Το τέλος της Αιολικής Γης
Μνημόσυνο γι’ αυτούς που ξεριζώθηκαν από την πατρική γη της
Μικρασίας
«…Πρωί - πρωί οι
κοντραμπατζήδες φρόντισαν πρώτα για το νεκρό τους. Θάψαν το Στρατήγο Γαρμπή
κάτω απ’ τη μεγάλη δρυ, στην είσοδο του υποστατικού. Φκιάξανε σταυρό με χοντρά
κλαδιά ελιάς και τον βάλαν στον τάφο του.
Ο παππούς, η γιαγιά, όλο
το άλλο πλήθος ξαφνιασμένοι μάθαν το νέο σαν ξύπνησαν. Ρώτησαν για τα
καθέκαστα. Μα κανένας δεν τους έδωσε απόκριση.
Παραστάθηκαν όλοι από
μακριά στην ταφή.
Όταν αυτό τέλειωσε, ο
Παγίδας πήρε παράμερα τον παππού. Το πρόσωπό του είχε ξανάβρει όλη τη σκληρή
του αποφασιστικότητα.
– Θα δούμε αν μπορούμε να πάμε στη χώρα, είπε.
Έστειλε καβαλαραίους του
να κοιτάξουν το δρόμο, αν ήταν ανοιχτός.
Γύρισαν κατά το
μεσημέρι.
– Όχι, καπετάνιο! Ο δρόμος είναι κλειστός! Όπου να ’ναι πλακώσαν οι
Τούρκοι! Πρέπει να φύγουμε από θάλασσα! Καίνε, σφάζουν, κι έρχουνται!
Ως την τελευταία στιγμή τούς
έμενε η ελπίδα πως θα μπορούσαν να μείνουν στα παράλια ίσαμε που να περάσει η
μπόρα κι ύστερα να γυρίσουν στα χωριά τους. Ήταν φανερό πια πως δεν το
μπορούσαν.
– Αλίμονό μας! Αλίμονό μας!
Πρώτα ξεκίνησαν οι
πρόσφυγες των χωριών. Συμφωνήθηκε να χαμηλώσουν κατά την ακρογιαλιά του
Ντικελί, όπου θα βρίσκαν καΐκια να μπαρκάρουν. Πήραν στον ώμο τον Άγιό τους.
Και προστατευμένοι απ’ τους άντρες, τους οπλισμένους με τ’ άρματα που τους
μοίρασε ο Παγίδας, πέσαν στο δρόμο.
Τους παρακολουθούμε απ’
τη μεγάλη πόρτα να χάνουνται στο βάθος.
– Η σειρά μας, λέει ο παππούς συγκινημένος.
Τα συμβάντα ήρθαν έτσι
βίαια, που ανατάραξαν απ’ τη ρίζα τη γέρικη δρυ του σπιτιού μας. Με δυσκολία
κοιτάζει να κρατήσει τον εαυτό του για να μην πέσει στην κρίσιμη ώρα.
Φεύγουν πρώτα οι
άνθρωποι που δούλευαν στο υποστατικό μας, γυναίκες κι άντρες. Φορτωμένοι τον
μπόγο τους περνούν μπροστά απ’ τον παππού, που στέκεται στη μεγάλη πόρτα, ένας
- ένας. Σκύβουν κλαίγοντας, φιλούν το χέρι του, κι εκείνος τους αποχαιρετά και
τους ευλογεί.
– Στο
καλό. Στο καλό.
Όλοι φύγανε.
– Ε, πάμε κι εμείς, Δέσποινα…, λέει στη γιαγιά, της πιάνει το χέρι
και το σφίγγει.
Θα μπαρκάρουμε απ’ την
ακρογιαλιά που είναι κάτω απ’ το υποστατικό του Βηλαρά. Θα πάμε ίσαμε κει με τη
νταλίκα.
Πρώτη ανεβαίνει στην
καρότσα η γιαγιά. Κλαίει απαρηγόρητα. Τ’ άσπρα μαλλιά που στεφανώνουν το γλυκό
της το πρόσωπο δεν είναι πια φροντισμένα, παίζουν στο λίγο αγέρι που φυσά.
Τρέμουν τα γόνατά της. Ο παππούς κι η μητέρα τη βαστάνε ν’ ανεβεί.
Ύστερα ανεβαίνει η
μητέρα μας, ύστερα η Ανθίππη, η Λένα, η Αγάπη. Απ’ το ένα χέρι βαστά τον μπόγο
της, απ’ το άλλο την Κοσμογραφία της — τους αριθμούς με τ’ άστρα.
Έρχεται η σειρά της
Άρτεμης. Δεν κοιμηθήκαμε χτες, μήτε κείνη μήτε εγώ. Το πρόσωπό της είναι κατάχλωμο.
– Έλα, Άρτεμη.
Σέρνει, με το σκοινί που
είναι δεμένο, το αρκούδι της. Έρχεται σιγανά. Γυρίζει πλάι της και κοιτάζει.
Είναι κει κοντά. Είναι πια δεντράκι η καρυδιά που μια μέρα, κινημένη απ’ τη
βαθιά επιθυμία να μάθει, φύτεψε με το χέρι της, απ’ την ανάγκη να μάθει αν
φυτεύοντας καρυδιά θα πληρώσει με θάνατο. Κοιτάζει το δεντράκι. Το αποχαιρετά.
«Μικρή καρυδιά, η Άρτεμη φεύγει. Θα πληρώσει άραγες εκεί που πάει; Δε
θα πληρώσει;…»
Η Άρτεμη λύνει το σκοινί
που κρατά το αρκουδάκι. Το μικρό μαύρο αγρίμι κοιτάζει μια από δω μια από κει,
κι ύστερα, με το σίγουρο ένστιχτο που το καλεί, παίρνει το δρόμο τρέχοντας σα
μεθυσμένο στο μονοπάτι που πάει στα Κιμιντένια.
Μείναμε τελευταίοι, ο
παππούς κι εγώ. Ο Παγίδας με τα παλικάρια του περιμένουν να μας συνοδέψουν. Ο
παππούς γυρίζει και κοιτάζει πίσω του, ν’ αποχαιρετήσει τα δέντρα και τα
Κιμιντένια. Όταν, τον βλέπει:
Έρχεται μέσα απ’ το
υποστατικό. Βαδίζει αργά, με τρεμάμενα απ’τους χρόνους πόδια, και στέκει εκεί,
πλάι στη μεγάλη πόρτα.
Ο μπαρμπα - Ιωσήφ!
– Δεν έφυγες, γερο - Γιωσήφ; λέει ξαφνιασμένος ο παππούς και πάει
κατά το μέρος του.
Ατάραχη, ήσυχη, γαλήνια
η φωνή του γέροντα απ’ τη Λήμνο:
– Όχι, αφέντη μου. Εγώ θα μείνω.
– Θα μείνεις;!
Αυτό είναι
απροετοίμαστος να το δεχτεί ο παππούς, και κάθε άλλος.
– Πού θα μείνεις; του λέει. Έρχουνται
οι Τούρκοι! Ψυχή δεν αφήνουν ζωντανή!
Ο μπαρμπα - Ιωσήφ
ακούει. Όμως έχει πάρει την απόφασή του. Δεν έφυγε απ’ τα Κιμιντένια όταν ήταν
καιρός. Δεν έφυγε όταν μια άλλη φωνή, πιο δυνατή κι απ’ το θάνατο, τον φώναζε
να γυρίσει, όταν τον καλούσε η φωνή της καρδιάς, το κορίτσι που μελετούσε εκεί
στο γυμνό νησί τους — στη Λήμνο — τα άστρα. Δεν μπόρεσε τότε. Τώρα είναι αργά.
Για ποιο λόγο τώρα; Οι μέρες του πια, οι ώρες του, είναι μετρημένες. Είναι
αργά.
– Θα μείνω, αφέντη μου. Τι θα μου κάμουν πια εμένα;
– Γέρο, θα σε χαλάσουν! φωνάζει ο Αντώνης Παγίδας. Φύγε!
Μα η απόφαση που
ακινητεί στα πικραμένα μάτια του γέροντα είναι δυνατή σαν την αγάπη της γης.
– Θα μείνω.
Όλοι καταλαβαίνουν πως
δεν υπάρχει τρόπος για να τον κάμουν ν’ αλλάξει γνώμη. Ο Παγίδας κοιτάζει τον
ήλιο που χαμηλώνει.
– Δεν έχουμε καιρό! λέει στον παππού. Πρέπει να βιαστούμε!
Ο παππούς προχωρεί με
τρεμάμενα βήματα στον μπαρμπα - Ιωσήφ. Ο γέροντας της Λήμνου κάνει να σκύψει
και να φιλήσει το χέρι του άλλου γέροντα. Ο παππούς τον παίρνει στην αγκαλιά
του, τον κοιτά μες στα βουρκωμένα μάτια, κι ύστερα τον φιλά στο μέτωπο.
– Έχε γεια!
Ο παππούς πάλι
στηλώνεται. Στέκεται μια στιγμή μπρος στη μεγάλη πόρτα του υποστατικού με τα
μάτια γυρισμένα σ’ αυτό. Όρθια η βασιλική μας δρυς, στεφανωμένη με τα μαλλιά
που τα λεύκανε ο καιρός, τυλιγμένη στα χρυσά χρώματα του ήλιου που βασιλεύει,
στέκεται κει σα να προσεύχεται.
Έπειτα βγάζει το καλπάκι
του, γονατίζει ταπεινά, σκύβει και φιλά το χώμα που το βλόγησε με τη ζωή του.
– Έχε γεια!
Μπαίνουμε στο καΐκι που
μας περιμένει. Το υποστατικό της θάλασσας είναι έρημο. Οι Βηλαράδες έχουν
κιόλας μπαρκάρει. Βλέπουμε το καΐκι τους που σιέρνει το πανί και ξεμακραίνει
απ’ τη στεριά. Προσπαθώ να ξεχωρίσω τη Ντόρις. Δεν μπορώ. Μονάχα μια στιγμή
κάτι σαλεύει κει στην πλώρη, ένα χρυσό φως μπλέκεται με τη γαλάζια θάλασσα και
πάλι χάνεται πίσω απ’ το φλόκο που μπατέρνει. Θα ’ναι τα μαλλιά της.
Οι κοντραμπατζήδες
μπαίνουν ένας - ένας στο κόκκινο τρεχαντήρι τους. Ο Παγίδας καβάλα στ’ άλογό
του τους παρακολουθεί. Μπαρκάρισε κι ο τελευταίος. Ψυχή πια ανθρώπινη δεν είναι
στη στεριά. Όλα τα παλικάρια κοιτάν τον αρχηγό τους.
– Καπετάνιο! Έλα!
Ο Παγίδας γυρίζει το
κεφάλι του αργά, δεξιά, ζερβά. Το πρόσωπό του φωτισμένο απ’ τον ήλιο που
βασιλεύει, είναι κόκκινο. Τεντώνεται στη σκάλα της σέλας του, σφίγγει γερά τα
χαλινάρια του αλόγου.
– Γεια σας! Φωνάζει στους συντρόφους του.
Δε θα πάει μαζί τους ο
καπετάνιος τους;
Όχι, δε θα πάει. Τα
παλικάρια μέσα απ’ το καΐκι το ξέρουν πια πως ο αρχηγός τους φεύγει. Φεύγει για
να χτυπηθεί, μοναχός, με το λεφούσι που κατεβαίνει. Και να πεθάνει. Αλλιώς δεν
μπορεί. Πάει ν’ ανταμώσει το φίλο που σκότωσε.
Τον βλέπω που χάνεται
καλπάζοντας με τ’ άλογό του στο κόκκινο φως. Τα μαρτίνια των κοντραμπατζήδων
μέσ’ απ’ τη βάρκα αδειάζουν αποχαιρετιστήρια στον αγέρα. Ο μεταλλικός τους
κρότος πέφτει στη θάλασσα και σβήνει στα κύματα.
Τα άστρα όλα έχουν βγει.
Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα παιδικά όνειρά μας. Το κύμα χτυπά τη μάσκα του καϊκιού
μας και τα κοιμίζει. Κοιμηθείτε, όνειρά μας. Στην ξένη χώρα που πάμε,
πρόσφυγες, τι άραγες να μας περιμένει, τι μέρες να είναι ν’ ανατείλουν;
Η Λένα αποκοιμήθηκε.
Ήθελε πολύ τον τόπο με το κοκκινόχωμα. Εκεί θα ζούσε με τον άντρα που θα
’παιρνε, και θα ’κανε πολλά παιδιά, και θα είχαν κουνέλια και περιστέρια κι
άλλα πολλά. Όχι, η Λένα δε μελετούσε ταξίδια σε θάλασσες, δεν ήθελε να τη
χωρίσουν απ’ τα Κιμιντένια. Δεν το ήθελε.
Η Αγάπη έχει στηλώσει
αφηρημένα τα μάτια της στα άστρα. Πόσο πολύ τα μελέτησε τον τελευταίο καιρό,
πόσο πολύ μέτρησε τις αποστάσεις τους με τους αριθμούς! Όμως τώρα που τα
κοιτάζει, φεύγοντας από τη γενέθλια γη για δύσκολους δρόμους, τώρα μόνο το
ανακαλύπτει: βλέπει πως αυτό ήταν το λάθος της, το ανεπανόρθωτο λάθος. Τα άστρα
της ξέφυγαν. Όταν εμείς ζούσαμε τις χίμαιρές μας στα φαράγγια της Αιολικής γης,
όταν δημιουργούσαμε παντοτινούς συντρόφους που έμελλε πια να μας ακολουθούν σ’
όλες τις πικρές μέρες του μέλλοντος, εκείνη ήθελε να κατεβάσει, τόσο μικρή, τον
ουρανό στη γη.
Καημένη Αγάπη… Καημένη
Αγάπη…
Είναι κάπου, σ’ ένα
υποστατικό της Ανατολής, κάτω απ’ τα βουνά που τα λένε Κιμιντένια, ένα δωμάτιο «Κίτρινο». Τα σπαθιά, που είναι
κρεμασμένα κει μέσα, τις νύχτες ξυπνούνε. Από κει πέρασε κάποτε ένας άνθρωπος.
Πορευόταν τους δρόμους της Ανατολής γυρεύοντας ένα καμήλι με άσπρο κεφάλι. Το
μοναδικό καμήλι με άσπρο κεφάλι που κάποτε πέρασε από τη ζωή του και χάθηκε. Οι
άνθρωποι τον περιπαίζανε, μα αυτός δεν τους άκουγε. Επειδή δεν μπορούσε να το
πιστέψει, επειδή δεν ήθελε να το πιστέψει πως το καμήλι με το άσπρο κεφάλι
χάθηκε, πως πια δε θα υπάρξει στη ζωή του.
Απ’ το ίδιο μέρος πέρασε
κι ένας άλλος άνθρωπος. Τραβούσε για τη μακρινή Ιερουσαλήμ, κυνηγώντας να
πιάσει τους ήχους, να κάμει τους ήχους να μη σωπαίνουν μέσα σ’ ένα ρολόι με
χρυσούς σάτυρους. «Ξέρεις πού είναι οι
Άγιοι Τόποι, πού είναι η Ιερουσαλήμ;», του λέγαν οι συμπονετικοί άνθρωποι. «Θα πρέπει να περάσεις την Ανατολή ολάκερη…».
«Θα περάσω την Ανατολή ολάκερη», τους
αποκρινόταν βαθιά, γαλήνια και πειστική η φωνή του πάθους.
Εκεί, κάτω απ’ τα βουνά
που τα λένε Κιμιντένια, είναι μια σπηλιά όπου πάνε τ’ αγριογούρουνα που
γέρασαν, για να πεθάνουν. Μια σαλαμάντρα, μια μικρή χελώνα, μια κρεμασμένη
νυχτερίδα περιμένουν το θάνατο. Δεν προλάβαμε, Άρτεμη, να κρεμάσουμε στο λαιμό
μας το ψιλό κόκαλο του πουλιού, πλάι στο χρυσό σταυρό μας. Έτσι θα μας
αγαπούσαν όλοι. Μα δεν προλάβαμε.
Όμως παραπέρα, πέρα απ’
το Ποτάμι των Τσακαλιών, είναι η φωλιά του αϊτού. Εκεί μια καλοκαιρινή μέρα
ήρθε η καταιγίδα. Ας είναι βλογημένη. Όλες πια οι καταιγίδες που είναι νά
’ρθουν τα θυμίζουν εκείνη. Ας είναι βλογημένη.
Και πιο πάνω ακόμα, πέρα
απ’ τη χώρα με τις οξιές, πέρα απ’ τη χώρα με τις αγριοβαλανιδιές, στο φρύδι
της μεγάλης χαράδρας, μια ντουφεκιά που πέφτει βρίσκει τη μεγάλη αρκούδα του
Λιβάνου. Έχει ένα μωρό, ένα αρκουδάκι με μαύρη τρίχα. Η μεγάλη αρκούδα θα
πεθάνει. Κι ένας κυνηγός, που έχει στο κεφάλι του μαντίλα με κίτρινα άστρα, κι
αυτός θα πεθάνει. «Γιατί;» λένε οι
τσαλαπετεινοί και τ’ αγριοπερίστερα. «Για
την αγάπη», αποκρίνουνται οι βαλανιδιές.
Άρτεμη, εσύ κι εγώ δε θα
’μαστε, Άρτεμη, στην ξένη χώρα έρημοι. Από δω και πέρα σ’ όλες τις μέρες, ως
την άκρη του τέλους, δε θα ’μαστε έρημοι.
Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα
όνειρά μας.
Η γιαγιά μας κουράστηκε.
Θέλει να γείρει το κεφάλι της στα στήθια του παππού, που έχει καρφωμένα πίσω τα
μάτια του, μπας και ξεχωρίσει τίποτα απ’ τη στεριά, τίποτα απ’ τα Κιμιντένια. Μα
πια δε φαίνεται τίποτα. Η νύχτα ρούφηξε μέσα της τα σχήματα και τους όγκους.
Η γιαγιά γέρνει το
κεφάλι της να το ακουμπήσει στα στήθια που την προστατέψανε όλες τις μέρες της
ζωής της. Κάτι την μποδίζει και δεν μπορεί να βρει το κεφάλι ησυχία: Σαν ένας
βόλος να είναι κάτω απ’ το πουκάμισο του γέροντα.
– Τι είναι αυτό εδώ; ρωτά σχεδόν αδιάφορα
Ο παππούς φέρνει το χέρι
του. Το χώνει κάτω απ’ το ρούχο, βρίσκει το μικρό ξένο σώμα που ακουμπά στο
κορμί του και που ακούει τους χτύπους της καρδιάς του.
– Τι είναι;
– Δεν είναι τίποτα, λέει δειλά ο παππούς, σαν παιδί που έφταιξε. Δεν είναι τίποτα. Λίγο χώμα είναι.
– Χώμα!
Ναι, λίγο χώμα απ’ τη γη
τους. Για να φυτέψουν ένα βασιλικό, της λέει, στον ξένο τόπο που πάνε. Για να
θυμούνται.
Αργά τα δάχτυλα του
γέροντα ανοίγουν το μαντίλι όπου είναι φυλαγμένο το χώμα. Ψάχνουν κει μέσα,
ψάχνουν και τα δάχτυλα της γιαγιάς, σα να το χαϊδεύουν. Τα μάτια τους,
δακρυσμένα, στέκουν εκεί.
– Δεν είναι τίποτα λέω. Λίγο χώμα.
Γη, Αιολική Γη, Γη του τόπου μου.»
(Από το μυθιστόρημα «Αιολική Γη» του Ηλία Βενέζη [Αϊβαλί
1904 - Αθήνα 1973], εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 23η έκδοση,
Αθήνα 1969, σελ. 302-309, ένα από τα καλύτερα νεοελληνικά μυθιστορήματα, που
πρέπει να διαβάσουν μικροί και μεγάλοι. Δώστε το στα παιδιά σας να το διαβάσουν
και θ’ αγαπήσουν για πάντα τη λογοτεχνία…)
Μικρασία, χαίρε!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου