Τρίτη 22 Αυγούστου 2023

Ισύ, πατέρα, κ’ ήβαλις;

 

Ισύ, πατέρα, κ’ ήβαλις;

 

Αύγουστος. Η Ελλάδα ολόκληρη καιγόταν από τη μεγάλη ζέστη και τις πολλές φωτιές που ασυνείδητοι είχαν ανάψει παντού. Ήταν δειλινό και στη «Λαγκαδούρα», γειτονιά του χωριού μας, οι γυναίκες κάθονταν στα σκαλιά και κουβέντιαζαν.

 

Σαν τέλειωσαν οι βραδινές ειδήσεις από την τηλεόραση, φάνηκε να έρχεται από το καφενείο η Διαμαντούλα Καλαϊτζή-Βουνάτσου, σύζυγος του Μελανδινού Θρ. Βουνάτσου (Μιλάνου) και μητέρα μου. Στα σκαλιά έκανε την καθιερωμένη στάση, για να κουβεντιάσει με τις γειτόνισσες. Βιαστική καθώς ήταν κι επηρεασμένη από τις ειδήσεις, σχολίασε:

Κι κακό, μουρ’ κόρη μ’, σ’ ούλ’ κ’ Ιλλάδα… Απουσταθήκαν να σβούν’ φουκιές απ’ κ’ τηλιόρασ᾿. Ποιοι αφουρ’σμέν’ τ’ς βάζουν;

Δεν ξέρουμε αν εννοούσε ότι η τηλεόραση εκτελούσε χρέη πυροσβεστικής, αλλά τα λόγια της αυτά μας έφεραν στο νου μια άλλη φωτιά, που πριν πολλά χρόνια είχε ξεσπάσει στην τοποθεσία «Ξιπάκ’μα».

 

Έτυχε τη μέρα εκείνη να βρίσκεται σ’ αυτή την περιοχή, στο κτήμα του, και ο πατέρας της Διαμαντούλας Γεώργιος Ευ. Καλαϊτζής, για να βοσκήσει την κατσίκα του.

Μόλις μαθεύτηκε στο χωριό το νέο για τη φωτιά στο «Ξιπάκ’μα», ανήσυχη αλλά και αφελής η Διαμαντούλα πήγε στον «Άνεμο» και φώναζε στον πατέρα της:

Ισύ, πατέρα, κ’ ήβαλις; (τη φωτιά εννοούσε)

Όχ’, κόρη μ’, όχ’…, ε κ’ ήβαλα ιγώ, απάντησε ο πατέρας της. Εν τη ζωή του πραματέλ’ μας.

Κι έτσι έμειναν στο χωριό μας παροιμιώδεις οι φράσεις «Ισύ, πατέρα, κ’ ήβαλις;» και «εν τη ζωή του πραματέλ’ μας».

Αργότερα έγινε γνωστό πως τη φωτιά την έβαλε η Περμαθιά τ’ Ξαφέλ’, κατά λάθος φυσικά.

 

Τις φωτιές όμως στα δάση της Ελλάδας ποιοι τις βάζουν; Πρέπει άραγε η Πολιτεία να περιορίζει το ρόλο της μόνο στην κατάσβεση των πυρκαγιών ή να παίρνει εγκαίρως κάθε προστατευτικό μέσο για τα δάση μας και να βρίσκει και να τιμωρεί παραδειγματικά τους ασυνείδητους που τα καίνε;

 

Από Μυρσίνη Μ. Βουνάτσου

(Δημοσιευμένο και στο πδκ. «Τα Παλιοχωριανά», τεύχος 19ο,

Ιούλιος- Αύγουστος - Σεπτέμβριος 1985, σελ. 299)