Απόψεις
/ Αιολίας Λόγος / Τρίτη,
30 Ιανουαρίου 2018
Ποιος πληρώνει την ερήμωση της λεσβιακής
υπαίθρου;
Τάκης Ιορδάνης
Πέρυσι το καλοκαίρι, πήγαμε με τη σύζυγό μου στα
Λάψαρνα, στην κούλα μας, να μαζέψουμε τ’ αμύγδαλα. Ήταν η πρώτη φορά από χρόνια
που έμεινα εκεί τρεις-τέσσερις ώρες. Ώρες ατέλειωτης ησυχίας. Λαλιά ανθρώπου,
ζώων φωνή, ακόμη και πουλιών τιτίβισμα ή κελάηδισμα δεν ακουγόταν.
Ανατριχιαστική ηρεμία. Αισθανθήκαμε για τα καλά τι πάει να πει ερημιά. Το μόνο
που ακουγόταν στο βάθος ήταν ένα μακρόσυρτο "σσσς"
κάθε φορά που το κύμα της φουσκοθαλασσιάς του
αυγουστιάτικου μελτεμιού έσπαγε κάτω, στην αμμουδιά. Ερήμωσης τυπική
εικόνα!
Όποτε πάω στο γενέθλιό
μου τόπο, προβάλλουν ατυχώς μπροστά μου ολοένα εμφανέστερα και αγριότερα τα
σημάδια της ερήμωσής του. Κυρίως στις εξοχές. Αλλά και στο χωριό τα πράγματα δεν
είναι καλύτερα. Αναπόφευκτα ένα συναίσθημα βαθιάς θλίψης με καταπλακώνει. Βλέπω
ανθρώπων κόπους, ιδρώτα και θυσίες να τις ισοπεδώνει ο φθοροποιός χρόνος,
αφήνοντας αμείλικτος τα καταστροφικά του σημάδια.
Στα Λάψαρνα, εκεί που παλιά περίσσευαν φωνές παιδιών, γέλια κοπελούδων, γρίνιες και καβγάδες, κλάματα βρεφών, των νέων η αψάδα, η χαρά, το τραγούδι, γενικά η ζωή, τώρα περισσεύει η απόλυτη σιωπή. Απ’ τις κούλες και τα ντάμια, που κάποτε ήταν πολύβουες κυψέλες ζωής, σήμερα «αναδύεται» νεκρική σιγή. Σχεδόν όλα αυτά τα κτίσματα έγιναν πια άμορφες χοβόλες πετρών, παλιοσάνιδων και μπάζων.
Στα άλλοτε αγροτόσπιτα με δίπλα το φούρνο τους, στο ένα μετά το άλλο, οι μισογκρεμισμένοι τοίχοι, οι ξεχαρβαλωμένες κεραμοσκεπές και τα πορτοπαράθυρα τελικά σωριάζονται όλα σε μια άμορφη μάζα. Η συνεχώς χειροτερεύουσα αυτή εικόνα μού προκαλεί οδύνη ψυχής, δένοντάς μου το στομάχι «κόμπο».
Εκεί που κάποτε ήταν το αλώνι, όπου κάθε καλοκαίρι αλωνίζονταν οι σιταρο-κριθαρο-θημωνιές και μετριόταν ο κόπος της χρονιάς της φαμίλιας, τώρα «ευδοκιμούν» αστιβιές, βάτα, μάραθα και άλλα. Εκεί που κάποτε το κελαριστό μικρορύακο πότιζε μπαξέδες, ζωοδότες ανθρώπων, τώρα ρουμάνια, αλυγαριές κ.ά., έχουν καπλαντίσει τον τόπο. Εκεί που κάποτε, απ’ του αυγερινού το φεγγοβόλημα και τη συνοδειά του κλεφτοφάναρου, τα καπνοχώραφα έπαιρναν ζωή ή στα σπαρμένα, μες στην κάψα του καλοκαιριού, το δρεπάνι και ο θεριστής γίνονταν ένα παλεύοντας για το ψωμί της χρονιάς, σήμερα ανθρώπου ανάσα δεν βγαίνει. Εκεί που κάποτε, γενικά, μοχθούσαν και ζούσαν άνθρωποι, σήμερα επικρατεί «άκρα του τάφου σιωπή».
Σημάδι αδιάψευστο της ερήμωσης των εξοχών μας είναι η εξαφάνιση των μονοπατιών. Εκεί που άλλοτε, «κόβοντας δρόμο», περνούσαν καθημερινά άνθρωποι, σήμερα αγριόχορτα και θάμνοι τα έφραξαν, εξαφανίζοντάς τα. Ακόμη, εκεί που άλλοτε κάθε σπιθαμή γης καλλιεργούνταν ακόμη και με τον κασμά, σήμερα μένει ακαλλιέργητη ή πλημμελώς καλλιεργείται και τα κάθε λογής χόρτα έχουν «πνίξει» στην κυριολεξία τις εξοχές. Έτσι, φυσικά, ελλοχεύει μεγάλος κίνδυνος πυρκαγιάς κι, αν κάποτε ξεσπάσει, αλίμονο, θα ξεκινήσει απ’ του γιαλού το κύμα και θα φθάσει ως ψηλά στα κορφοβούνια, αφήνοντας αποκαΐδια.
Τούτα όλα τα στενόκαρδα ατυχώς δεν συμβαίνουν μόνο στα Λάψαρνα ή σε άλλες εξοχές της Άντισσας. Το ίδιο συμβαίνει στις εξοχές του Σκαλοχωρίου, του Σιγρίου, του Μανταμάδου, του Πολιχνίτου και άλλων χωριών. Παντού, ατυχώς, στις λεσβιακές εξοχές.
Μέσα στα χωριά, τα πράγματα μεγεθύνονται απ’ την ίδια την πραγματικότητα. Ακόμη και στους κεντρικούς δρόμους σειρές σπιτιών μένουν κλειστά, ακατοίκητα. Στα απόμερα, ακόμη χειρότερα. Σε κάθε σπίτι που ο τελευταίος ένοικός του φεύγει απ’ τη ζωή μπαίνει λουκέτο και λάμπα πια δεν ξανανάβει.
Όλα αυτά τα στενάχωρα ξεκίνησαν αφότου «άνοιξαν οι σκάλες», όπως έλεγαν οι παλιοί, και άρχισε το φευγιό των νέων για τις υπερπόντιες νέες πατρίδες (Αυστραλία, Καναδά, κ.ά.) ή στις εξ αστυφιλίας νέες εστίες, κυρίως Αθήνα αλλά και Μυτιλήνη. Έτσι άδειασε η ύπαιθρός μας.
Οι αριθμοί, που λένε πάντα την αλήθεια, μαρτυρούν την «κατηφόρα» του πληθυσμού μας. Από 126.924 άτομα (απογραφή 1951) συρρικνώθηκε στα 85.410 (εξ ων πάνω από 5.000 αλλοδαποί) στην του 2011. Δηλαδή, μέσα σε 60 χρόνια, το νησί έχασε περισσότερο του 1/3 του γηγενούς πληθυσμού του, όταν αντίστοιχα ο πληθυσμός της πρωτεύουσας έμεινε σταθερός (~35.000 άτομα). Τούτο σημαίνει ότι τα χωριά μας έχασαν 40.000-45.000 νέους, κατά βάση αγροτόπαιδες. Μοιραία όλα αυτά δημιουργούν θλίψη για την κατάντια της λεσβιακής υπαίθρου.
Επειδή τίποτε δεν είναι τυχαίο, αναζητώντας τη ρίζα του κακού, εύκολα βρίσκεις ότι τούτο ξεκινά από το σχεδιασμό και προγραμματισμό της εξουσίας (ντόπιας, κυρίως της κεντρικής). Την περίοδο μετά τον πόλεμο (παγκόσμιο και εμφύλιο) δεν μπόρεσε η εξουσία, οι τότε διοικούντες/κυβερνώντες, να δημιουργήσουν συνθήκες παραμονής των νέων στις εστίες τους. Δεν δημιούργησαν τις απαιτούμενες υποδομές, που θα στήριζαν την ιδιωτική πρωτοβουλία για να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Στη Λέσβο δεν έγινε ό,τι στη Δωδεκάνησο και στις Κυκλάδες, που στην ίδια περίοδο όχι μόνο κράτησαν, αλλά και αύξησαν τον πληθυσμό τους.
Αλλά τι να περιμένεις, νοιάστηκε στ’ αλήθεια κανείς για τη Λέσβο από την απελευθέρωσή μας το 1912 ως τώρα, για να γίνουν τα απαιτούμενα, λιμάνια, δρόμοι, εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος, διεθνές αεροδρόμιο, φράγματα κ.λπ.; Ας είναι καλά όλοι οι κατά καιρούς εκλεγμένοι, δήμαρχοι, νομάρχες και κυρίως οι βουλευτές μας, που δεν διεκδίκησαν και δεν επέβαλαν στο Αθηνοκεντρικό δοβλέτι, έναν ολόκληρο αιώνα, να κάνει όλα αυτά που όφειλε στη Λέσβο. Αποτέλεσμα τελικό; Εγκατάλειψη, μιζέρια και ερήμωση.
Αν, τέλος, συνυπολογιστούν η υπογεννητικότητα και η αυξανόμενη φυσική «φυγή» το μέλλον του Νησιού μας προβάλλει δυσοίωνο και ζοφερό. Η επάνοδος νέων στα χωριά μας φαντάζει πια «όνειρο θερινής νυκτός». Τι μέλλει γενέσθαι; Φοβούμαι πως απάντηση μπορούν να δώσουν μόνο… «κασσάνδρειες προβλέψεις»!
Στα Λάψαρνα, εκεί που παλιά περίσσευαν φωνές παιδιών, γέλια κοπελούδων, γρίνιες και καβγάδες, κλάματα βρεφών, των νέων η αψάδα, η χαρά, το τραγούδι, γενικά η ζωή, τώρα περισσεύει η απόλυτη σιωπή. Απ’ τις κούλες και τα ντάμια, που κάποτε ήταν πολύβουες κυψέλες ζωής, σήμερα «αναδύεται» νεκρική σιγή. Σχεδόν όλα αυτά τα κτίσματα έγιναν πια άμορφες χοβόλες πετρών, παλιοσάνιδων και μπάζων.
Στα άλλοτε αγροτόσπιτα με δίπλα το φούρνο τους, στο ένα μετά το άλλο, οι μισογκρεμισμένοι τοίχοι, οι ξεχαρβαλωμένες κεραμοσκεπές και τα πορτοπαράθυρα τελικά σωριάζονται όλα σε μια άμορφη μάζα. Η συνεχώς χειροτερεύουσα αυτή εικόνα μού προκαλεί οδύνη ψυχής, δένοντάς μου το στομάχι «κόμπο».
Εκεί που κάποτε ήταν το αλώνι, όπου κάθε καλοκαίρι αλωνίζονταν οι σιταρο-κριθαρο-θημωνιές και μετριόταν ο κόπος της χρονιάς της φαμίλιας, τώρα «ευδοκιμούν» αστιβιές, βάτα, μάραθα και άλλα. Εκεί που κάποτε το κελαριστό μικρορύακο πότιζε μπαξέδες, ζωοδότες ανθρώπων, τώρα ρουμάνια, αλυγαριές κ.ά., έχουν καπλαντίσει τον τόπο. Εκεί που κάποτε, απ’ του αυγερινού το φεγγοβόλημα και τη συνοδειά του κλεφτοφάναρου, τα καπνοχώραφα έπαιρναν ζωή ή στα σπαρμένα, μες στην κάψα του καλοκαιριού, το δρεπάνι και ο θεριστής γίνονταν ένα παλεύοντας για το ψωμί της χρονιάς, σήμερα ανθρώπου ανάσα δεν βγαίνει. Εκεί που κάποτε, γενικά, μοχθούσαν και ζούσαν άνθρωποι, σήμερα επικρατεί «άκρα του τάφου σιωπή».
Σημάδι αδιάψευστο της ερήμωσης των εξοχών μας είναι η εξαφάνιση των μονοπατιών. Εκεί που άλλοτε, «κόβοντας δρόμο», περνούσαν καθημερινά άνθρωποι, σήμερα αγριόχορτα και θάμνοι τα έφραξαν, εξαφανίζοντάς τα. Ακόμη, εκεί που άλλοτε κάθε σπιθαμή γης καλλιεργούνταν ακόμη και με τον κασμά, σήμερα μένει ακαλλιέργητη ή πλημμελώς καλλιεργείται και τα κάθε λογής χόρτα έχουν «πνίξει» στην κυριολεξία τις εξοχές. Έτσι, φυσικά, ελλοχεύει μεγάλος κίνδυνος πυρκαγιάς κι, αν κάποτε ξεσπάσει, αλίμονο, θα ξεκινήσει απ’ του γιαλού το κύμα και θα φθάσει ως ψηλά στα κορφοβούνια, αφήνοντας αποκαΐδια.
Τούτα όλα τα στενόκαρδα ατυχώς δεν συμβαίνουν μόνο στα Λάψαρνα ή σε άλλες εξοχές της Άντισσας. Το ίδιο συμβαίνει στις εξοχές του Σκαλοχωρίου, του Σιγρίου, του Μανταμάδου, του Πολιχνίτου και άλλων χωριών. Παντού, ατυχώς, στις λεσβιακές εξοχές.
Μέσα στα χωριά, τα πράγματα μεγεθύνονται απ’ την ίδια την πραγματικότητα. Ακόμη και στους κεντρικούς δρόμους σειρές σπιτιών μένουν κλειστά, ακατοίκητα. Στα απόμερα, ακόμη χειρότερα. Σε κάθε σπίτι που ο τελευταίος ένοικός του φεύγει απ’ τη ζωή μπαίνει λουκέτο και λάμπα πια δεν ξανανάβει.
Όλα αυτά τα στενάχωρα ξεκίνησαν αφότου «άνοιξαν οι σκάλες», όπως έλεγαν οι παλιοί, και άρχισε το φευγιό των νέων για τις υπερπόντιες νέες πατρίδες (Αυστραλία, Καναδά, κ.ά.) ή στις εξ αστυφιλίας νέες εστίες, κυρίως Αθήνα αλλά και Μυτιλήνη. Έτσι άδειασε η ύπαιθρός μας.
Οι αριθμοί, που λένε πάντα την αλήθεια, μαρτυρούν την «κατηφόρα» του πληθυσμού μας. Από 126.924 άτομα (απογραφή 1951) συρρικνώθηκε στα 85.410 (εξ ων πάνω από 5.000 αλλοδαποί) στην του 2011. Δηλαδή, μέσα σε 60 χρόνια, το νησί έχασε περισσότερο του 1/3 του γηγενούς πληθυσμού του, όταν αντίστοιχα ο πληθυσμός της πρωτεύουσας έμεινε σταθερός (~35.000 άτομα). Τούτο σημαίνει ότι τα χωριά μας έχασαν 40.000-45.000 νέους, κατά βάση αγροτόπαιδες. Μοιραία όλα αυτά δημιουργούν θλίψη για την κατάντια της λεσβιακής υπαίθρου.
Επειδή τίποτε δεν είναι τυχαίο, αναζητώντας τη ρίζα του κακού, εύκολα βρίσκεις ότι τούτο ξεκινά από το σχεδιασμό και προγραμματισμό της εξουσίας (ντόπιας, κυρίως της κεντρικής). Την περίοδο μετά τον πόλεμο (παγκόσμιο και εμφύλιο) δεν μπόρεσε η εξουσία, οι τότε διοικούντες/κυβερνώντες, να δημιουργήσουν συνθήκες παραμονής των νέων στις εστίες τους. Δεν δημιούργησαν τις απαιτούμενες υποδομές, που θα στήριζαν την ιδιωτική πρωτοβουλία για να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Στη Λέσβο δεν έγινε ό,τι στη Δωδεκάνησο και στις Κυκλάδες, που στην ίδια περίοδο όχι μόνο κράτησαν, αλλά και αύξησαν τον πληθυσμό τους.
Αλλά τι να περιμένεις, νοιάστηκε στ’ αλήθεια κανείς για τη Λέσβο από την απελευθέρωσή μας το 1912 ως τώρα, για να γίνουν τα απαιτούμενα, λιμάνια, δρόμοι, εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος, διεθνές αεροδρόμιο, φράγματα κ.λπ.; Ας είναι καλά όλοι οι κατά καιρούς εκλεγμένοι, δήμαρχοι, νομάρχες και κυρίως οι βουλευτές μας, που δεν διεκδίκησαν και δεν επέβαλαν στο Αθηνοκεντρικό δοβλέτι, έναν ολόκληρο αιώνα, να κάνει όλα αυτά που όφειλε στη Λέσβο. Αποτέλεσμα τελικό; Εγκατάλειψη, μιζέρια και ερήμωση.
Αν, τέλος, συνυπολογιστούν η υπογεννητικότητα και η αυξανόμενη φυσική «φυγή» το μέλλον του Νησιού μας προβάλλει δυσοίωνο και ζοφερό. Η επάνοδος νέων στα χωριά μας φαντάζει πια «όνειρο θερινής νυκτός». Τι μέλλει γενέσθαι; Φοβούμαι πως απάντηση μπορούν να δώσουν μόνο… «κασσάνδρειες προβλέψεις»!
* Ο Τάκης Χαραλ. Ιορδάνης (Ph.D.) είναι πρόεδρος του
Συνδέσμου Προβληματισμού και Παρέμβασης για την Ανάπτυξη της Λέσβου «Πιττακός
ο Μυτιληναίος», πρώην διευθύνων σύμβουλος της Ελληνικής Βιομηχανίας Όπλων,
πρώην πρόεδρος του Πανελλήνιου Συλλόγου Μεταλλειολόγων Μηχανικών.
**
Το παραπάνω κείμενο εστάλη από τον συγγραφέα για δημοσίευση.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου