«Αδιάντροπα του Κλήδονα. Τα Κάψαλα και ο Κλήδονας στη
Λέσβο. Λαογραφικές συλλογές Βάσου Βόμβα και Ακίνδυνου Σκωπτικού» –
Εκδόσεις ″Μύθος″ –
Μυτιλήνη 2017 – σελ. 136 – ISBN 978-618-80314-5-6
Φίλες και φίλοι, σεμνοί ακροατές
μας!
«Όλα
μπορεί να τα πει κανείς χωρατεύοντας, ακόμα και την
αλήθεια».
Η ρήση αυτή του Φρόιντ
στόλιζε την προμετωπίδα του «Τρίβολου» του Στρατή Παπανικόλα, που
κυριαρχούσε στην πνευματική ζωή του νησιού μας τη δεκαετία του ’30.
Τούτη όμως η παρουσίαση, που δεν
μοιάζει με τις άλλες που ξέρατε, σ’ αυτό ακριβώς αποσκοπεί, αφού:
«Ιδώ δεν είνι ακκλησά μ’ ακόνις τσι βγατζέλια
ιδώ θα πούμι σκάφ’ τη σκάφ’, ψ . . . . ς, μ . . . . ά τσι βζέλια.»
Σήμερα, μαζί με τους άλλους εκλεκτούς συμπαρουσιαστές, θα σας μιλήσω για ένα σημαντικό δρώμενο, που στο νησί μας είχε πάντοτε δεσπόζουσα θέση ανάμεσα στα άλλα, εξίσου σημαντικά, που, όπως και να το κάνουμε, κράτησαν αλώβητη τη λαϊκή μας παράδοση όλα τούτα τα χρόνια. Θα μιλήσουμε για τον κλήδονα.
Πριν κάμποσους μήνες, μου τηλεφώνησε ο φίλος μου Παναγιώτης Σκορδάς και με ρώτησε αν είχα υλικό για μία έρευνα που ήθελε να ξεκινήσει και που ήταν σχετική με τα κάψαλα και τον κλήδονα. Αφορμή στάθηκε το υλικό που του δόθηκε και που δεν ήταν τίποτα άλλο από τη συλλογή του κ. Ακίνδυνου Σκωπτικού.
Η ανταπόκρισή μου ήταν άμεση, γιατί κατάλαβα ότι θα γινότανε μια σοβαρή προσέγγιση στα έθιμα αυτά. Παράλληλα ήταν και μια λύτρωση για μένα, που, επιτέλους, όπως γράφει στον πρόλογό του ο Παναγιώτης, "τα όνειρα θα έπαιρναν εκδίκηση", μιας και μέχρι σήμερα, απ’ ό,τι γνωρίζω, μόνο ο Παναγιώτης Νικήτας, στο "Μηνολόγιό" του και ο Βαγγέλης Καραγιάννης, στο βιβλίο του "Αδιάντροπα", προσεγγίζουν όμως κατά τρόπο αποσπασματικό, θα έλεγα, το έθιμο του κλήδονα.
Έτσι, με το όσο υλικό είχα στο αρχείο μου, οπτικοακουστικό αλλά κυρίως γραπτό, και με όση γνώση διέθετα από την πολύχρονη επαφή μου με το χώρο αυτό, πρόθυμα αγκάλιασα την προσπάθειά του αυτή, που την βρίσκω εξαιρετικά πολύτιμη, μιας και την προσέγγισε με πολύ μεράκι, και μάλιστα σε μια εποχή που τούτα τα έθιμα όχι μόνο πάνε να εκλείψουν, αλλά κυρίως να κακοποιηθούν, από την αναβίωση που επιχειρείται από διάφορους πολιτιστικούς κυρίως φορείς, που, όχι μονάχα δεν έχουν γνώση του θέματος, αλλά και με τον τρόπο που τα προσεγγίζουν, εντελώς ερασιτεχνικά θα έλεγα, μάλλον κακό κάνουν στην παράδοσή μας.
Θα έλεγα ακόμη ότι, με την ανεξέλεγκτη πρόοδο που σημειώθηκε τα χρόνια που ζούμε, η ντοπιολαλιά μας κινδυνεύει με τέτοιας μορφής αλλοίωση που δεν ξέρω ίσαμε πού θα φτάσει.
Επομένως, στα θετικά του βιβλίου θα πρέπει να καταγράψουμε και την παρουσίαση των τραγουδιών στην αρχική τους μορφή, στη ντοπιολαλιά του νησιού μας, σ’ αυτήν που με νύχια και δόντια προσπαθούμε να κρατήσουμε στις μέρες μας. Αναφέρθηκα σ’ αυτήν, γιατί τελευταία παρατηρώ στο Διαδίκτυο από συμπατριώτες μας –καλοπροαίρετα θα έλεγα– μία προσπάθεια να συνομιλούν στο λεσβιακό ιδίωμα μ’ έναν τρόπο που βέβαια δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτό. Έτσι, χωρίς να το καταλαβαίνουν, συμβάλλουν στην περαιτέρω κακοποίησή του.
«Ιδώ δεν είνι ακκλησά μ’ ακόνις τσι βγατζέλια
ιδώ θα πούμι σκάφ’ τη σκάφ’, ψ . . . . ς, μ . . . . ά τσι βζέλια.»
Σήμερα, μαζί με τους άλλους εκλεκτούς συμπαρουσιαστές, θα σας μιλήσω για ένα σημαντικό δρώμενο, που στο νησί μας είχε πάντοτε δεσπόζουσα θέση ανάμεσα στα άλλα, εξίσου σημαντικά, που, όπως και να το κάνουμε, κράτησαν αλώβητη τη λαϊκή μας παράδοση όλα τούτα τα χρόνια. Θα μιλήσουμε για τον κλήδονα.
Πριν κάμποσους μήνες, μου τηλεφώνησε ο φίλος μου Παναγιώτης Σκορδάς και με ρώτησε αν είχα υλικό για μία έρευνα που ήθελε να ξεκινήσει και που ήταν σχετική με τα κάψαλα και τον κλήδονα. Αφορμή στάθηκε το υλικό που του δόθηκε και που δεν ήταν τίποτα άλλο από τη συλλογή του κ. Ακίνδυνου Σκωπτικού.
Η ανταπόκρισή μου ήταν άμεση, γιατί κατάλαβα ότι θα γινότανε μια σοβαρή προσέγγιση στα έθιμα αυτά. Παράλληλα ήταν και μια λύτρωση για μένα, που, επιτέλους, όπως γράφει στον πρόλογό του ο Παναγιώτης, "τα όνειρα θα έπαιρναν εκδίκηση", μιας και μέχρι σήμερα, απ’ ό,τι γνωρίζω, μόνο ο Παναγιώτης Νικήτας, στο "Μηνολόγιό" του και ο Βαγγέλης Καραγιάννης, στο βιβλίο του "Αδιάντροπα", προσεγγίζουν όμως κατά τρόπο αποσπασματικό, θα έλεγα, το έθιμο του κλήδονα.
Έτσι, με το όσο υλικό είχα στο αρχείο μου, οπτικοακουστικό αλλά κυρίως γραπτό, και με όση γνώση διέθετα από την πολύχρονη επαφή μου με το χώρο αυτό, πρόθυμα αγκάλιασα την προσπάθειά του αυτή, που την βρίσκω εξαιρετικά πολύτιμη, μιας και την προσέγγισε με πολύ μεράκι, και μάλιστα σε μια εποχή που τούτα τα έθιμα όχι μόνο πάνε να εκλείψουν, αλλά κυρίως να κακοποιηθούν, από την αναβίωση που επιχειρείται από διάφορους πολιτιστικούς κυρίως φορείς, που, όχι μονάχα δεν έχουν γνώση του θέματος, αλλά και με τον τρόπο που τα προσεγγίζουν, εντελώς ερασιτεχνικά θα έλεγα, μάλλον κακό κάνουν στην παράδοσή μας.
Θα έλεγα ακόμη ότι, με την ανεξέλεγκτη πρόοδο που σημειώθηκε τα χρόνια που ζούμε, η ντοπιολαλιά μας κινδυνεύει με τέτοιας μορφής αλλοίωση που δεν ξέρω ίσαμε πού θα φτάσει.
Επομένως, στα θετικά του βιβλίου θα πρέπει να καταγράψουμε και την παρουσίαση των τραγουδιών στην αρχική τους μορφή, στη ντοπιολαλιά του νησιού μας, σ’ αυτήν που με νύχια και δόντια προσπαθούμε να κρατήσουμε στις μέρες μας. Αναφέρθηκα σ’ αυτήν, γιατί τελευταία παρατηρώ στο Διαδίκτυο από συμπατριώτες μας –καλοπροαίρετα θα έλεγα– μία προσπάθεια να συνομιλούν στο λεσβιακό ιδίωμα μ’ έναν τρόπο που βέβαια δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτό. Έτσι, χωρίς να το καταλαβαίνουν, συμβάλλουν στην περαιτέρω κακοποίησή του.
Από αριστερά: Παναγιώτης Σκορδάς, Βάσος Βόμβας και Αριστείδης Κυριαζής στην παρουσίαση του βιβλίου στη Λέσχη Πλωμαρίου, Δευτέρα 31 Ιουλίου 2017.
Στο πολύτιμο τούτο βιβλίο που
σήμερα παρουσιάζουμε, ο έμπειρος και σοβαρός ερευνητής Παναγιώτης Σκορδάς
κατάφερε με θαυμαστή μαεστρία να μας δώσει μιαν εμπεριστατωμένη εικόνα του
κλήδονα μέσα από κείμενα άξιων πνευματικών ανθρώπων του νησιού μας, για να
καταλήξει στο πρωτογενές υλικό των απαράμιλλων τραγουδιών του λαού μας, που η
λαϊκή σοφία τα έπλασε με μοναδική θα έλεγα χάρη.
«Ανοίξιτι τουν κλήδουνα, να βγει η βλουγημένη,
να βγει η ψ . . . ή μι τα μαλλιά, σα νύφη στουλισμένη.»
Τι όμορφη, στ’ αλήθεια, εικόνα,
όπου ο Δήλιος φαλλός σφύζει παλλόμενος, στο φως το ελληνικό, κατά που λέει ο
μεγάλος μας ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος.
Τα αδιάντροπα του κλήδονα, με το
τσουχτερό περιεχόμενό τους, μπορεί να είναι τολμηρά αλλά ποτέ χυδαία, γιατί η
λαϊκή μας παράδοση τα περιβάλλει με το κύρος και τη μεγαλοπρέπειά της. Μόνο οι
σεμνότυφοι και οι υποκριτές δεν έχουν θέση στις τελετές αυτές.
Επικαλούμαι τη γνώμη του καθηγητή
της Λαογραφίας κ. Μερακλή, ο οποίος σε μια κατάθεσή του λέει
ξεκάθαρα:
«Το άσεμνο γενικά είναι από τα σοβαρά θέματα που πρέπει
να μελετηθούν, γιατί είναι ο λαϊκός μας πολιτισμός, η παράδοσή μας, η οποία επί
δεκαετίες, ίσως και αιώνες, αποδίδονταν και αναπαράγονταν από τους διανοουμένους
που ασχολήθηκαν με αυτήν, με έναν ελλιπή τρόπο, περασμένη από τον κλίβανο μιας
υποκριτικά επίπεδης αστικής ηθικής.»
Στο σημείο τούτο, ας μου επιτραπεί
να κάνω μία παρένθεση, για να σας μιλήσω για κάτι που γεννήθηκε στη συντροφιά
του πατέρα μου, στα χρόνια της Κατοχής. Ήταν ένας άλλος κλήδονας, που έβγαζαν
την επομένη ημέρα, με μοναδικούς συμποσιαστές τα μέλη της στενής τους
συντροφιάς. Σ’ αυτόν τον "κατ’
ιδίαν" κλήδονα θα αναφερθώ, παραθέτοντας τα στιχουργήματα που βρήκα στο
αρχείο του πατέρα μου. Θα πρέπει ακόμα να σας πω ότι αυτό ήταν ένα δρώμενο
πρωτόγνωρο για την εποχή του, γιατί αναπτύσσεται στα χνάρια της λαϊκής μας
παράδοσης, ενώ παράλληλα δίνει την ευκαιρία στους στιχουργούς να πούνε πράγματα
που δεν μπορούσαν να ειπωθούν στον καθ’ αυτό κλήδονα. Μ’ αυτά τα στιχουργήματα,
γραμμένα κυρίως από τον πατέρα μου Γιαννακό Βόμβα και τον Βαγγέλη Καραγιάννη, οι
κληδονάρχοντες σχολίαζαν, πολύ καυστικά θα έλεγα, τα πρόσωπα της παρέας τους,
χωρίς φόβο αλλά με πάθος γνησίως ερωτικό. Εδώ δεν κυριαρχούσε η ντοπιολαλιά αλλά
η συνήθης γλώσσα. Θα πρέπει ωστόσο να πω ότι τα στιχουργήματα αυτά, έχοντας
αποκλειστικά έντεχνη μορφή, αναφέρονταν –όπως ήταν φυσικό άλλωστε– στα μέλη της
συντροφιάς τους, όμως κατά τέτοιο τρόπο, που πολλές φορές δημιουργούσε και "παρεξηγήσεις", λόγω του αιχμηρού
περιεχομένου τους.
Θα πρέπει ακόμα να σημειώσω ότι η
"Λέσβος έμαθε να πλάθει τους ανθρώπους
της ανήσυχους, γεμάτους μεράκι και πάθος για κάθε πνευματικό και καλλιτεχνικό
δημιούργημα", κι αυτό ακριβώς το ασίγαστο πάθος σε μεγάλο βαθμό χαρακτήριζε
την παρέα του Γιαννακού. Η χρονιά που άφησε ανεξίτηλα τα χνάρια της φαίνεται ότι
ήταν αυτή του 1943, μεσούσης της γερμανικής κατοχής. Την επόμενη μέρα –πρέπει να
ήταν στο σπίτι του Στρατή Παπανικόλα– βγάλανε τον δικό τους κλήδονα, που άρχισε
με τούτη την αριστουργηματική σάτιρα του Βαγγέλη Καραγιάννη, σε ύφος
Ευαγγελίου:
Σοφία
ορθή
βγήκε η μ . . . . . α απ’ του βρακί
βγήκε η μ . . . . . α απ’ του βρακί
Εκ του κατά Ιωάννη Βόμβα αγίου
Ευαγγελίου
του αδιάντροπου, του γυναικά, του ασκήμου, του
γελοίου.
Ειρήνη πάσι
-κανείς σας να μην κλάσει.
Τω καιρώ εκείνω νέα τις η
καημένη
εξήλθεν ανά τους αγρούς τα μάλα κ . . . .
μένη
κι εγύρευε φιρί-φιρί την κ . . α της να
σβήσει
κανένας άντρακλας γερός με χάδια και γαμ . .
ι
θαύμα μεγάλο να γενεί
μέσ’ το μικρό της το μ . . ί.
Αλλά ματαίως έψαχνε, γιατί κανείς δεν
βρέθηκε,
ώσπου κι αυτή βαρέθηκε.
Και κλείνοντας τα μάτια της με φούρκα και
κακία
άπλωσε το χεράκι της κι έκανε μ . . . . . .
α.
Ούτω Θεός εκέλευσε: "Ντροπή ’ναι το γ . .
είν,
μα μ . . . . . . ς έχετε δικαίωμα.
Αμήν!"
Kαι συνεχίζει ο Γιαννακός:
Η αποθυμιά σας έφταξε χθες αργοπορημένα.
Kαι συνεχίζει ο Γιαννακός:
Η αποθυμιά σας έφταξε χθες αργοπορημένα.
Λυπήθηκα που θα ’μεναν κορίτσια κ . . . .
μένα,
μα δε γινότανε αλλιώς, δεν πρόφταινα να γράψω,
για όλα του κόσμου τα μ . . . . ά. Κι αντί φωτιές ν’ ανάψω,
που εύκολα δεν θα σβήνανε, γιατί ήταν αγκαζέ οι ψ . . . ς
από π . . . . . . ς πιο καλές,
σύστησα λίγη υπομονή
και στο δικό σας το μ . . .ί.
Και τώρα που δεν έχουμε άλλη δουλειά ευτυχώς
και τα δικά σας τα μ . . . . ά θα πάρουν εργολαβικώς.
Και συνεχίζει, πριν μπουν στα επί μέρους προσωπικά πειράγματα, έτσι για να προϊδεάσει για το τι θα επακολουθούσε, αναφερόμενος σε ανύπαρκτα (;) πρόσωπα:
Εσύ λοιπόν, Μηλίτσα μου, που ’σαι φίνα νταρντάνα
θε να προκόψεις σίγουρα, σα θα γενείς π . . . . . α.
Τι θέλεις τα νοικοκυριά, τους γάμους και τις προίκες,
αφού και λεύτερη μπορείς να νιώθεις τέτοιες γλύκες.
Μαριώ μου, τα κουμπούρια σου κρύβουν πολλές λαχτάρες
γι’ αυτά θα ματοκυλιστούν αρχοντικές ψ . . άρες.
Και το δικό σου το μ . . . ί, Νουνούλα μου αφράτη,
κάποια ψ . . ή το λαχταρά, κάποια ψ . . ή βαρβάτη.
Κι έρχεται μετά η στιγμή για τα προσωπικά τους πειράγματα. Απαγγέλλει ο Βαγγέλης απευθυνόμενος στο Γιαννακό:
Είσαι μεγάλος ζαμπαράς, καμάρι της Ειρήνης
γ . . . . ς αυτήν, γ . . . . ς κι αλλού, καμιά πια δεν αφήνεις.
Πρόσεξε μόνο μην τυχόν ο βρωμερός ο ψ . . . ς σου
απ’ τον πολύ τον κ . . . . . ό τρυπώσει και στον κ . . ο σου.
Και απαντά ο Γιαννακός:
Ούλα πια τα παράτησες, τράπεζα και βιβλία,
και τη Λενιώ παράτησες και τη λαογραφία.
Και με τα μούτρα ρίχτηκες στη μαύρη αγορά
πουλώντας κοκκινόριζες κι αγγούρια δροσερά.
Κι όταν τα βράδια η Λενιώ προσμένει κ . . . . μένη,
απ’ την πολλή την κούραση η π . . . . α σ’ είν’ πεσμένη.
Κι αντί να της προσφέρεις ψ . . .αρο ζουμερό,
βγάζεις από την τσάντα σου αγγούρι δροσερό.
Εδώ όμως σταματώ, γιατί άρχισα να ντρέπομαι…
Αυτό ήταν σε γενικές γραμμές το πνεύμα της τότε παρέας του Γιαννακού, που τους ξεχώριζε αισθητικά, αισθησιακά και καλλιτεχνικά, θα έλεγα, από τον περίγυρό τους. Ακόμα, η μοναδική τους ζωντάνια κι αυτή τους η λατρεία για ζωή, που δεν τους εγκατέλειψε ποτέ.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στον καθ’ αυτό κλήδονα, αφού αναφερθούμε και στους δυο ρέκτες εκδότες του βιβλίου τούτου, τον Γιώργο Κολαγίνη και τον Άγγελο Μουζάλα, που με πολύ μεράκι φρόντισαν να μας δώσουν τούτη την αισθητικά άψογη έκδοση, που μάλιστα την έντυσαν και μ’ ένα CD, που την κάνει ακόμα πιο ζωντανή.
Καταπώς λένε αυτόπτες μάρτυρες (Αλφόνσος Δελής), το τελετουργικό του κλήδονα είχε μια βακχική διάσταση, που την έκανε ακόμα πιο λαμπερή η αμφίεση του κληδονάρχη Γιαννακού, που παρουσιάστηκε τότε με χλαμύδα-σεντόνι, με τυρμπάν και δυο αγγούρια που ξεπρόβαλλαν μέσα απ’ αυτό, γεγονός που προϊδέαζε για το τι θα επακολουθούσε. Διατηρώ ακόμα στη μνήμη μου τη στιγμή που βγαίνανε τα ριζικάρια μέσα από το κουμλί, που ήταν σκεπασμένο μ’ ένα κόκκινο υφαντό και κλαδί λυγαριάς. Ο Γιαννακός, για να υπάρχει μεγαλύτερη ιλαρότητα και γέλιο αβίαστο κατέφευγε σ’ ένα τέχνασμα: στο υπάρχον κουμλί, τοποθετούσε μέσα του ένα μικρότερο και εκεί τοποθετούσε τα γυναικεία αντικείμενα, χώρια από τα ανδρικά. Με τούτο το τέχνασμα, σε συνεννόηση μ’ αυτόν που έβγαζε τα ριζικάρια, πετύχαινε το κάθε τετράστιχο να ταιριάζει απόλυτα στο φύλο του κατόχου του αντικειμένου, γεγονός που έκανε το ακροατήριό του να ξεσπά σε αυθόρμητο γέλιο και σε ανάλογα πειράγματα, ειδικά όταν επακολουθούσε και το τσάκισμα.
Ο Σκορδάς μας περιγράφει με έξοχο τρόπο τον κλήδονα εκείνο (πρέπει να ήταν στο σπίτι του Παπανικόλα στο Βουναράκι), που η παρισταμένη και συμμετέχουσα γραία αναφωνεί: «Ου, να χαθίτι, παλιαθρώπ’. Ισείς ξέριτι τα διπλά απού μένα. Τίπουτα δεν είνι τα θκά μ’ μπρουστά στα θκά σας».
Την αναβίωση του κλήδονα επιχειρήσαμε να κάνουμε και στην Αθήνα, στις χρονιές από το 1992 μέχρι και το 2003. Το καταφέραμε με επιτυχία, και τούτο γιατί υπήρχε άφθονο υλικό και κυρίως αξιόλογη συμμετοχή Μυτιληνιών και μη. Μάλιστα το 1997 είχαμε την εξαιρετική τύχη να έχουμε κοντά μας τους πρωτομάστορες του εθίμου, το Γιαννακό Βόμβα και τον Βαγγέλη Καραγιάννη. Ήταν πραγματικά μια μεγάλη και θεία στιγμή. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, όταν απήγγειλα ένα τετράστιχο, ο Γιαννακός με διέκοψε, λέγοντάς με: «Δεν το λες καλά, άσ’ το σε μένα». Και ως βακχεύων σάτυρος, με την εκφραστική φωνή του, στεφανωμένος με κισσό ως άλλος Πάνας, άρχισε να απαγγέλλει:
μα δε γινότανε αλλιώς, δεν πρόφταινα να γράψω,
για όλα του κόσμου τα μ . . . . ά. Κι αντί φωτιές ν’ ανάψω,
που εύκολα δεν θα σβήνανε, γιατί ήταν αγκαζέ οι ψ . . . ς
από π . . . . . . ς πιο καλές,
σύστησα λίγη υπομονή
και στο δικό σας το μ . . .ί.
Και τώρα που δεν έχουμε άλλη δουλειά ευτυχώς
και τα δικά σας τα μ . . . . ά θα πάρουν εργολαβικώς.
Και συνεχίζει, πριν μπουν στα επί μέρους προσωπικά πειράγματα, έτσι για να προϊδεάσει για το τι θα επακολουθούσε, αναφερόμενος σε ανύπαρκτα (;) πρόσωπα:
Εσύ λοιπόν, Μηλίτσα μου, που ’σαι φίνα νταρντάνα
θε να προκόψεις σίγουρα, σα θα γενείς π . . . . . α.
Τι θέλεις τα νοικοκυριά, τους γάμους και τις προίκες,
αφού και λεύτερη μπορείς να νιώθεις τέτοιες γλύκες.
Μαριώ μου, τα κουμπούρια σου κρύβουν πολλές λαχτάρες
γι’ αυτά θα ματοκυλιστούν αρχοντικές ψ . . άρες.
Και το δικό σου το μ . . . ί, Νουνούλα μου αφράτη,
κάποια ψ . . ή το λαχταρά, κάποια ψ . . ή βαρβάτη.
Κι έρχεται μετά η στιγμή για τα προσωπικά τους πειράγματα. Απαγγέλλει ο Βαγγέλης απευθυνόμενος στο Γιαννακό:
Είσαι μεγάλος ζαμπαράς, καμάρι της Ειρήνης
γ . . . . ς αυτήν, γ . . . . ς κι αλλού, καμιά πια δεν αφήνεις.
Πρόσεξε μόνο μην τυχόν ο βρωμερός ο ψ . . . ς σου
απ’ τον πολύ τον κ . . . . . ό τρυπώσει και στον κ . . ο σου.
Και απαντά ο Γιαννακός:
Ούλα πια τα παράτησες, τράπεζα και βιβλία,
και τη Λενιώ παράτησες και τη λαογραφία.
Και με τα μούτρα ρίχτηκες στη μαύρη αγορά
πουλώντας κοκκινόριζες κι αγγούρια δροσερά.
Κι όταν τα βράδια η Λενιώ προσμένει κ . . . . μένη,
απ’ την πολλή την κούραση η π . . . . α σ’ είν’ πεσμένη.
Κι αντί να της προσφέρεις ψ . . .αρο ζουμερό,
βγάζεις από την τσάντα σου αγγούρι δροσερό.
Εδώ όμως σταματώ, γιατί άρχισα να ντρέπομαι…
Αυτό ήταν σε γενικές γραμμές το πνεύμα της τότε παρέας του Γιαννακού, που τους ξεχώριζε αισθητικά, αισθησιακά και καλλιτεχνικά, θα έλεγα, από τον περίγυρό τους. Ακόμα, η μοναδική τους ζωντάνια κι αυτή τους η λατρεία για ζωή, που δεν τους εγκατέλειψε ποτέ.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στον καθ’ αυτό κλήδονα, αφού αναφερθούμε και στους δυο ρέκτες εκδότες του βιβλίου τούτου, τον Γιώργο Κολαγίνη και τον Άγγελο Μουζάλα, που με πολύ μεράκι φρόντισαν να μας δώσουν τούτη την αισθητικά άψογη έκδοση, που μάλιστα την έντυσαν και μ’ ένα CD, που την κάνει ακόμα πιο ζωντανή.
Καταπώς λένε αυτόπτες μάρτυρες (Αλφόνσος Δελής), το τελετουργικό του κλήδονα είχε μια βακχική διάσταση, που την έκανε ακόμα πιο λαμπερή η αμφίεση του κληδονάρχη Γιαννακού, που παρουσιάστηκε τότε με χλαμύδα-σεντόνι, με τυρμπάν και δυο αγγούρια που ξεπρόβαλλαν μέσα απ’ αυτό, γεγονός που προϊδέαζε για το τι θα επακολουθούσε. Διατηρώ ακόμα στη μνήμη μου τη στιγμή που βγαίνανε τα ριζικάρια μέσα από το κουμλί, που ήταν σκεπασμένο μ’ ένα κόκκινο υφαντό και κλαδί λυγαριάς. Ο Γιαννακός, για να υπάρχει μεγαλύτερη ιλαρότητα και γέλιο αβίαστο κατέφευγε σ’ ένα τέχνασμα: στο υπάρχον κουμλί, τοποθετούσε μέσα του ένα μικρότερο και εκεί τοποθετούσε τα γυναικεία αντικείμενα, χώρια από τα ανδρικά. Με τούτο το τέχνασμα, σε συνεννόηση μ’ αυτόν που έβγαζε τα ριζικάρια, πετύχαινε το κάθε τετράστιχο να ταιριάζει απόλυτα στο φύλο του κατόχου του αντικειμένου, γεγονός που έκανε το ακροατήριό του να ξεσπά σε αυθόρμητο γέλιο και σε ανάλογα πειράγματα, ειδικά όταν επακολουθούσε και το τσάκισμα.
Ο Σκορδάς μας περιγράφει με έξοχο τρόπο τον κλήδονα εκείνο (πρέπει να ήταν στο σπίτι του Παπανικόλα στο Βουναράκι), που η παρισταμένη και συμμετέχουσα γραία αναφωνεί: «Ου, να χαθίτι, παλιαθρώπ’. Ισείς ξέριτι τα διπλά απού μένα. Τίπουτα δεν είνι τα θκά μ’ μπρουστά στα θκά σας».
Την αναβίωση του κλήδονα επιχειρήσαμε να κάνουμε και στην Αθήνα, στις χρονιές από το 1992 μέχρι και το 2003. Το καταφέραμε με επιτυχία, και τούτο γιατί υπήρχε άφθονο υλικό και κυρίως αξιόλογη συμμετοχή Μυτιληνιών και μη. Μάλιστα το 1997 είχαμε την εξαιρετική τύχη να έχουμε κοντά μας τους πρωτομάστορες του εθίμου, το Γιαννακό Βόμβα και τον Βαγγέλη Καραγιάννη. Ήταν πραγματικά μια μεγάλη και θεία στιγμή. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, όταν απήγγειλα ένα τετράστιχο, ο Γιαννακός με διέκοψε, λέγοντάς με: «Δεν το λες καλά, άσ’ το σε μένα». Και ως βακχεύων σάτυρος, με την εκφραστική φωνή του, στεφανωμένος με κισσό ως άλλος Πάνας, άρχισε να απαγγέλλει:
Αλυγαριά κι τζιτζιφιά,
δάφνη μου κι μυρσίνη,
τι γλύκα που ’χει του μ . . . ί
την ώρα που απουχύνει;
δάφνη μου κι μυρσίνη,
τι γλύκα που ’χει του μ . . . ί
την ώρα που απουχύνει;
Κι ο αθεόφοβος το ένιωθε πλήρως
(Στο βιβλίο υπάρχει φωτογραφία του, όπου ο φωτογράφος έχει συλλάβει τη στιγμή
αυτή).
Γιατί, αγαπητοί μου ακροατές, πώς να το κάνουμε;
Γιατί, αγαπητοί μου ακροατές, πώς να το κάνουμε;
Του χώμα τς Λέσβου χουχλατσεί
λουλούδια βγάζ’ αράδα,
έδγιου κατούρσι γ-η Σαμφώ
τς ακόμα βαστά η σπιρτάδα.
…μας έγραψε ο μεγάλος συντοπίτης μας Στρατής Αναστασέλλης.
λουλούδια βγάζ’ αράδα,
έδγιου κατούρσι γ-η Σαμφώ
τς ακόμα βαστά η σπιρτάδα.
…μας έγραψε ο μεγάλος συντοπίτης μας Στρατής Αναστασέλλης.
Σας
ευχαριστώ
Βάσος Ι. Βόμβας
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου