ΜΙΑ ΠΑΛΙΑ ΕΚΘΕΣΗ
Το καλοκαίρι του 1984, τακτοποιώντας ένα κιβώτιο με βιβλία στο πατρικό μου σπίτι, ανακάλυψα πάνω σ’ ένα μισοκιτρινισμένο φύλλο το πρόχειρο μιας έκθεσής μου από τη Β΄ τάξη στο Γυμνάσιο Πλωμαρίου Λέσβου, σχολικό έτος 1966-1967. Ασυναίσθητα το χέρι μου άρχισε να καθαρογράφει την παλιά έκθεση. Το τετράδιο εκθέσεων μου το ζήτησε μία Πλωμαρίτισσα — ούτε τ’ όνομά της θυμάμαι πια — ως βοήθημα για τον κατά ένα χρόνο μικρότερό μου γιο της, όπως συνηθιζόταν τότε. Τη θυμάμαι όμως όρθια στα σκαλιά της, να διαβάζει συγκινημένη την έκθεση και να βουρκώνουν τα μάτια της. Μακάρι να είχα κρατήσει το τετράδιό μου… Ο φιλόλογος μάς έδωσε θέμα σχετικό με την κύρια χειμερινή ασχολία των γονιών μας, τη μάχη της ελαιοσυλλογής: «Γυρισμός από το ελαιομάζωμα».
Την παλιά έκθεσή μου πρωτοδημοσίευσα στο πρδκ. «Τα Παλιοχωριανά» (τ. 15, Ιούλ.-Αύγ.-Σεπτ. 1984, σελ. 235). Σήμερα τη δημοσιεύω ξανά, ως απάντηση στον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, που πρόσφατα υπέγραψε σε σύνοδο της Ε.Ε. την αύξηση των εισαγωγών ελαιολάδου από την Τυνησία κατά 35.000 τόνους (από 50.000 σε 85.000), πράξη που οδήγησε σε μείωση της τιμής του ελληνικού ελαιολάδου εφέτος, που η σοδειά περιμένουμε να είναι καλύτερη από την περυσινή. Παρ’ ότι σήμερα έχουν βελτιωθεί οι συνθήκες καλλιέργειας της ελιάς, οι αστοί πολιτικοί που στελεχώνουν την Κυβέρνηση δείχνουν να αγνοούν (;) ότι το ελαιομάζεμα εξακολουθεί να είναι από τις πιο σκληρές, τις πιο δαπανηρές κι ελάχιστα προσοδοφόρες γεωργικές εργασίες. Κρίμα που και οι τρεις νεοεκλεγμένοι από το λεσβιακό λαό βουλευτές είναι το ίδιο αδρανείς και άφωνοι ως «ακάνθιοι τέττιγες», ενώ θα έπρεπε να παλεύουν δυναμικά στη Βουλή υποστηρίζοντας τους Λέσβιους ελαιοπαραγωγούς ψηφοφόρους τους και να τους ενημερώνουν με άρθρα τους σε λεσβιακά έντυπα…
«Γυρισμός από το ελαιομάζωμα»
Στην ιερή μνήμη των γονιών μου
Πρωί-πρωί, πριν ακόμα ο βασιλιάς της ημέρας μάς φανερώσει όλη τη λαμπρή προσωπικότητά του, οι χωρικοί ξεκινούν για τα κτήματα. Τρέχουν να μαζέψουν τις ελιές, που πέφτουν και τρυπώνουν στα πιο απίθανα σημεία.
Στο δρόμο άνθρωποι και ζώα, σωστό καραβάνι, προχωρούν. Από μακριά ακούγονται σαν βόμβος εκατομμυρίων μελισσών οι ζωηρές ομιλίες των ανθρώπων και τα γκαρίσματα των γαϊδάρων, που βοηθούν κι αυτοί στο έργο τους τ’ αφεντικά τους.
Άλλη μια μέρα περνά, ημέρα κόπου για τους αγρότες. Τα σακιά, γεμάτα ελιές, είναι έτοιμα για φόρτωμα…
***
Με το ηλιοβασίλεμα δίνεται το σύνθημα της αναχώρησης. Η πρωινή πομπή παίρνει το δρόμο του γυρισμού. Δεν ακούγονται όμως τα γέλια και οι φωνές του πρωινού· η κούραση είναι αποτυπωμένη στα πρόσωπα των ανθρώπων. Κανείς δεν έχει το κουράγιο να θαυμάσει τη φύση που χρυσώνεται από το δύοντα ήλιο, ενώ τα βουνά γεμίζουν σκιές. Τα φορτωμένα με τις ελιές ζώα συντονίζουν το βήμα τους με το βήμα των κυρίων τους. Τα λόγια είναι μετρημένα, το κορμί σκυφτό από το ολοήμερο προσκυνητό. Το μυαλό πετάει στη συγκομιδή της ημέρας, στις δουλειές του σπιτιού, στο άλεσμα που ίσως θα κάνουν μια από τις επόμενες μέρες. Μοναδική παρηγοριά η σκέψη ότι ο καρπός ολοένα και μαζεύεται, για να γίνει λάδι.
Όπως είναι γνωστό, το Νησί μας είναι κατάφυτο από ελιές, των οποίων ο καρπός αποτελεί πρώτη ύλη για την παραγωγή του λαδιού, του κυριότερου μέσου διαβίωσης των κατοίκων του. Από το τετράμηνο αυτό της σκληρής εργασίας θα εξαρτηθεί η οικογένειά τους όλο το χρόνο. Εργασία, που την κάνουν πιο δύσκολη και πιο σκληρή το χειμωνιάτικο κρύο, η αλύπητη βροχή, το ανώμαλο έδαφος, οι κακοτράχαλοι αγροτικοί δρόμοι, η έλλειψη μεταφορικών μέσων. Ένα αρχαίο ρητό λέει ότι «τα καλά αποκτώνται με κόπους». Πραγματικά, τους κόπους του λιομαζώματος τους γεύονται μέχρι τα κατάβαθα του κορμιού και της ψυχής τους.
Οι άνθρωποι αυτοί με τα σκασμένα και γεμάτα αγκάθια χέρια είναι οι γονείς μας, που δουλεύουν για μας, για να ζήσουμε σ’ ένα ανώτερο βιοτικό επίπεδο, για να ξεφύγουμε από τη δύσκολη ζωή που ζουν αυτοί. Μ’ αυτό το όνειρο κοιμούνται και ξυπνούν, αυτή η ελπίδα τους δίνει κουράγιο να συνεχίσουν το έργο τους. Αυτοί οι καημοί τους συντροφεύουν στο μακρινό ταξίδι του γυρισμού από το λιομάζωμα. Γι’ αυτό καμιά φορά σταματούν κι αφήνουν την κουρασμένη ματιά τους να χαϊδέψει τα υπομονετικά γαϊδουράκια, να καμαρώσει τα ευλογημένα λιόδεντρα, ν’ αγκαλιάσει το γαλάζιο ορίζοντα. Αν τους κοιτάξεις αυτή τη φευγαλέα στιγμή, θα δεις να φέγγει μέσα στα μάτια τους το φως της ευτυχίας που φέρνει η προσμονή για ένα καλύτερο αύριο. Κι εγώ, καθισμένη στο θρανίο μου, στέλνω ένα θερμό «ευχαριστώ» στους γονείς μου, καθώς τους φαντάζομαι να στέκονται και να ονειρεύονται για μένα το καλύτερο.
Είναι μακρύς, ατέλειωτος θαρρείς, ο δρόμος του γυρισμού από το ελαιομάζωμα. Κάθε πέτρα του, κάθε χρυσοπράσινη ελιά στην άκρη του είναι και μια χρυσή ελπίδα αυτών των θαρραλέων βιοπαλαιστών, που γυρίζουν από τα κτήματα κρατώντας τα ραβδιά, σαν πολεμιστές με τα κοντάρια τους που επιστρέφουν λαβωμένοι μα νικητές από το πεδίο της μάχης. Το βλέμμα τους γλυκαίνει, καθώς πρωτοαντικρίζουν τα ταπεινά σπιτάκια του χωριού, επιτέλους.
Φτάνοντας στο χωριό, κατευθύνονται προς τα ελαιοτριβεία, όπου ξεφορτώνουν τις ελιές. Εκεί δεν λείπουν και τα μικροεπεισόδια, πολλές φορές κωμικοτραγικά, ιδιαίτερα όταν κάποιος βιαστικός αδειάσει σε παράγκα άλλου τις ελιές του. Αφού τακτοποιήσουν τα ζώα και τα πράγματά τους, καταφεύγουν στη θαλπωρή του σπιτιού τους ή στο καφενείο για λίγο οι άνδρες. Τις γυναίκες τις περιμένουν οι δουλειές του σπιτιού, κυρίως η «ορδινιά», η ετοιμασία του φαγητού που θα πάρουν μαζί τους την επομένη. Σε λίγο ο ύπνος θα απαλύνει την κούραση και θα τους δώσει νέες δυνάμεις, για να ξεκινήσουν πάλι αύριο για τα κτήματα.
Αυτή είναι η ζωή τους, ζωή δύσκολη γι’ αυτούς που τη ζούνε. Ζωή που χτίζει πάνω στον κόπο του σήμερα την ευτυχία του ΑΥΡΙΟ.
Μυρσίνη Βουνάτσου
Το ελαιοτριβείο του Ελαιουργικού Συνεταιρισμού Παλαιοχωρίου με τη μεγάλη ταράτσα. Απέναντι η Αγκαθερή.