Πηγή: http://kid123.gr/index.php/paramythia/syxrona-paramythia/diavazo-paidiki-logotexnia#το-παραμύθι-της-ελιάς-της-παναγιώτας-κασίμη
ΑΝΕΚΔΟΤΟ
Η νύφη με τις ελιές
Μια φορά, σ’ ένα σπίτι, πήραν μια νύφη
από άλλο χωριό. Έκατσαν να φάνε και ο πεθερός παρατήρησε πως η νύφη τους έτρωγε
μια ολόκληρη ελιά σε κάθε μπουκιά. Αυτοί τότε συνήθιζαν να κάνουν δυο μπουκιές
την κάθε ελιά. Της λέει λοιπόν ο πεθερός:
«Νύφ’,
μεις ιδώ στου σπίτ’ μας, φκιάνουμι δυο χαψιές την ιλιά».
«Καλά,
πατέρα», απάντησε η νύφη.
Άρχισε λοιπόν να τρώει τις ελιές δυο-δυο
σε κάθε μπουκιά. Ο πεθερός το είδε αυτό και της λέει:
«Νύφ’, όπους ήξιρεις, καλό μ’, όπους έμαθις
στου σπίτ’ σας. Καλύτηρα μια ιλιά μια χαψιά. Άιντι, καλό μ’, όπους ήξιρεις».
(Ευδοκία Ποιμενίδου-Χατζηδημητρίου, «Παραμύθια, Μύθια, Αλήθεια», εκδόσεις ″Περίπλους″, Αθήνα 2016, σελ. 241)
ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Νένα
Μπούρα
Η κόρη της ελιάς
Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα μακρινό
χωριό υπήρχε ένα άκληρο ζευγάρι. Χρόνια παρακαλούσαν το Θεό να τους δώσει ένα
παιδάκι και χρόνια έμεναν με τη χαρά. Ένα βράδυ η γυναίκα έσκυψε κάτω από το
εικονοστάσι να προσκυνήσει.
«Θεούλη,
δώσε μου και σε μένα ένα παιδάκι, να χαρώ, όσα χρόνια ακόμα μου μένουν»,
είπε η γυναίκα με δάκρυα στα μάτια και, καθώς πήγε να σηκωθεί, ακούμπησε το
καντήλι και αυτό έσταξε τρεις σταγόνες λάδι πάνω στο φόρεμά της, στο μέρος της
κοιλιάς. Η γυναίκα το πήρε για καλό σημάδι, αλλά δεν έδωσε σημασία.
Ο καιρός περνούσε, πέρασαν οι μέρες, οι
μήνες, ώσπου μια μέρα ο άντρας, που είχε πια γεράσει, είδε έξω από την πόρτα
του σπιτιού του ένα λεπτό κλαράκι που πάλευε να σταθεί στον άνεμο. Φώναξε της
γυναίκας του και βγήκε έξω κι αυτή.
«Γυναίκα,
δες μια μικρή ελιά, πώς φύτρωσε άραγε εδώ έξω! Λέω να μην τη ξεριζώσεις, να την
ποτίζουμε, να γίνει μεγάλο δέντρο, να έχουμε και ίσκιο, άντε και καμία ελίτσα
να τρώμε», είπε ο άντρας.
Κι έτσι κι έγινε. Όσο την πότιζαν, τόσο
αυτή μεγάλωνε και η αλήθεια ήταν πως μεγάλωσε πολύ γρήγορα. Είχε γίνει ένα
δέντρο φουντωτό και με μεγάλες χοντροελιές.
Ένα πρωινό που είχε πέσει χιονιάς στο
χωριό, το ζευγάρι σηκώθηκε να πάει να μαζέψει ξύλα. Τότε η γυναίκα είπε στον
άντρα της.
«Αχ, άντρα μου, κρύο που κάνει και πόσο ανήμποροι είμαστε. Αν είχαμε μια
κόρη τώρα, θα μας βοηθούσε, θα είχαμε και ένα πιάτο ζεστό φαΐ και λίγη φωτιά
στο τζάκι. Πόσο άτυχοι είμαστε…»
«Σώπα,
γυναίκα, μην σκοτίζεις το μυαλό σου, πάμε να φύγουμε γιατί έχουμε πολλή δουλειά
ακόμα και θα νυχτωθούμε».
Κι έφυγαν.
Είχε σουρουπώσει για τα καλά όταν έφτασαν
στο σπίτι τους. Κρυωμένοι και νηστικοί όπως ήταν, κάνουν να μπουν μέσα και,
καθώς σπρώχνουν την πόρτα, τι να δουν. Μια μεγάλη φωτιά στο τζάκι έφεγγε και
στην πυροστιά ένα τσουκάλι με αχνιστή σούπα. Δεν πίστευαν στα μάτια τους. Ούτε
μπορούσαν να καταλάβουν τι γινόταν.
Πάντως ευγνωμονούσαν την τύχη τους για το
ζεστό φαγητό και τη φωτιά που βρήκαν.
Πέρασε σχεδόν όλος ο χειμώνας και αυτό
γίνονταν κάθε μέρα, όταν το αντρόγυνο έφευγε.
Μια μέρα λέει η γυναίκα στον άντρα:
«Πρέπει
να μάθουμε, άντρα μου, τι γίνεται και ποιος μπαίνει στο σπιτικό μας. Εγώ λέω να
μην φύγουμε σήμερα, να κάνουμε πως φεύγουμε και να κρυφτούμε.»
«Σαν και να ’χεις δίκιο, θα κρυφτούμε στην παραγκούλα δίπλα και θα δούμε
τι συμβαίνει.»
Κι έτσι και έγινε. Κρύφτηκαν και
περίμεναν.
Πέρασε μια, πέρασαν δυο ώρες ώσπου πάνω
στην τρίτη ώρα ακούνε μια γυναίκεια φωνή να λέει:
«Ελιά,
γλυκοελίτσα μου, άνοιξε να βγω.»
Τότε ακούστηκε ένα κρακ και ο κορμός της
ελιάς άνοιξε στα δυο. Από μέσα εμφανίστηκε μια όμορφη κοπέλα,
λεπτή με κόκκινα μάγουλα και μάτια στο χρώμα της ελιάς. Βγήκε γρήγορα-γρήγορα,
μπήκε στο σπίτι κι άρχισε παστρικά να κάνει όλες τις δουλειές. Να μαγειρεύει,
να καθαρίζει. Κι αφού άναψε το τζάκι, γύρισε στην ελιά και φώναξε:
«Ελιά, γλυκοελίτσα μου, άνοιξε να μπω», ακούστηκε πάλι κρακ
και η κοπέλα χάθηκε από τα μάτια των γέρων.
Αυτοί βγήκαν από την κρυψώνα τους. Έφαγαν,
ζεστάθηκαν κι αποφάσισαν την επόμενη μέρα να εμφανιστούν στην κοπέλα.
Έτσι την επόμενη μέρα, αφού το κορίτσι
βγήκε από τον κορμό πάλι και μπήκε στο φτωχικό σπίτι, να σου και οι γέροι.
«Ποια
είσαι εσύ, κόρη μου, και γιατί κάνεις όλα αυτά για μας;»
«Κυρούλα,
εσύ δεν παρακαλούσες το Θεό να σου δώσει ένα παιδάκι χρόνια; Ο Θεός άκουσε τις
προσευχές σου, μπορείς να με υπολογίζεις για κόρη σου, θα έρχομαι να σας βοηθάω
και θα ξαναμπαίνω στον κορμό της ελιάς, που τόσα χρόνια ποτίζεις και
σκαλίζεις.»
Από τότε οι γέροι ήταν πολύ χαρούμενοι,
είχαν την κόρη τους, είχαν ζεστό φαΐ και μια παρήγορη κουβέντα.
Αλλά ας αφήσουμε τους γέρους κι ας πάμε
στο βασιλιά εκείνου του τόπου. Ήταν καλός και αγαπητός, όμως η καρδιά του τον τελευταίο
καιρό είχε μαυρίσει. Είχε χάσει τη γυναίκα του. Η βασίλισσα μια μέρα είχε
καθίσει κάτω από ένα δέντρο να ξεκουραστεί από μια βόλτα και ένα κλαδί έπεσε
πάνω της και τη χτύπησε άσχημα. Ο βασιλιάς έμεινε μόνος του μαζί με το
βασιλόπουλο. Μήνες βασάνιζε το μυαλό του μια παράξενη διαταγή, που τελικά την
αποφάσισε. Θα έκοβε από εκδίκηση όλα τα δέντρα του βασιλείου.
Ντελάληδες βγήκαν και φώναζαν τη διαταγή:
«Ακούσατε,
ακούσατε! Ο πολυχρονεμένος μας βασιλιάς θα στείλει τους στρατιώτες του και το
βασιλόπουλο να κόψουν κάθε δέντρο, απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλο το βασίλειο. Όποιος
αντισταθεί, θα τιμωρείται.»
Και πράγματι, δεν άφησαν δέντρο για δέντρο
όρθιο, ώσπου έφτασαν στην αυλή του ζευγαριού.
Μόλις η γριά είδε τους στρατιώτες, άρχισε
τα κλάματα και τα παρακάλια, αλλά ο άντρας, σαν πιο ψύχραιμος, προσπάθησε να
τους εξηγήσει, μάταια όμως. Έτσι τον παίρνουν και τον πάνε στο βασιλιά μπροστά.
«Άνθρωπέ μου, γιατί παράκουσες την απόφασή μου, δεν ξέρεις ότι θα
τιμωρηθείς γι’ αυτό;»
«Το
ξέρω, βασιλιά μου, όμως αυτό το δέντρο είναι ελιά κι είναι ξεχωριστή κι
ευλογημένη, δεν θέλω να την κόψουν οι στρατιώτες σου, καλύτερα να πεθάνω εγώ»,
είπε ο άντρας.
Τότε ο βασιλιάς μπροστά στην επιμονή του
του λέει:
«Φύγε
και αν αύριο δεν έχεις χίλιες λαδόπιτες να μπορώ να ταΐσω όλους μου τους
στρατιώτες, τότε θα κόψω το δέντρο σου.»
Ο άντρας έφυγε σκεπτικός, το είπε και στην
κόρη του και στη γυναίκα του και η κόρη του του είπε:
«Έννοια
σου, πατέρα, και αύριο θα βρουν λαδόπιτες σωρό να τους περιμένουν.»
Όταν ξημέρωσε και πλησίασε η ώρα που θα
έρχονταν οι στρατιώτες, η κοπέλα πήγε στην ελιά και λέει:
«Ελιά,
γλυκοελίτσα μου, λαδόπιτες σωρό βάλε εδώ στην πόρτα, εδώ στο φτωχικό.»
Ευθύς αμέσως, λαδόπιτες πάνω σε τραπέζια
εμφανίστηκαν αχνιστές και μυρωδάτες και, μόλις τις είδαν οι στρατιώτες και το
βασιλόπουλο, δεν πίστευαν στα μάτια τους. Όταν έφαγαν και έσκασαν από το φαΐ,
γύρισαν πίσω στο βασιλιά και του εξιστόρησαν όλα όσα είδαν. Αμέσως αυτός άλλη
διαταγή έστειλε στο γέρο: να βγάλει τόσο λάδι, που να μπορούν πάνω του, όταν
τρέχει, να κολυμπάνε καράβια.
Και πάλι η κοπέλα είπε:
«Ελιά,
γλυκοελίτσα μου, λάδι σαν ποταμό, καράβια να βαστάξει εδώ στο φτωχικό.»
Και πράγματι, όταν έφτασαν οι στρατιώτες,
σέρνονταν καράβια, ένα ποτάμι από λάδι κυλούσε μπροστά στο σπίτι των γέρων.
Ό,τι και να ζητούσε ο βασιλιάς, ο γέρος το
κατάφερνε και ήταν ο βασιλιάς τόσο θυμωμένος, που δεν έβλεπε πως ο λαός του
πεινούσε από τη διαταγή που είχε δώσει να κόψουν όλα τα δέντρα. Καρποί πουθενά
δεν υπήρχαν και οι άνθρωποι είχαν αρχίσει να επαναστατούν.
Στο τέλος ο βασιλιάς έστειλε το
βασιλόπουλο και κάποιους στρατιώτες που με το ζόρι θα έκοβαν το δέντρο. Έφτασαν
την ώρα που η κόρη καθάριζε την αυλή. Μαγεύτηκε το παλικάρι από την ομορφιά
της, παραξενεύτηκε όμως τόσο πολύ όταν είδε την κοπέλα να προσπαθεί να μπει
στον κορμό της ελιάς, που ευθύς κατέβηκε από το άλογο και την άρπαξε από το
πόδι. Την τράβηξε έξω κι έδωσε διαταγή να κόψουν το δέντρο. Σε κάθε τσεκουριά
που έπεφτε, η κοπέλα πονούσε και παρακαλούσε το βασιλόπουλο:
«Αν
κόψεις το δέντρο, θα πεθάνω κι εγώ, σταμάτα βασιλόπουλο.»
«Γιατί;»
«Είμαι η κόρη της ελιάς», παρακαλούσε η κοπέλα και με
τα παρακάλια το βασιλόπουλο σταμάτησε γιατί τη λυπήθηκε και την αγάπησε συνάμα.
«Θέλω
να γίνεις γυναίκα μου», της είπε.
«Θα
γίνω, αφού πρώτα γεμίσεις με δέντρα πάλι το βασίλειό σου. Κόψε κλαδιά από την
ελιά και μοίρασέ τα σε όλους τους ανθρώπους να τα φυτέψουν, να ριζώσουν και να
κάνουν καρπούς.»
Έτσι κι έγινε. Το βασιλόπουλο μοίρασε τα
κλαδιά, που φύτρωσαν και γίνανε μεγάλα δέντρα κι ο κόσμος είχε ξανά φαΐ στο
πιάτο του και ήταν ευτυχισμένος.
Έγιναν κι οι γάμοι στο παλάτι και
καλεσμένοι ήταν και οι γέροι.
Πέρασα κι εγώ από κει και με κέρασαν
λαδόπιτα και κρασί.
(Συλλογή Ελληνικού Παραμυθιού, «Δώσε κλώτσο να γυρίσει…», Εκδόσεις ″Συμπαντικές Διαδρομές″, Αθήνα 2016,
σελ. 131-136)
ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Το γιασεμί, η ελιά και η μηλιά
Έναν καιρό κι ένα ζαμάνι ήταν ένας χήρος κι είχε ένα κοριτσάκι. Ξαναπαντρεύτηκε,
κι η μητριά του το τυραννούσε, όλη μέρα το ’δερνε. Όσο το καταφρονούσε, τόσο
όμορφο γινόταν. Μια μέρα, το ’στειλε να τη φέρει αθάνατο νερό, για να το φάνε
οι δράκοι. Στο δρόμο που πήγαινε, βρίσκει ένα γέρο. Το λέγει ο γέρος:
‒ Πού πας, καλό κορίτσι;
‒ Τι να κάνω, παππού, η μητριά μου μ’ έστειλε να πα να τη φέρω αθάνατο
νερό.
‒ Άι, κόρη μου, θα κάνεις δυο ώρες δρόμο, θα βρεις ένα γιασεμί, ύστερα
μια ελιά και ύστερα μια μηλιά, κι ύστερα μια βρύση χρυσή που τρέχει αθάνατο
νερό. Όταν γυρίσεις με τ’ αθάνατο νερό, θα κάνεις ό,τι σε πει το γιασεμί, θα κάνεις
ό,τι σε πει η ελιά, θα κάνεις ό,τι σε πει η μηλιά.
‒ Ευχαριστώ, παππού.
Φίλησε το χέρι του και τράβηξε το δρόμο, πήγε στη χρυσή βρύση και πήρε
το αθάνατο νερό. Γυρνώντας, το είπε το γιασεμί:
‒ Κόρη μου, δε με χύνεις λίγο νερό που διψάω;
Η κόρη του ’χυσε νερό, κι είπε το γιασεμί:
‒ Όπως μοσχίζω εγώ, να μοσχίζεις κι εσύ.
‒ Κόρη μου, λέγει η ελιά, δε με ρίχνεις λίγο νερό που διψάω;
‒ Να σε ρίξω.
Κι είπε η ελιά:
‒ Όπως είναι η ελιά μαύρη, έτσι να είναι τα μάτια και τα φρύδια σου. Κι
όσο όμορφη είσαι, άλλο τόσο όμορφη να γένεις.
‒ Κόρη μου, λέγει η μηλιά, δε με ρίχνεις λίγο νερό που διψάω;
‒ Να σε ρίξω.
Και την είπ’ η μηλιά:
‒ Κόρη μου, πώς είναι τα μήλα μου κόκκινα, έτσι να είναι και τα μάγουλά
σου και πιο κόκκινα.
Πήγε το κορίτσι στη μητριά με τ’ αθάνατο νερό. Εκείνη είχε την ιδέα πως
δε θα ματαγύριζε, κι όχι μόνο ήρθε, μα ήταν εμορφότερο∙ τα μάτια και τα φρύδια
του μαύρα σαν ελιά, τα μάγουλά του πιο κόκκινα απ’ το μήλο, και σκόρπιζε τη
μοσχιά του γιασεμιού. Τώρα το κακομεταχειρίζουνταν ακόμα πιο πολύ.
Μια μέρα, πέρασε από κει το βασιλόπουλο, είδε το κορίτσι, το άρεσε και
το είπε:
‒ Δεν έρχεσαι να σε πάγω στο παλάτι;
Και το πήρε.
Η μητριά έστειλε και το δικό της κορίτσι να πάει να φέρει τ’ αθάνατο
νερό, να γίνει κι εκείνο όμορφο και να μοσχίζει. Στο δρόμο που πήγαινε, το
βλέπει ο γέρος και το λέγει:
‒ Πού πας, κόρη μου;
‒ Πάγω να πάρω τ’ αθάνατο νερό.
‒ Άι, κόρη μου, λέγει ο γέρος, θα κάνεις δυο ώρες δρόμο και θα βρεις ένα
γιασεμί, ύστερα μια ελιά, ύστερα μια μηλιά κι ύστερα μια βρύση χρυσή που τρέχει
αθάνατο νερό. Όταν γυρίσεις με τ’ αθάνατο νερό, θα κάνεις ό,τι σε πει το
γιασεμί, θα κάνεις ό,τι σε πει η ελιά, θα κάνεις ό,τι σε πει η μηλιά.
‒ Καλά, είπε το κορίτσι και προχώρησε.
Πήγε στη χρυσή τη βρύση, πήρε το αθάνατο νερό.
Γυρνώντας, το είπε το γιασεμί:
‒ Κόρη μου, δε με χύνεις λίγο νερό που διψάω;
‒ Α, για σένα γω το κουβαλάω;
Κι εκείνη το είπε:
‒ Όσο άσχημη είσαι, άλλο τόσο άσχημη να γένεις.
‒ Κόρη μου, λέγει η ελιά, δε με ρίχνεις λίγο νερό που διψάω;
‒ Α, για σένα γω το κουβαλάω;
Κι εκείνη το είπε:
‒ Όσο μαύρη είναι η ελιά, τόσο μαύρη να γένεις.
‒ Κόρη μου, λέγει η μηλιά, δε με ρίχνεις λίγο νερό που διψάω;
‒ Α, για σένα γω το κουβαλάω;
Κι εκείνη το είπε:
‒ Όσο
πράσινα είναι τα μήλα μου, πιο πράσινη να γένεις.
Το κορίτσι πήγε στη μάνα του. Σαν το είδε πιο άσχημο από πριν, έσκασε απ’
το κακό της.
(Πηγές:
Ελπινίκης Σταμούλη-Σαραντή «Παραμύθια της
Θράκης», Θρακικά, τόμος ΙΣΤ΄,
1941 και Αγνής Στρουμπούλη «Ο δέντρος.
Παραμύθια λαϊκά με δέντρα και φυτά», εκδ. Καλειδοσκόπιο, Αθήνα 2017.)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου