Αηδόνι και Γεράκι
Ένας
αλληγορικός μύθος του Ησίοδου, η αρχαιότερη ίσως παραβολή της ευρωπαϊκής
λογοτεχνίας, γραμμένος σε δακτυλικό εξάμετρο στίχο τον 8ο αι. π.Χ., με
πρωταγωνιστές ένα ωδικό πουλί κι ένα αρπακτικό όρνεο: αηδόνι και γεράκι. Αν
βάλουμε στη θέση τους τον Εαυτό μας και τον Άλλο, την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή
Ένωση, κάθε άνθρωπο και κάθε λαό της γης, θα κατανοήσουμε γιατί είναι πάντα
επίκαιρο και σημαντικό το παιχνίδι δυνατός ≠ αδύναμος, νίκη ≠ ήττα. Βία,
βίαιος, βιάζω, βιάζομαι, βιαστής, βιαιότητα και πολλές άλλες συνώνυμες λέξεις
μας φέρνει στο νου η εικόνα του γαμψόνυχου όρνιου. Είναι όμως παιχνίδι να
προκαλείς στον άλλο φόβο και πόνο και θρήνο; Μήπως είναι αλήθεια πως ακόμα
βρισκόμαστε σε πρωτόγονο στάδιο πολιτισμού; Το ερώτημα είναι αν στη ζωή οι
ίδιοι παίζουμε και τους δύο ρόλους, ανάλογα με τις συνθήκες κι αυτόν που
βρίσκεται απέναντί μας… Ας διαβάσουμε το διδακτικό μύθο πρώτα στη νεοελληνική
κι έπειτα σε αρχαία ελληνική ποιητική γλώσσα, ας σκεφτούμε, ας προβληματιστούμε
κι ας βγάλουμε διδάγματα για τη συμπεριφορά μας…
Αηδόνι
και Γεράκι
Και
τώρα θα πω ένα μύθο στους βασιλιάδες, αν και είναι κι οι ίδιοι γνωστικοί.
Έτσι
μίλησε το γεράκι στο παρδαλόλαιμο τ’ αηδόνι
την
ώρα που αρπάζοντάς το με τα νύχια του το έφερνε πολύ ψηλά στα σύννεφα·
κι
αυτό, τρυπημένο από τα σουβλερά του νύχια,
θρηνούσε
θλιβερά. Εκείνο του είπε με θυμό:
«Τι σκούζεις, βρε γρουσούζικο; Τώρα σε
κρατεί ένας πολύ δυνατότερος
και θα πηγαίνεις όπου σε πάω εγώ, κι ας
είσαι τραγουδιστής·
και κατά το κέφι μου θα σε φάω ή θα σε
απολύσω.
Κι είναι άμυαλος όποιος θα ήθελε να τα
βάζει με τους δυνατότερούς του·
και τη νίκη χάνει και κοντά στη ντροπή
υποφέρει και βάσανα».
Έτσι
είπε το γοργόφτερο γεράκι, το πουλί που πετάει με απλωμένα τα φτερά.
Ἀηδὼν
καὶ Ἴρηξ
Νῦν δ’
αἶνον βασιλεῦσι ἐρέω φρονέουσι καὶ αὐτοῖς.
Ὧδ’
ἴρηξ προσέειπεν ἀηδόνα ποικιλόδειρον
ὕψι
μάλ’ ἐν νεφέεσσι φέρων ὀνύχεσσι μεμαρπώς·
ἣ δ’
ἐλεόν, γναμπτοῖσι πεπαρμένη ἀμφ’ ὀνύχεσσι,
μύρετο· τὴν
ὅ γ’ ἐπικρατέως πρὸς μῦθον ἔειπεν·
«Δαιμονίη, τὶ λέληκας; Ἔχει νὺ σε πολλόν ἄρείων·
τῇ δ’ εἶς ᾗ σ’ ἄν ἐγώ περ ἄγω καὶ ἀοιδὸν
ἐοῦσαν·
δεῖπνον δ’, αἴ κ’ ἐθέλω, ποιήσομαι ἠὲ μεθήσω.
Ἄφρων δ’ ὅς κ’ ἐθέλῃ πρὸς κρείσσονας
ἀντιφερίζειν·
νίκης τε στέρεται πρός τ’ αἴσχεσιν ἄλγεα
πάσχει.»
Ὣς
ἔφατ’ ὠκυπέτης ἴρηξ, τανυσίπτερος ὄρνις.
(Ἡσιόδου «Ἔργα καὶ Ἡμέραι» (8ος αι. π.Χ.), στίχ. 202-212, μτφ.
Παναγή Λεκατσά, Πάπυρος, Αθήνα
1975)
Ας σταθούμε στο πλάι κάθε αδύναμου
παιδιού, γυναίκας, ασθενούς, ανέστιου, πένητα, αδικούμενου…
Μ.Β.