Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

ΣΚΑΝΤΖΟΧΟΙΡΟΣ

Σκαντζόχοιρος
Αφηγείται η † Σουλτάνα Πανανή - Χρυσάφη
                   
Ο σκαντζόχοιρος είναι μέσα στα βουνά, κοντά σε χορτάρια και δροσιές. Το ζώο αυτό τρώει κάστανα, καρύδια, πράσινα χορτάρια. Το δέρμα του είναι γεμάτο αγκάθια, έχει τέσσερα πόδια κι η μούρη του είναι όπως του γουρουνιού. Το δέρμα του είναι μαύρο κι έχει έξι νύχια σε κάθε πόδι, μυτερά σας βελόνες, για να μην κατρακυλά στις ανηφόρες.
     Στο χωριό μας συνηθίζουν να τους τρώνε, κυρίως στην πείνα του σαρανταένα. Τότε πεινούσαμε και μαγειρέψαν οι γονείς μου σκαντζόχοιρο και μας είπαν ότι ήταν λαγός, για να φάμε. Ήταν πολύ γλυκός. Είχαμε μήνες να φάμε κρέας. Ψάρια είχαμε, αλλά έλειπαν το σιτάρι, τα όσπρια και το κρέας.
     Όταν το σέρβιραν και το φάγαμε, μας απλώσαν μια μισάλα από μπούρδα, γιατί τα υφαντά τα είχαμε πουλήσει. Για δυο κιλά νταρί, μια μεσάλα και δυο πετσέτες πούλησε η μάνα μου στη Βρισά μαζί με τα Πλιούδια.
     Το μαγείρεμα του σκαντζόχοιρου γίνεται ως εξής: Τον χτυπούν στο κεφάλι, τον γδέρνουν και πετούν το δέρμα, γιατί είναι σκληρό, τον κόβουν κομμάτια, τα ρίχνουν σε κατσαρόλα με λάδι, τα τσιγαρίζουν, προσθέτουν ντομάτα κι ένα κρεμμύδι και βράζουν μισή ώρα. Όταν βράσει, ρίχνουν λίγη κανέλα ακοπάνιστη, ένα-δυο φύλλα δάφνης, αλάτι και πιπέρι. Μετά τον κόβουν σε μικρότερα κομμάτια πάνω στο πλασταρίδι. Ρίχνουν πατάτα ή μελιτζάνες. Δεν σηκώνει ζυμαρικό, γιατί είναι πολύ παχύ το κρέας του. Ο σκαντζόχοιρος έχει πολλών ειδών κρέας, τριών-τεσσάρων, γουρούνι, αρνί, βοδινό. Σερβίρουμε ζεστό και συνοδεύουμε με κόκκινο κρασί.

     Αίνιγμα:
     Κουτσός κουτσός καλόγηρους
     παλούτσια φουρτουμένους.
     Τι είναι;                                                                (ςοριοχόζτνακσ ο)

     Και τώρα θα πω το τραγούδι που μου τραγουδούσε στα νιάτα μου αυτός που μ’ αγαπούσε: 

      Ξύπνησε, χαϊδεμένο μου, κι ήρθα στη γειτονιά σου,
    χρυσή μπλιξούδα σ’ ήφιρα, να πλέξεις στα μαλλιά σου.

     Σημείωση: Η καταγραφή έγινε είκοσι χρόνια πριν στο Παλαιοχώρι, όταν ακόμα ζούσε η μακαρίτισσα Σουλτάνα. Ας είναι αυτό το γραπτό μνημόσυνο γι’ αυτήν και για τους Έλληνες που πεινούσαν στις μαύρες μέρες της κατοχής κι επέζησαν από έρωτα για τη ζωή. Σκληρές μέρες για ανθρώπους, ακόμα και για τα ζώα. 




ΚΙΝΕΖΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ


Τσου Τσεν Πάι (Κίνα 9ος αι. π.Χ.)
Ο σκαντζόχοιρος
  
Σαν προχωράει, μοιάζει με πελότα όλο καρφίτσες
που κινείται·
σαν στέκεται, είναι στρογγυλός σαν κάστανο.
Μην τον περιφρονείτε, ασήμαντος δεν είναι.
Ποιος θα τολμούσε με γροθιά να τον χτυπήσει;

                                                μετάφραση: Σωκράτης Λ. Σκαρτσής

(Πηγή: «Με λογισμό και μ’ όνειρο. Ανθολόγιο Λογοτεχνικών Κειμένων Ε΄& ΣΤ΄ Δημοτικού», ΥΠΕΠΘ, σελ. 29)
  

 

ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ


     Ο λαγός και ο σκαντζόχοιρος

     Διαβάστε παρακάτω μια χαριτωμένη ιστοριούλα του Λέοντος Τολστόι (1828-1910), Ρώσου δημιουργού του μυθιστορήματος «Άννα Καρένινα», με ήρωες ένα λαγό κι ένα σκαντζόχοιρο. Στην ελληνική γραμματεία, ο Θέμος Ποταμιάνος έχει γράψει μία παρόμοια ιστορία, με τίτλο «Η πονηριά νικά τη δύναμη» και ήρωες ένα δελφίνι κι ένα σπάρο.   

     Ο λαγός αντάμωσε μια φορά ένα σκαντζόχοιρο και του λέει:
     «Θα ήσουν συμπαθητικός σε όλα κι εσύ, καημένε σκαντζόχοιρε, έλα όμως που τα πόδια σου είναι στραβά κι όλο παραπατάνε…»
     Ο σκαντζόχοιρος είπε τότε θυμωμένα:
     «Άκου να δεις, μη με κοροϊδεύεις εμένα, κι αυτά τα στραβά πόδια, που λες εσύ, αν θέλεις να μάθεις, τρέχουν καλύτερα απ’ τα δικά σου που είναι ίσια. Περίμενέ με μονάχα λίγο ώσπου να τρέξω ως το σπίτι κι ύστερα έλα να παραβγούμε.»
     Ο σκαντζόχοιρος πάει στο σπίτι του και λέει στη γυναίκα του:
     «Έβαλα στοίχημα με το λαγό, γυναίκα, ποιος θα παραβγεί στο τρέξιμο!»
     Η σκαντζοχοιρίνα τότε του λέει:
     «Τρελάθηκες, μου φαίνεται! Πού ακούστηκε, εσύ να παραβγείς με το λαγό; Τα πόδια του λαγού είναι τα γρηγορότερα πόδια του κόσμου, ενώ τα δικά σου είναι στραβά και αδέξια.»
     Και ο σκαντζόχοιρος τότε είπε:
     «Εκείνος έχει γρήγορα πόδια, εγώ όμως έχω γρήγορο μυαλό. Μόνο θέλω να κάνεις αυτό που θα σου πω. Πάμε τώρα στον κάμπο.»
     Πήγανε στον κάμπο, σε κάτι χωράφια σπαρμένα όπου ήταν ο λαγός. Ο σκαντζόχοιρος είπε στη γυναίκα του:
     «Κρύψου σ’ αυτήν εδώ την άκρη του αυλακιού. Εγώ με το λαγό θα τρέξουμε από την άλλη άκρη. Μόλις ξεκινήσουμε και ο λαγός φύγει μπροστά, εγώ θα γυρίσω πίσω. Και μόλις εκείνος θα ζυγώσει σ’ αυτή την άκρη, βγες μπροστά του και πες του: Τώρα φτάνεις; Εγώ σε περιμένω τόση ώρα!” Εκείνος δεν πρόκειται να ξεχωρίσει εσένα από μένα και θα νομίζει ότι εσύ είμαι εγώ.»
     Η γυναίκα του σκαντζόχοιρου κρύφτηκε στη μιαν άκρη του αυλακιού και ο σκαντζόχοιρος με το λαγό έτρεξαν από την άλλη.
     Μόλις ο λαγός άρχισε να τρέχει, ο σκαντζόχοιρος γύρισε πίσω και κρύφτηκε στο αυλάκι. Ο λαγός έγινε άφαντος και σαν σφεντόνα έφτασε στο τέλος του αυλακιού. Και τι να δει; Η σκαντζοχοιρίνα βγήκε μπροστά του, κοιτάζει το λαγό και του λέει:
     «Εγώ σε περιμένω τόση ώρα!»
     Ο λαγός δεν κατάλαβε ότι είναι η γυναίκα του σκαντζόχοιρου και είπε μέσα του: “Πολύ περίεργο! Πώς τα κατάφερε να με περάσει;”
     «Καλά», λέει, «έλα να τρέξουμε ακόμα μια φορά.»
     «Σύμφωνοι!»
     Ο λαγός έτρεξε πίσω κι έφτασε στην άλλη άκρη. Και τι να δει; Ο σκαντζόχοιρος στέκει μπροστά του και του λέει:
     «Βλέπεις, φιλαράκο, εσύ μόλις φτάνεις, ενώ εγώ είμαι από ώρα εδώ.»
     “Περίεργο πράμα”, λέει μέσα του ο λαγός, “να τρέχω τόσο γρήγορα και να με περνάει αυτός…”
     «Καλά, ας είναι», λέει στο σκαντζόχοιρο, «έλα 
να τρέξουμε άλλη μια φορά και δεν πρόκειται να με ξεπεράσεις.»
     «Τρέχουμε!»
     Ο λαγός έτρεξε με όλη του τη δύναμη. Και τι να δει πάλι; Ο σκαντζόχοιρος τον περίμενε κι αυτή τη φορά.
     Ο λαγός έτρεχε ασταμάτητα από τη μια μεριά στην άλλη, ώσπου έπεσε ψόφιος απ’ την κούραση.
     Τέλος παραδέχτηκε και είπε πως άλλη φορά δε βάζει στοίχημα.
    
(Λέοντος Τολστόι «Διηγήματα, Μύθοι και Παραμύθια», μτφ. Πέτρου Ανταίου, εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα 1996, σ. 44-46)


Ο σκαντζόχοιρος κι η αλεπού

     Μια φορά κάνανε συμβούλιο ο σκαντζόχερας με την αλουπού.
     — «Ξέρεις ψέματα», του λέει, «να πάμε να κλέψουμε σταφύλια;»
     — «Ξέρω τρία», της λέει ο σκαντζόχερας. «Εσύ», της λέει, «ξέρεις;»
     — «Ου, ξέρω πολλά».
     — «Ε, πάμε κάνεμου να κλέψουμε».
Πάνε να κλέψουνε σταφύλια, μα είχανε στημένο δόκανο και πιάστηκε η αλουπού.
     — «Κουμπάρε», του λέει του σκαντζόχερα, «για έλα να μου πεις κανένα από τα ψέματα που ξέρεις, να γλιτώσω».
     Της λέει ο σκαντζόχερας:
     — «Τώρα που θά ’ρθει ο αφεντικός, να κάνεις την ψόφια».
     Ήρθε σε λίγο ο αφεντικός, τεντώθηκε η αλουπού, έκανε την ψόφια. Σαν πήγε κοντά της, αμόλυκε η αλουπού έναν πόρδο, που έζεξε ο τόπος.
     — «Πουφ», λέει ο αφεντικός, μωρέ τούτη είναι ψόφια κι αρχίνησε να βρωμάει».
     Άνοιξε το δόκανο, της δίνει ένα πέταμα. Αμολιέται η αλουπού, κάτι πιλάλες! Τρέχα να την πιάσεις!
     Περάσανε κάνα-δυο μέρες, λέει πάλι η αλουπού στον σκαντζόχερα:
     — «Πάμε να κλέψουμε σταφύλια;»
     — «Πάμε».
     Πήγανε. Εκεί που κλέφτανε, τσακώνει ο δόκανος το σκαντζόχερα.
     — «Κουμπάρα», φωνάζει της αλουπούς, «έλα να μου πεις κανένα από τα πολλά ψέματα που ξέρεις, να γλιτώσω».
     — «Τώρα!», του λέει εκείνη, «εγώ τα ξέχασα ούλα».
     — «Καλά», της λέει ο σκαντζόχερας, έλα εδώ κοντά να σου πω ένα μυστικό στ’ αυτί». Πάει η αλουπού.
     — «Κοντύτερα», της λέει, «πιο κοντύτερα ακόμη».
     Έβαλε πλια η αλουπού τ’ αυτί της στο στόμα του, το τσακώνει ο σκαντζόχερας με τα δόντια του, πού να το αμολήσει.
     — «Άσε με, κουμπάρε, και να σου πω όσα ψέματα ξέρω!»
     Πού να την αφήκει εκείνος, την κράταγε κάργα! Ήρθε σε λίγο ο αφεντικός, την πέτυχε τη Μαριόρα. Αρπάχνει μια ματσούκα και τήνε σκότωσε στο ξύλο. Το σκαντζόχερα πλια δεν ξέρουμε τι τον έκανε.

(AaTh αρ. 33. Πρβ. Και Αισώπου—Halm αρ. 36. Παραλλαγή που μοιάζει με την προηγούμενη από τη Μεσσηνία, Γεωργία Ταρσούλη 1927 — «Νεοελληνικά Λαογραφικά Κείμενα», επιμ. Δημήτρη Λουκάτου, Βασική Βιβλιοθήκη αρ. 48, Αθήνα 1957, σελ. 5-6)

          
Η αλεπού κι ο σκαντζόχερος
Ποιος είναι ο πιο πονηρός;

Μια ημέρα, που έβρεχε κι έπεφτε χαλάζι, ένας σκαντζόχερος ευρέθη στο λόγγο, μακριά από την τρούπα του, και δεν ήξερε πού να τρουπώσει για να γλιτώσει απ’ το χαλάζι που κινδύνευε να του σπάσει τ’ αγκάθια του. Εκεί που έψαχνε, ηύρε μια τρούπα και πήγε για να μπει, αλλά μέσα ήτανε μια αλ’πού και δεν τον άφηνε. Εκείνος την παρακάλαγε και της έλεγε να τον αφήσει να βάλει μόνο το κεφάλι του, για να μην του το τσακίσει το χαλάζι.
     Η αλεπού, με τα πολλά, τον άφησε κι έχωσε το κεφάλι του στην τρούπα.
     Ο σκαντζόχερος λίγο-λίγο έμπαινε παραμέσα κι εζύγωνε την αλεπού. Εσήκωνε τ’ αγκάθια του και την ετρούπαγε. Η αλεπού, για να μην τρουπιέται, ετραβιότανε στην άκρη, κι έτσι ο σκαντζόχερος ούλο έμπαινε παραμέσα, ώσπου ανάγκασε την αλεπού να πεταχτεί όξω από την τρούπα της, κι έτσι έγινε νοικοκύρης ο σκαντζόχερος στην τρούπα της αλεπούς.
     Όταν έπεψε η βροχή, επήγε η αλεπού και είπε του σκαντζόχερου να φύγει, να πάει στη δική του την τρούπα. Της λέει ο σκαντζόχερος, «εγώ είμαι ατζαμής και δεν ξέρω να φτιάχνω τέτοια τρούπα σαν τη δικιά σου. Άφησέ με εδώ και φτιάξε εσύ άλλη, που είσαι τόσο τεχνήτρα!»

(Ζωής Σπυροπούλου «Μύθοι περί ζώων», Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999, σ. 19-20)   

 

Το φίδι κι ο σκαντζόχερος
Πάλι τα ίδια!

     Μια φορά, ένας σκαντζόχερος, από το πολύ νταμάχι για να φάει πολλά σταφύλια το καλοκαίρι, επαραμέλησε να φτιάσει τη φωλιά του για το χειμώνα.
     Όντας εμπήκε ο χειμώνας, εγύρισε για να βρει τόπο για φωλιά, κι εκεί που έψαχνε βλέπει σε μια βατουκλιά (βατομουριά) ένα φίδι που είχε μεγάλη φωλιά κι εκοιμότανε. Αλλά πώς να βγάλει το φίδι από μέσα;
     Εκοντοζύγωσε και του λέει: «Αλήθεια, εσείς τα φίδια είσαστε σοφά, όπως λένε. Εγώ θέλω να φτιάξω τη φωλιά μου και δεν ξέρω πώς να τη φτιάσω, δε μου κόβει το μυαλό μου. Δε μου κάνεις τη χάρη να μ’ αφήσεις να μπω μέσα, να πάρω σκέδιο;»
     Το φίδι εκολακεύτηκε από τον έπαινο του σκαντζόχερα και τον άφησε και μπήκε μέσα.
     Ο σκαντζόχερας, άμα εμπήκε μέσα, αρχίνησε να θαυμάζει το σκέδιο της φωλιάς και ύστερα λέει του φιδιού: «Τι να σου πω, μπραζέρη μου [αδελφοποιητός, βλάμης], είναι τόσο ωραία η φωλιά σου, που δεν καταλαβαίνω για να πάρω το σκέδιό της, και για τούτο σε παρακαλώ να με αφήσεις εδώ και να πας να φτιάξεις άλλη, που είσαι τόσο νοούμενος (μυαλωμένος), γιατί εγώ είμαι κουτός.»
     Το φίδι εθύμωσε και θέλησε να μπει μέσα και να βγάλει όξω το σκαντζόχερο, αλλά πώς να ζυγώσει που ο σκαντζόχερος εσήκωσε τ’ αγκάθια του και δεν το άφηνε; Κι έτσι την έπαθε, με όλη του τη σοφία το φίδι.

(Ζωής Σπυροπούλου «Μύθοι περί ζώων», Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999, σ. 23-24)  



ΛΑΪΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΚΥΘΝΟΥ

Η αράχνη, η χελώνα, ο σκατζόχοιρος και η μέλισσα
Άπονος γιος

     Ήτανε μια φορά μια μάνα, που ’χε τρεις κόρες κι ένα γιο. Η μάνα όμως αρρώστησε κάποτε βαριά κι έστειλε μια γυναίκα να μηνύσει των παιδιών της να ’ρχουνε να τη βαγιολίσουνε και να πάρουν την ευκή της.
     Πάει η γυναίκα στην πρώτη κόρη και τη βρίσκει μπροστά στην κρεβαταριά να ’φαίνει.
     — «Τρέχα γλήορα», της λέει, «η μάνα σου πεθαίνει και σου μηνά να πας κοντά της».
     — «Μπα, θά ’ρχω πιο μετά, γιατί έχω πολλή δουλειά στον αργαλειό. Ξυφαίνω κι όπου να ’ναι πέφτει ο έγκαρδος».
     Η μάνα, όταν το ’μαθε, αγανάχτησε και τση ’δωσε την κατάρα της: «Σ’ ούλη της τη ζωή να ’φαίνει και ποτέ να μην ξυφαίνει».
     Έτσι, η κόρη γίνηκε αράχνη, που συνέχεια φτιάνει τσι κλωστές και τελειωμό δεν έχουν.
     Μετά μήνυσε της δεύτερης κόρης, που κείνη την ώρα ήτανε στη σκάφη κι έπλενε. Κι αυτή πάλι είπε:
     — «Δεν μπορώ να πάω τώρα, γιατί έχω πολύ πλύσιμο».
     Το μαθαίνει η μάνα και καταριέται και σ’ αυτήν: «Τη σκάφη που πλένει, να τηνε κουβαλά πάντα στην πλάτη της, να τηνε βαραίνει και να μη δύνεται να περπατά μ’ ευκολία».
     Κι έτσι γίνηκε χελώνα!
     Η μάνα παράγγειλε μετά να πάει ο γιος κοντά της.
     Πήε η γυναίκα και τον έβρηκε την ώρα που έβγανε φρύανα και τα ’καμε γομάρια για να πάει στο φούρνο να τον ανάψει.
     — «Άσ’ τα φρύανα, παλικάρι, και τρέξε αψά στη μάνα σου που πεθαίνει».
     — «Παράτα με! Δε βλέπεις που ’χω δουλειά;»
     Χλίφτηκε η μάνα όταν το ’μαθε και καταράστηκε κι αυτόν: «Το γομάρι με τα φρύανα που το φορτώνεται και το πααίνει στο φούρνο, να το κουβαλεί για πάντα στην πλάτη του.
     Κι ο γιος γίνηκε σκατζόχοιρος!
     Τελευταία το ’μαθε η μικρή της κόρη. Την ώρα που της το ’παν, τη βρήκανε να ζυμώνει.
     — «Πήαινε αμέσως στη μάνα σου που κιντυνεύει…»
     — «Άχου, μανούλα μου!» φώναξε, παράτησε τα ζυμάρια και ρίβαρε μονιτάρου κοντά της.
     Μόλις την είδε η μάνα της, τση ’δωσε την ευκή της: «Συ, κόρη μου, παντοτινά να ’σαι χρήσιμη στους αθρώπους. Να ζυμώνεις το κερί, για να φωτίζεις τον κόσμο, και να φτιάνεις το μέλι, για να γλυκαίνεις ούλους».
     Με την ευκή τούτη γίνηκε η μέλισσα, που την αγαπούν και τη χαίρουνται ούλοι οι αθρώποι.

(Βενετούλια Γιώργη «Παραμύθια της Κύθνου», εκδόσεις Εν πλω, Αθήνα 2005, σελ. 25-27)



ΛΑΪΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΛΕΡΟΥ

Η ευχή της μάνας

     Μια φορά κι έναν καιρό, στα παλιά τα χρόνια, ζούσε μια γυναίκα που είχε τέσσερα παιδιά, τρεις κόρες κι έναν γιο. Ο πατέρας τους πέθανε, όταν αυτά ήταν πολύ μικρά κι η μάνα τους, για να τα ζήσει, δούλευε σε διάφορες δουλειές, γιατί ήταν πολύ φτωχιά.
     Μεγάλωσε και τα τέσσερα παιδιά και τα πάντρεψε, αλλά όλα έμεναν μακριά. Από την κούραση και από την ταλαιπωρία αρρώστησε και δεν μπορούσε πια να δουλέψει. Και έπεσε στο κρεβάτι πολύ βαριά. Οι γείτονες δεν την έβλεπαν να πηγαίνει στην ξένη δουλειά κι ανησύχησαν. Πήγε το πρωί μία γειτόνισσα, για να δει τι είχε και δεν πήγε στη δουλειά, και την βρήκε στο κρεβάτι πολύ άρρωστη.
     — «Έλα, γειτόνισσα, να πας να φωνάξεις την πρώτη μου κόρη να έρθει, που την χρειάζομαι».
     Πάει τότε η γειτόνισσα στην πρώτη κόρη και της λέει να πάει στη μάνα της, που είναι πολύ άρρωστη. Εκείνη δεν δέχτηκε να πάει, γιατί έπλενε κι είχε τα ρούχα μέσα στη σκάφη.
     — «Δεν μπορώ να πάω να την δω, γιατί πλένω».
     Όταν πήγε η γειτόνισσα και της είπε ότι η κόρη της δεν μπορεί να έρθει γιατί έχει τα ρούχα μέσα στην σκάφη και πλένει, η άρρωστη μάνα αναστέναξε, δάκρυσε και της είπε:
     — «Σου εύχομαι, κόρη μου, η σκάφη να γίνει το σπίτι σου και να το σέρνεις όπου πας στα όρη και στα βουνά, όλη σου τη ζωή». Από τότε η κόρη της έγινε χελώνα.
     Τότε, έστειλε τη γειτόνισσα στη δεύτερη κόρη. Και αυτή όμως βρήκε δικαιολογία ότι ύφαινε.
     — «Δεν μπορώ να έρθω, γιατί έχω στον αργαλειό το νήμα». 
     Τότε πάλι η μάνα δάκρυσε και την καταράστηκε. 
     — «Άντε, κόρη μου, να υφαίνεις μέρα-νύχτα και σταματημό να μην έχεις. Να σου χαλάνε οι άνθρωποι τα υφαντά και να σε κυνηγούν παντού».
     Κι από τότε έγινε η αράχνη. Μετά την έστειλε στο γιο της, μα κι εκείνος αρνήθηκε.
     — «Πες της μάνας μου ότι δεν μπορώ να έρθω, γιατί βάζω στους τοίχους αστυβές για να μην μου τους χαλούν».
     Τότε η μάνα αναστέναξε πάλι και του είπε: 
     — «Να έχεις την κατάρα μου και οι αστυβές να γίνουν αγκάθια στο σώμα σου και να γυρίζεις σαν την άδικη κατάρα». Από τότε έγινε ο σκαντζόχοιρος.
     Τότε θυμήθηκε τη μικρή της κόρη και η γειτόνισσα πήγε και σ’ αυτή. Όταν είδε τη γειτόνισσα να πηγαίνει στο σπίτι της τόσο πρωί, απόρησε.
     — «Καλώς την», της είπε. «Πώς είναι και ήρθες τέτοια ώρα;»
     Η γειτόνισσα της είπε ότι τη γύρευε η μάνα της, που είναι πολύ άρρωστη. Η κόρη της εκείνη τη στιγμή ζύμωνε κι είχε το ζυμάρι μέσα στη σκάφη. Παράτησε όμως το ζύμωμα κι, όπως ήταν με τη ζύμη στα χέρια, έτρεξε στη μάνα της. Ούτε που ήθελε να πλυθεί, για πιο γρήγορα. Όταν την είδε η μάνα της, της λέει.
     — «Γιατί, κόρη μου, είναι τα χέρια σου με τις ζύμες;»
     — «Ζύμωνα, μάνα, κι έτρεξα να δω τι έχεις». 
     Τότε η μάνα της την αγκάλιασε, τη φίλησε και της λέει:
     — «Να έχεις την ευχή μου, κόρη μου! Να πετάς από λουλούδι σε λουλούδι, να μαζεύεις το μέλι από τα λουλούδια, να φέρνεις τη γλυκασιά. Να είσαι χρήσιμη στον κόσμο. Το ζυμάρι που είναι στα χέρια σου να γίνεται κερί για τις εκκλησίες. Χωρίς εσένα και το κερί σου να μην μπορεί να λειτουργήσει ο παπάς».
     Έτσι έγινε η μέλισσα.
     Γι’ αυτό και η παροιμία λέει: «Ευχή γονέα έπαρε και στο βουνό ανέβα».

(Αφήγηση: Χριστοδούλου Ειρήνη, ετών 80, Λέρος, Ιανουάριος 2003. Πηγή: http://dim-ag-marin-lerou.dod.sch.gr/selides/el/com-ellin1.htm)