Σελίδα Λογοτεχνίας για Μαθητές
Πανταζής Προκόπης (Κεράμι Καλλονής Λέσβου 1923 - 1985 Αθήνα)
Το λαχείο…
Πεσμένοι μέσα στα φανταστικά πλούτη, είχαμε ξεχάσει προς στιγμής όλα τα βάσανα. Και δεν ήταν λίγα.
Πρώτον εκείνο το μαρτύριο του χειμωνιάτικου πρωινού, το ξύλιασμα των ποδιών και χεριών από την ακινησία του θρανίου. Δύο ώρες ολόκληρες μέσα στην παγωμένη αίθουσα του καινούργιου μας σχολείου χτισμένου επί πρώτης Υπουργίας Παπανδρέου: «Εδώσαμεν προσοχήν εις τα κτίσματα…», που τα μεγάλα παράθυρά μας εκτός από το άπλετο φως σούρωναν και άφθονο κρύο και με τι να το πολεμήσουμε;
Πίστωση για σόμπα δεν υπήρχε. Τα μεγάλα κρύα ανάβαμε εξ ιδίων μαγκάλι και το βάζαμε κοντά στην έδρα κι άιντε να ζεσταθούν μ’ αυτό ογδόντα παιδιά.
Κι άμα έπεφτε η βέργα του δάσκαλου στα μελανιασμένα χέρια, ο πόνος και το τσούξιμο σε τρυπούσαν στην καρδιά. Αμ το άλλο πάλι!
Εκείνη η φαρμακίλα από την υποχρεωτική λήψη δύο δισκίων κινίνης κάθε πρωί μετά την προσευχή. Η περιοχή μας ελονοσούσα, οι θέρμες μάς θέριζαν, αλλά έτοιμη η βέργα του δασκάλου για όποιον δεν κατάπινε εθελοντικά αυτά τα απαίσια μαβιά χάπια που είχαν καταντήσει ο εφιάλτης των παιδιών, αφού το Υπουργείο δεν χαλάλιζε λεφτά για να τα κάνει ζαχαρόπηκτα. Και πήγαινε το δάκρυ κορόμηλο, γινόταν θρήνος και τα ρητά σαν το «πικρό στο στόμα, γλυκό στην καρδιά» παίρνανε και δίνανε, ώσπου να καταπιούμε το κώνειο.
Αμέσως μετά το «κώνειο» ήταν που μπήκε το θέμα [της έκθεσης] κι είχαμε πέσει όλοι απορροφημένοι με τα μούτρα στα λεφτά. Κι ο Γιάννης, το πιο φτωχό παιδί της τάξης, ξόδευε κι αυτός με την καρδιά του. Μόλις που είχε περάσει από την έδρα, κατάπιε το δηλητήριο με μια γκριμάτσα αβάσταχτης πίκρας, κάθισε δίπλα μου στο θρανίο, με κοίταξε παρακαλεστικά στα μάτια και μου είπε:
— Φαρμάκι είναι το άτιμο… Δεν έχεις κανένα σύκο, να πάει η πίκρα κάτω;
Έβγαλα ένα από το κουβαδάκι που είχα για τσάντα και του το έδωσα. Το έφαγε με μικρούτσικες μπουκιές, για να κρατήσει ώρα πολλή. Μ’ αυτό τον τρόπο έτρωγε ό,τι και να του ’δινες, όχι για να το απολαμβάνει, παρά για να χορτάσει με την ψευδαίσθηση ότι έφαγε πολύ.
Ήταν το μικρότερο παιδί της χήρας Παναγούλας, μεροκαματιάρας ξωμάχας που είχε τέσσερα στόματα να ταγίσει με τη δουλειά της και την ελεημοσύνη. Μάζευε ραδίκια από τον κάμπο, αχιβάδες από το γιαλό, σβυρνιές, βλαστάρια από τα ρουμάνια. Τα πήγαινε στα πλουσιόσπιτα στην Καλλονή, της δίνανε λίγο αλεύρι, λίγο λάδι, καμιά μαγειριά όσπρια για να πορέψει τα παιδιά της.
Ένα αδιάκοπο κυνηγητό του ψωμιού, χειμώνα καλοκαίρι, χωρίς ανάσα!
Σταχομαζώχτρα στο θέρος, «μπασιάκια», απομεινάρια στο λιομάζωμα, στα σύκα, στον τρύγο, στις απαλωνιές, παντού όπου βρισκόταν κάτι για να ταγίσει, μ’ αλλοίμονο, όχι για να χορτάσει τα παιδιά της.
Ο καημός της ο μεγάλος ήταν να ’χει λίγη σοδειά για το χειμώνα, το σαραντάμερο με τις βροχές και το Γενάρη με τις παγωνιές, που δεν μπορούσε να ξεμυτίσει άνθρωπος στον κάμπο, στο βουνό ή στ’ ακρογιάλι.
Ο Γιάννης όταν μιλούσε για φαγητά ανακάτευε και τις τηγανίτες μέσα, τόσο μεγάλη αδυναμία που είχε γι’ αυτές. Βέβαια, οι τηγανίτες παίζανε μεγάλο ρόλο στη ζωή όλων μας, γι’ αυτό κάθε χρόνο μια από τις εκθέσεις που γράφαμε ήταν: «Πώς γίνονται οι τηγανίτες;».
Σήμερα τι του κάπνισε του δάσκαλου και θέλησε να μας κάνει πλούσιους με τη φαντασία και μας έβαλε να γράψουμε έκθεση: «Τι θα κάνω, αν κερδίσω τον πρώτο αριθμό του λαχείου;», πράγμα απίθανο, γιατί δεν βρίσκονταν λεφτά που θ’ αγοράζαμε λαχείο του Στόλου.
Ο Σπύρος ο Αμερικάνος, που είχε παραπάνω λεφτά, αγόρασε λαχείο και κέρδισε τον πρώτο αριθμό. Έγινε μεγάλος ντόρος στο χωριό μας και άρπαξε την ευκαιρία ο δάσκαλος να δοκιμάσει το χαρακτήρα μας…
Ριχτήκαμε λοιπόν στο γράψιμο, όσοι είχαν στο τετράδιο και όσοι δεν είχαν έγραφαν κι έσβηναν στην πλάκα. Ήρθε η ώρα να διαβάσουμε τις εκθέσεις και μεγάλο μπερεκέτι έπεσε στην αίθουσα, από φαγητά, γλυκά, ρούχα, παπούτσια και φιλανθρωπίες. Ο δάσκαλος παίνευε όποιον μοίραζε τα κέρδη σε ελεημοσύνες και του ’βαζε καλό βαθμό, κατάκρινε τους φαταούληδες, σιγοντάριζε τις τάσεις αποταμίευσης. Τελευταίο άφησε το Γιάννη της Παναγούλας.
— Σήκω, Γιάννη, να δούμε τι έγραψες κι εσύ.
Τι να γράψει ο Γιάννης, τελευταίος καθώς ήταν στα μαθήματα και το σχολείο τον έβλεπε στη χάση και στη φέξη. Άρχισε να διαβάζει:
«Άμα… κερδίσω… τον… πρώτο… αριθμό… του λαχείου… θα πάρω… ένα… τσουβάλι… αλεύρι… να το πάω… στη μάνα… μου στο σπίτι…».
— Λέγε παρακάτω.
Σιωπή ο Γιάννης.
— Λέγε σου είπα παρακάτω.
— Δεν έχω άλλο…, δάσκαλε, έκανε φοβισμένα ο Γιάννης, τέλειωσε!
— Χα, χα, χα, ξέσπασε στα γέλια ο δάσκαλος. Βρε αχμάκη, τριακόσιες χιλιάδες δραχμές θα έχεις και θα πάρεις μόνο ένα τσουβάλι αλεύρι;
Και δώστου και γελούσε κι η σαστιμάρα του Γιάννη μεγάλωνε.
— Γιατί γελάει; Αναρωτιόταν.
Αυτός δεν άκουγε τίποτα άλλο από τη μάνα του σαν μαζεύονταν γύρω στο τζάκι και χουχούλιαζαν τα κάρβουνα νηστικοί κι αχόρταστοι. Ένας ήταν ο καημός της.
«Αχ να ’χα ένα τσουβάλι αλεύρι να βρίσκεται, να σας κάνω καμιά τηγανίτα, να ψήσουμε κάνα σκουλίκι στα κάρβουνα. Πού να βγω αύριο πάλι μέσα στο κρύο να ψάχνω για καμιά μαγεριά. Βραδιάζει ξημερώνει με τρώει ο κάμπος και τα βουνά. Άμα είχα ένα τσουβάλι αλεύρι, θα ξένοιαζα και γω, ένα χειμώνα. Εχ! Μωρή Παναγούλα, χήρα κι έρημη, τι καραμέτια τραβάς!»
— Βρε, τον αχμάκη το Γιάννη! γελούσε ακόμα ο δάσκαλος και παράσερνε και πολλά παιδιά στο γέλιο.
Κι ο Γιάννης έφερνε γύρω το σαστισμένο βλέμμα του και ήταν αδύνατο να καταλάβει τι τους κάνει να γελάνε. Γιατί δεν είχε μάθει ακόμα πως: «Ο χορτάτος τον νηστικό δεν μπορεί να καταλάβει».
1. μαγκάλι (το): μεταλλικό σκεύος θέρμανσης, όπου τοποθετούν αναμμένα κάρβουνα 2. ελονοσούσα (η): περιοχή που μαστίζεται από την ελονοσία, συνήθως ελώδης 3. θέρμες (οι): πυρετοί, ελονοσία 4. κώνειο (το): δηλητηριώδες φυτό και το δηλητήριό του. εδώ (μτφ.)= πικρό σαν δηλητήριο, το κινίνο 5. ξωμάχος/θηλ. ξωμάχα: αυτός που δουλεύει σκληρά έξω στους αγρούς, φτωχός αγρότης 6. σβυρνιές (οι): σβρουνιές, είδος άγριου σπαραγγιού 7. ρουμάνια (τα): λόγκοι, άγονες περιοχές με πυκνή θαμνώδη βλάστηση 8. μπασιάκια (τα): η ελεύθερη συλλογή των υπολειμμάτων από οποιαδήποτε γεωργική παραγωγή. εδώ: απομεινάρια από το λιομάζεμα, που μετά τα κοκκολογούσαν οι φτωχοί 9. μπερεκέτι (το): αφθονία αγαθών 10. ντόρος (ο): θόρυβος 11. απαλωνιές (οι): κομμάτι γης όσο ένα αλώνι. υπολείμματα από το αλώνισμα 12. σεκοντάρω/σιγοντάρω (ρ.): συνοδεύω κάποιον στο τραγούδι. εδώ: υποστηρίζω, τάσσομαι με το μέρος κάποιου, συμφωνώ 13. αχμάκης (ο): κουτός, απλοϊκός, αφελής, αργόστροφος 14. σκουλίκι (το): μακρόστενο τρόφιμο φτιαγμένο με ζυμάρι 15. καραμέτια (τα): βάσανα.
Πηγή: Άρης Ταστάνης, «Προκόπης Πανταζής. Ένας αντάρτης και λογοτέχνης της Λέσβου», εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα 2007, σελ. 209-211. Δημοσιεύτηκε το 1979 στο περιοδικό «Τα Καλλονιάτικα», τεύχος 2.