Ας γνωρίσουμε τους Λέσβιους λογοτέχνες
Από το βιβλίο της Βαρβάρας Σκιά
«Όταν δεν είχαν ρολόγια»
Απόσπασμα από τον Πρόλογο
Τα κείμενα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο αυτό έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό «Αντίλαλος της Βρίσας», που εκδίδει ο «Σύλλογος Βρισαγωτών Αθήνας». [...]
Οι ιστορίες στο βιβλίο αυτό, ακόμα και οι πιο προσωπικές, είναι αναπότρεπτα δεμένες με τα ήθη και τα έθιμα, με την κοινωνία του χωριού. Πολλά πράγματα ίσως να είναι γνωστά στους μεγαλύτερους. Για τους νεότερους μπορεί να είναι εντελώς άγνωστα. Σε άλλους θα ξυπνήσουν αναμνήσεις, άλλοι θα γνωρίσουν πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις που φαίνονται σχεδόν σαν λαϊκό παραμύθι συγκριτικά με τη σημερινή εποχή. Δεν υπάρχουν, βέβαια, νεράιδες και μάγισσες, αλλά δεν λείπουν οι κακοί δράκοι, που έπαιρναν τη μπουκιά το φαΐ από το στόμα των δουλευτάδων ή λογάριαζαν την τιμή της αγάπης με τις ρίζες τα λιόδεντρα. Όμως, οι δεσμοί των ανθρώπων ήταν ισχυροί, μοιράζονταν χαρές και λύπες και μικρές στιγμές χαράς έριχναν φως ελπίδας και στις πιο δύσκολες μέρες. Το χτες προκαλεί τη σύγκριση με το σήμερα. Δεν μπορεί κανείς να μην αναρωτηθεί: τι πραγματικά χάσαμε και τι κερδίσαμε με ό,τι ονομάστηκε πρόοδος; (σ.σ. 13-14)
***
Στον Πλάτανο
«Στη μικρή πλατεία, στη μικρή πλατεία», λένε τα λόγια του τραγουδιού του Κώστα Χατζή κι όταν το ακούω, λες και βρίσκομαι στη μικρή πλατεία του χωριού μας, αν και δεν έχει καμιά σχέση με την πλατεία που λέει ο τραγουδιστής. Και πρώτα απ’ όλα, δεν την ονομάζουμε ποτέ έτσι. «Στον Πλάτανο», λένε, όταν θέλουν να πουν για κάτι που έγινε ή θα γίνει εκεί. Ποτέ δεν λένε «στην πλατεία», εκτός κι αν το πει κανένας ξένος. Ο γερο πλάτανος δίπλα στο πηγάδι, που έχει τόσα να μας πει, ήταν και είναι το κέντρο του χωριού. Με σιγουριά κανείς δεν θυμάται από πότε βρίσκεται εκεί, σκέπη και μάρτυρας σε όλα τα δρώμενα της ιστορίας του χωριού. Οι πληροφορίες λένε πως τον φύτεψε ο Δημητρός ο Μπόνης, πεθερός της Μπόναινας της γιαγιάς μου από την πλευρά της μητέρας μου, γύρω στο 1870.
Ο Πλάτανος κάποτε ήταν ο παράδεισος για τους ανθρώπους του χωριού. Όσοι είχαν δουλειές στα χωράφια, που ήταν οι περισσότεροι, «πετρολογούσαν τον ήλιο», κατά τη λαϊκή έκφραση, να φύγει γρήγορα, για να γυρίσουν στο χωριό, να κατεβούν στον Πλάτανο, να βρούνε τα τέγκια τους1, να πιουν κανά ρακί, να πούνε τα δικά τους κι από κει και πέρα πολλά μπορούσαν να συμβούν. Ο Πλάτανος ήταν η καρδιά της Κοινότητας. Εκεί κλείνονταν οι συμφωνίες, εκεί γίνονταν οι πλειστηριασμοί, που τους επικύρωνε με την κουδούνα του ο τελάλης. Εκεί φώναζαν τα κεσίμια, όπως τα έλεγαν, δηλαδή τα λιοκτήματα τον καιρό της καρποφορίας τους, που τα έπαιρναν και τα μάζευαν άνθρωποι ικανοί, δίνοντας μια ποσότητα λάδι στον ιδιοκτήτη, ανάλογα με τη συμφωνία που είχαν κάνει. Εκεί τα σ’νάφια2 δίναν και παίρναν, εκεί λέγονταν τα χωρατά που άφησαν εποχή μα κι οι καυγάδες από αψίκορους, οξύθυμους άντρες. Κάτω από τα κλαδιά του έχουν ξεφορτώσει και ξεπουλήσει λογιών-λογιών πραμάτειες κι εκατοντάδες οκάδες ψάρια του γιαλού μας και της Σκάλας.
Στον Πλάτανο έφταναν όλα τα μαντάτα και τα χαμπάρια από τον έξω κόσμο. Όταν έφτανε κανένας ξένος, τον πολιορκούσαν οι περίεργοι και οι πεινασμένοι για νέα, που γρήγορα τα μετέδιδαν σε όλο το χωριό, αφού πρώτα τα μάθαιναν στα καφενεία, στα κουρεία, στα τσαγκαράδικα, στα ραφτάδικα, στα αλμπάνικα, στα μπακάλικα και στους φούρνους. Τα μαντάτα έφταναν γρήγορα στις αυλές και στα νοικοκυριά και τότε οι νοικοκυρές άφηναν το φαγητό στη φωτιά, το πλύσιμο στη σκάφη και με ανασκουμπωμένα τα μανίκια, χωρίς σχεδόν να το καταλάβουν, βγαίναν στις εξώπορτες. Έπρεπε να διασταυρώσουν την είδηση και, όταν μάθαιναν ότι το έλεγαν στον Πλάτανο, ήταν σίγουρες πως ήταν αλήθεια.
Ο Πλάτανος ήταν ανδροκρατούμενη περιοχή. Οι γυναίκες δεν περνούσαν συχνά από κει παρά μόνο αν δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά. Ακόμα κι αν ήταν να πάνε κάπου και θα ήταν πιο εύκολο να περάσουν από τον Πλάτανο, προτιμούσαν να κάνουν ολόκληρη βόλτα, παρά να πάνε από την πλατεία. Το είχαν κατηγόρια να περνούν όλη την ώρα από τους καφενέδες. Οι γυναίκες πηγαίναν στον Πλάτανο όταν ήταν πανηγύρι κι έπαιζε μουσική ή όταν ήταν καλεσμένες σε γάμο και το γλέντι γινόταν στον Πλάτανο. Και πάντα συνοδεύονταν από άνδρες. Κι ούτε σηκώνονταν μόνες τους να χορέψουν, αν δεν τους το πρότεινε ένας άνδρας. Γυναίκες μόνες σε τραπέζι δεν κάθονταν ποτέ.
Εκείνες που έσπασαν το κατεστημένο ήταν δυο περιβολάρισσες, η κυρά Ρήνη η Σάμαινα και η θεία μου η Παναγιώτα η Κουτσαμπάσαινα, αδελφή του πατέρα μου και γιαγιά της Τασούλας, που είχαν μπαχτσέδες στη Λαγκάδα και κατέβαζαν μέσα σε μεγάλες κοφίνες από λυγαριά τα μπαχτσαβανικά τους και τα πουλούσαν στον Πλάτανο. Θυμάμαι τη θεία μου, που τα είχε ακουμπισμένα εκεί όπου πολλές φορές κάθεται τώρα η μουσική, όταν γίνεται χορός. Λίγο πιο κάτω τότε ήταν ο τοίχος της αυλής του σπιτιού της Μυρσίνης Καρβουνιέρη. Τώρα εκεί είναι τα δυο μαγαζιά. Η κυρά Ρήνη, πάλι, τοποθετούσε τα δικά της μπαχτσαβανικά στη γωνία έξω από το μπακάλικο του Γιωργή. Δεν είχαν, βέβαια, μαναβική τα μπακάλικα εκείνα τα χρόνια και δεν του έκανε ζημιά, αλλά υπήρχε και μια εκτίμηση μεταξύ τους. Αλλά και ποιος δεν εκτιμούσε αυτές τις άξιες γυναίκες;
Από τον Πλάτανο περνούσαν τα αρραβωνιάσματα, όταν έστελνε η νύφη στο γαμπρό ένα μεγάλο μπακιρένιο σ’νι μπακλαβά με ένα κόκκινο γαρύφαλλο στη μέση. Το σήκωνε πάνω στο κεφάλι του ένα παλληκάρι, ενώ ακολουθούσαν κοπέλες που κρατούσαν ό,τι άλλα δώρα είχε στείλει η νύφη. «Τ’ αρραβωνιάσματα περνούν», έλεγε ο ένας στον άλλο κι έβγαιναν έξω όσοι ήταν μέσα στα καφενεία και όσοι ήταν έξω σηκώνονταν από τις καρέκλες να δουν. Γι’ αυτό, η εντολή των γονιών, όταν έφευγαν τα δώρα από το σπίτι για να πάνε στο γαμπρό, ήταν πάντα: «Να τα περάσατε απ’ τουν Πλάτανο».
Από τον Πλάτανο περνούσαν και οι γάμοι με τη μουσική μπροστά να παίζει και ν’ ακολουθεί όλο το χωριό, για να πάνε στην εκκλησία να στεφανωθούν, εκτός κι αν το σπίτι της νύφης ήταν από την άλλη άκρη του χωριού, κοντά στην εκκλησία3. Και σε κηδείες όμως, όταν ήθελαν να αποδώσουν τιμή και αξία στον άνθρωπο που άφησε χρόνους, αν ήταν ευεργέτης ή πολύ νέος, ακόμα κι αν ήταν από άλλη γειτονιά, σήκωναν στα χέρια το φέρετρο κι έκαναν ολόκληρη βόλτα για να τον περάσουν από τον Πλάτανο. Δεν ήταν κι εύκολο βέβαια τότε, που δεν είχε κι αυτοκίνητα, αλλά, αν δεν το έκαναν, τους έριχνε φταίξιμο όλο το χωριό κι έλεγαν: «Τίλιγια τσι δεν τουν πιράσαν απ’ τουν Πλάτανου τέτοιουν άθριπο; Δεν έπρεπε να τουν πιράσουν; Για φουβούνταν μην κουραστούν;»
Μεγάλος χαβαλές γινόταν στις εκλογές, όταν έρχονταν οι υποψήφιοι να βγάλουν λόγο. Πάντα στέκονταν στη γωνία στο καφενείο του Λαμπρινού για να μιλήσουν. Κατέβαινε όλο το χωριό, γυναίκες κι άντρες, που στέκονταν όρθιοι όση ώρα μιλούσε ο κάθε πολιτικός. Γίνονταν έξω φρενών όταν άκουγαν τα παράλογα και τις μεγάλες υποσχέσεις, που ήξεραν πως δεν θα πραγματοποιηθούν ποτέ. Αντιμιλούσαν. Μάλιστα, κάποιες φορές μπρόκαραν άσκημα κάποιους πολιτικάντηδες. Θυμάμαι κάποτε που είχαν δέσει γκαζοντενεκέδες στις ουρές σκύλων και, την ώρα που αράδιαζε ο υποψήφιος τις υποσχέσεις, τους αμόλησαν στον Πλάτανο και ντούκου-ντούκου οι ντενεκέδες μαζί και τα γαβγίσματα των σκύλων, έγινε το σώσε.
Τις Αποκριές απ’ τον Πλάτανο περνούσαν και τα γιούνια, και μάλιστα έδιναν μικρές αυτοσχέδιες παραστάσεις. Πότε έκαναν το γύφτο με τη μαϊμού που της έδινε παραγγέλματα, πότε σατίριζαν πολιτικούς ή άλλα δημόσια πρόσωπα κι άλλοτε πάλι έκαναν τον πραματευτή που πούλαγε «ρίγαν’ σταμνιά» κι ό,τι άλλο κατέβαζε ο νους τους.
Ιστορικά θα μείνουν τα γλέντια και τα πανηγύρια που γίνονταν στον Πλάτανο με μουσική δική μας ή και φερμένη, ανάλογα με την περίσταση, από διάφορα μέρη του νησιού. Οι ερωτικές ματιές παίρναν και δίναν και το νταηλίκι μετριόταν με τα τζάμια των καφενείων που κατέβαζαν θρύψαλα τα παλληκάρια, κι ας έπρεπε να τα ξεπληρώσουν δουλεύοντας σκληρά μέσα στο λιοπύρι. Τα όργανα και τα τραγούδια κρατούσαν ως το πρωί, για να συνεχιστούν πολλές φορές στα σοκάκια του χωριού.
Ο Πλάτανος ήταν και είναι έμβλημα και το σημείο αναφοράς των απανταχού Βρισαγωτών. Φέρνει στο σώμα του λαβωματιές των καιρών, δόξες και παλιές ιστορίες. Τώρα, με την άνθιση του τουρισμού, τα Βατερά τραβάνε πολύ κόσμο. Αλλά ο Πλάτανος έχει τη δική του γλύκα και κρύβει στο φύλλωμά του αμέτρητες αναμνήσεις. Λιγόστεψαν πολύ τα κλαδιά του αλλά οι ρίζες του είναι βαθιές, όπως και των ανθρώπων που στη δροσιά του έρχονται να εμπλουτίσουν με καινούργιες ιστορίες το ημερολόγιο της ζωής της μικρής μας πλατείας. (σ.σ. 23-27)
________________
1. τα τέγκια τους: τις παρέες τους.
2. τα σ’νάφια < σινάφια: οι συντεχνίες.
3. Ναός Ζωοδόχου Πηγής.
4. Βαρβάρα Σκιά (βιογραφικό σημείωμα βιβλίου): Η Βαρβάρα Σκιά, το γένος Αβαγιάννη, γεννήθηκε στη Βρίσα Λέσβου. Πέρασε τα εφηβικά της χρόνια στην πόλη της Μυτιλήνης. Ξαναγύρισε στο χωριό της στην περίοδο της Κατοχής, όπου έμεινε έως το 1951. Παντρεύτηκε τον Στρατή Σκιά κι από τότε ζει στην Αθήνα. Διατηρεί πάντα τους δεσμούς της με το χωριό, που το επισκέπτεται ανελλιπώς κάθε καλοκαίρι. Από το 1985 δημοσιεύει κείμενα στο περιοδικό «Αντίλαλος της Βρίσας», που εκδίδει ο Πολιτιστικός Σύλλογος Βρισαγωτών Αθήνας. Την επιμέλεια των κειμένων του βιβλίου της έκανε η κόρη της Βαρβάρα Σκιά.
***
Λιοκτήματα κι αγάπες
Λιοχώραφα, λιοκτήματα, λιοτόπια λέγονται τα χωράφια με ελιές, ενώ τα δέντρα, εκτός από ελιές, τα λέγανε και ρίζες, αλλά περισσότερο όταν τα ανέφεραν ως μονάδα μέτρησης. Παρτσιές (μεγάλα χωράφια), παρτσάδια (μικρά χωράφια), μπασίματα (καλά χωράφια) και βάλες (τα καμπίσια). Ακόμα τα λέγανε και πράματα και τα καλά πραματούκλες. Κακαμπάρι το φτωχό χτήμα, αλετροπόδαρο, όργαλος το χωράφι σε κακοτοπιές.
Ο καρπός της ελιάς έχει διάφορα ονόματα, ανάλογα με το είδος τους: λαδολιές, αδραμυτιανές, καρολιές, κολοβές και οι άπορες ατζ’γκανοκολοβές. Το μόδι ήταν μονάδα μέτρησης του ελαιόκαρπου. Μαξούλι, μαξουλοχρονιά ήταν η πλούσια, καρποφόρα χρονιά.
Γι’ αυτές λοιπόν τις ελιές, γι’ αυτά τα λιοκτήματα έχουν χυθεί δάκρυα ποτάμια. Έχουν αναστενάξει κι έχουν βαρυγκομήσει κορίτσια κι αγόρια όσο δεν έπαιρνε άλλο. Όχι από την κούραση του λιομαζώματος, ούτε επειδή πολλές φορές ξεπάγιαζαν από το κρύο ή βρέχονταν ως το κόκαλο. Αυτά ήταν στο πρόγραμμα. Κι όταν η χρονιά ήταν καλή, χειμωνιάτικο μαξούλι είναι κι όλο το χειμώνα κάτω από την ελιά πορεύονταν. Μα τότε σε τι θα μπορούσαν να είχαν φταίξιμο τα ευλογημένα λιόδεντρα, που από τη ρίζα ως την κορφή μόνο να δίνουν στους ανθρώπους ξέρουνε;
Δεν είχαν το φταίξιμο τα δέντρα, που είναι πηγή ζωής, οι άνθρωποι το είχαν. Τα λιόδεντρα τα χρησιμοποιούσαν ως μέσο εκβιασμού, ως μέσο διαφθοράς συνειδήσεων. Ο καθένας θέλει να πετύχει, αλλά αυτό γινόταν χωρίς ηθικούς φραγμούς, χωρίς αίσθημα ευθύνης. Με μόνο γνώμονα την πλεονεξία, έφταναν να γίνονται όμηροι των δέντρων και φαντάζονταν ό,τι καλύτερο για τον εαυτό τους. Δεν ήταν, βέβαια, όλοι οι άνθρωποι το ίδιο. Δεν μπορούμε να τους βάλουμε όλους στο ίδιο καζάνι, αλλά, ως επί το πλείστον, αυτό το κλίμα επικρατούσε. Υπήρχαν περιπτώσεις που χρονών αγάπες τις διέλυσαν για ένα κτήμα περισσότερο, για λίγες ρίζες ελιές παραπάνω κι έφταναν να γίνουν δυστυχισμένοι νέοι άνθρωποι από τη μια μέρα στην άλλη, που έβλεπαν να χάνουν την αγάπη τους, που τόσα όνειρα και τόσες ελπίδες είχαν αποθέσει στο όνομά της.
Κι οι νέοι; Τι έκαναν οι νέοι; Γιατί δε χτυπούσαν τη γροθιά στο μαχαίρι; Δεν είχαν περίσσευμα καρδιάς; Δεν είχαν το σθένος να αντιδράσουν όσο έπρεπε, ή μήπως τους έφερναν βόλτα οι μεγάλοι, παρουσιάζοντάς τους τη ζωή με μελανά χρώματα, αποθαρρύνοντάς τους συγχρόνως; Ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης για το ανθρωποπάζαρο που γινόταν το είχαν οι μεγάλοι με την καταπιεστική συμπεριφορά τους, με την παντελή έλλειψη μεγαλοψυχίας. Δεν έδιναν στους νέους το κουράγιο που χρειαζόταν αυτές τις ώρες που βρίσκονταν στο σταυροδρόμι της ζωής τους. Αν τους έλεγαν δυο κουβέντες, πως είναι ντροπή και κρίμα αυτό το κοπελούδι που τόσα χρόνια ακούγεται μαζί σου, δεν πειράζει, ας έχει και πιο λίγα, τα χωράφια στα βουνά κάθονται, όλα θα πήγαιναν κατ’ ευχήν. Αλλά ποιος είχε χάσει την ανθρωπιά του, να τη βρουν αυτοί;
Κι ερχόταν η μέρα των αρραβώνων και ρίχναν τις ντουφεκιές, κατά το έθιμο, που έπεφταν κατευθείαν στην καρδιά της παλιάς αγάπης. Ποιος θεός και ποιος νόμος όριζε παιδιά ερωτευμένα να τα χωρίζουν τόσο άσπλαχνα, με μόνη τη δικαιολογία ότι δεν είχαν λίγα χωράφια ελιές; Πιο δύσκολη ήταν η θέση της κοπέλας, που την άφηναν βορά στο στόμα των λύκων. Το περιβάλλον στενό. Οι σχέσεις τους γνωστές σε όλους. Πώς να αντιμετωπίσει η κοπέλα με πληγωμένη περηφάνεια, με πληγωμένο εγωισμό ένα χωριό; Πώς να αντικρίσει ακόμα και τους δικούς της; Ένιωθε βαθιά ντροπή χωρίς να φταίει σε τίποτα. Και μόνο αν η μάνα της είχε ανοιχτά μυαλά και της παραστεκόταν, θα το ξεπερνούσε κάπως πιο εύκολα. «Μην κλαις», της έλεγε. «Αυτός να ντρέπεται για τα καμώματά του, που πήγε και πουλήθηκε για δυο παρτσάδια παραπάνω. Σώπα, μην κλαις, εσύ θα πάρεις καλύτερον. Θα μπεις μέσα στα μάτια τους, κι αυτός θα μετανιώνει σε όλη του τη ζωή που δε σε πήρε, μόνο λιμπίστηκε τα κτήματα».
Όπως λέει κι ένα τραγούδι:
Μη λιμπιστείς τα κτήματα και πάρεις παραστόλι,
θα κλαίνε τα ματάκια σου καθημερ’νή και σχόλη.
Όσο για τους ακριβούς γαμπρούς, καμιά φορά στέκονταν τυχεροί κι η γυναίκα που τους έδιναν ήταν καλή. Αλλά τις περισσότερες φορές γίνονταν δυστυχισμένοι. Πλήρωναν πολύ ακριβά το σφάλμα τους. Κι όπως συχνά τύχαινε να συναντηθούν στο δρόμο οι χωριανοί, όταν έβλεπαν την παλιά τους αγάπη, ένας χαλασμός γινόταν μέσα τους όλα τους τα χρόνια.
Τώρα πώς έχουν έλθει τα πράγματα; Πώς γίνηκε και κανένας δεν κόβεται για λιοχώραφα και λιοτόπια; Το λάδι έχει ξεπέσει, οι νέοι έχουν στραφεί οι περισσότεροι σε άλλα επαγγέλματα και παίρνουν πια την κοπέλα που θέλουν. Οι μαυρομάτες οι ελιές, οι παινεμένες και τραγουδισμένες, που έπαιζαν τον πρώτο ρόλο στην οικονομική και κοινωνική ζωή, τώρα δε μετράνε, κι ας δίνουν ακόμη καρπό χρυσάφι, που έχει χάσει όμως την αξία του. Πολύ το λιοδάκρυ που στάζει από το κορμί τους. Έσωσαν τώρα να πληρώνουν αμαρτίες άλλων. Τα πιο ευλογημένα δέντρα! (σσ. 283-286)
(Από το βιβλίο της Βαρβάρας Σκιά «Όταν δεν είχαν ρολόγια», εκδόσεις Αιολίδα, επιμέλεια Κατερίνας Σκιά, Μυτιλήνη 2013, σσ. 13-14, 23-27, 283-286, ISBN13: 978-960-9653-14-5)
Το βιβλίο της Βαρβάρας Σκιά μας συγκινεί, γιατί ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας
εικόνες και ήθη από την παλιά ζωή στα χωριά μας.
Αξίζει να το διαβάσουμε όλοι, μεγάλοι και νεότεροι.
Συγχαρητήρια στη συγγραφέα!