"

     Δεν μπορώ να πω ότι δεν περιμέναμε κάτι. Μας είχε πει «θα κάνω επίσκεψη στο νοσοκομείο, γιατί κάτι με πονάει στον αριστερό μαστό». Η διάγνωση δεν ήλθε σαν καταπέλτης, αλλά πόνεσε: «καρκίνος επιθετικός». Και τα στάδια θεραπείας μάκρυναν. Δεν απαιτούσαν μόνο ακτινοβολίες  αλλά και εγχείρηση.
     Δεν κάθισε να χωνέψει το νέο. Όλη η οικογένεια προσαρμόστηκε στο πώς θα εξοικονομηθούν τα έξοδα κι εκείνη, η Αφροδίτη, η Αφρουλία μας, οπλίστηκε με το πιο γερό χαμόγελο, τη μεγαλύτερη διάθεση, και ξημεροβραδιαζόταν με το τι δουλειές θα ’κανε την επομένη, μαζί με το βάρος δύο μικρών εγγονών. Κι όταν επιβραβευόταν για το θάρρος της, έλεγε «μα τι άλλο να κάνω;», σαν να δήλωνε «δεν μου πρέπει άλλη διάθεση, παρά κουράγιο και χαμόγελο».
     Να το το μήνυμα: να σηκώνεις τη μέρα και τα βάσανα ψηλά, έτσι που να τα παίρνει ο αγέρας, κι όταν το βράδυ ξανάρχονται, να τα στέλνεις στ’ αστέρια. Το πρόσωπο φωτίζεται και το πρωί το φως όλα τα περνάει χρώμα γαλανό.
     Τώρα που έχουν περάσει τα δύσκολα κι η εγχείρηση έγινε, σαν να της δόθηκε δύναμη αιώνα και ξανάρχισαν στις σκάλες ν’ αντηχούν τα βήματά της κι η φωνή της ν’ ακούγεται προστακτική, θωπευτική, μια αγκαλιά μάνας και γιαγιάς.

Χρυσούλα Πλάλα

* Η Αφροδίτη είναι πραγματικό πρόσωπο και δίνει τη μάχη της με τον καρκίνο.
** Η Χρυσούλα Πλάλα είναι συνταξιούχος καθηγήτρια, συγγραφέας πέντε βιβλίων και αρθρογράφος στην εφημερίδα "Παλμός" του Γαλατσίου.