Η άλλη όχθη
Ένιωθε τα μάτια
του να καίνε, το κεφάλι του να βουίζει μέρες, μήνες… ώσπου πήρε την απόφαση για
την άλλη όχθη.
Είχε πάρει
φωτιά το μυαλό των ανθρώπων. Το σώμα δεν μπορούσε να ησυχάσει. Η γη κι η
ατμόσφαιρα γύρω τους βούιζε καθημερινά από τις ριπές.
Δυο τα μικρά
του κι η γυναίκα του τρεις.
Ο δρόμος των
πολλών, ο δρόμος της προσφυγιάς…
Δεν τον τρόμαζε
το καινούργιο, οι ξένοι άνθρωποι, παρά ο δρόμος. Ειδήσεις δεν είχανε απ’ τους
τολμηρούς.
Μάζεψε τις
οικονομίες του, τις έδωσε ένα βράδυ σ’ ένα σπίτι μυστήριο, καλοντυμένο… να τους
φροντίσουν.
Πρωί-πρωί, μ’ άλλους πενήντα για ελληνικό νησί.
Ποτέ η απελπισία δεν είχε καθίσει τόσο πολύ μέσα του, γι’ αυτό και περίμενε την ανατολή σα δώρο εξ ουρανού.
Πρωί-πρωί, μ’ άλλους πενήντα για ελληνικό νησί.
Ποτέ η απελπισία δεν είχε καθίσει τόσο πολύ μέσα του, γι’ αυτό και περίμενε την ανατολή σα δώρο εξ ουρανού.
Δεν ήταν μόνοι
τους, ήταν άλλα δύο πλεούμενα που ξεμάκραιναν σιγά-σιγά. Έτυχε ο καιρός να ’ναι
καλός και τα ρεύματα να ’χουν σωπάσει.
Άκουγε μόνο την καρδιά του κι έβλεπε το νερό, όλα τα χρώματα, μπλάβο, μαύρο, γκρι. Σχεδόν το ’νιωθε φιλικό, σα χάδι, σαν παρηγοριά. Μπήκε με το νου μέσα και δροσιζόταν όλος, μακριά από εκείνη την απαίσια φωτιά. Τότε μόνον ξύπνησε ο νους του, όταν φτάσανε απέναντι. Τους δώσανε κουβέρτες. Οι ξένοι μιλούσανε αδιάκοπα κι εκείνος μάζεψε τα μικρά του γύρω του και πήραν μια γωνία σ’ ένα μαγαζί μ’ ένα ποτήρι γάλα στο χέρι.
Άκουγε μόνο την καρδιά του κι έβλεπε το νερό, όλα τα χρώματα, μπλάβο, μαύρο, γκρι. Σχεδόν το ’νιωθε φιλικό, σα χάδι, σαν παρηγοριά. Μπήκε με το νου μέσα και δροσιζόταν όλος, μακριά από εκείνη την απαίσια φωτιά. Τότε μόνον ξύπνησε ο νους του, όταν φτάσανε απέναντι. Τους δώσανε κουβέρτες. Οι ξένοι μιλούσανε αδιάκοπα κι εκείνος μάζεψε τα μικρά του γύρω του και πήραν μια γωνία σ’ ένα μαγαζί μ’ ένα ποτήρι γάλα στο χέρι.
Το νερό μπλάβο,
το γάλα ζεστό, οι κουβέρτες κι εκείνοι οι άνθρωποι δίπλα τους… άρχισε να κλαίει
με λυγμούς.
Θα στέρευαν τα
δάκρυά του ποτέ;
Χριστούγεννα 2015
ßßß
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου