Καζαντζάκης Νίκος
(Ηράκλειο Κρήτης, 18 Φεβρουαρίου 1883 – Φράιμπουργκ Γερμανίας, 26 Οκτωβρίου 1957)
133 χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Καζαντζάκη… η σχολική βία από τον αυταρχικό δάσκαλο προς τους μαθητές κι από τους μαθητές προς το συμμαθητή τους… η σχολική διαρροή… φαινόμενα που, δυστυχώς, δεν έχουν εξαλειφθεί ακόμα. Λεκτικός εκφοβισμός, σωματική κακοποίηση, ψυχολογικά τραύματα. Όμως η βία αφήνει ανεξίτηλα σημάδια στην ψυχή…
«Αναφορά στον Γκρέκο»
Κεφ. Ε΄. «Δημοτικό Σχολειό»
Στην Τετάρτη Τάξη βασίλευε και κυβερνούσε ο Διευθυντής του Δημοτικού. Κοντοπίθαρος, μ’ ένα γενάκι σφηνωτό, με γκρίζα πάντα θυμωμένα μάτια, στραβοπόδης. «Δε θωράς, μωρέ, τα πόδια του», λέγαμε ο ένας στον άλλο σιγά, να μη μας ακούσει, «δε θωράς, μωρέ, πώς τυλιγαδίζουν τα πόδια του; και πώς βήχει; Δεν είναι Κρητικός». Μας είχε έρθει σπουδασμένος από την Αθήνα κι είχε φέρει, λέει, μαζί του τη Νέα Παιδαγωγική. Θαρρούσαμε πως θα ’ταν καμιά νέα γυναίκα και την έλεγαν Παιδαγωγική∙ μα όταν τον αντικρίσαμε για πρώτη φορά ήταν ολομόναχος∙ η Παιδαγωγική έλειπε, θα ’ταν σπίτι. Κρατούσε ένα μικρό στριφτό βούρδουλα, μας έβαλε στη γραμμή κι άρχισε να βγάζει λόγο. Έπρεπε, λέει, ό,τι μαθαίναμε να το βλέπαμε και να το αγγίζαμε ή να το ζωγραφίζαμε σ’ ένα χαρτί γεμάτο κουκκίδες. Και τα μάτια μας τέσσερα∙ αταξίες δε θέλει, μήτε γέλια, μήτε φωνές στο διάλειμμα∙ και σταυρό τα χέρια. Και στο δρόμο, όταν δούμε παπά, να του φιλούμε το χέρι. «Τα μάτια σας τέσσερα, κακομοίρηδες, γιατί αλλιώς, κοιτάχτε εδώ!» είπε και μας έδειξε το βούρδουλα. «Δε λέω λόγια, θα δείτε έργα!» Κι αλήθεια είδαμε∙ όταν κάναμε καμιάν αταξία ή όταν δεν ήταν στα κέφια του, μας ξεκούμπωνε, μας κατέβαζε τα πανταλονάκια και μας έδερνε κατάσαρκα με το βούρδουλα∙ κι όταν βαριόταν να ξεκουμπώσει, μας έδινε βουρδουλιές στ’ αυτιά, ωσότου έβγαινε αίμα.
Μια μέρα έδεσα κόμπο την καρδιά μου, σήκωσα το δάχτυλο:
― Πού είναι, κυρ δάσκαλε, ρώτησα, η Νέα Παιδαγωγική; Γιατί δεν έρχεται στο σκολειό;
Τινάχτηκε από την έδρα, ξεκρέμασε από τον τοίχο το βούρδουλα.
― Έλα εδώ, αυθάδη, φώναξε, ξεκούμπωσε το πανταλόνι σου.
Βαριόταν να το ξεκουμπώσει μόνος του.
― Να, να, να, άρχισε να βαράει και να μουγκρίζει.
Είχε ιδρώσει, σταμάτησε.
― Να η Νέα Παιδαγωγική, είπε, κι άλλη φορά σκασμός! […]
***
Τη Μεγάλη Παρασκευή μας πήγε στην εκκλησιά να προσκυνήσουμε το Σταυρωμένο. Μας γύρισε έπειτα στο σκολειό να μας ξηγήσει τι είδαμε, ποιον προσκυνήσαμε και τι θα πει Σταύρωση. Αραδιαστήκαμε στα θρανία, κουρασμένοι, βαριεστισμένοι, γιατί δε φάγαμε σήμερα παρά ξινό λεμόνι και δεν ήπιαμε παρά ξίδι, για να δοκιμάσουμε κι εμείς τον πόνο του Χριστού. Άρχισε λοιπόν ο άντρας της Νέας Παιδαγωγικής, με βαριά επίσημη φωνή, να μας ξηγάει πώς ο Θεός κατέβηκε στη γης και γίνηκε Χριστός, κι έπαθε και σταυρώθηκε, για να μας σώσει από την αμαρτία. Ποια αμαρτία; καλά-καλά δεν καταλάβαμε∙ μα καταλάβαμε καλά πως είχε δώδεκα μαθητές κι ένας τον πρόδωκε, ο Ιούδας.
― Κι ήταν ο Ιούδας, σαν ποιον; σαν ποιον;
Σηκώθηκε από την έδρα ο δάσκαλος κι άρχισε να προχωράει αργά, απειλητικά, από θρανίο σε θρανίο και μας κοιτούσε, έναν ένα.
― Ήταν ο Ιούδας σαν τον… σαν τον…
Είχε απλώσει το δείχτη του χεριού του και τον μετακινούσε από τον ένα μας στον άλλο, ζητώντας να βρει με ποιον από μας έμοιαζε ο Ιούδας. Κι εμείς ζαρώναμε και τρέμαμε μην μπας και σταθεί το δάχτυλο το φοβερό απάνω μας. Κι άξαφνα ο δάσκαλος έσυρε φωνή και το δάχτυλό του στάθηκε σ’ ένα χλωμό φτωχοντυμένο παιδάκι με όμορφα ρουσόξανθα μαλλιά. Ήταν το Νικολιό, που ’χε φωνάξει πέρυσι στην Τρίτη Τάξη: «Σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί».
― Να, σαν το Νικολιό! φώναξε ο δάσκαλος. Απαράλλαχτος. Έτσι χλωμός, έτσι ντυμένος κι αυτός, κι είχε κόκκινα μαλλιά, κόκκινα κόκκινα, σαν τις φλόγες της Κόλασης!
Να το ακούσει το κακόμοιρο το Νικολιό, ξέσπασε σε θρήνο∙ κι εμείς όλοι, που είχαμε γλιτώσει από τον κίντυνο, τον αγριοματιάζαμε με μίσος και συμφωνήσαμε κρυφά από θρανίο σε θρανίο, άμα βγούμε έξω να τον σπάσουμε στο ξύλο, που πρόδωκε το Χριστό.
Ευχαριστημένος ο δάσκαλος που έτσι μας έδειξε χεροπιαστά, καθώς το ορίζει η Νέα Παιδαγωγική, πώς ήταν ο Ιούδας, μας σκόλασε∙ κι εμείς βάλαμε στη μέση το Νικολιό, κι ως βγήκαμε στο δρόμο αρχίσαμε να τον φτύνουμε και να τον δέρνουμε, πήρε αυτός δρόμο κλαίγοντας, μα εμείς τον κυνηγούσαμε με τις πέτρες, τον προγκούσαμε «Ιούδα! Ιούδα!», ωσότου έφτασε σπίτι του και τρύπωξε μέσα.
Το Νικολιό δεν ξαναφάνηκε στην τάξη, δεν ξαναπάτησε στο σκολειό. Ύστερα από τριάντα χρόνια που είχα γυρίσει από τη Φραγκιά στο πατρικό σπίτι κι ήταν Μεγάλο Σάββατο, χτύπησε η πόρτα και φάνηκε στο κατώφλι ένας χλωμός, αδύνατος άντρας, με κόκκινα μαλλιά, με κόκκινα γένια∙ έφερνε σ’ ένα χρωματιστό μαντίλι τα καινούργια παπούτσια που ’χε παραγγείλει για όλους μας ο πατέρας για τη Λαμπρή. Στάθηκε δειλιασμένος στο κατώφλι, με κοίταξε, κούνησε το κεφάλι.
― Δε με γνωρίζεις; έκαμε∙ δε με θυμάσαι;
Κι ως να μου το πει, τον γνώρισα.
― Το Νικολιό! Φώναξα και τον άρπαξα στην αγκαλιά μου.
― Ο Ιούδας… έκαμε αυτός και χαμογέλασε με πικρία.
(Νίκου Καζαντζάκη μυθιστόρημα «Αναφορά στον Γκρέκο», εκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη, Αθήνα 1982, κεφ. Ε΄, σελ. 58-61)