ΣΤΙΣ ΜΑΝΕΣ ~ ΣΤΙΣ ΜΗΤΕΡΕΣ ~ ΣΤΙΣ ΜΑΝΟΥΛΕΣ ΜΑΣ
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΗ ΑΠΟ «ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΛΕΣΒΙΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ»*
ΓΙΑ ΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ
Αντωνιάδης - Γιαννακός Αλέκος
Ω ΓΛΥΚΥ ΜΟΥ ΕΑΡ
Οι μάνες είναι να θρηνούν, δεν ξέρουν φαντασίες,
κείνες το γιόκα έχασαν, όλα πια ας χαθούν!
Και η γνωστή κι η άγνωστη δυο Μάνες – πέντε Μάνες
- χιλιάδες τέτοιες Μάνες! – αγκαλιασμένες κλαίνε
για τον Ανθό που δε θα δει ξανά το φως του Ήλιου
και μοιρολόγι λένε.
Γλύκα μου, Άνοιξη εσύ, καμάρι των ματιών μου,
ποιο μνήμα το νταγιάντισε το στόμα του ν’ ανοίξει
και ποια πέτρα το άντεξε να σε σκεπάσει, Φως μου;
Πού είναι το κορμάκι σου που τόσο δα μικρούλι
το ράντιζα και τὄπλενα με μόσκο και λεβάντα,
πού είναι να το πλύνω με δάκρυα… Ωχ!... Όϊ…
να μη νεκροφιλήσω το σπλάχνο μου;
Τύραννε! Άπιστε! Φονιά! Κακιάς σκύλας η γέννα…
Πώς το βαστάς… ε, Ουρανέ; Πώς το αντέχεις, Κόσμε;
Πώς;
Τον πόνο Μάνας που παιδί δεν άφησαν να κλάψει
Κανείς, κανείς δεν το μπορεί με λόγια να το γράψει.
(Καραολήδες/1956)
(Κώστας Μίσσιος, «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τόμος 9ος, Μυτιλήνη 1998, σελ. 412)
Γιαννίτσαρος Αρτέμης
ΜΑΝΑ ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ
Μάνα μην κλαις στο χωρισμό, καθόλου μην λυπάσαι
του Μάη τα τριαντάφυλλα θα ξανανθίσουν πάλι.
Μια χαραυγή, μια χρυσαυγή, θα ’ρθω – να το θυμάσαι
Να γείρω το κεφάλι μου στη στοργική σου αγκάλη.
(Κώστας Μίσσιος, «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τόμος 10ος, Μυτιλήνη 1998, σελ. 233)
Γκίκα - Ευθυμιάδου Γιούλα
ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ
Παιδί μου…
μην κλαις κι έλα κοντά μου
να κάνω το κλάμα σου γέλιο.
Η μοναξιά μη σε φοβίζει,
εγώ θα σ’ την κάνω γιορτή.
Παιδί μου…
το μίσος του κόσμου
μην το φοβάσαι,
εγώ θα στο κάνω αγάπη.
Τ’ αγκάθια του δρόμου
μη σε φοβίζουν,
εγώ θα σ’ τα κάνω λουλούδια.
Παιδί μου…
κι αν φύγω μην κλάψεις
κι αν γίνω αστέρι ψηλά
θα ’ναι για σένα…
το δρόμο να φέγγω
Παιδί μου.
(Στιγμές Μοναξιάς/1984)
(Κώστας Μίσσιος, «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τόμος 10ος, Μυτιλήνη 1998, σελ. 466)
Ελευθεριάδης Μίμης
ΜΗΤΕΡΑ
Μητέρα, στο μέτωπό σου βωμό το ακάνθινο στεφάνι του κόσμου
καμωμένο από σφαίρες
από ματωμένα σπαθιά
και συρματοπλέγματα.
Ανέβηκες στο Γολγοθά των αθώων
κι έλαμψε το θλιμμένο βλέμμα σου
πιο λαμπερό απ’ το φως των άστρων
πιο δυνατό απ’ τον ήλιο
μέσα στο σκοτάδι και στη σιωπή
των ενόχων.
Φιλώ το χώμα που πάτησες,
μαζεύω τα δάκρυα που έχυσες
που μοσκοβολούν απ’ τα κρίνα των ξεχασμένων παραμυθιών.
Απ’ τις συγχορδίες του πόνου σου
θα ακουστεί το εμβατήριο της νίκης.
Ακούω στο βάθος της γης
στις ρίζες των βράχων
στους βυθούς των ωκεανών
τους σπασμούς της μήτρας των μεγάλων ονείρων.
Άγιασε η θλίψη σου
μέσα στην πορεία της νύχτας
τα χελιδόνια χτίζουν τις φωλιές τους στη στέγη μας
ανθίζουν οι υάκινθοι στα κορεσμένα ξέφωτα.
Μητέρα,
σκουπίζω τα δάκρυα σου με γιασεμιά και γαρύφαλα
και βλέπω τον αυγερινό στα μάτια σου
και τη χαρά του κόσμου στην ποδιά σου.
(Δ. Λάμπ./1986)
(Κώστας Μίσσιος, «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τόμος 9ος, Μυτιλήνη 1998, σελ. 539)
Μαρουδής Γιώργος
ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ
Μάνα, το φως κι αν άφησες
δεν μπήκες σε σκοτάδι.
Οι κόσμοι σου, τρανής ζωής
λαμπροί φωτούν τον Άδη.
Μάνα δουλεύτρα, οι κόσμοι σου
μ’ αγάπης φως πλασμένοι.
Έκανες χρέος τη Ζωή
κι οι πόνοι νικημένοι.
Μάνα, μ’ αγάπη και με φως
οι κόσμοι σου πλασμένοι.
Πηγή ζωής και τούτη η γης
που στέκουμε σκυμμένοι.
(Αντίλαλοι/1978)
(Κώστας Μίσσιος, «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τόμος 9ος, Μυτιλήνη 1998, σελ. 318)
Μαυρογιάννης Περικλής
ΕΙΡΗΝΗ
Μάνα γλυκιά,
απ’ τ’ άσπρο σου κεφάλι
βγάλε το μαύρο σου τσεμπέρι
κι ανασκουμπώσου κι έβγα,
τα σκαλοπάτια, την αυλή,
τα κάγκελα ν’ ασπρίσεις.
Μη σκιάζεσαι,
μόν’ άφησε το πιο μικρό αδέλφι
ολόγυρα στο σπιτικό,
ξεχορταρίζοντας να παίζει.
Μάνα γλυκιά,
τον ουρανό με φόβο μην κοιτάς
τα μαύρα του σημάδια
άλλο δεν είναι από χαρές,
αφού ήρθε πια η Άνοιξη με τόσα χελιδόνια
και τις ζεστές φωλιές τους
στο λιακωτό μας πάλι θε να σε κτίσουν.
Μάνα, βαριά, βαθιά ο γέρος σκάβει,
τους λάκκους που ανοίγει
μη σε τρομάζει,
θε να φυτέψει αμυγδαλιές, θε να φυτέψει ελιές.
Μάνα γλυκιά,
σκούπισε πια το δάκρυ σου
και σήκω πιάσε το προζύμι,
να φτιάξουμε ψωμί
γλυκό σαν τούτη την Ειρήνη…
(Κώστας Μίσσιος, «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τόμος 10ος, Μυτιλήνη 1998, σελ. 77)
Μελινός Μανώλης
ΜΑΝΑ
Στη μητέρα μου και σ’ όλες τις μητέρες του κόσμου
Μάνα,
Μαγιού Ανατολή.
Γλυκειά, αυγερινοφίλητη, αγνή δροσοσταλίδα.
Λαοί σε υμνολογήσανε
– βλαστάρια σπλάχνων σου κι αυτοί.
Μικρή θεά προσκυνητή, γεννάς ζωή κι ελπίδα.
Αγάπη, δώρο τ’ ουρανού.
Στην άρρωστη ανθρωπότητα – Μάνα – σταθμός γαλήνης.
Το χάδι σου, Θεού πνοή!
Τα λόγια σου, Ευαγγέλιο!
Μ’ ένα σου δάκρυ μητρικό, χίλιες πληγές ξεπλύνεις.
Μάνα ηλιολαμπρότερη.
Μύρια αγγελούδια κατοικούν στην όμορφη ψυχή σου.
Η πλάση υποκλίνεται στη θεία σου υπόσταση.
Η μυρωμένη σου καρδιά, γωνιά του Παραδείσου.
Ουρανοδρόμε οδηγέ.
Ελπιδοφόρα ορθρινή, γλυκόλαλη καμπάνα.
Σημαίνεις τους θεσπέσιους παλμούς,
μέσα στα στήθη μας.
Αγάπης παραλήρημα η προσφορά σου,
Μάνα!
(πδκ. «Πλωμαρίτικοι Αντίλαλοι», 52-53, 1981 - Μίσσιος Κώστας, «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τ. 10ος, Μυτιλήνη 1998, σ. 548)
Παπάζογλου Τριαντάφυλλος - Λευτέρης
ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ
Τα χάδια σου, μητέρα μου δε γροίκησα.
τα στοργικά φιλιά σου, δε θυμάμαι
κι ούτε πως με νανούρισες στον ύπνο μου
στην αγκαλιά σου κάποια βράδια…
Το θάνατό σου, δε θυμάμαι πώς τον έκανες…
το λείψανό σου, δε θυμάμαι να το είδα!
Πού πέθανες; Πού σ’ έθαψαν; Ποια χώματα
σε σκέπασαν και σ’ έχουν σαρκοφάει;
Κι όμως! Αν δεν θυμάμαι απ’ όλα τίποτα,
δεν ξέρω πώς, στη μνήμη μου απομένει
η ολόγλυκια μορφή σου! Είναι ξέθωρη,
μα τι πειράζει; Συ ’σαι! Σε γνωρίζω!
Νἄσαι! Σε βλέπω! Τα γαλήνια σου
τα μάτια πώς με κοιτούν με καλωσύνη!
(Κώστας Μίσσιος, «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τόμος 9ος, Μυτιλήνη 1998, σελ. 483)
Παπαθανασίου - Καραπάνου Νανά
Ο ΑΓΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΓΕΛΙΟΥ ΤΗΣ
Στα χλωρά απογεματινά
η μάνα μου,
αφού κοίμιζε τον ήλιο,
κοιταζόταν
στον καθρέφτη της σάλας
κι έπαιρνε το πρόσωπο
των παραμυθιών της.
Τότε ήταν που ήθελα
να δωρίσω την ανατολή μου
στο μελλοντικό της θάνατο,
κουρνιάζοντας για πάντα
στον πυρήνα της.
Στ’ αποτυπώματα των ωρών
λαμπύριζε
η πολύπτυχη παρουσία της.
Τρυφερά ξεφλούδαγε
τ’ αφράτα μύγδαλα
των μηνυμάτων της
κι έτσι καρπωμένα και γυμνά
τ’ ακουμπούσε
στον πορσελάνινο δίσκο
της καρδιάς μου.
Στο καστανό της ματιάς της
κολλάριζε
τις άκρες της κορδέλας μου.
Γελούσε με την αφέλειά μου,
πάνω της έσταζε
τον αγιασμό του γέλιου της.
Τώρα η μάνα μου είναι
μικρή, εύθραυστη, σχεδόν αέρινη.
Δε βλέπω πια τις ρυτίδες,
δε μετράω τα χρόνια,
γιατί η καρδιά της
σα γλάστρα εύφορη
τρέφει την καθημερινή της
παρουσία
και δεν αφήνει περιθώρια
να κλάψω γι’ αυτήν.
(Κάλεσμα γενναίων/1993)
(Κώστας Μίσσιος, «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τόμος 10ος, Μυτιλήνη 1998, σελ. 308)
Σαραντάκου Κική
ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ
Τα χέρια της Μάνας μου, πριν μάθουν να γράφουν,
μάθαν να πλένουν στη σκάφη
ρούχα χοντρά της δουλειάς.
Τέσσερ' αδέρφια της άφησε, βλέπεις, η μάνα της.
Τα χέρια της Μάνας μου δεν μάθανε να χαϊδεύουν
γιατί ποτέ δεν τα χάιδεψαν.
Μα ξέρουνε να ζυμώνουν ατέλειωτες σκάφες αλεύρι.
Αν στρώσεις κάτω τα χιλιάδες ψωμιά,
θα γίνουνε δρόμοι, με άσπρες, στρογγυλές πλάκες
που διασχίζουν όλη τη γη.
Τα χέρια της Μάνας μου γίναν κουτάλια να με χορτάσουν,
γίναν κουπιά να λάμνουν στη θάλασσα,
για να με βρουν.
Τα χέρια της Μάνας μου μάκρυναν
κουβαλώντας ασήκωτα δέματα
στο σχολειό, στη δουλειά μου, στη φυλακή.
Τα χέρια της Μάνας μου κολλούσαν στη σίτα της φυλακής
και λιώναν το σύρμα για να μ' αγγίξουν,
κι ύστερα, κατακόκκινα με τ' αποτυπώματα,
πλάθανε κουλουράκια για τις κοπέλες του θαλάμου μου.
Τα χέρια της Μάνας μου δεν θα μείνουν ακίνητα
ούτε κάτω απ' το χώμα,
μα θα βρούνε τον τρόπο να φυτρώσουν,
για να βλαστήσουνε
και να κάνουν λουλούδια!
("Εφεδρείες"/1994)
(Κώστας Μίσσιος, "Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών", τόμος 10ος, σελ. 126)
Χατζηπαναγιώτης Στρατής
ΜΑΝΑ
Μάνα! Για μας ανθός Μαγιού είν’ η θωριά σου!
Μιλάς! Και άσπροι κρίνοι, ρόδα, η λαλιά σου!
Του Μάη πολύχρωμα και ευωδιαστά λουλούδια,
της άνοιξης πουλιών ζευγαρωτά τραγούδια!
Χάιδι η ματιά σου κι ηλιαχτίδα βελουδένια.
(Τα τεχνοκρατικά/1984)
(Κώστας Μίσσιος, «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τόμος 9ος, Μυτιλήνη 1998, σελ. 384)
*Πηγή: Κώστα Μίσσιου «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», Μυτιλήνη 1998. Ανθολογήθηκαν οι τόμοι 9ος και 10ος.
http://paleochori-lesvos.blogspot.gr/2014/05/blog-post_9965.html
http://paleochori-lesvos.blogspot.gr/2013/05/blog-post_12.html