Τα κάλαντα
Τι
πιο ευχάριστο να ξυπνάς, να σου χτυπούν την πόρτα, να την ανοίγεις και ν’ ακούς
τις γρήγορες λαχανιαστές φωνές των παιδιών... να παίζουν αδέξια τα τριγωνάκια
τους και να σου τραγουδούν... "καλήν
εσπέραν άρχοντες...".
Και
θυμήθηκα τα δύστηνα εκείνα χρόνια, μετά την απελευθέρωση, που τις παραμονές των
Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς (τα Φώτα, δεν ξέρω γιατί, δεν καλαντίζαμε)
μαζευόμασταν τα παιδιά της γειτονιάς, συνήθως τα ξαδέρφια μου, και αμολιόμασταν
στα σπίτια που ήταν κοντά στα δικά μας αλλά και στην ευρύτερη περιοχή του
Κιοσκιού. Λαχτάρα μας να μας δώσουν καμιά δεκάρα, ένα μεταλλίκι, βρε αδερφέ, που
δεν το είχαμε και μόνιμο από το σπίτι μας.
Χτυπούσαμε
την πόρτα, μας άνοιγαν και με δυνατές φωνές ψάλλαμε και δεν αφήναμε στίχο για
στίχο. Όλα τα λέγαμε. Και περιμέναμε τη δεκάρα. Που όμως δεν ερχόταν, γιατί οι
νοικοκυρές μάς γέμιζαν με φοινίκια (μελομακάρονα τα λέτε εσείς εδώ) και
κουραμπιέδες... Και τότε ξεσπούσε η αγανάκτησή μας, που εκφραζόταν με τον
εκσφενδονισμό των γλυκών πάνω στα ντουβάρια του σπιτιού της οικοδέσποινας. Ήταν
η εκτόνωσή μας.
Όμως
ήμασταν παιδιά. Γρήγορα ξεχνιόμασταν και το ρίχναμε στο παιχνίδι πάνω στην
πλατεία του Κιοσκιού και αλέμ σεφά, περιμένοντας την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.
Μιας βδομάδας ακόμα γλυκαπαντοχἠ...
Και
του χρόνου!