Ας γνωρίσουμε τους Λέσβιους συγγραφείς
Από το βιβλίο της Πέπης Δαράκη
«Τα χρυσοΰφαντα όνειρα της Ροδόκλειας»
Αφιερωμένο στους Μετανάστες μας
Ο μετανάστης
Αγαπημένη μου πατρίδα,
Σου γράφω αυτό το γράμμα για να σου πω δυο λόγια, από τα βάθη της καρδιάς μου: Μην τους πιστεύεις, πατρίδα, αυτούς που σου λένε πως εύκολα πλουταίνει ο φτωχός ο μετανάστης στις ξενιτιές του κόσμου.
Ω! να ’ξερες, αθώα μου πατρίδα, πόσες κακοπάθειες πέρασα ώσπου να στρώσω τη ζωή μου και να ορθοποδήσω. Πόσες αβαρίες χρειάστηκε να κάνει η συνείδησή μου, για να μπορέσω να επιζήσω μέσα σε μια κοινωνία όπου αγρίμια, μ’ ανθρώπινο πρόσωπο, αλληλοσπαράσσονταν, καθώς κυνηγούσαν ασθμαίνοντας το χρήμα. Κι ήταν εκείνο, τελικά, που τους καταβρόχθιζε πάνω στον ύπνο τους.
Σου γράφω σήμερα αυτό το γράμμα, για να σου ανοίξω την καρδιά μου και να σου πω πως το όνειρό μου είναι πώς ν’ αποκολληθώ από τούτη την πόλη, προτού ξεχάσω ολότελα ποιος ήμουν όταν πρωτόρθα εδώ. Αχ, πότε θ’ αποκολληθώ από τούτη την πόλη, που σαν τη μυθική Κίρκη, τη δαιμονική αυτή θεά, με κρατάει αιχμάλωτο με τα σκοτεινά της μάγια. Όμοια κρατούσε κοντά της και τον ταλαίπωρο Οδυσσέα και δεν τον άφηνε να γυρίσει στην πατρίδα, στην αγαπημένη του Ιθάκη και την πιστή του Πηνελόπη. Κι όπως σε ζώα μεταμόρφωσε τους συντρόφους του, σε μηχανή με μεταμόρφωσε εμένα και με λαδώνει με το «χρήμα», για να γυρίζω, να γυρίζω, να γυρίζω, να ζαλίζομαι, να χάνω τη μαγεία του κόσμου και τον εαυτό μου.
Αναρωτιέμαι, βασανιστικά, πότε θα ξαναβρώ το ανθρώπινό μου σχήμα για να καταξιωθώ να σ’ αντικρίσω, αγνή μου πατρίδα, με το φτωχό σου βιος, και το μέσα σου πλούτος, το ανεκτίμητο. Για να αξιωθώ, όμως, μια τέτοια χάρη, θα χρειαστεί να προετοιμαστώ, να αναβαφτιστώ μέσα στην κολυμπήθρα μιας έντονης αναπόλησης, να νίψω το πρόσωπό μου, ξανά και ξανά, με φωτεινή ονειροπόληση, γεμάτη από τη ζωοδότρα εικόνα σου, ώσπου να φύγει η θλίψη που είχε το βλέμμα μου, αντανάκλαση εκείνης που είχε σωρευτεί στην ψυχή μου, όσο βαστούσαν οι περιπλανήσεις και οι οδυνηρές αναζητήσεις, να χτυπώ κλειδωμένες πόρτες, και σκληρές καρδιές, να βρω εργασία, όποια εργασία, για να σταθώ στα πόδια μου, εγώ, ο φτωχός μετανάστης, που τρέκλιζα στις ξενιτιές του κόσμου, σπρωγμένος από στίφη αφιονισμένων κυνηγών του «χρήματος» που αλληλοσπαράσσονταν. Τους βλέπεις, δα, και συ πατρίδα, στην τηλεόραση, πώς ουρλιάζουν τα χέρια τους, καθώς με τις κινήσεις τους διευθύνουν τη συναυλία του χρήματος. Πιανίσιμο, φορτίσιμο!
Ρίγη διαπερνούν το είναι μου και μόνο που αναλογίζομαι πώς μπόρεσα να τα βγάλω πέρα μπλεγμένος στο σκληρό, το ανελέητο παιχνίδι του χρήματος, πώς τα ’βγαλα πέρα και με τους αφανείς, εσωτερικούς μου αγώνες, αλλά και με τους εκμεταλλευτές μου, να βλέπω να με αδικούν μπροστά στα ίδια μου τα μάτια, κι άλλοτε να υπομονεύω κι άλλοτε να βλαστημώ τη μοίρα μου την άραχλη, που με έριξε σε τούτη δω την πόλη, στην άλλη άκρη της γης, να κυνηγώ το χρήμα σαν υπνοβάτης που δεν έχει συνείδηση τι κάνει.
Ξαφνικά άρχισα να σιγοτραγουδώ ένα τραγούδι, αλλά κόλλησε στο νου μου και δε φεύγει με τίποτα – το παθαίνει καμιά φορά ο άνθρωπος. Ε, λοιπόν, το τραγουδώ σήμερα από το πρωί ως το βράδυ, ξανά και ξανά, πότε φωναχτά, πότε μέσα μου, χωρίς ν’ ακούγεται ήχος.
Βραδινή της αγάπης ώρα, σε ξεχάσαμε,
μες στις λάσπες και μες στην μπόρα,
τις ψυχές μας τις χάσαμε…
Το λέει και το τραγούδι: Κινδυνεύω να χάσω την ψυχή μου, και την αγάπη να τη χάσω. Γιατί το τι σημαίνουν οι λάσπες και οι μπόρες, ο καθένας το καταλαβαίνει. Ωχ, θε μου, τι φριχτά λάθη που κάνει ο άνθρωπος!
Πότε θ’ αποκολληθώ από τούτη την πόλη, πότε θα πάρω το δρόμο του μισεμού! Ω! πόλη, νεράιδα και μάγισσα, πότε καλή, πότε κακή μαζί μου, πόλη με τα χίλια ονόματα, πόλη χωρίς καρδιά για το φτωχό το μετανάστη σου. Ονειρεύομαι πότε θα σου πω το στερνό αντίο, ω, πόλη, εκεί που βρίσκεσαι στις ξενιτιές του κόσμου, στο Λας Βέγκας, στον Καναδά, στο Σουδάν, στην Αμερική, στο Κογκό, στην Αυστραλία. Ω πόλη, νεράιδα και μάγισσα, πότε καλή, πότε κακή μαζί μου, εφιάλτη μου καθημερινέ, πότε θα σου γυρίσω την πλάτη, πόλη ξιπασμένη, ψηλομύτα κι άκαρδη, ειδικά για μένα το φτωχό το μετανάστη, που του ρούφηξες τη νιότη, λάμια αχόρταγη. Αλλά όχι, δε θα σ’ αφήσω να κάνεις το ίδιο και με την καρδιά μου…
Αύριο, μα τον Αϊ-Σώστη, θα μισέψω, για να περισώσω τουλάχιστον τη χαρά να μπορώ να κλαίω για την κατάντια μου.
Γλυκιά μου πατρίδα, θα φτάσω κοντά σου ένα δειλινό, και, καθώς θα με λούζει ο ήλιος σου ο χρυσός, θα διώχνει μακριά τους εφιάλτες. Να, βλέπω κιόλας με τα μάτια της ψυχής μου, ορθή, τη μάνα μου, στην πόρτα του πατρικού σπιτιού, να με καρτερεί. Να ζει, άραγε; Πόσο καιρό έχω, αλήθεια, να πάρω γράμμα σου, πατρίδα;…
Μακρύς ο δρόμος της θύμησης! Ο ταχυδρόμος διαβάζει το τηλεγράφημα: «Ο υιός σας Σταύρος έπεσεν ηρωικώς μαχόμενος υπέρ βωμών και εστιών. Η πατρίδα ευγνωμονούσα». Ο θρήνος της μάνας ξεσκίζει την ψυχή μου. Ήμουνα οκτώ μόνο χρονών, δεν πρόλαβα να μεγαλώσω, κι η ζωή με πότιζε το πρώτο της φαρμάκι. Και τα δάκρυα της μάνας ξεχασμένη βρύση ανοιχτή. Μακρύς ο δρόμος της θύμησης, κι ήταν πολλοί οι καημοί των γονιών μου. Σπίτι έπρεπε να χτιστεί για την προκομμένη κι όμορφη αδελφή μου, που είχε ένα μόνο κουσούρι: «γεννήθηκε γυναίκα» κι έπρεπε με προικιό άντρα ν’ αγοράσει για να φαμελιώσει. Και κουβαλούσε η αδελφή μου, βαριανασαίνοντας στην ανηφόρα, ένα φορτίο κεραμίδια στον ώμο για τη σκεπή του σπιτιού της, κι έτρεχα κι εγώ ξοπίσω της μ’ ένα καλάθι τούβλα στον ώμο τον αδύνατο – ωχ καημοί! Και βοηθούσα και τον πατέρα στη λιγοστή μας γη, τη σκάβαμε, την ποτίζαμε, την κανακεύαμε, να καρπίσει, να μας θρέψει· είχαμε, βλέπεις, την ατυχία να γεννηθούμε θλιβερά φτωχοί.
Και μία των ημερών, ήρθε ξανά ο χάροντας με μαύρα μαντάτα, για το δεύτερο αδερφό μου, τον Σπύρο. «Σκοτώθηκε ηρωικώς μαχόμενος». Ο κόσμος μαύρισε ολόγυρά μου, οι γονιοί μου χάμω λιπόθυμοι.
Αίμα στάζει η θύμηση. Και μια μέρα των ημερών, ο πατέρας μού λέει:
̶ Το μυρίζομαι στον αέρα, νέο πόλεμο ετοιμάζουν τα γεράκια που ποτέ δε θα χορτάσουν ν’ αρπάξουν τα πλούτη μιας ξένης χώρας, φύγε, μοναδικέ μου γιε, κι ας ρέβω εγώ απ’ τον καημό του χωρισμού σου.
Κι ήμουνα δεκαεφτά χρονών, όταν μπήκα σε μια βάρκα που θα με πήγαινε στο μεγάλο βαπόρι και θα με ταξίδευε σε άγνωστη χώρα. Σκύβει ο πατέρας και με φιλά. Τα σκληρά του γένια με τσιμπούν στο μάγουλο, μα εγώ τα νιώθω σαν γλυκό χάδι. Κι ενώ τα δάκρυά του τρέχουν στο βασανισμένο του πρόσωπο, μου βάζει μάσα στην παλάμη δυο χρυσές λίρες.
̶ Πάρ’ τες, γιε μου. Αυτές είναι όλο κι όλο το βιος μου, πάρ’ το και πάαινε, με την ευχή μου, στην ξενιτιά να γίνεις Άνθρωπος, κι ήθελε με τούτο να πει, ο δόλιος, να πλουτίσω.
Εγώ, όμως, όταν πήρα των ομματιών μου και τράβηξα για τις μαύρες ξενιτιές, ήμουνα μόνο δεκαεφτά χρονών κι είχα μέσα μου μια μυστική χαρά για τις πολιτείες όλο θάμα και μαγεία, που θα γνώριζα. Τα όνειρα φτερουγούσαν μέσα στην καρδιά μου σαν σκλαβωμένα πουλιά.
Μακρύς ο δρόμος της θύμησης. Μα ώρες και φορές πώς γίνεται να ξεγελιέμαι τόσο και να λέω πως κι εδώ στην ξενιτιά κάπου θα υπάρχει λίγη δικαιοσύνη, λίγη φιλία και κατανόηση. Κι ίσως, εγώ να φταίω που δεν την αναζήτησα, επίμονα. Αλλά, να που όταν μπαίνω στα μπαρ, βλέπω νέους ανθρώπους σιωπηλούς να κρατάνε περίλυποι το κεφάλι τους στις άνεργες παλάμες τους. «Καλησπέρα σας», τους λέω, όσο πιο αισιόδοξα μπορώ. Απόκριση καμιά.
Κι όταν τα πρωινά κυλάει το θολό ποτάμι της εργατιάς –εργατιά κακοπληρωμένη και συχνά άνεργη– είμαι κι εγώ μαζί τους. «Καλημέρα σας!» τους λέω. Απόκριση καμία. Το ξέρω, συντρόφια της κακιάς ώρας και της μαύρης συμφοράς, πάντα βαρείς είναι οι χειμώνες της ξενιτιάς του κόσμου, κι ίσως η παγωνιά της απελπισίας να νάρκωσε μέσα σας τον «άνθρωπο». «Καληνύχτα σας», λοιπόν, ξεγελασμένοι και προδομένοι μετανάστες του κόσμου. Να, τώρα δα, το ’πε κι η τηλεόραση: «Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εργασίας» ανακοίνωσε: 150.000.000, λέει, είναι οι μετανάστες ανά τον κόσμο… και πρόσθεσε: Η πραγματικότητα μάλιστα του «δυτικού πολιτισμένου κόσμου» αποδεικνύεται ακόμα πιο ζοφερή για τα εκατομμύρια των φτωχών που αναζητούν δουλειά για ένα κομμάτι ψωμί και πέφτουν στα χέρια «κυνηγών κεφαλών»…
Άκου, «κυνηγοί κεφαλών»!... Σε ποιο σκοτεινό αιώνα ζούμε;
Και βρίσκονται, λέει, εγκλωβισμένοι σε άθλιες συνθήκες στις «χώρες της Επαγγελίας». Κι ο σπίκερ τέλειωσε την είδησή του έτσι: «Μετανάστες του κόσμου, εργαζόμενοι δίχως σύνορα! Η επίδραση της παγκοσμιοποίησης της παγκόσμιας μετανάστευσης θα είναι –αλίμονό σας– ο τάφος σας…»
Όμως, εγώ θα φύγω για την πατρίδα, για να μπορώ να λέγω «καλημέρα», «καλησπέρα» και να μου λένε «σπολλάτη σου».
Με τη φαντασία μου, περνώ και ξαναπερνώ από τη γειτονιά μου… Νυχτώνει και τα αστέρια τ’ ουρανού τη λούζουν με τη χρυσόσκονή τους. Κι εμείς τότε, τα μικρά γειτονόπουλα, μάταια να προσπαθούμε να τα μετρήσουμε. Μα ήταν τότε πολλά, τόσα πολλά, και οι αριθμητικές μας γνώσεις τόσο λίγες τότε, τόσο λίγες. Τελικά, αποκοιμιόμασταν σφιχταγκαλιασμένοι με τις απορίες μας, απορίες γεμάτες γοητεία και μυστήριο γύρω από τ’ αστέρια και τον κόσμο τους, εκεί ψηλά, ψηλά, στο θολό κι ατέλειωτο χάος τ’ ουρανού. Μας βασανίζανε ερωτήματα, πολλά ερωτήματα, κι όλα μένανε αναπάντητα: Πού τελειώνει ο ουρανός και πού τελειώνει ο κόσμος; Κι αν εκεί που τελειώνει, υπάρχει τουλάχιστον ένας τοίχος που να σημαίνει ένα πραγματικό τέλος! Τότε σίγουρα εκεί θα είναι ένας τοίχος, ένας τοίχος με νόημα, και το αληθινό του νόημα θα είναι ένα πραγματικό τέλος. «Καλά, καλά… ψιθυρίζαμε, εμείς, τα παιδιά. Γιατί εσείς, οι μεγάλοι, δε μας λέτε και πίσω από τον τοίχο τι υπάρχει; Τι; Τι; Τι;…»
Πόσο μας φόβιζε το άγνωστο το άπειρο! Πόσο οι παιδικές μας ψυχές, οι ονειροπόλες, είχαν ανάγκη από ασφάλεια!...
Γλυκαίνει η καρδιά μου, καθώς αναπολώ τα ήσυχα καλοκαιρινά δειλινά, όπου, την ώρα που χτυπούσε η καμπάνα για τον εσπερινό, γυρνούσαν οι κοπελιές από τα χωράφια. Κι εγώ, στο καφενείο της πλατείας, να καρτερώ εναγώνια πότε, μα πότε θα περάσουν «τα μάτια π’ αγαπώ»! Τι να γίνεται, άραγε, «η Αγαπώ»; Να έχει παντρευτεί; Να γέρασε, άραγε, κι αυτή όπως κι εγώ;… Ω! θα μ’ αποτρελάνει, μα τον Αϊ-Σώστη, τούτη η πόλη, τούτη η δαιμονική Κίρκη, εδώ στις ξενιτιές του κόσμου, που ώρες και φορές δε νογώ τι λέω.
Αλλά, να, αρχίζει η ψυχή μου να ημερεύει, να γλυκαίνει η καρδιά μου, καθώς ονειρεύομαι πότε θ’ ανταμώσω μ’ αυτό που ονειρεύομαι. Κι αυτό που ονειρεύομαι είσαι εσύ, γλυκιά μου πατρίδα, που μέσα στη χούφτα σου κρατάς την καρδιά μου.
________________________
Σημειώσεις:
• Το διήγημα «Ο μετανάστης» θα το βρείτε στις σελ. 181-188 της συλλογής διηγημάτων της Πέπης Δαράκη «Τα χρυσοΰφαντα όνειρα της Ροδόκλειας», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2003, ISBN 960-224-936-6).
(Πηγές:https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%AD%CF%80%CE%B7_%CE%94%CE%B1%CF%81%CE%AC%CE%BA%CE%B7, Βιογραφικά σημειώματα βιβλίων της).