Ηλίας Βενέζης (1904-1973)
ΟΡΟΣ ΤΩΝ ΕΛΑΙΩΝ
Όταν ο ήλιος άρχισε να γέρνει, ο λίγος αγέρας που φυσούσε τη μέρα είχε πέσει. Σύννεφα δεν ταξίδευαν στον ουρανό, και τα φύλλα των δέντρων δε σάλευαν στον ελιώνα που έπιανε ολάκερο το βουνό, στ’ ανατολικά της Λέσβου.
Η νύχτα της Ανάστασης ερχόταν ήσυχη και καθαρή.
Ο Βασίλης Βάρκας είναι η μόνη ψυχή απόψε πάνω στο βουνό. Όλη τη μέρα δούλεψε κλαδεύοντας τα δέντρα. Άμα τέλειωσε αποτραβήχτηκε στο καλύβι του. Καθάρισε τη μικρή αυλή, ύστερα έπλυνε τα χέρια και το πρόσωπό του. Όταν κι αυτό έγινε, πήγε και κάθισε κάτω από ένα γερασμένο δέντρο. Σήκωσε τα μάτια του αργά, τα ’φερε ένα γύρο σ’ ανατολή και δύση, ύστερα τ’ ακούμπησε στο βάθος, κατά τη θάλασσα που δε σάλευε.
Είναι πια πολύ γέρος. Δε θυμάται, μα πρέπει να ’χει περάσει τα εβδομήντα. Ήρθε στο νησί απ’ την πατρίδα του, την Ανατολή, όταν γινήκανε οι διωγμοί των χριστιανών, στα 1922. Ένας άρχοντας τον πήρε για φύλακα στα κτήματά του, κι από τότε άραξε στο βουνό. Απ’ τους δικούς του, τη φαμίλια του, δε σώζεται πια κανένας. Ένα παιδί, που είχε, το πήρε ο πόλεμος. Χάθηκε στην Ανατολή.
Οι μέρες του τώρα στο βουνό με τις ελιές είναι ήσυχες, απαράλλαχτες, η μια, η άλλη. Το χειμώνα, σα βρέχει, δεν ξεμυτίζει απ’ το καλύβι. Ανάβει ξερούς κορμούς στο τζάκι και κοιτάζει πολλές ώρες τη φωτιά που γίνεται σιγά στάχτη. Σαν ξανοίγει ο καιρός συνηθίζει να κατεβαίνει στο ποτάμι που χύνεται στη θάλασσα. Ακούει τη βοή που κάνουν τα νερά και θυμάται τη ζωή που πέρασε, τα μεγάλα δάση και τα ποτάμια της Ανατολής.
Έτσι κάποτε θά ’ρθει το τέλος. Λέει πια πως θα ’ναι σύντομα. Θα τον θάψουν στη μικρή αυλή. Εκεί έχει σκάψει το χώμα και φύτεψε ένα κυπαρίσσι που μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Εκεί λέει θα συχάσει, όταν θά ’ρθει το τέλος.
Η νύχτα της Ανάστασης είναι καθαρή. Τα άστρα τρέμουν. Έχουν περάσει πολλές ώρες. Ο μπαρμπα-Βασίλης λογαριάζει πως κάτω, στο χωριό, οι άνθρωποι θα ’χουν πάει στην εκκλησιά. Είναι πολλή ησυχία.
Άξαφνα ο γέροντας σα ν’ ακούει αλαφρό θόρυβο, βήματα ανθρώπου που πλησιάζει. Αποτραβήχτηκε απ’ τους λογισμούς του και στύλωσε τα μάτια του στη νύχτα. Σε λίγο ένας όγκος άρχισε να ξεχωρίζει. Ολοένα ερχόταν, φαινόταν πια καθαρά.
– Ακήφ, εσύ είσαι; Λέει ο γέροντας.
– Εγώ, αποκρίνεται η άλλη φωνή.
– Γιατί ανέβηκες ίσαμε δω; Ο δρόμος είναι μακρύς.
– Ήρθα απ’ το μονοπάτι. Σκέφτηκα πως κι απόψε θα ’σαι καταμόναχος.
Ένα φύσημα ασήμαντο πέρασε και άγγισε τα φύλλα. Πάλι έγινε ησυχία.
– Κάθισε, λέει ο μπαρμπα-Βασίλης στον Ακήφ.
Κάθισε σιωπηλά.
Ο Ακήφ θα ’χει τα ίδια χρόνια με τον μπαρμπα-Βασίλη. Είναι Τούρκος, από τούτα τα μέρη του νησιού. Τις πιο πολλές μέρες της ζωής του τις πέρασε δραγάτης, φυλάγοντας τα κτήματα σ’ αυτά τα βουνά. Ξέρει τον τόπο βήμα με βήμα. Όταν έγινε η ανταλλαγή των τουρκικών πληθυσμών της Ελλάδας με τους χριστιανούς της Ανατολής, οι Έλληνες τον κράτησαν τον Ακήφ για να τους δείξει τα κτήματα που άφησαν οι Τούρκοι του τόπου. Έτσι έμεινε στο νησί, αυτός μονάχος απ’ όλη τη φυλή του που ξεπατρίστηκε. Στην αρχή ήταν φοβερό, η ζωή του ήταν αβάσταχτη. Ο τόπος είχε γεμίσει από Ανατολίτες πρόσφυγες που ήρθαν με την καταστροφή του 1922. Όλοι τον βλαστημούσαν σαν περνούσε, και φτύνανε τον τόπο που πάτησε, για να δείξουν πόσο ήταν το μίσος τους για τη φυλή του. Τα παιδιά τον παίρναν από πίσω και τον πείραζαν φωνάζοντας:
– Το φίδι, Ακήφ! Το φίδι! Το φίδι!
Ο Ακήφ, αυτά ακούγοντας, έτρεχε σαν κυνηγημένο αγρίμι που πάει να κρυφτεί στη σπηλιά του.
Τούτη η ιστορία του φιδιού του Ακήφ ήταν σαν παραμύθι που είχαν να το λένε οι χριστιανοί του τόπου. Η ιστορία έλεγε πως στα νιάτα του ο Ακήφ, θέλοντας μια μέρα να ξεφράξει ένα τούμπο που κατέβαζε νερό, είδε να πετάγεται μες απ’ το τούμπο ένα τεράστιο θεριό με μαύρα λέπια και μάτια μεγάλα σαν του βοδιού. Ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο, το φίδι κι ο Ακήφ, μα ο Τούρκος πρόφταξε να το χτυπήσει μ’ ένα φτυάρι πριν ακόμα βγει ολάκερο απ’ το τούμπο. Το φίδι χίμηξε καταπάνω του και, με τη δύναμη που του απόμενε, αφρισμένο, πολέμησε να τον ρίξει κάτω. Παλέψανε. Μα το φίδι, χτυπημένο καταπώς ήταν, δε μπόρεσε να βαστάξει πολύ. Ο Ακήφ το ίδιο βράδυ έπεσε με πυρετό. Έμεινε στο στρώμα έναν ολάκερο χρόνο. Παραμιλούσε, και μες στα όνειρά του έβλεπε όλες τις νύχτες τα μαύρα λέπια και τα μάτια του φιδιού που τον παραμονεύαν. Μούγκριζε, ο ίδρος έτρεχε απ’ το κορμί του και το πότιζε. Κανένας δεν έλεγε πως θα βαστάξει ίσαμε το τέλος. Ωστόσο η γερή βουνίσια κράση του νίκησε. Μα απ’ τον παλιό Ακήφ δεν έμεινε παρά ένα φτωχό φοβισμένο ζώο που έτρεμε τον ίσκιο του.
Από τότε κανένας δεν κοτούσε να μιλήσει μπροστά του για το φίδι. Μονάχα οι μητέρες λέγαν στα μωρά τους την ιστορία, σαν παραμύθι.
Όμως, σα φύγαν οι Τούρκοι απ’ το νησί κι αυτός έμεινε μονάχος, τα παιδιά ξεθαρρευτήκανε. Βλέποντας και τους μεγάλους να τον βλαστημούν, τρέχαν ξοπίσω του φωνάζοντας:
– Το φίδι, Ακήφ! Το φίδι! Το φίδι!
Κι ύστερα γελούσαν σαν τον βλέπαν αλλοσούσουμο να τρέχει για να χαθεί από μπροστά τους.
Ποιος να βοηθήσει τώρα τον Ακήφ; Ποιος να τον φοβηθεί; Πού νά ’βρει προστασία; Είναι μονάχος κι έρημος. Τι καλά που θα ’ταν να τον άφηναν να φύγει κι αυτόν στην ξένη χώρα, αντίκρυ, στην Ανατολή, όπου φύγανε οι άλλοι από το έθνος του. Ήταν η μόνη ευτυχία, η τελευταία, που μπορούσε να περιμένει απ’ τη ζωή. Δεν του την άφησαν οι άνθρωποι, μήτε αυτή. Σαν έβλεπε κανένα χριστιανό που απ’ τα σουσούμια του τον μάντευε καλόγνωμον άνθρωπο, έπεφτε στα γόνατά του, πάνω στο χώμα, και τον παρακαλούσε:
– Βοήθησέ με, κι ο Αλλάχ είναι μεγάλος και θα σου το πληρώσει. Βοήθησέ με να πάγω κει που πήγαν οι δικοί μου.
Του έλεγε πως στην Ανατολή είναι θαμμένος ο αδερφός του, που τον πήρε ο μεγάλος πόλεμος. Θα ρωτήσει πού είναι το μπογάζι του Τσανάκαλε. Και βέβαια θα βρει τον τάφο του αδερφού του. Εκεί να ησυχάσει, στο ίδιο χώμα, μαζί του.
Αυτά έλεγε, και τα δάκρυα τρέχαν απ’ τ’ αγαθά μάτια του, μπερδεύονταν πάνω στ’ άσπρα του τα γένια. Μα, όσο κι αν παρακαλούσε, στάθηκε αδύνατο να τον αφήσουν να φύγει.
Έτσι σιγά-σιγά το πήρε απόφαση πως «κισμέτ» ήταν να πεθάνει μονάχος κι έρημος στη γενέθλια γη. Και, όπως τα συνηθίζει όλα κανείς στον κόσμο τούτον, έτσι το συνήθισε κι αυτό. Απ’ την άλλη μεριά κι οι χριστιανοί σιγά-σιγά το συνηθίσανε, πάψαν να πειράζουν τον Ακήφ και να φτύνουν στο χώμα που είχε πατήσει. Με τον καιρό μάλιστα πήγαν και πιο πέρα ακόμα: άρχισαν να τον καταλαβαίνουν και να τον πονούν. Η χαρά είναι ένας οξύς τόνος που τεντώνεται σα νεύρο μες στον αγέρα, ένας σπάνιος τόνος μες στη γενική συμφωνία ― πειράζει τους ανθρώπους σαν ξιπασμένη φωνή. Με τη λύπη είναι άλλο ― έχουν τόσο πολύ συνηθίσει οι άνθρωποι ν’ ακούνε τη συμφωνία της λύπης και να την αισθάνουνται. Μέσα με τη μέρα οι χριστιανοί του τόπου, φουκαράδες της γης και της θάλασσας, κι οι χριστιανοί πρόσφυγες που ήρθαν απ’ την Ανατολή άρχισαν να πλησιάζουν τη δυστυχία του Ακήφ, να την καταλαβαίνουν. Σμίγανε, λέγαν τα βάσανά τους ο ένας στον άλλο, και κλαίγαν τη μοίρα τους.
Μια φορά ο Ακήφ έκαμε λάθος στο φεγγάρι και νήστεψε δυο φορές το ραμαζάνι. Όταν αυτό μαθεύτηκε, κανένας χριστιανός δε σκέφτηκε να γελάσει.
Ένας χριστιανός είπε:
– Ο προφήτης του τον ξέχασε τον Ακήφ. Τι πειράζει που κι ο Ακήφ ξέχασε σε ποιο φεγγάρι να τον προσκυνήσει; Οι προφήτες ξεχάσαν τους ανθρώπους.
Πάνω στο βουνό της Λέσβου, το κατάφυτο από ελιές, απόψε, στην καθαρή νύχτα της Ανάστασης, οι δυο άνθρωποι ―ο χριστιανός ο Βασίλης ο Βάρκας κι ο Τούρκος ο Ακήφ― έρημοι έχουν σιμώσει, κάθουνται ο ένας κοντά στον άλλο και δε μιλούν. Από πάνω τους είναι τ’ άστρα. Και τα φύλλα που δε σαλεύουν.
Ένα-ένα αρχίζουν να έρχουνται τα όσα έζησαν, να περνούν και να χάνουνται. Σ’ ένα φαράγγι της Ανατολής είναι ένα καλύβι. Τέτοια ώρα, σαν απόψε, χτυπούσε η πόρτα. Ο ένας ειδοποιούσε τον άλλο, οι βοσκοί, σ’ όλα τα καλύβια, πως είναι ώρα να κατεβούν για την Ανάσταση. Κατεβαίναν όλοι μαζί στο κοντινό χωριό, κι αν ήταν πολύ σκοτεινή η νύχτα φώτιζαν το μονοπάτι με αναμμένα δαδιά που βαστούσαν στα χέρια. Τότε ακόμα δεν ήταν πόλεμος, και μες στο καλύβι του Βασίλη του Βάρκα ήταν ένα παιδί που είχε μαύρα σκληρά μαλλιά και πρόσωπο με το χρώμα του σταριού.
Ο γερο-Βάρκας βλέπει απόψε πολλή ώρα αυτό το ζευγάρι τα μάτια να γεμίζουν τη νύχτα. Τα βλέπει στο μονοπάτι του φαραγγιού, στη λάμψη των αναμμένων δαδιών. Μια στιγμή. Μια στιγμή ακόμα. Ύστερα, σιγά, η λάμψη αρχίζει να σβήνει. Δεν υπάρχει πια φαράγγι, δεν υπάρχει ένα καλύβι ― μήτε απ’ το παιδικό πρόσωπο μένει τίποτα που να υπάρχει. Όλα είναι έρημα.
– Σε τι φταίξαμε;… Σε τι φταίξαμε;… μουρμουρίζει σιγανά ο γέροντας της Ανατολής, και τα δάκρυα βρέχουν το πρόσωπό του.
Σε τι φταίξαν;
Κει πλάι, σε μιαν άλλη γέρικη καρδιά, ένα άλλο παιδικό πρόσωπο προσπαθεί να μείνει μια στιγμή, έτσι όπως περνά η αστραπή και χάνεται. Δεν ήταν παραπάνω από είκοσι χρονώ σαν έφυγε και χάθηκε για πάντα απ’ τη ζωή του. Ό,τι έβγαινε χνούδι στο πρόσωπό του.
– Σε τι φταίξαμε;… μουρμουρίζει τώρα κι ο Ακήφ. Σε τι φταίξαμε;
Και τα δάκρυα ολοένα τρέχουν απ’ τα μάτια τους, ένα παράπονο βαθύ και ιερό σαν των παιδιών που δεν καταλαβαίνουν γιατί τα πίκραναν.
Κάμποση ώρα πέρασε.
Οι δυο γέροντες πάνω στο όρος των ελαιών σιγά-σιγά αρχίζουν να ησυχάζουν.
– Κοίταξε κάτω, είπε ο Ακήφ.
Χαμηλά, στην πεδιάδα όπου είναι το χωριό, φαίνουνται τώρα πολλά μικρά φώτα. Θα είναι οι χριστιανοί που βγήκαν για την Ανάσταση.
Ο μπαρμπα-Βασίλης γονατίζει στο χώμα, κάνει μια μετάνοια, το φιλά, κι ύστερα μένει έτσι και προσεύχεται. Ο Ακήφ κοιτάζει μες στη νύχτα το σκοτεινό όγκο του φίλου του. Μια στιγμή. Μια στιγμή ακόμα. Και ο Ακήφ, για να μην είναι μόνος, σιγά-σιγά, ασυναίσθητα γονατίζει κι αυτός κι αρχίζει να προσεύχεται, τη νύχτα της Ανάστασης, στο δικό του το Θεό.
Για κάμποση ώρα πάνω σ’ αυτό το βουνό με τις ελιές δεν υπάρχει παρά μονάχα τούτη η σιωπηλή συνομιλία με τους δυο μακρινούς Θεούς που απόστρεψαν το πρόσωπό τους απ’ τους ανθρώπους.
Η νύχτα είχε προχωρήσει πολύ. Η πρωινή δροσιά άρχισε να πέφτει.
– Κρυώνω, είπε ο Ακήφ.
– Σε λίγο θα χαράξει, είπε ο χριστιανός γέροντας. Πρέπει να κοιμηθούμε.
Σηκώνεται απάνω. Σηκώνεται κι ο Ακήφ. Κάνει ένα βήμα προς το καλύβι. Αβέβαιο. Τα γόνατά του τρέμουν.
– Ακούμπησε απάνω μου, είπε ο Χριστιανός στον Τούρκο.
(Από τη συλλογή
διηγημάτων «Άνεμοι», εκδόσεις "Εστία", Αθήνα
1944)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου