ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ
ΠΛΑΛΑ
Κυκλοφόρησε πρόσφατα στην Αθήνα το δωδέκατο βιβλίο της
Χρυσούλας Πλάλα, συνταξιούχου εκπαιδευτικού, με σπουδές κινηματογράφου στο
Λονδίνο. Είναι συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Ζωές που άναψαν». Στις 75 σελίδες του περιλαμβάνει τα εξής οκτώ διηγήματα:
«Ηχήστε
οι σάλπιγγες», «Ο
Βόλος», «Η φίλη», «Ο
πατέρας», «Βαθύ ίχνος απ’ τα
παλιά», «Η αναχώρηση», «Εσύ
και ο κόσμος γύρω μας», «Εκ των
υστέρων», «Ο πατήρ Πολύβιος». Το
εξώφυλλο έχει φιλοτεχνήσει η αρχιτέκτονας Νάνσυ Νικολοπούλου.
Συγχαίρουμε
τη δημιουργική συγγραφέα και της ευχόμαστε καλή επιτυχία στις μελλοντικές
συγγραφικές προσπάθειές της.
Ως
δείγμα γραφής δημοσιεύουμε το παρακάτω διήγημά της, με ήρωες μια μητέρα με δύο
παιδιά, μια οικογένεια Σύρων προσφύγων που έχει βρει προσωρινά άσυλο στην Ελλάδα
και αναμένει την επανένωση με τον πατέρα που εργάζεται στη Γερμανία. Γείτονές
τους μια ελληνική οικογένεια που τους στηρίζει, με τη συνδρομή φίλων από τον
κοινωνικό περίγυρο. Θέμα επίκαιρο, συμπεριφορές στα όρια του ιδανικού, που μας
παρακινούν να κάνουμε συγκρίσεις με τη σημερινή πραγματικότητα…
Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
Έχουν περάσει δύο χρόνια, εγώ πηγαίνω στη Β΄ Λυκείου
πια. Ξέρουμε ότι είναι ασφαλείς και ευτυχισμένοι που ’ναι στη Γερμανία, σε μια
πόλη μικρότερη από τη δική μας. Ο Αμίρ μου λέει ότι όλα εκεί είναι πιο ήσυχα. Τα
λεωφορεία περνούν στην ώρα τους, δεν υπάρχει βιασύνη, τα κτίρια παλιά ή
καινούργια δεν είναι μουτζουρωμένα και σε όποια υπηρεσία κρατική πηγαίνουν οι
γονείς του παίρνουν απάντηση∙ αυτά τον εντυπωσίασαν, του λείπουν οι συναντήσεις
μας με το μουσικό γκρουπ του
σχολείου κι οι βόλτες στο Μοναστηράκι.
Έχει τόσα πολλά να
θυμάται…
Στην ευρύχωρη γκαρσονιέρα του δεύτερου ορόφου
εγκαταστάθηκε μια μάνα με δύο παιδιά από τη
Συρία.
Είχαμε όλοι μια αναστάτωση ή, καλύτερα, το γεγονός αυτό
μας έθετε προ ευθυνών. Η ίδια η μητέρα μου άρχισε να το σχολιάζει καθημερινά και
προσπαθούσε να μηχανευτεί τρόπους να
βοηθήσουμε.
«Απ’ την πολιτεία έχουν ό,τι έχουν. Εμείς τι
κάνουμε;»
«Αστερία, δεν έχουμε εισόδημα περίσσιο», είπε ο
πατέρας.
«Για ρούχα θα πω στις φίλες μου. Αλλά και η Δοξούλα θα
μπορούσε να τους διδάξει Ελληνικά ή και
Αγγλικά…»
Μου εφάνη μπελάς ν’ αφιερώσω τον ελεύθερο χρόνο μου σε
παιδιά… «πολεμοκαπνισμένα», όπως
έλεγε η μάνα μου.
«Θα ’ναι ενδιαφέρον, θα σε δροσίσει», έτσι ονόμαζε το
αίσθημα από μια καλή πράξη.
Μ’ έβαλε μπροστά, μ’ έσπρωξε σχεδόν ως την πόρτα τους
ένα απόγευμα να τους καλέσω για ένα τσάι.
Δέχθηκαν ευχαρίστως και σε μισή ώρα ήρθε η οικογένεια
με τα δύο παιδιά, ένα κοριτσάκι κι
ένα αγόρι, στο σπίτι μας. Έλειπε ο πατέρας. Ο νεαρός, ένα μελαχρινό αγόρι με
ζωηρά μάτια, μιλούσε αγγλικά. Συνεννοηθήκαμε.
Βρίσκονταν εδώ ένα χρόνο, με σκοπό να πάνε στη
Γερμανία, στο Αννόβερο, στον πατέρα τους.
Αποφύγαμε τις τραυματικές εμπειρίες και μείναμε στο
εδώ.
«Ο Αμίρ, Ζαΐρα, πρέπει να ολοκληρώσει τα αγγλικά του.
Δεν θα ’ταν άχρηστο να πηγαίνει
και σχολείο όπως και η μικρή. Ας μην περιμένουμε το χρόνο τι θα φέρει, ας
οργανωθούμε.»
Τα μικρά είχαν ήδη κάποιες δραστηριότητες στο «Δίκτυο
για τα Δικαιώματα του Παιδιού». Μας είπαν τη διεύθυνση και την άλλη μέρα
πήγαμε μαζί με τον Αμίρ στην Αλκαμένους.
Ο Αμίρ ήταν στα δεκαπέντε κι έδειχνε ενδιαφέρον να
συμμετέχει σ’ ό,τι τους αφορούσε.
«Εγώ θ’ αναλάβω τη μητέρα.»
Κι έτσι βρεθήκαμε στα Πετράλωνα, σ’ ένα ολοήμερο
σχολείο με ελληνικά για ενήλικους. Η Σάσσι πήγαινε στο Δημοτικό της γειτονιάς
μας.
Όλοι μπήκαμε σε μια ιδιαίτερη τροχιά. Οι φίλες της
μαμάς ανταποκρίθηκαν με θέρμη∙ εκτός από ρούχα, όλο και κάποια τρόφιμα έμπαιναν
στη γκαρσονιέρα.
Ο μπαμπάς έμεινε λίγο απέξω, αλλά ομολόγησε ότι στο
καφενεδάκι που πήγαινε τις ελεύθερες ώρες του άναβαν οι συγκινήσεις για το
προσφυγικό. Έδινε το δικό του τόνο, για να μην είναι ξενόφοβοι οι συμπολίτες
του.
Ο βαθμός δυσκολίας ήταν όταν ο Αμίρ θέλησε να ’ρθει στο
σχολείο μου, για να προσπαθήσει να ενταχθεί. Κάθισε δίπλα μου. Η Διεύθυνση του
σχολείου ρύθμισε να παρακολουθεί φυσικομαθηματικά, αγγλικά και γλώσσα. Είχε
μάθει σ’ ένα χρόνο να διεκδικεί μια θέση σ’ ένα χώρο. Δεν έμεινε πίσω
φοβισμένος. Ζήτησε μόνος του απ’ τον καθηγητή της φυσικής αγωγής να συμμετάσχει
στην ομάδα ποδοσφαίρου.
Στο άλλο πεδίο, των μεταξύ των συμμαθητών μου σχέσεων,
έκανα ό,τι μπορούσα. Τους είπα ότι ο Αμίρ είναι καλός φωτογράφος. Παρακολουθεί
μαθήματα στο «Δίκτυο» και δε θέλει
να ’ναι ξεκομμένος. Να κάνουμε ό,τι μπορούμε.
«Να πάμε μαζί σινεμά» ή «Πες του να ’ρθει στο γκρουπ
του Μίσα, που παίζουμε μουσική.»
Όλοι οι αλλοδαποί του Σχολείου μας ξέρανε Ελληνικά, οι
περισσότεροι είχαν γεννηθεί εδώ, απόμενε λοιπόν μόνον ο Αμίρ. Δεν ήταν συμφέρον
να μένουν πίσω, άποψη της μαμάς, επειδή κάποτε θα ’φευγαν για Γερμανία. Έπρεπε
να καταλάβουν ότι και εδώ είχαν πράγματα να μάθουν. Οι ειδήσεις απ’ τον πατέρα
τους δεν ήταν ενθαρρυντικές, είχε δίκιο η κ. Αστερία.
Η μάνα μου είχε πείσει τη Ζαΐρα ότι, μαθαίνοντας
Ελληνικά, θα μπορούσε να της δείξει την πόλη και να χαίρονται∙ ήταν προτιμότερο,
παρά να κλαίει την κατεστραμμένη πατρίδα της. Της ζητούσε συνταγές για φαγητό κι
έβλεπες τι χαρά έκανε η Ζαΐρα, όταν δοκιμάζαμε όλοι την αραβική κουζίνα. Ο κ.
Βαγγέλης, ο γείτονας, κάτοχος φροντιστηρίου ξένων γλωσσών, δέχθηκε τον Αμίρ στις
τάξεις του με χρέωση το μισό, χορηγία των φιλενάδων της
μαμάς.
Απόμενε η προσφορά η δικιά μου με τα Ελληνικά.
Βασικό ανάγνωσμα είχαμε τα
μετάφραση του "Μικρού
Πρίγκηπα" και συζήτηση με καθημερινό λεξιλόγιο. Μάθαινε γρήγορα,
η Σάσσι λιγότερο.
«Γιατί διάλεξες το "Μικρό
Πρίγκηπα", εσείς έχετε τόση
μυθολογία;»
«Γιατί εκείνη είναι η πιο τρυφερή ιστορία που έχω
ακούσει για μικρούς και μεγάλους.»
Τον υποχρέωσα να ’χει τετράδιο λεξιλογίου και
παραχώρησα επί δίωρο καθημερινά τον υπολογιστή
μου.
Η οικογένεια πρόσφερε τις υπηρεσίες της
απλόχερα.
Αυτό μαλάκωσε τις εμπειρίες που είχαν φεύγοντας από
’κει. Πράγματι, ο Αμίρ τραβούσε ωραίες φωτογραφίες με το κινητό του. Πρόσεχε το
καδράρισμα και είχε βάλει τίτλους στ’ αγγλικά. Προτιμούσε ανθρώπινες φάτσες αντί
κτιρίων. Τον ρώτησα γιατί.
«Δεν μπορεί να ’ναι όλα ρόδινα. Αυτές οι εικόνες
μιζέριας της πόλης είναι η συνέχεια του ταξιδιού μας. Κάτω στις πλατείες,
Δοξούλα, η ζωή είναι δύσκολη και άσχημη.»
Ο Σύρος πρόσφυγάς μου έκανε κριτική στην πόλη μας και
στη ζωή μας.
Σχεδόν κάθε απόγευμα πήγαινε σε κάποια απ’ τις
δραστηριότητες του «Δικτύου». Αν
τύχαινε Σαββατοκύριακο, συνόδευα κι εγώ στους περιπάτους γύρω απ’ την Ακρόπολη.
Λάτρευε το παγωτό χωνάκι. Είχα πάρει πολύ σοβαρά το ρόλο μου. Σαν να επρόκειτο
για κάποιο κακοπαθημένο ξαδελφάκι μου.
Στο σχολείο ο καθηγητής των Μαθηματικών είχε
παρατηρήσει έφεση και τον είχε επαινέσει
δημόσια.
Οι φίλοι μου μου ’παν να μην τρενάρω την πρόσκλησή μου
στο μουσικό γκρουπ του Μίσα.
Οι γονείς του με τον νεοφερμένο έδειξαν θέρμη. Μας
σέρβιραν νοστιμότατα σάντουιτς, μέχρι που άρχισαν τα παιδιά να παίζουν. Ο Αμίρ
ήταν λίγο σα χαμένος μ’ όλη την ελληνική εκφορά της φωνής μας, τα παλαμάκια μας, αλλά δεν έδειξε εντελώς έξω απ’ τα νερά του. Του άρεσε ο
ρυθμός μας.
«Αργότερα ίσως δοκιμάσεις κι εσύ τα τύμπανα», του ’πε ο
Μίσα.
«Αμίρ, τι νέα απ’ το
Αννόβερο;»
«Δεν ξέρω, Δοξούλα, ίσως αργότερα. Ο πατέρας μου είναι
σίγουρος ότι θα μας δεχθούνε… να κάνουμε υπομονή…»
Δούλευε σ’ ένα σούπερ μάρκετ. Ίσως αν πήγαιναν όλοι
εκεί εύρισκε καλύτερη δουλειά. Στη Συρία ήταν
οδοντοτεχνίτης.
Τον ρώτησα αν νοσταλγούσε την πατρίδα του. Μου ’πε ότι
δεν ήθελε να γυρίσουν πίσω. Τίποτε δεν θα ’ταν το ίδιο. Ο Αμίρ κοίταζε εμπρός
γι’ αυτό και δούλευε τόσο πολύ με τις δραστηριότητές του στο «Δίκτυο»
και τ’ αγγλικά.
Η Σάσσι ήταν πιο αργή αλλά επιμελής.
Η Ζαΐρα έπαψε να κλαίει, συμβουλή της
μαμάς:
«Επηρεάζονται τα παιδιά και δεν μπορούν να
προχωρήσουν…»
Είχε τελειώσει το Λύκειο στη Συρία από βαθιά
θρησκευόμενους γονείς. Διάβαζε το κοράνι φωναχτά στα παιδιά πριν την
απογευματινή τους προσευχή. Ο Αμίρ πήρε την κατάσταση στα χέρια του και
προσευχόταν μόνος του χωρίς τη Ζαΐρα πάνω απ’ το κεφάλι
του.
«Η υπεύθυνη απ’ την οργάνωση μας πήγε και είδαμε μια
ταινία που είχε βραβευτεί…»
«Σου άρεσε;»
«Ήταν ένα φιλμ γυρισμένο στην Ινδία, το “Lunchbox”. Ήθελα να δω κάτι αμερικάνικο με τους τεράστιους
δρόμους και τ’ αυτοκίνητα…»
«Αμίρ, η χώρα αυτή έχει προβλήματα. Μη ζηλεύεις ό,τι
αστράφτει.»
Είχα μάθει να επεξεργάζομαι ό,τι βλέπω απ’ τη μητέρα
μου και τον πατέρα μου, αλλά ένα παιδί ταλαιπωρημένο, ξεπατρισμένο, δεν μπορεί
παρά να νοιώσει διαφορετικά απέναντι στις ανέσεις του
κόσμου.
Σα συμβουλή του είπα:
«Μάθε να κοιτάζεις κάτω απ’ την επιφάνεια.»
«Δοξούλα, πρώτα θα γίνω σοφός ή πλούσιος;», ρώτησε
ανυπόμονα.
«Σοφός, έτσι λέω εγώ. Και πλούσιος να γίνεις, να
παραμείνεις σοφός.»
Στεναχωριόμουν, γιατί είχαμε έναν πόλεμο παραδίπλα κι
εγώ ευαγγελιζόμουνα το Σωκράτη. Πήρα αμπάριζα απ’ την ιστορία και του ’πα
καλοπροαίρετα.
«Βρε κουτέ, όταν εσείς κάνατε πόλεις σαν την Παλμύρα,
οι Αμερικάνοι δεν υπήρχαν. Όλοι οι μεσογειακοί λαοί έχουμε σοφία, παρελθόν,
μπορούμε να ζήσουμε με λίγα και να ’μαστε ευτυχείς… άλλοι τρελαίνονται, είναι
δυστυχείς, αν δεν καταναλώνουν.»
Ο Αμίρ πήγε στον υπολογιστή γι’ απάντηση και χώθηκε στ’
αγγλικά του.
Παρηγοριές, έλεγα από μέσα μου, αλλά λίγη τύχη και
συμπάθεια απ’ τον κόσμο μπορούσαν να γλυκάνουν αυτή τη
ζωή.
«Να ’σαι έτοιμος για ένα οδοιπορικό σπουδαίο την
Κυριακή το πρωί.»
Είχα πείσει τους γονείς μου να πάμε όλοι μαζί στο
Μουσείο και να περπατήσουμε τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, να φάμε έξω μαζί με τους
φίλους μας. Ο Αμίρ είχε πάει ξανά στο Μουσείο, αλλά ήταν σημαντικό για τη Σάσσι
και τη Ζαΐρα.
Του είπα ότι στους Ολυμπιακούς αυτός ο δρόμος είχε τόσο
γιορτινό χρώμα, οι άνθρωποι παραληρούσαν, μεταφέροντας τη φλόγα… Με άκουγε,
τραβούσε φωτογραφίες και κάποια στιγμή είπε:
«Σα να ’μαστε σε μια γωνιά της γης και κανείς δεν μας
ενοχλεί. Μα δίπλα έχουμε πόλεμο.»
«Αμίρ, να δοξάζεις το Θεό που είστε καλά… αυτό μόνον θα
προσεύχεσαι να πάτε στον πατέρα σου.»
«Δεν είναι κανείς ασφαλής με τους τρομοκράτες
πουθενά…», απάντησε η μητέρα μου.
Είχαμε όλοι διάθεση
καλοκαιρινή.
Σε μερικές ώρες η θάλασσα θα ’ταν ζεστή, κι όμως όλα
είχαν μια γεύση με ίχνη πίκρας στο τέλος.
Η απάντηση απ’ το Αννόβερο ήρθε στην αρχή του επόμενου
χρόνου. Όλοι μας είχαμε μεστώσει από γνώση και
εμπειρίες.
Η γκαρσονιέρα ερήμωσε… ποιος ενοικιαστής θα ’ρχόταν;
Τις τελευταίες ημέρες δώσαμε υπόσχεση να είμαστε σε
τακτική επικοινωνία.
«Κι όμως, Δοξούλα, έχω μια στεναχώρια. Χάρη σε σας
περάσαμε ωραία εδώ.»
Η Ζαΐρα μαγείρεψε το τελευταίο γεύμα σπίτι μας κι
εκείνο το απόγευμα πήγαμε ν’ ακούσουμε τη μπάντα του
Μίσα.
Χρυσούλα Πλάλα