Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2024

ΒΟΥΝΑΤΣΟΥ Μ. ΜΥΡΣΙΝΗ_ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣ

 

Μια ιστορία από τα χρόνια της πείνας

 

Σοφία και Βικτώρια

Το περιστατικό που θα σας αναφέρω μου το αφηγήθηκε πριν από χρόνια τηλεφωνικώς η Σοφία Βαμβά-Καμπούρη1, χήρα του Παναγιώτη Καμπούρη και μητέρα της Μαρίας, της Ειρήνης και του Δημήτρη, τέως γραμματέα του Ελαιουργικού Συνεταιρισμού Παλαιοχωρίου. Η Σοφία ξεχωρίζει για την καλή μνήμη της, την ικανότητά της να αφηγείται ιστορίες από τα παλιά χρόνια και την καλή καρδιά της. Επίσης, τρέφει αισθήματα απεριόριστης φιλίας για την οικογένεια του πατέρα μου. Μεγάλωσε στην ίδια γειτονιά με τους θείους και τις θείες μου και τους τιμά –και μετά θάνατον!– με τη φιλία της.

Στα ενενήντα και πλέον χρόνια της εξακολουθεί να είναι δραστήρια, πλέκει, ποτίζει τις γλάστρες που καλύπτουν τη σκάλα έξω απ’ το σπίτι της, κρατά ανοικτό το σπίτι σε φίλες που την επισκέπτονται, δεν ξέρω αν εξακολουθεί ακόμα να αρμέγει και την κατσίκα της. Έχει να αφηγηθεί πολλά για την ορφάνια της από τη μητέρα της Μαρία Π. Βαμβά2, για τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής (1941-1944) και του Εμφύλιου πολέμου (1945-1949) και για άλλα σοβαρά ή αστεία περιστατικά από το παρελθόν του χωριού μας.

                                                               

Σοφία Βαμβά-Καμπούρη (γενν. 1931)

 

Στα πλαίσια συζητήσεων για τον χαμένο στα χρόνια του Εμφύλιου θείο μου Απόστολο Βουνάτσο3 του Θρασυβούλου και της Διαμάντης, θυμήθηκε και το παρακάτω γεγονός: την ταφή ενός άγνωστου νεκρού στην περιοχή «Πανί» πάνω από την Παναγία Κρυφτή. Το γεγονός ίσως να το θυμηθούν κι άλλοι συγχωριανοί μας. Τους παρακαλώ να ρωτήσουν γι’ αυτό.

Συμπληρωματικά στοιχεία μου έδωσε, μέσω της κόρης της Μυρσίνης Τυροπώλη-Σκουλού, η συγχωριανή μας Βικτώρια Τσιμναδή-Τυροπώλη4, καλοσυνάτη, αξιαγάπητη, πρόθυμη να πει όσα η μνήμη της έχει διασώσει. Μέχρι πρόσφατα ζούσε στο Παλαιοχώρι, αλλά τον τελευταίο καιρό διαμένει στο Πλωμάρι, κοντά στις κόρες και τα εγγόνια της που την υπεραγαπούν. Πολύτιμες οι πληροφορίες της και την ευχαριστώ πολύ. Έτσι ταυτοποιήθηκε το πρόσωπο και η ιδιότητα του άγνωστου νεκρού της Κατοχής.

 

  Βικτώρια Τσιμναδή-Τυροπώλη (γενν. 1925)

 

Ο σκοπός της δημοσιοποίησης της ιστορίας τριπλός: Πρώτον να διασωθεί αυτή η παλιά ιστορία από τα χρόνια της πείνας και να δειχθεί πως η ανθρωπιά δεν χάνεται ποτέ. Δεύτερον να μάθουν οι νεότεροι πόσες στερήσεις και τρομοκρατία υπέστησαν οι Έλληνες από τους κατακτητές Γερμανούς στα μαύρα χρόνια της Κατοχής. Τρίτον να ενημερωθούν οι κάτοικοι γειτονικών χωριών, που ίσως αναζητούν τον συγγενή τους.

 

***

Πείνα

Χρόνια πολέμου και πείνας. Μετρούσαν οι Παλιοχωριανοί μια-μια τις μέρες της ζωής τους κι αγωνίζονταν να ξεριζώσουν από τη γη ό,τι τρωγόταν, για να επιβιώσουν. Η πείνα θέριζε τα σπλάχνα τους και πολλοί χάνονταν από ασιτία. Μέχρι και τζιτζίκια, σκαντζόχοιρους, γάτες, βαλανίδια, λούπινα, μέρσινα κι άγρια αχλάδια έτρωγαν. Το ψάρεμα στη Μελίντα, στην Τσιτσιφιά, στο Νησί, στην Παναγία Κρυφτή και στην Ορνού σωτήριο· πεταλίδες, αχινοί, καβούρια, κοχύλια, αφρόψαρα, κανένα χταπόδι για τους τυχερούς, φύκια και κρίταμα. Ό,τι φύτρωνε, ό,τι πετούσε, ό,τι κολυμπούσε στη θάλασσα, αρκεί να επιβίωναν. Έλειπε όμως το ψωμί, γιατί το σιτάρι ήταν δυσεύρετο αγαθό στο ορεινό χωριό μας.

Συχνά φόρτωναν στο γάιδαρο ή στον ώμο τους έναν τενεκέ λάδι ή ό,τι είχε απομείνει από την προίκα τους και πήγαιναν μακριά από το Παλαιοχώρι, σε χωριά της δυτικής Λέσβου ή στην Αγιάσο, να βρουν να τα ανταλλάξουν με λίγο σιτάρι ή όσπρια ή κάστανα. Η διαδρομή κοπιαστική κι επικίνδυνη, γιατί στη θάλασσα τριγυρνούσε η Καταδίωξη, με τον φοβερό Ερρίκο που πυροβολούσε ό,τι έβλεπε να κινείται. Το ίδιο έκαναν και από άλλα χωριά, που έρχονταν στα μέρη μας να βρουν λάδι. Συχνά διάλεγαν τα «Καλά Διέβατα», ένα επικίνδυνο στενό πέρασμα δυτικά της Κρυφτής.

Κάποιοι πιο τολμηροί έμπαιναν σε καΐκια και ταξίδευαν στη Χαλκιδική, με κίνδυνο να τους συλλάβει η Καταδίωξη ή να πνιγούν στα βαθιά νερά, για να ανταλλάξουν λάδι με όσπρια ή κρέας.

Τα χρόνια εκείνα ήταν τυχεροί όσοι είχαν οικόσιτα ζώα, κυρίως κότες και μια-δυο κατσίκες. Η Σοφία Βαμβά-Καμπούρη κι η φίλη της Ευαγγελία Βουνάτσου-Κουτσουραδή5, τρία χρόνια μεγαλύτερη καθώς είχε γεννηθεί το 1928, έπαιρναν την κατσίκα τους και πήγαιναν να τη βοσκήσουν στα κτήματα – κάποιες φορές και στην Κρυφτή.

 

*** 

Ένας θάνατος

Κάποια μέρα, ακούστηκε στο Παλαιοχώρι πως ο Γιαννακός Ζαδέλης, σύζυγος της Παλουγούς, βρήκε έναν νεκρό στην περιοχή πάνω από την Παναγία Κρυφτή. Είχε χάσει το μουλάρι του κι έψαχνε να το βρει. Η αναζήτησή του προς τη Γαρνάβα και μια δυσάρεστη μυρωδιά τον έφεραν μπροστά σ’ ένα απρόσμενο εύρημα: έναν νεκρό.

Αμέσως κινητοποιήθηκε ο αγροφύλακας Ιωάννης Ν. Πρωτόγυρος6 και σε λίγο το θλιβερό νέο είχε φτάσει μέχρι το Παλαιοχώρι. Αναστατώθηκε το χωριό κι όλοι αναρωτιούνταν ποιος να ’ναι ο πεθαμένος. Δεν γνώριζαν πώς βρέθηκε στα μέρη μας, αν ήταν κάποιος κυνηγημένος από την Καταδίωξη ή πεζοπόρος. Ήταν κάποιος ξενομερίτης που βρήκε καταφύγιο στον απόκρημνο όρμο της Κρυφτής και πήρε τρεχάτος τον ανήφορο για να σωθεί; Ή ένας απελπισμένος από κάποιο χωριό της δυτικής Λέσβου που ερχόταν ν’ αγοράσει λάδι για τα παιδιά του; Υπέθεταν πότε το ένα, πότε το άλλο…

Σύντομα μαθεύτηκε ποιος ήταν τελικά ο άτυχος πεθαμένος: ένας μικροκαμωμένος βρακοφόρος γέροντας από Ίσα-Όξου (χωριά της Δ. Λέσβου), που συνήθιζε από παλιά να έρχεται να ζητιανεύει στο χωριό μας. Φαίνεται πως, κατάκοπος από τον κακοτράχαλο μακρύ δρόμο κι εξαντλημένος από την πείνα, ένιωσε κάποιον πόνο και κάθισε σε μια πεζούλα να συνέλθει. Εκεί άφησε την τελευταία του πνοή. Εκεί τον βρήκε ο Γιαννακός, άγνωστο πόσες ώρες ή μέρες μετά.   

Ανάγκη να ταφεί. Για μεταφορά και ταφή στο Παλαιοχώρι δεν γινόταν λόγος, γιατί η διαδρομή ήταν μακρινή κι οι κάτοικοι εξαντλημένοι από την πείνα. Μέσα στη βράκα του βρήκαν οι χωρικοί ένα μαντηλάκι με 25 δραχμές ψιλά, ποσό που δεν ήταν αρκετό να καλύψει τα έξοδα μεταφοράς κι ενταφιασμού του.

Αποφάσισαν λοιπόν να τον θάψουν στο σημείο που τον βρήκαν, στο τέλος του ανήφορου πάνω από την Κρυφτή, σε ένα ελαιόκτημα που ανήκε στη γιαγιά μου Διαμάντη Αχειλαρά-Βουνάτσου7, χαροκαμένη  χήρα του Θρασύβουλου Μελ. Βουνάτσου (1865-1938) και μητέρα ένδεκα τέκνων, από τα οποία είχε χάσει ήδη τα τρία. Σήμερα το κτήμα αυτό ανήκει στη Διαμάντω και στον Παναγιώτη Κουτσουραδή, κληρονόμους της μικρότερης κόρης της Ευαγγελίας, συζύγου του Χρήστου Π. Κουτσουραδή.

Και ξαφνικά ανέκυψε το πρόβλημα· ο παπάς8 του χωριού αρνιόταν να ψάλει τη νεκρώσιμη ακολουθία στο νεκρό! Βλέπετε δεν υπήρχαν συγγενείς να φροντίσουν για την κηδεία. Μπροστά στον κίνδυνο να μείνει άψαλτος ο άτυχος ξενομερίτης Χριστιανός και να βρυκολακιάσει, όπως πίστευαν, προσφέρθηκε η γιαγιά μου Διαμάντη να πληρώσει τα έξοδα της κηδείας. Ας είναι αγιασμένη η ψυχή της.                             

                 

              
           Διαμάντη Αχειλαρά-Βουνάτσου          Κοσμετούδη/μοναχή Θεοκτίστη Βουνάτσου
                (1886 - 23/05/1952)                         (Παλαιοχώρι 1910 - 23/03/1980 Χίος)

 

Έτυχε αυτό τον καιρό να βρίσκεται στο Παλαιοχώρι η κόρη της Κοσμετούδη, η μοναχή Θεοκτίστη, που, δέκα χρόνια πριν, μαζί με δυο αδελφές της κι άλλες κοπέλες του χωριού μας, έφυγαν κρυφά από τους γονείς τους και πήγαν στη Χίο να μονάσουν κοντά στον ιερομόναχο Κορνήλιο, ο οποίος είχε χτίσει το μοναστήρι της Αγίας Σκέπης στο Χαλκειός.   

Η μοναχή Θεοκτίστη κι οι αδελφές της Πηνελόπη, Ειρήνη, Μαρία κι η γιαγιά Διαμάντη ανέλαβαν να κηδέψουν το νεκρό σε μια πεζούλα στο κτήμα τους. Σαράντα μέρες μετά του έκαναν κόλλυβα και μνημόσυνο κι έπειτα από τρία χρόνια φρόντισαν για την εκταφή του, όπως με πληροφόρησε η Βικτώρια. 

Η ιστορία με το νεκρό είναι αληθινή. Εκτός από τη Σοφία και τη Βικτώρια, ίσως να τη θυμούνται κι άλλοι Παλιοχωριανοί. Μόνο το όνομα του άτυχου γέροντα, που ξεψύχησε αβοήθητος μακριά από το χωριό και τους δικούς του και τάφηκε από ελεήμονα χέρια σε μια πεζούλα του χωριού μου, δεν έμαθα.

 

*** 

Ογδόντα χρόνια μετά

Ογδόντα σχεδόν χρόνια έχουν περάσει από τότε. Οι πρωταγωνιστές της ιστορίας μας έχουν πεθάνει κι αυτοί· η γιαγιά μου Διαμάντη κι οι κόρες της, ο Γιαννακός, ο αγροφύλακας, ο ιερέας, ο τότε κοινοτάρχης του χωριού μας, αυτοί που έσκαψαν τάφο για τον άγνωστο νεκρό. Και θα έμενε για πάντα άγνωστη, αν δεν βρισκόταν η αγαπητή Σοφία, έφηβη κοπελούδα τότε, να την ανασύρει από το παρελθόν.

Δεν γνωρίζω αν υπάρχει σήμερα εκεί κάποιο σημάδι που να δείχνει σε ποια πεζούλα τον έθαψαν, την ακριβή θέση του τάφου. Ο ξύλινος σταυρός που θα έβαλαν θα έχει πια σαπίσει. Τα κόκαλα του άμοιρου επαίτη περιμένουν χρόνια πολλά αζήτητα στο παλιό χωνευτήρι του χωριού μας κάτω από το παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννου. Και μόνη αυτή η ιστορία για τη μετά θάνατον τύχη του ας είναι μνημόσυνό του.

Σε μια πεζούλα, είκοσι λεπτά ανήφορο πάνω από το εξωκκλήσι της Παναγίας Κρυφτής, η ψυχή ενός άγνωστου περιμένει μέσα στη σιωπή να μάθουν ξένοι και δικοί για το τέλος του. Υπήρξε κι αυτός ανώνυμο θύμα του πολέμου και της πείνας, ένας αντι-ήρωας που χάθηκε άδοξα.

 Μυρσίνη Μ. Βουνάτσου

_____________________

1. Σοφία Βαμβά (γενν. 1931), μετέπειτα σύζυγος Παναγιώτη Καμπούρη.

 

2. Μαρία Βαμβά, σύζυγος Παναγιώτη Βαμβά και μητέρα της Σοφίας. Απεβίωσε στις 30/11/1940, 38 ετών, από συγκοπή καρδίας (Ληξιαρχικές Πράξεις Θανάτου Κοινότητας Παλαιοχωρίου Πλωμαρίου νομού Λέσβου, τόμος Β΄, αύξ. αριθμ. 20).

 

3. Απόστολος Βουνάτσος του Θρασυβούλου και της Διαμάντης Βουνάτσου. Γεννήθηκε το 1921 στο Παλαιοχώρι, έβδομο τέκνο από τα ένδεκα. Στα χρόνια του Εμφύλιου πολέμου, επιστρατεύτηκε και από 07/07/1947 θεωρείται «εξαφανισθείς». Η μητέρα και τ’ αδέλφια του τον αναζητούσαν για πολλά χρόνια. Στην ιστοσελίδα «Θέματα Στρατιωτικής Ιστορίας/Πεσόντες και νεκροί: εμφύλιος πόλεμος 1945-1949» (https://stratistoria.wordpress.com/2010/06/06/1945-1949-pesontes-a-d/), αναφέρεται μεταξύ άλλων: «… Συνελήφθη κατά τη μάχη στο Παλαιοκκλήσι Φθιώτιδας στις 6 Ιουλίου 1947 και έκτοτε αγνοείται». Το όνομά του είναι γραμμένο στο Ηρώον του χωριού μας.

 

4. Συμπληρωματικές πληροφορίες μου έδωσε τηλεφωνικά και η συγχωριανή μας Βικτώρια Τσιμναδή-Τυροπώλη (γενν. 1925), μέσω της κόρης της Μυρσίνης Τυροπώλη-Σκουλού. Ευχαριστώ και τις δύο για την προθυμία τους να βοηθήσουν την έρευνά μου.

 

5. Ευαγγελία Βουνάτσου (1928-2011) του Θρασυβούλου και της Διαμάντης, μετέπειτα σύζυγος Χρήστου Π. Κουτσουραδή.

 

6. Ιωάννης Ν. Πρωτόγυρος: Με ηλεκτρονικό μήνυμα από την Αυστραλία, η Παρή Πρωτόγυρου-Φέλπα, κόρη του Ιωάννη και της Ειρήνης Πρωτόγυρου, επιβεβαίωσε την πληροφορία ότι ο πατέρας της ήταν αγροφύλακας στην Κατοχή. Την ευχαριστώ πολύ.  

     

7. Η Διαμάντη Βουνάτσου (1886-1952), το γένος Απόστολου Αχειλαρά, χήρα του Θρασύβουλου Μελ. Βουνάτσου (1869-23/09/1938) από το 1938 και μητέρα 11 τέκνων, απεβίωσε στις 23/05/1952 στο Παλαιοχώρι, σε ηλικία 66 ετών, από ημιπληγία (Ληξιαρχικές Πράξεις Θανάτου Κοινότητας Παλαιοχωρίου Πλωμαρίου Ν. Λέσβου, τόμος Γ΄, αύξ. αριθμ. 19). Είχε χάσει ήδη 3 από τα 11 παιδιά της (1917: Μελανδινός Α΄ (3 ετών), 17/10/1936: Κωνσταντίνος (19 ετών), 08/02/1941: Δήμητρα (16 ετών).  Λίγα χρόνια αργότερα, στις 06/07/1947, θα χάσει στον Εμφύλιο και το γιο της Απόστολο (26 ετών).

 

8. Ιερείς Παλαιοχωρίου από το 1880 μέχρι σήμερα: Απόστολος Γεωργαλάς, Πατήρ Σοφιανός, Βασίλειος Πανανής, Ιερομόναχος Ευλόγιος, Ιερομόναχος Κορνήλιος, Αγαθάγγελος Χαραλαμπίδης, Ευστράτιος Αναγνώστου, Αντώνιος Λουπέλλης, Ευστράτιος Βουνάτσος, Νικόλαος Βουλμές, Πολύκαρπος Χατζημιχαήλ, Αθανάσιος Ξενιτέλλης, Ιωάννης Βούρος, Ραφαήλ Πλωμαρίτης, Παναγιώτης Παλαιολόγου, Στάθης Μεταξής, Χαράλαμπος Γιουβανάκης (Πηγή: Βιβλίο Γιάννη Π. Μαυραγάνη, σελ. 152).

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου