Διηγήματα από το νέο βιβλίο της Χρυσούλας Πλάλα
«Λευκό του γιασεμιού»
Αποδημία
Δεν ήταν δική τους η λαχτάρα αλλά δικιά του να ταξιδέψει, να τους δει, ίσως για τελευταία φορά - τα χρόνια τον είχαν πάρει, δε θα 'χε την πολυτέλεια να πει την άλλη φορά θα αποσώσουμε ό,τι δεν είπαμε - γι' αυτό δούλευε σκληρά εδώ και δύο χρόνια διπλή βάρδια. Τα λεφτά της πρώτης για την οικογένεια που ακόμη συντηρούσε, τη γυναίκα του και το μικρό τους γιο. Τα λεφτά της δεύτερης για το ταξίδι στις παντρεμένες κόρες του. Είχε πια μεγάλα εγγόνια. Ένας επιπλέον λόγος ήταν ότι ένιωθε να φθίνει με το χρόνο, ίσως από τον υπερβάλλοντα ζήλο στη δουλειά να τα καταφέρει. Υπερβολική κούραση. απλούστερα, δεν είχε χρόνο παρά μόνο για φαΐ.
Παραμελούσε τη Φιλοθέη, ήταν και νεότερη και πολλές φορές του 'λεγε ότι τους φτάνουν και λιγότερα.
«Θέλω να σ' έχω κοντά μου, όχι ψόφιο απ' τη δουλειά.»
«Κάνε υπομονή, βρε Φιλοθέη, να μαζέψω αυτά τα λεφτά για το ταξίδι και ό,τι ζητήσεις μετά θα το 'χεις.»
Τα μάζεψε και τον έπιασε ένας παράλογος φόβος ότι δεν ήταν αρκετά. Μελαγχόλησε και είπε: «Θα πάω, κι ας κάτσω μια βδομάδα, να πούμε τα απαραίτητα, τα βασικά» . ποια ήταν τα βασικά; Αυτά που άφησαν ίχνη στην ψυχή τους, τα νέα τους, τα σχέδιά τους.
Κράτησε το πρώτο, ωστόσο κι ο υπόλοιπος κόσμος τους είχε γι' αυτόν σημασία. Τον γέμιζε, ήθελε διακοπές, να γίνει κοινωνικός. Είχε αποκοπεί κι έψαχνε ν' ανοίξει δρόμο. Ειδοποίησε στη δουλειά του ότι θα λείψει γι' αρκετό διάστημα εκτός Ελλάδος για λόγους υγείας. Έκανε τα δέοντα, εισιτήριο, διαβατήριο, δώρα για εγγόνια, τις κόρες και τους γαμπρούς, ένας φορτωμένος παππούς, ανυπόμονος, τρυφερός.
Ξεκίνησε έχοντας τα χρήματα που έκρινε εκείνος. Πτήση 2268 για Αυστραλία. Σφίχτηκε σε μια ακριανή θέση στο τεράστιο αεροπλάνο και κοίταζε τις φωτογραφίες που του είχαν στείλει. Τα νέα τους ήταν σαν ανακοινώσεις, όχι σαν γράμμα που δίνει χαρακτήρα στην επικοινωνία.
Εκείνος θα τις έκανε μιλήσουν, το 'χε τόση ανάγκη. Ξεδίπλωσε το παρελθόν όλο στο αεροπλάνο: της μάνας τους που πέθανε, τα κορίτσια που ξενιτεύτηκαν γιατί τα ζήτησαν γαμπροί που είχαν έλθει διακοπές στην Ελλάδα με απώτερο σκοπό μια δέσμευση, δεύτερη γενιά Ελλήνων, το γάμο του που τους έκρυψε και δεν είπε τίποτα, παρά εδώ και μισό χρόνο τους έστειλε ένα γράμμα εξηγώντας την ανάγκη και την αγάπη του για τη νέα γυναίκα του που συμπόνεσε τη μοναξιά του και του χάρισε ένα αγοράκι. Είναι πατέρας ζεστός και ευάλωτος.
Περίπου στα μισά του ταξιδιού ένιωσε πολύ άσχημα και ζήτησε τη βοήθεια της αεροσυνοδού. Ένας περίεργος επίμονος πόνος στο μέρος της καρδιάς.
Φώναξαν το γιατρό και του 'δωσαν κάποιο χάπι, με τη σφοδρή σύσταση να επισκεφθεί κάποιον ειδικό, όταν προσγειωθούν.
Μελαγχόλησε πολύ, ήρθε για να τους δει και θα έφερνε αναστάτωση. Τον πείραξε αυτό. Ο πόνος πέρασε, ωστόσο τα μέσα του δε θρόιζαν πια, μαγκώθηκε, μάζεψε και περίμενε να φτάσει.
Δεν ήταν κανείς στην αναμονή. Πήρε ταξί, ατέλειωτη του φάνηκε η διαδρομή. Στο σπίτι της μεγαλύτερης, της Πολυτίμης. Έδειχνε μεγάλο απ' έξω. Πήγε όλη η καρδιά του στα μάτια. Χτύπησε το κουδούνι. Η οικογένεια ήταν στο καθιστικό, μαζί και της μικρής της Ελένης. Δεν ήξερε ποιον να πρωτοαγκαλιάσει. Δύσκολα μιλούσε, λαχάνιαζε. Πιέσθηκε να τους πει το πρόβλημα που εμφανίσθηκε στο αεροπλάνο, μην τους μείνει και δεν κατέχουν το λόγο.
Η Πολυτίμη και η Ελένη ήρθαν κοντά του κάπως ανήσυχες.
«Δεν έπρεπε να κάνεις ένα τόσο μεγάλο ταξίδι, μπαμπά. Μήπως να φύγεις σε μια εβδομάδα; Φυσικά θα δούμε γιατρό ειδικό, αλλά οι δικοί σου στην Ελλάδα πρέπει να ξέρουν.»
«Κι εσείς δεν είστε δικοί μου; Τόσα χρόνια το παλεύω αυτό το ταξίδι...»
Πέρασαν σκιές απ' τα μάτια του. Οι δικοί του στην Ελλάδα... Δεν είχε κι ένα κομμάτι ακριβό εδώ; Ήθελαν να τον ξαποστείλουν... Τους ήταν βαρετός; Έκανε μια κίνηση σαν «ας τ' αφήσουμε προς το παρόν, πείτε μου τα δικά σας... όλα με λεπτομέρειες».
Χώθηκε βαθιά στην πολυθρόνα, τις άκουγε, δεν τις χόρταινε και σιγά-σιγά αποκοιμήθηκε. Δεν είδε άλλο πρωινό.
(Συλλογή διηγημάτων «Λευκό του γιασεμιού», εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2014, σελ. 25-27)
Ένας αητός πάνω απ' το κεφάλι του
Του τα πήραν όλα. Έμεινε με μοναδική περιουσία τα δύο του χέρια και το μυαλό του. Όπου φαντάζονταν να πάρει μέρος ν' αρχίσει κάτι, τείχος στέκονταν οι συνήθειες, εμπόδιο το παρελθόν - γιατί είχε χρέη, γιατί δεν τον εμπιστεύονταν, γιατί στο σπίτι γκρίνιαζαν που δεν ήταν αποτελεσματικός κι είχε χάσει ο καθένας τη βολή του. Ο Γιάννης για το χαρτζιλίκι του, η γυναίκα του για την γκαρνταρόμπα της, η μικρή επειδή όταν του μιλούσε εκείνος δεν είχε όρεξη. Ήταν βουτηγμένος στο πρόβλημα αυτή την ανάγκη θα μπορούσε να την καλύψει, η ηρεμία του όμως ήταν ταραγμένη βαθιά.
Χθες ήταν μια μέρα καθοριστική Ένιωθε γυμνός, ράκος μέσα στις ριπές της Βασιλικής, κι ενώ είχε σκύψει το κεφάλι, κάτι μέσα του ύψωσε ανάστημα, σαν να ψέλλιζε: «Έχω το δικαίωμα να αποτύχω, να μην εκτιμήσω σωστά» κι αντί να τους αγκαλιάσει, ν' απλώσει τα χέρια, έκανε μεταβολή λέγοντας: «Γύρνα στη μάνα σου για κάποιο διάστημα, φεύγω», ακούστηκε πνιχτά.
«Δειλέ, ανίκανε...». Κατέβηκε τη σκάλα χωρίς να περιμένει το ασανσέρ, χωρίς πολλή σκέψη κατευθύνθηκε προς το σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων. Έφευγε σε μία ώρα λεωφορείο για Άμφισσα. Θα κατέβαινε Αράχοβα και θ' αναζητούσε τρόπο να φτάσει στην Αγόριανη, στο πατρικό του που ήταν σε κακά χάλια, αλλά ήταν μια στέγη αναμφισβήτητα, να μαζέψει το μυαλό και τις δυνάμεις του.
Με το που μπήκε στο λεωφορείο, σαν να βούτηξε μέσα στο νερό και δεν άκουγε τίποτα, παρά το βουητό του, έγινε άξαφνα ένα αμφίβιο, έκλεισε τα μάτια. Επανέκτησε την επαφή του με την πραγματικότητα περνώντας έξω από το Δίστομο. Θα ρωτούσε στο καφενείο του Μαρκοδήμου ποιος έκανε δρομολόγιο προς Αγόριανη.
Η καμπύλη του δρόμου που αποκαλύπτει την Αράχοβα βγαίνοντας απ' το μικρό τούνελ σήμαινε και τη στροφή στη ζωή του. Στην Αγόριανη κατέβηκε στο έμπα του χωριού. Τίποτα δεν τον πίεζε, τόσο ελεύθερος ένιωθε, ένα με τον αέρα, μια ακατανίκητη αίσθηση να σηκωθεί σαν ανεμόπτερο και να δει το χωριό από ψηλά, χαϊδεύοντας τα δέντρα και τις στέγες.
Μ' αυτήν τη διάθεση έφτασε στο σπίτι του. Κάθισε αρκετή ώρα απ' έξω, σαν κύριος και σαν κλέφτης, στο μεταίχμιο, και μετά ανέβηκε τα λίγα σκαλοπάτια κι άνοιξε την πόρτα. Η μάνα του η συχωρεμένη είχε βάλει άσπρα σεντόνια στα έπιπλα προτού φύγει για την Αθήνα να φροντίσει για τη θεραπεία της και παρέμειναν έτσι. Το τζάκι, σκοτεινό πρόσωπο σε κάδρο, υπήρχαν όμως ξύλα δίπλα. Προχώρησε στην κουζίνα - κανένα φαγώσιμο - άνοιξε να μπει το φως και η διάθεσή του μέρωσε.
Υπήρχε θερμοσίφωνας, το θυμόταν καλά. Μια σκαλίτσα οδηγούσε σε δύο κρεβατοκάμαρες. Ο πατέρας του έφτιαχνε ό,τι πίστευε πως χρειάζονταν. Ικανοποιήθηκε. Θα μπορούσε να ζήσει κάμποσο διάστημα εδώ.
Τράβηξε τα άσπρα σεντόνια απ' τα έπιπλα, άναψε το τζάκι και αναζήτησε το λικέρ της μάνας του, βρήκε μισό μπουκαλάκι να πιει, από κουκούτσια βερίκοκου.
Η μικρή του Γιόλα, μόνο αυτή του έλειπε. Θα μπορούσε να της πει χίλια δυο εδώ στο σπίτι του παππού. Δεν έστειλε κανένα μήνυμα, ένα αίσθημα ασφάλειας τον διακατείχε, μια απουσία απειλής στο πατρικό του, σαν να είχε έναν αητό πάνω στο κεφάλι του.
Την άλλη μέρα άρχισε να συμπεριφέρεται σαν κύριος του σπιτιού. Ξεκίνησε απ' το περιβόλι. Το πρώτο θερμό κύμα που τον αγκάλιασε, όταν άρχισε να τσαπίζει, ήταν η ευφορία. Τέλειωσε το μεσημέρι. Με τα χέρια στην αξίνα, κοιτώντας τη σκαμμένη γη, μονολόγησε:
«Κι όμως, θα μείνω.»
Η Βασιλική δεν τον ακολούθησε, έφερε όμως τη Γιόλα στις διακοπές. Οι τρόποι του είχαν ημερέψει, η φωνή του το ίδιο και το παιδί ήταν ευτυχισμένο ν' ακούει τον πατέρα της να της μιλάει για τις μέλισσες και τα χρυσάνθεμα.
«Το φως απαντάει στους ψιθύρους και τις φωνές της νύχτας, φροντίζει να τις ικανοποιήσει. Άφησε ανοιχτό το παράθυρό σου».
(Συλλογή διηγημάτων «Λευκό του γιασεμιού», εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2014, σελ. 40-42)
Ο κλέφτης
Κάθε βράδυ άναβε φως στην αυλή, το ίδιο και στο διάδρομο και πάντα είχε το νου της για το κομμάτι των ειδήσεων «εγκληματικότητα στην πόλη». Είχε περάσει το πρωινό στο κέντρο σε διαρκή ετοιμότητα για τον πιθανό κλέφτη... πώς θα του ξέφευγε.
Δεν παρέλειπε να πολεμάει με το αριστερό της φρόνημα τις σκέψεις: «πολλοί έγχρωμοι μαζεύτηκαν, μα πάρα πολλοί», «δεν ακούω τη γλώσσα μου και νιώθω ανασφάλεια», «δεν τη γλιτώνω, θα μου ριχτούνε κάποια στιγμή».
Στην ανηφόρα για το σπίτι της, σε κάθε τετράγωνο, εκείνα τα λεπτά μελαμψά πόδια μπροστά απ 'τους σκουπιδοτενεκέδες είχε την εντύπωση ότι την ακολουθούσαν σπίτι. Αν η πόρτα έμενε ανοιχτή περισσότερο χρόνο, θα 'βρισκαν την ευκαιρία να παρεισφρύσουν. Κοίταζε την αποθήκη, το κλιμακοστάσιο . τίποτα, κανείς.
Το πρωί επαναλάμβανε τις ίδιες κινήσεις, μα ποτέ δεν είδε τα μελαμψά λιγνά πόδια μέσα στο σπίτι, παρά μόνο μπροστά στους σκουπιδοτενεκέδες. Στο δελτίο έδινε κι έπαιρνε η βία... Εκείνοι φορούσαν κουκούλες.
Εδώ κοντά στο σπίτι της, μέσα στο σπίτι της, ήταν δυο πόδια που είχαν λυγίσει, είχαν γονατίσει, δεν τόλμησαν ποτέ ν' ανοίξουν δρόμο τη νύχτα... περιμένουν πάντα να ξημερώσει ο θεός τη μέρα.
(Συλλογή διηγημάτων «Λευκό του γιασεμιού», εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2014, σελ 53.)
Έρπης ζωστήρ
Μέρες τώρα η αριστερή μου πλευρά ήταν βαριά, το χέρι μου ασήκωτο, οι μύες μου πιασμένοι.
Πήγαινα προς τον κήπο και νιώθω κάτι σαν μια μικρή ελάχιστη παρουσία να με κεντάει στην πλάτη και την κοιλιά μου σχηματίζοντας οδυνηρές κορδέλες και μετά τίποτα.
Ήπια το ποτό μου ήσυχα. Το βράδυ μπροστά στον καθρέφτη σηκώνοντας την μπλούζα μου, βγήκε από μέσα μου σαν με αμφιβολία, με βεβαιότητα, με πικρία, με τρόμο: έρπης ζωστήρ.
Ξάπλωσα ήσυχα-ήσυχα από την πονεμένη μου πλευρά για να μην την τρομάξω. Την άλλη μέρα η γιατρός μου επιβεβαίωσε τη διάγνωση συνοφρυωμένη: «Είστε ανοσοκατεσταλμένη; Ο έρπης έχει προσβάλει δύο νευροτόμια. Δε φαίνεται απλή περίπτωση...» κι άρχισε η βαθιά περιγραφή της αρρώστιας.
Εγώ απ' όλα αυτά συγκράτησα ότι το έλυτρο του νεύρου είναι πειραγμένο και ότι η περιποίηση του τραύματος πρέπει να είναι σχολαστική, χρειάζεται προσοχή, φροντίδα μεγάλη. Μου πέρασε από το νου ότι πρέπει να ακούω το τραύμα μου, να το παρακολουθώ κι άρχισε μια ιστορία μέθεξης ανάμεικτη με οργή και παράπονο.
«Εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί.»
Με τι να τα βάλω; Με τον κοιμισμένο επί χρόνια ιό της ανεμοβλογιάς, ο οποίος δεν έφυγε κι έκατσε σε ένα γάγγλιο της κοιλιάς;
Τεντώθηκα, τανύστηκα με το θέμα της σύνταξης, ξύπνησε και ο έρπης και ιδού τα αποτελέσματα.
Η φροντίδα της πληγής μ' έθλιβε, η βελτίωση δεν είναι ορατή αμέσως και η πλευρά μου η αριστερή συνέχιζε να καίει. Ήπιος πόνος, αλλά με έναν τόνο του «δε φεύγω εύκολα».
Τρεις φορές με είδε η γιατρός σε τρεις εβδομάδες.
Όταν έφυγε κι η τελευταία εφελκίδα, ήταν σαν να είχα διανύσει χιλιόμετρα σε άσφαλτο ώρα μεσημεριού. Είχα εγκαταλείψει τα διαβάσματά μου κι άκουγα τη φωνή της πληγής. Βυθίστηκα στο πονεμένο δέρμα.
Απρόθυμα έπινα νερό, απρόθυμα έτρωγα.
Το πρωί είχα λίγο κέφι... Μετά στο κρεβάτι.
Κόλλησε το μυαλό μου στο «Χαίρε χρωτός του εμού θεραπεία».
Περίμενα ένα μήνα βασανιστικό για το «χαίρε αυγή μυστικής ημέρας».
Πήγα διακοπές με το μουδιασμένο δέρμα, τα καφεκόκκινα σημάδια και μια βελόνα να με κεντάει υποδόρια αριστερά. Μπορώ να πω ότι με τσάκισε, με έκανε νήπια και μωρή. Υπομονή.
Είχα πάντα την αίσθηση, όταν μου έλεγαν αυτήν τη λέξη, ότι είναι κάτι σαν να πρέπει να περπατάς σιγά-σιγά, να τρως σιγά-σιγά, να μιλάς λίγο και να χάνεσαι στα ερέβη.
Ωστόσο ήταν στιγμές που τέντωνα το λαιμό μου το βράδυ ανατολικά για να κολλήσω σε ένα αστέρι και ξύπναγα το πρωί ζαλισμένη... Τότε ήταν που έλεγα: «Σύρε με προς τα πάνω, ας καίει η πλευρά μου».
(Συλλογή διηγημάτων «Λευκό του γιασεμιού», εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2014, σελ. 67-69)
Στα χρόνια της αντάρας
Κανείς δεν ξέρει πότε ήλθε και εγκαταστάθηκε σ' αυτό το μικρό καλυβάκι στην κορυφή του λόφου. Κάτω το χωριό, πολυάνθρωπο, λογιών-λογιών τρόποι και πατήματα.
Κάποιος είπε ότι ήταν μετά την παράκληση μερικών για το φάγωμα ανάμεσά τους και τα σκοτώματα.
Ένας θείος ερημίτης ήτανε. Ποτέ δεν τον έβλεπαν όλοι μαζί. Λέγανε ότι είχε στα χέρια του δαδιά αναμμένα.
Το βράδυ το καλύβι ολοφώταγε.
Πολλή ώρα δεν μπορούσες να τον κοιτάξεις, αν τύχαινε να τον δεις. Δεν του είχε μιλήσει κανείς.
Η φωνή του, αυτός ο ίδιος, τα δαδιά του, ένα μυστήριο.
Πάντως, από τότε που εμφανίστηκε, σαν να χύθηκε χάρη στους κατοίκους κι εγκατέλειψαν τις έριδες.
Όλο γλέντια στήνονταν.
Μακροθυμία, πραότητα, αοργησία... Δεν το πίστευε ούτε ο ιερέας ούτε ο δήμαρχος.
Τι έγιναν οι διαφορές και μπήκαν τα μαχαίρια στα θηκάρια; Όσοι όμως κοίταζαν ψηλά κι έκαναν το σταυρό τους ήξεραν ότι αυτό συνέβαινε επειδή ήταν ο θείος ερημίτης κοντά τους.
Μια μέρα, αλαφιάστηκαν όλοι, χτύπησαν οι καμπάνες και μαζεύτηκαν στην πλατεία. Εκεί τον είδαν τον άγιο.
Γονατισμένοι και περίμεναν.
Τότε τους μίλησε. Μια φωνή γλυκιά όσο βάρος έχουν μερικές ίνες του μεταξιού, ίσα στην καρδιά τους.
«Σηκωθείτε και ζητήσετε συγχώρεση ο ένας απ' τον άλλον για τ' άσχημα που κάνατε ή σκοπεύατε να κάνετε κι αγκαλιαστείτε.»
Αργά, μουδιασμένα, τον άκουσαν.
Ένα σύννεφο πουλιά έφυγαν απ' τα δέντρα κι άρχισαν να κελαηδούν οργιαστικά.
Κανείς δεν μπόρεσε να πει πόσο κράτησε αυτή η κατάθεση.
Δεν πήραν είδηση πότε έφυγε ο Άγιος.
Ένας ψίθυρος προσευχής απλώθηκε και γύρισαν τη ματιά τους στην κορυφή του λόφου.
Μέρα μεσημέρι έλαμπε η καλύβα.
Κάποιος θυμήθηκε την ιστορία αυτή ειπωμένη απ' τα χείλη του παππού του, όταν άρχισε πάλι η αντάρα κι αναρωτιόταν: υπάρχει ελπίδα να 'ρθει άραγε άλλος Άγιος στο χωριό ξανά;
Κάποιος θυμήθηκε την ιστορία αυτή ειπωμένη απ' τα χείλη του παππού του, όταν άρχισε πάλι η αντάρα κι αναρωτιόταν: υπάρχει ελπίδα να 'ρθει άραγε άλλος Άγιος στο χωριό ξανά;
(Συλλογή διηγημάτων «Λευκό του γιασεμιού», εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2014, σελ. 78-79)
Χρυσούλα Πλάλα
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου