Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

ΣΠΙΤΙ-ΜΑΡΙΑ ΣΑΧΑ-ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ

Μαρίας Σαχά-Γιαννοπούλου

Η αγαπητική σχέση με το σπίτι
στην ατομική και συλλογική συνείδηση

     Του κόσμου το κύτταρο είναι το σπίτι, αυτό που περικλείει στην αγκαλιά των τοίχων την ανθρώπινη ζωή και θωπεύει με τη σκέπη του τις εκδηλώσεις και εκφράσεις της. Αυτός ο μικρός κόσμος του σπιτιού είναι ο φακός που φωτογραφίζει σε μεγέθυνση το μεγάκοσμο της φύσης και της κοινωνίας. Είναι δύο κόσμοι, δύο πλάστιγγες στη νοητή ζυγαριά του σύμπαντος, που πασχίζουν αενάως να ισορροπήσουν. Το σπίτι, «αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας», είναι ο χώρος, ο «ναός», που μέσα σ' αυτόν λειτουργεί η ανθρώπινη ζωή και δημιουργεί την ατομική συνείδηση, δηλαδή την αντίληψη, τη σχέση που ο καθένας έχει με το σπίτι του. Και η αγαπητική σχέση του με αυτό δεν είναι ανάλογη με το μέγεθος ή την πολυτέλειά του, αλλά με τις εμπειρίες και τα προσωπικά βιώματα, θετικά ή αρνητικά. Γι' αυτό η θύμησή του είναι πάντα ζωηρή.
  ...Και είναι κάποιες ώρες, που σε τόνους χαμηλόφωνους, γεμάτους γλυκιά νοσταλγία, η φαντασία σκηνοθετεί και σκηνογραφεί με το πιο κόκκινο χρώμα του παιδικού χρωστήρα τη μοναδική, την υπέρτατη εκείνη πείρα της ζωής μέσα στο σπίτι, και μάλιστα το πατρικό, σ' εκείνο που δέχτηκε τα πρώτα της ζωής ανακλαδίσματα. «...Ναός το σπίτι και Θεός/αυτός που κάτω απ' τη σκεπή του/δημιουργεί ζωές στο φως/μ' ένα άγιο ερωτικό φιλί του». Και είναι αλήθεια τυχεροί όσοι, μακριά από την «πολιτεία της θλίψης», φοίτησαν στο σχολείο μιας λουλουδιασμένης αυλής. Εκεί που δέχτηκαν το πρώτο χάδι του ήλιου, το ρίγος του φθινόπωρου, το χαστούκι του βοριά. Μέσα στη σιωπή των λουλουδιών, άκουσαν τη φωνή της ζωής και το ρόγχο της φθοράς. Απόρησαν με τη δύναμη που κρύβουν οι σπόροι και μ' ένα τους μονάχα βλέμμα αγκάλιασαν τη μοναδικότητα του δικού τους σπιτιού, από το πρώτο σκαλί μέχρι τη σκεπή. Εκεί στη μυρωμένη οροφή το βλέμμα ξεκουράζεται και θυμάται τη στοργική θωπεία μιας ασφάλειας, όταν η μπόρα ξεσπά... Τότε που η σκεπή, τιτάνας Προμηθέας, καρφωμένος στους τοίχους δέχεται το ανελέητο σφυροκόπημα της καταιγίδας και τρίζουν τα δοκάρια στην άνιση πάλη με τα στοιχειά. Και σαν περάσει η καταιγίδα, ανακάθεται, ισορροπεί αποσταμένη και κελαρύζει ο ιδρώς από τα λούκια της. Και θαρρείς πως ακούς ανάσες βαθιές απ' άγιο μύρο, χώμα και νερό. Οι γύρω μουσκεμένες φυλλωσιές, παίζουν με τις Δρυάδες. Τα πουλιά τινάζουν τα φτερά τους και ρουφούν τη δροσιά της ζωής. Μα, πού ήταν κρυμμένα; Πότε πρόλαβαν και κρύφτηκαν; Πώς άντεξαν τ' ανεμόδαρτα φτερά τους; Μήπως είναι αυτό που λένε οικονομία της φύσης, θεία πρόνοια;... Και η συναυλία στα πιο ψηλά κλαριά, στης «μουσικής το μέγαρο», αναμέλπει το τραγούδι της χαράς. Τι ηδονική η στιγμή που η ζωή νικά το δάγκωμα κάποιου πρωτογενούς φόβου κι ανακλαδίζεται στους δικούς της ρυθμούς, τους ρυθμούς της συνέχειας...
     Και μέσα στο σπίτι, στις μικρές του κάμαρες, κάποιο παιδικό παραμύθι ιχνογραφεί ένα κομμάτι ουρανό στης σκεπής το θόλο, που οι καμπύλες του, σαν μυώδεις ωλένες μυθικού Άτλαντα, υψώνονται και ξανοίγονται στο άπειρο... και οι σκέψεις άφοβες «...πηγαινοέρχονται στα δωμάτιά του, γυμνά παιδιά, χωρίς να ντρέπονται». Τότε, κάποιες νύχτες θα γεννήσουν πρωτοπόρους, επαναστάτες, που υφαίνουν ελπίδες για μια «καινούργια γέννα», που θέλει να αλλάξει τη ρότα του κόσμου... Τι μεγαλείο η μυσταγωγία της ζωής!
     Σ' αυτό το σχολείο του σπιτιού η ζωή, σαν καλή δασκάλα με το δείχτη του χεριού προτεταμένο, δείχνει τους δρόμους έξω, κι εσύ σαν άλλος Ηρακλής πρέπει να διαλέξεις. Και σαν «καλή κυρά», δίνει το μαγικό μαντήλι της ομηρικής Ινώς, φυσά πνοή στο νου και στα χέρια και σε μαθαίνει να ζητάς, μέσα στον εφήμερο, καθημερινό χρόνο, την αθανασία στα έργα τα μικρά ή τα μεγάλα... «Κάτω απ' τη στέγη του ο θνητός, πνοή θερμή δημιουργίας».
     Εκεί μέσα οι γιορτές, οι χαρές, μα και οι πίκρες, σαν έρθουν δύσκολοι καιροί. Και τότε, η ζωή σαν μάνα υποδεικνύει τη σύνεση, εκείνη που αποδέχεται τον πόνο και τη χαρά ως απαραίτητα γονίδιά της. Πόσες εικόνες νοητές ξεκλειδώνουν οι πόρτες του! Και «...όλα βαλμένα ρυθμικά, γιορτιάτικα ντυμένα, προσώπατα, αντικείμενα με καρτερούν εμένα»... Τα πρόσωπα συναγμένα γύρω από το τραπέζι της γιορτής... και ήχοι γυάλινοι των ποτηριών ακομπανιάρουν τις ευχές. Ευχές που εκφράζουν το βαθύτερο καημό μας για «χρόνια πολλά», σα να πρόκειται ποτέ να μη χωρίσουμε. Κι όμως, πρόσωπα αγαπημένα φεύγουν για πάντα κι αφήνουν στα πράγματα που άγγιξαν νωπά τα μόρια της αφής. Κι όταν ψιλοβρέχει, «...τα πράγματα που αγιάσανε τα χέρια σου/αρχίζουν ένα κλάμα... κι ένα κλάμα.../και τ' αγαπημένο μας παλιό ρολόι/τραγουδιστής του χρόνου.../ρυθμίζει αργά, φριχτά το μοιρολόι», γράφει στο «Lacrymae rerum», τα «δάκρυα των πραγμάτων», ο ποιητής Λάμπρος Πορφύρας.
     Το σπίτι είναι οι σχέσεις με τα πράγματα και τα πρόσωπα, είναι ένα πλήθος συγκρουόμενων συναισθημάτων. Είναι η χαρά της ζωής, η γαλήνη, η ασφάλεια, η θλίψη, ο νόστος, ο πόνος του θανάτου. Γι' αυτό, ως ιδέα βρίσκεται στα εσώτερα της ψυχής μας, εκεί που εδρεύουν τα συναισθήματα. Πολλές φορές μάλιστα δίνεται η αίσθηση ότι ξεφεύγει από την έννοια του πραγματικού, ότι δεν βρίσκεται σε συγκεκριμένο χώρο, ούτε υπάρχει σε συγκεκριμένο χρόνο. Γιατί η ανάμνηση το ανακαλεί σε όποια στιγμή του χρόνου επιλέξει και το ταυτίζει με εμπειρίες. Στη φαντασία μας είναι ένας μαχητής της ύλης, με δύναμη αντοχής στην πάλη με το χρόνο «...κι απείραχτο στη Μοίρα αγνάντια στέκει/κι από τον κήπο του για με χλωρά στεφάνια πλέκει». Ωστόσο, αυτός ο «παράξενος» τόπος δεν μας ανήκει. Και όμως, αφήνουμε ένα σωρό πράγματα «δικά μας», που εξακολουθούν να υπάρχουν και θα μας θυμίζουν σ' αυτούς που έρχονται και θα 'ρθουν...  
     Γι' αυτό και κάποια σπίτια, που μέσα σ' αυτά κατοίκησαν οι μεγάλοι της Επιστήμης και της Τέχνης, έγιναν σύμβολα ζωής, χώροι προσκυνητάρια. Θύλακες που φύλαξαν στη σκόνη του χρόνου τη γραφίδα ή τα χειρόγραφα του συγγραφέα, τη σμίλη ή το χρωστήρα του καλλιτέχνη. Χώροι της άθλησης ψυχών, που η κάθε γωνιά του μόχθου έγινε βωμός, θυσιαστήριο, όπου θυσιάστηκαν ημέρες και νύχτες αγωνίας, για χάρη της ανθρωπότητας. Σ' αυτές τις κατοικίες-μουσεία συναντιούνται άνθρωποι ξένοι, που όμως σαν παλιοί γνώριμοι, μαθητές μιας παγκόσμιας αγωγής, συναντήθηκαν τυχαία, για να ψηλαφίσουν τα στοιχεία ζωής των μεγάλων Δημιουργών. Για να τους «ξαναζήσουν», αναγνωρίζοντας τις συνήθειες, το χαρακτήρα, τις ιδεολογίες, αλλά και τα πάθη που παίδεψαν τις ψυχές τους. Παράλληλα όμως αναγνωρίζουν και τις αιτίες που διαμόρφωσαν τους ήρωες και προκάλεσαν τα γεγονότα των έργων. Ενδεικτικά, αναφέρουμε το σπίτι του Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο. Στα ταπεινά δωμάτια, θολές μορφές, οι φτωχές ανύπαντρες αδελφές του, ήσαν προφανώς μία αιτία του αριστουργήματος της «Φόνισσας». Και στην κάμαρα του ισογείου «τη θολωτή», το χώρο της έμπνευσης του Τολστόι, γράφει ο Άγγελος Τερζάκης: «...έγινε το πλάνο και γράφτηκε η αρχή του "Πόλεμος και Ειρήνη". Στο διπλανό δωμάτιο η "Άννα Καρένινα". Μα και κάθε γωνιά, κάθε εκατοστόμετρο αυτού του σπιτιού, έχει την ιστορία του, που τώρα πια είναι θρύλος. Βγαίνοντας στο ύπαιθρο, έχω την εντύπωση πως μια ψυχή νεκρού αείζωου με κατοικεί...».
     Αυτή η περιδιάβαση σ' αυτούς τους χώρους, όπως εξάλλου και σε κάθε πνευματικό χώρο, είναι μία παιδευτική διαδικασία, κατά την οποία οι άνθρωποι νοούν, εννοούν και συγκινούνται. Γιατί με την αναπόληση βιωμάτων ή πράξεων στοχάζονται, προβληματίζονται και κατανοούν το ρόλο των παθών στην ανθρώπινη πράξη και κυρίως τη σπουδαιότητα της Δημιουργίας. Παράλληλα όμως, αυτή η διαδικασία, όχι μόνο ικανοποιεί το «ορέγεσθαι του ειδέναι», δηλαδή την όρεξη για γνώση, αλλά δημιουργεί και το λεπτό συναίσθημα της συγκίνησης. Έτσι, μέσα στη συλλογικά συνείδηση ​​των επισκεπτών, η συγκίνηση που προκαλεί η «διά ζώσης» συνάντηση με τον «ίσκιο» των Δημιουργών, μετουσιώνεται σε ένα κοινό συναίσθημα συμπάθειας, που τους ενώνει. Αυτή η επικοινωνιακή σχέση αποτελεί πάντα και μία αφετηρία της οικουμενικότητας του πολιτισμού τόσο απαραίτητης για τη φιλική συνύπαρξη των λαών...
     Για τους λόγους που εκθέσαμε, εξυπακούεται ότι η αγαπητική σχέση με την έννοια του σπιτιού στην ατομική και συλλογική συνείδηση ​​είναι πρωτογενής και σημαίνουσα.
     Την αγάπη αυτή ας συνοδεύσουμε και με στίχους:

     Κιβωτός το σπίτι μ' αναμνήσεις
     ξεναγεί στη ζωή και τα μυστήρια της φύσης.
     Των αγαπημένων προσώπων είναι η πνοή
     και στα κειμήλια των πραγμάτων η ψυχή.
     Θωπεύει τις πληγές, συμβιβάζει, συμβουλεύει,
     συγχωρεί και «παιδεύει».
     Την πύλη της εισόδου ανοίγει στη ζωή,
     μα στην έξοδο κατευοδώνει την ψυχή,
     κι απιθώνει τ 'αγαπημένα του παιδιά
     στης Αιωνιότητας την αγκαλιά.
     Είναι του πολιτισμού η ζύμη και ο πρεσβευτής,
     μα του χρόνου και του χώρου ο νικητής.

    ΜΑΡΙΑ Ν. ΣΑΧΑ-ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ

--------------------------------
Είναι δημοσιευμένο:
1. Στα περιοδικά: «Οι Νάξιοι» (2005), «Σαρακατσάνικος Λόγος» (2006), «Έκφραση» Καλαμάτας (2011).
2. Στις σελ. 159-161 του Β΄ συγκεντρωτικού τόμου της συγγραφέως, που περιλαμβάνει τις συλλογές «Ελληνισμός εμπνευστής και δάσκαλος. Ζωγραφίζοντας τα σύμβολα της "λέξης"» και «Η Ηχώ της Περισυλλογής».
3. Η Μαρία Σαχά-Γιαννοπούλου, συνταξιούχος καθηγήτρια, ζωγράφος και συγγραφέας, είναι τακτική εκλεκτή φιλοξενούμενη του blog μας. Την ευχαριστούμε, που μας έχει δώσει εκ των προτέρων άδεια να δημοσιεύουμε κείμενα από τα βιβλία της.    

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου