ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΛΑΛΑ «ΦΟΥΛ ΤΗΣ ΝΤΑΜΑΣ»
Το
ενδέκατο βιβλίο της Χρυσούλας Πλάλα κυκλοφόρησε πρόσφατα, με τίτλο «Φουλ
της Ντάμας». Έξι νουβέλες και διηγήματα στις 95 σελίδες του: «Η
ιστορία της Ήβης», «Μνήμες που
σκοτώνουν», «Αγκαλιά η σύγχυση και η
τρυφερότητα», «Και τ’ όνομα αυτού
Ταξιάρχης», «Φουλ της Ντάμας»,
«Θεμιτός».
Παρακάτω παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τη νουβέλα «Φουλ της Ντάμας», που έδωσε τον τίτλο σε όλη τη συλλογή. Ο ήρωάς της, ένας εύπορος άνδρας που επέλεξε να πραγματοποιήσει το όνειρό του, ζει ευτυχής σε μια χώρα της Ευρώπης πλάι στη σύντροφό του Ελένη και καλούς φίλους. Όμως, το ξαφνικό χτύπημα από μια άγνωστη νόσο, όπως πολλές αυτοάνοσες κι ανίατες ασθένειες της εποχής μας, ανατρέπει την ευτυχία του· από την αμεριμνησία μεταπίπτει στην απόγνωση. Θα αντέξει;
……………………………………………………………………………………………………………………………………………….…
Ένα
μεσημέρι, η Ελένη μπαίνει στο σπίτι, ενθουσιασμένη από έναν περίπατο με την
Κριστίν.
«Αγάπη μου, πού ταξιδεύεις; Σε παρακαλώ, είναι εδώ και
λίγα λεπτά που μπήκα μέσα και δεν είσαι εδώ. Πού είσαι; Δεν με πήρες
είδηση;»
Ο
Δημήτρης γυρίζει αργά προς το μέρος της και τον βλέπει.
Η Ελένη ψελλίζει:
«Τι είναι αυτά τα σημάδια; Πώς;»
Βγάζει
τη φανέλα του και της δείχνει την πλάτη του. Μετά κάθεται στο κρεβάτι και λέει
στην αποσβολωμένη Ελένη:
«Κάποια αρρώστια; Νιώθω και μια ελαφριά
εξάντληση…»
«Πονάς;»
«Όχι.»
Ανήσυχη
η Ελένη:
«Πρέπει να πάμε οπωσδήποτε σε νοσοκομείο.»
Το
απόγευμα έχουν την ίδια ανησυχία. Οι γιατροί δεν μπορούν να κατονομάσουν την
αρρώστια απ’ αυτό που φαίνεται.
Ίσως συμπέραιναν κάτι από τις αναλύσεις αίματος.
«Πάμε στην πλατεία, μπροστά στον καθεδρικό, να δω κόσμο
να συναλλάσσεται, να περπατάει, να παίζει μουσική…»
«Πάμε.»
«Ξέρεις τι σκέφτομαι; Αυτά που θεωρούμε σκοτεινά
πράγματα στη ζωή δεν είναι αδιαπέραστα. Περνάει το φως και τα γλυκαίνει… ο
θάνατος δεν είναι σκοτεινός.»
Η
Ελένη τον τραβάει απότομα απ’ το μανίκι και του λέει κοιτώντας τον αποφασιστικά:
«Θα λαμπαδιάσουμε μέχρι να σβήσουμε.»
Τις
επόμενες μέρες οδηγούνται σε περισσότερη μελαγχολία. Οι αναλύσεις δεν έδειχναν
τίποτα. Η αρρώστια είναι μη καταχωρηθείσα. Του συστήνουν ν’ αποφεύγει τις επαφές
με οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας.
Ο
Δημήτρης, φέροντας τον εσωτερικό του σάλο, επισκέπτεται τον καθεδρικό ναό.
Ανεβαίνει στον Πύργο και μετά κατεβαίνει.
Μπαίνει
στο Ναό να προσευχηθεί.
«Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν Σου.
Εσύ που υπέμεινες το άφατο μαρτύριό σου και συγχώρεσες τους σταυρωτές, βοήθα με.
Δεν έχω να συγχωρήσω κανέναν. Δεν μ’ έχει πληγώσει κανείς. Ειρήνευσε τους
λογισμούς μου στην αρρώστια μου. Μπορεί να θεωρείς γελοίο ότι τα άφησα όλα να
’ρθω εδώ για την τρομπέτα μου. Ξέρεις καλύτερα ότι έτσι βρήκα τη γαλήνη που είχα
χάσει. Τώρα διαταράσσεται η τάξη εντός μου. Αυτό θέλω πίσω. Γιάτρεψέ με. Σε
καθικετεύω.»
Ειρηνεύει
μετά την προσευχή κι επιστρέφει σπίτι.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………….……
Συγχαίρουμε
τη συγγραφέα και της ευχόμαστε με το καλό και το δωδέκατο!