Αναδημοσιευμένο ποίημα
Γιάννης Π. Τζήκας
Οι μάνες που «έφυγαν»
Αφιερωμένο στη μάνα μου,
και σ’ όλες τις μάνες του χωριού μου
Μανάδες των ανθρώπων,
μακαρισμένα πλάσματα ιερά,
όλη τη θλίψη κρύβετε του κόσμου
κι όλου του κόσμου τη χαρά.
Μάνες Κυριακές και Ψυχοσάββατα,
μανάδες του Χριστού,
μανάδες μαυροφόρες,
μάνες συλλοϊασμένες,
μανούλες ανθισμένες
μ’ όλα τα λούλουδα
της άνοιξης ντυμένες.
Μανάδες των τραγουδιών,
των ραγισμένων χαραυγών.
Μανάδες του καημού,
το αχ των στεναγμών.
Μανάδες σκοτεινές,
μανάδες φωτεινές,
μανάδες της αστροφεγγιάς,
ολάνθιστα κλαράκια μυγδαλιάς.
Της μάνας μας τα χέρια
τραχιά και ροζιασμένα
στη δουλειά, στο χάδι μαθημένα.
Παλάμες αγιοσύνης
που ζύμωσαν κι έπλασαν ψωμί
γλυκό, να το μοιράσουν,
δικοί και ξένοι να χορτάσουν.
Και τι έγνοια, τι φροντίδα
να μεγαλώσουν τα παιδιά,
να ’ναι καλοντυμένα,
και χίλιες δυο δουλειές
μες στα νερά και στις φωτιές
με βιάση, γρηγοράδα.
Άιντε μια στιγμή στο μαγεριό,
πάλι ξανά στο πλυσταριό
μες στο μονότονο της σκάφης το ρυθμό.
Και πώς χορεύει στην αυλή η βροχή
σταλαγματιά - σταλαγματιά,
της μάνας τ’ όνειρο κι η προσευχή.
Και η απολαβή τους στη ζωή;
Δουλειά πα’ στη δουλειά
μες στο αψύ λιοπύρι
στα σταροχώραφα στο θερισμό,
στα καπνοτόπια στον καπνό,
στο κέντημα νυχτέρια
και τα προικιά στον αργαλειό…
Ποτέ τους δεν ταξίδεψαν,
δεν είδαν ξένους τόπους.
Εδώ ριζώσαν έχοντας
μέσα τους ανθρώπους…
Οι μάνες έφυγαν.
Δάκρυα στα μάτια,
στις κάμαρες σιωπή,
αβάσταχτη σιωπή,
χειροπιαστή σιωπή,
σιωπή στον αέρα,
σιωπή στο χώμα,
πέτρα σιωπή,
κόσμος σιωπή.
Μα όπου κι αν πήγατε, μανούλες,
δε φύγατε μακριά μας.
Ρυάκι και κυλάτε
στο αίμα της καρδιάς μας,
μνήμη του πένθους μυστική.
Την ώρα που η νύχτα
στο στέρνο ανασαίνει,
λαφροπατά η μάνα μας
κι έρχεται κοντά μας
λουλουδιασμένος κήπος
μπαίνει στα όνειρά μας.
Οι μάνες που μας άφησαν
δεν πήγανε στα ξένα.
Μέσα στα φύλλα της καρδιάς
εκεί είναι κρυμμένες
βαθιά μες στις ψυχούλες μας
εκεί ξενιτεμένες.
Αχ, πόσο μεγαλώσαμε
από τότε που τις χάσαμε!
Περνούν, διαβαίνουν οι καιροί,
πολλοί από μας γεράσαμε,
μ’ ακούμε πάντα μέσα μας
τη στοργική τους τη φωνή:
«Είσαι καλά, αγαπημένο μου παιδί;»
Τόσον καιρό βαδίζουμε
για να συναντηθούμε.
Απόψε οι δρόμοι σμίγουνε
και θα ανταμωθούμε.
Απόψε θ’ ακούσουμε το θρόισμα
της χλόης απ’ τα βήματά τους,
θα δούμε τις μορφές τους.
Έχουμε δάκρυα πολλά
να χύσουμε ακόμα,
γέλια να ξοδέψουμε,
χαρές να μοιραστούμε
κι άλλες αγάπες αγκαλιές
ακόμα να γευτούμε.
Οι μάνες μας που έφυγαν
απόψε θε να ’ρθούνε
μαζί μας να χορέψουνε,
να διώξουμε τη λύπη.
Όλες οι αγάπες στο χορό,
καμιά τους να μη λείπει.
Θα ’ρθούνε, δε μπορεί,
απόψε ανάμεσά μας
νεράιδες με λυτά μαλλιά,
κυράδες της καρδιάς μας.
Πολύ τις πεθυμήσαμε,
καιρός ν’ ανταμωθούμε.
Γλυκά - γλυκά θα κοιταχτούμε,
όσα ποτέ δεν είπαμε
απόψε θα τα πούμε.
Ελάτε, μάνες, στο χορό,
κοπιάστε στο γιορτάσι.
Εμείς κερνάμε τα πιοτά
σε ασημένιο τάσι.
Πιαστείτε πρώτες στο χορό,
γλεντήστε και χορέψτε,
πιείτε απ’ το νέκταρ της καρδιάς μας,
τσουγκρίστε τα ποτήρια μας
και πέστε «στην υγειά μας».
Εχ, δεν έχει τέλος η ζωή,
δεν έχει ο θάνατος αρχή.
Η αρχή το τέλος,
το τέλος η αρχή.
Γυρίζει κι όλο γυρίζει ο τροχός,
σταματημό δεν έχει.
Αχ, από πού μας φέρνεις,
πού μας πας,
χρόνε καραβοκύρη.
Αχ, δεν έχει τέλος
αυτό το πανηγύρι!
Καληνύχτα σας, μανάδες μας γλυκές.
Καληνύχτα σας, αγαπημένες…
κι αύριο πρωί θα σας πούμε
μ’ ένα πλατύ χαμόγελο την καλημέρα!
________________________________
*Σημείωση Γιάννη Π. Τζήκα: Το ποίημα απήγγειλε ο γκαρδιακός φίλος και συγχωριανός Κώστας Γεροφώτης στην εκδήλωση, αφιερωμένη στη «μάνα», που διοργανώσαμε εγώ, ο Κώστας, η Αννούλα η Καρατζήκα και η Γιαννίτσα, και πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή όλων των συγχωριανών στις 14-8-2008 στο χωριό μας, στο μαγαζί του Αντώνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου