Για να βρέξει…
Η πολύμηνη ανομβρία και οι συνέπειές της στην παραγωγή της ελιάς μάς θύμισαν ότι παλιά έκαναν λιτανείες στο χωριό μας και σε πολλά άλλα μέρη. Η Μυρτούλα Σκυβαλάκη-Τσιμναδή θυμήθηκε πως κάποια χρονιά, αρχές Νοέμβρη, η πομπή ξεκίνησε από τον άγιο Ευστράτιο με κατεύθυνση το Παλαιοχώρι. Η Ειρήνη Κουρτέλη-Τσιμναδή μας ανέφερε ότι έκαναν λιτανεία από το χωριό μέχρι τη Μελίντα. Εμείς αχνά θυμόμαστε μια λιτανεία γύρω από το χωριό μας, με ενδιάμεσο σταθμό το νεκροταφείο. Είναι πανάρχαια και πανανθρώπινη η ιδέα, σε όλες τις θρησκείες, πως ο Θεός στέλνει στους ανθρώπους το καλό, ως ανταμοιβή για τα καλά τους έργα, αλλά και τις συμφορές, ως τιμωρία για τις αμαρτίες τους. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν το νεφεληγερέτη Δία, οι Ινδιάνοι χορεύουν το χορό της βροχής. Πότε κατακλυσμός, πότε ανομβρία, πότε καλοκαιρία… Ο άνθρωπος παλιά κατέφευγε στην προσευχή και στο έλεος του Θεού. Ο σημερινός άνθρωπος έχει εγκαταστήσει στην ατμόσφαιρα σύστημα που ρυθμίζει τον καιρό, μιλά για κλιματική αλλαγή και δεν κάνει πια λιτανείες…
Στράτης Μυριβήλης (1890-1969)
Η λιτανεία
Το κείμενο αυτό είναι απόσπασμα από το 44ο κεφάλαιο του μυθιστορήματος «Η Παναγιά η Γοργόνα», που εκδόθηκε ολοκληρωμένο το 1949. Η υπόθεσή του διαδραματίζεται σε έναν παραλιακό χώρο, στη Μουριά και στη Σκάλα Συκαμιάς, κοντά στη Μυτιλήνη, και παρακολουθεί την απλή ζωή των κατοίκων της περιοχής λίγο μετά τη Mικρασιατική καταστροφή (1922). O τίτλος του αναφέρεται στην εκκλησία της περιοχής, την Παναγιά τη Γοργόνα, που σύμφωνα με το μύθο του έργου πήρε το όνομά της από μια εικόνα της Παναγίας ζωγραφισμένης ως γοργόνας. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα ο τόπος αντιμετωπίζει έντονο πρόβλημα λειψυδρίας, επειδή έχει καιρό να βρέξει. Tο γεγονός απειλεί με καταστροφή τους ελαιώνες του χωριού, οι οποίοι αποτελούν το κύριο έσοδο των κατοίκων. Για να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο οι κάτοικοι, αποφασίζουν να κάνουν λιτανεία και να παρακαλέσουν το Θεό να βρέξει.
Έτσι οι άνθρωποι του ελιώνα1 αποφάσισαν να προσπέσουν στο Θεό. Οι δεσποτάδες του νησιού έστειλαν χαρτί σ’ όλες τις επαρχίες, να γίνουν λιτανείες σ’ όλα τα χωριά, παράκλησες για τη βροχή, που την κρατούσε ο Θεός μακριά από τα χώματα των αμαρτωλών.
Βγήκε ντελάλης στο χωριό, βγήκε και στη Σκάλα και το φώναξε, πως την Κυριακή ν’ ανέβουν όλοι στη Μουριά, να βγουν στα χωράφια να παρακαλέσουν.
Ξημέρωσε η Κυριακή και χτύπησαν οι δυο οι καμπάνες της Αγια-Φωτεινής πάνω στο βουνό, χτύπησε και το σιδερένιο σήμαντρο της Αγια-Σωτήρας του νεκροταφείου. Σα να παρακαλούσαν μαζί με τους ζωντανούς κι όλες οι χιλιάδες οι παλιοί ζευγάδες2 και ξοχαραίοι3 που ξεκουράζονταν εκεί από τη δούλεψη του ελιώνα. Ύστερα χτύπησε και το καμπανάκι από τα Ράχτα, της Παναγιάς της Γοργόνας το καμπανάκι, να σηκωθούν κι οι αλειτούργητοι οι ψαράδες ν’ ανέβουν στη λιτανεία.
Σηκώθηκαν λοιπόν και τούτοι, βάλαν τις καλές τους τις βράκες, βάλαν τις μαύρες μαλλένιες4 κάλτσες και τα γιορτερά παπούτσια, κι ανέβηκαν.
Από την εκκλησιά της Αγια-Φωτεινής, τ’ απολείτουργα5, ξεκίνησε η συνοδειά. Μπροστά οι παπάδες, ο ένας με το χρυσό Βαγγέλιο, ο άλλος με τ’ ασημένιο. Στις τέσσερις γωνιές οι τέσσερις Ευαγγελιστάδες στο σμάλτο, δεμένο ένα γύρω με ρουμπίνια σα ροδοπαπούδες. Τα παλικάρια βαστούσαν τα κονίσματα, το μεγάλο το κόνισμα της Σαμαρείτιδας με το νερό στο σταμνί της. Και το άλλο με τη βρύση την εφτάκρουνη6, που έχει τις γούρνες άσπρες, μαρμαροπελεκητές, και τα νερά τρέχουν από τη μία γούρνα στην άλλη. Στην πάνω-πάνω γούρνα είναι η Παναγία με τα χέρια σηκωμένα για παρακάλεση.
Βγήκαν και τα λάβαρα με μαύρο κρέπι7 στον ασημένιο σταυρό, να δει ο Θεός τη θλίψη του κόσμου, και άστραφταν οι χρυσές φούντες στον ήλιο. Ήταν μαζί και τ’ αγόρια με τα φανάρια και τα ξεφτέρια8, ντυμένα με τ’ άσπρα άμφια, ζωσμένα σταυρωτά με το κόκκινο ωμοφόρι9.
Ξεκίνησε η πομπή για τα χωράφια, έβγαινε κι έβγαινε ο κόσμος από το πρόκλιτο10 και σωσμό δεν είχε11. Άντρες, γυναίκες, παιδιά και γέροι, όλοι τ’ ακλούθησαν, να πάνε στον ελιώνα να παρακαλέσουν τον Κύριο, που κρέμασε τη γη πάνω στα νερά, να στείλει στα δέντρα τα πνέματα της βροχής.
Όσο βγαίναν από το χωριό, τα παπούτσια ακουγόντανε, χιλιάδες, στο καλντερίμι12. Ύστερα άρχισε ο χωραφόδρομος, μονοπάτι, και δε χωρούσαν παρά ο ένας πίσ’ από τον άλλο. Η συνοδειά έγινε μακριά σαν ένα ατέλειωτο μαύρο φίδι, που κλωθογύριζε ανάμεσα στα δέντρα τις κουλούρες του. Σιγά-σιγά χανόταν πίσω από μια πύκνα13 από καρυδιές, κι έλεγες πάει, καταχωνιάστηκε μέσα στη λαγκαδιά του Oρυάκα, και ξαφνικά πάλι, να κι έβγαινε το κεφάλι του στο ξάγναντο14. Αυτό το κεφάλι άστραφτε από λέπια χρυσά και αργυρά, λαμποκοπούσαν στον ήλιο τα ξεφτέρια και τα φανάρια με τα κρύσταλλα. Όλο γλυκά χρώματα, ροδί και θαλασσί, πορτοκαλί και βυσσινί. Κατόπι ξετυλιγόταν, αργά-αργά, η μαύρη ουρά, και σ’ όλο το δρόμο ο μπουχός15 σηκωνότανε σύννεφο ξανθό πάνω από την ανθρωπομάζωξη.
Πήγαν και σταμάτησαν στα Oμαλά, που είναι η μοναδική ισάδα16 μέσα στον ανηφορικόν ελιώνα. Εκεί σταμάτησε το κεφάλι της λιτανείας και το φίδι άρχισε να κουλουριάζεται, να συμμαζεύει τη μαυρίλα του, ώσπου σταμάτησε να τυλίγεται ως κι η άκρα της ουράς.
Τότες έκανε ο παπάς τον αγιασμό και ράντισε με βρεγμένο βασιλικό τον ελιώνα στα τέσσερα σημεία, σταυρωτά. Πήραν κι οι νοικοκυραίοι, κι οι γυναίκες, μέσα σε μπουκαλάκια, να ραντίσει καθένας το χτήμα του. Κατόπι οι παπάδες είπαν την παράκληση για τη βροχή, και σε κάθε φράση χίλιες φωνές έλεγαν «αμήν!».
Ανέβαινε πυκνό το μοσκολίβανο μαζί με την προσευκή, και τ’ ασημοκούδουνα από τα θεμιατά17 των παπάδων ακούγονταν παράξενα ανάμεσα στα δέντρα, μαζί με τα κυπροκούδουνα των ζωντανών που γύρευαν άδικα ένα χλωρό φύλλο. Στέκουνταν με κολλημένα πλευρά και μουκάνιζαν διψασμένα, βέλαζαν λυπητερά και ξεψυχούσαν από την πείνα και τη δίψα, γιατί η γης δεν έβγαζε νερό να δροσιστούν και χορτάρι να φάνε. Τα ’βλεπαν οι άντρες κι ανεστέναζαν. Τα ’βλεπαν οι γυναίκες κι έκλαιγαν.
— Του Κυρίου δεηθώμεν!
Η ευκή σηκωνόταν μονότονη, παρακαλεστική, κλαψιάρικη, σηκωνόταν με τη σκόνη και με τους καπνούς προς τον ουρανό:
— … Και σπλαγχνίσθητι ημίν, Κύριε, τοις χειμαζομένοις σφοδρώς, και τη των αναγκαίων ενδεία πιεζομένοις18!
— Κύριε ’λέησον!, φώναζαν με πόνο οι χριστιανοί.
Κι ο παπάς ξέσερνε πάλι ψαλμουδιστά τη φωνή:
— Όμβρους ειρηνικούς εξαπόστειλον τη γη προς καρποφορίαν19!
— Κύριε ’λέησον!
— Μέθυσον, Κύριε, τους αύλακας ταύτης ύδατος καθαρού, εις τροφήν ημών τε και των αλόγων ζώων20!
Όλος ο κόσμος γονάτισε στα χώματα, έκανε το σταυρό του, κοίταζε παρακαλεστικά το Θεό μέσα στα γαλάζια μάτια τ’ ουρανού. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, είπαν με δύναμη «αμήν!». Να βουίξουν οι στεγνές λαγκαδιές, να πάει η φωνή τους ως τα πόδια του Κυρίου, να τους ακούσει.
Οι γυναίκες, εκνευρισμένες, με τα πρόσωπα κόκκινα από το περπάτημα και τη ζεστή σκόνη, σιγόκλαιγαν με θρησκευτικό υστερισμό21. Οι γριές χτυπούσαν τον κόρφο και έκαιγαν μέσα στα κεραμιδάκια πηχτό «ελιόδακρυ»22 που μοσκοβολούσε γλυκά.
— Ελέησέ μας, Κύριε!
Έτσι τέλειωσε η λιτανεία κάτω από έναν ουρανό πυρωμένο και παστρικό.
Στρατής Μυριβήλης, Η Παναγιά η Γοργόνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
_________________
Σημειώσεις
Α. Άγνωστες λέξεις:
*1. ελιώνα: ελαιώνα *2. ζευγάδες: γεωργοί *3. ξοχαραίοι: αγρότες *4. μαλλένιες: μάλλινες *5. τ' απολείτουργα: μετά τη λειτουργία *6. εφτάκρουνη: με εφτά κρουνούς, κάνουλες *7. κρέπι: είδος λεπτού υφάσματος *8. ξεφτέρια: εξαπτέρυγα *9. ωμοφόρι: οι πλατιές υφασμάτινες ταινίες που φορούν πάνω από τα άμφια οι ιερείς, αλλά και οι βοηθοί τους *10. από το πρόκλιτο: από το νάρθηκα, δηλαδή το μπροστινό τμήμα, όπου και η είσοδος των πιστών *11. σωσμό δεν είχε: τελειωμό δεν είχε *12. καλντερίμι: λιθόστρωτο δρομάκι *13. μια πύκνα: ένα πυκνό τμήμα *14. στο ξάγναντο: στο ανοιχτό μέρος *15. ο μπουχός: η πυκνή σκόνη *16. ισάδα: ίσιωμα *17. θεμιατά: θυμιατά *18. σπλαχνήθητι...πιεζομένοις: ευσπλαχνίσου μας, Κύριε, για την ασήκωτη ταλαιπωρία μας και για τη μεγάλη έλλειψη των αναγκαίων για τη ζωή μας *19. όμβρους....καρποφορίαν: στείλε την ευλογημένη βροχή στη γη για να καρποφορήσει *20. μέθυσον....ζώων: χόρτασε τα αυλάκια της με καθαρό νερό, για να εξασφαλίσουμε τροφή για μας και για τα ζώα μας *21. υστερισμός: υστερία *22. ελιόδακρυ: πηχτό υγρό που βγαίνει από τον κορμό της ελιάς και χρησιμεύει σαν θυμίαμα.
Β. Απαντήσετε ονομαστικά στα παρακάτω ερωτήματα:
•Πρόβλημα; ανομβρία → συνέπεια: λειψυδρία, μεγάλη ξηρασία.
•Αιτία του; Αμαρτίες ανθρώπων (θεολογική ερμηνεία).
•Τρόπος αντιμετώπισης; λιτανεία (= θρησκευτική πομπή, με σκοπό την ικεσία προς το Θεό).
•Πότε; Μια Κυριακή του Νοέμβρη, λίγο μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922.
•Πού; Στον ελιώνα, στην περιοχή “Ομαλά”, έξω από το χωριό Μουριά της Λέσβου.
•Πρόσωπα; Κάτοικοι του χωριού Μουριά (Συκαμιά) Λέσβου: οι δύο παπάδες, παλικάρια με εικονίσματα και λάβαρα, αγόρια με εξαπτέρυγα και φανάρια, άνδρες και γυναίκες, παιδιά, γέροι και γριές, όλοι αγρότες και ψαράδες από τη Σκάλα Συκαμιάς, ικέτες που δέονται στο Θεό να τους στείλει τη βροχή.
•Τελετουργικές εκδηλώσεις;
α) Θρησκευτική πομπή (λιτανεία).
β) Αγιασμός και ραντισμός ελαιώνων.
γ) Δέηση για βροχή από τους παπάδες.
δ) Ικεσίες – παρακλήσεις – προσευχές χριστιανών.
ε) Γονυκλισίες, εκδηλώσεις ταπείνωσης, σταυροκοπήματα.
στ) Θυμιάματα.
Ας είναι η ανάρτησή μας αυτή σαν λιτανεία, σαν παράκληση
να βρέξει, επιτέλους, στο Παλαιοχώρι…