Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2025

ΗΛΘΕ Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΟ ΝΗΣΙ_ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ

   

ΖΗΤΩ Η ΛΕΣΒΟΣ ΜΑΣ! ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ!

 

ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ

  

Ένα κείμενο του καταξιωμένου Λέσβιου λογοτέχνη Στράτη Μυριβήλη (1892-1969), που πάντα με συγκινεί η ανάγνωσή του. Είναι βιωματικό και ιστορικό ντοκουμέντο, επιβεβαιωμένο από τις προφορικές μαρτυρίες όσων έζησαν παρόμοια γεγονότα, σε κάθε χωριό της Λέσβου. Πρώτα μας μεταφέρει σε ένα σχολειό της τουρκοκρατούμενης Λέσβου, πριν από το σωτήριο έτος 1912, όπου ο φωτισμένος δάσκαλος μιλά για την ιδέα της Ελλάδας στα διψασμένα για λευτεριά σκλαβωμένα παιδιά της Λέσβου. Έπειτα περιγράφει μια σκηνή από την ημέρα της Απελευθέρωσης, όταν η δοξολογία μεταφέρεται στο νεκροταφείο του χωριού· όλοι, κρατώντας λάβαρα κι εξαπτέρυγα, ανταλλάσσουν φιλήματα, ψέλνουν το «Χριστός Ανέστη», γονατίζουν πάνω στους τάφους των νεκρών, χτυπούν με την παλάμη το χορταριασμένο χώμα των τάφων και με δάκρυα στα μάτια φωνάζουν τρεις φορές, ν’ ακούσουν οι πεθαμένοι πρόγονοι το χαρμόσυνο μήνυμα:         

 «Ακούστε οι πεθαμένοι! Ήρθε η Ελλάδα στο νησί!»

 Δεν ήτανε δυο χρόνια που είχαμε αφήσει τα θρανία στο σκλαβωμένο μας νησί, κι ακόμα μέσα στην καρδιά μας αντιλαλούσε η φωνή του δασκάλου μας του Αναγνώστου, που κλείδωνε την πόρτα της παράδοσης, μην πλακώσει ξαφνικά κανένας επιθεωρητής του καταχτητή. Κλείδωνε την πόρτα κι εμείς κλείναμε τα βιβλία, ακουμπούσαμε μέσα στις παλάμες το πρόσωπο και περιμέναμε με χτυποκάρδι το άλλο μάθημα, το μόνο που μας φλόγιζε. Να μας μιλήσει για την Ελλάδα. Μέσα στο πλατύ νόημά της χωρούσαν όλα τα μεγάλα ιδανικά. Τότες ο Αναγνώστου ξεχνούσε την καθαρεύουσα και το συνταχτικό και άρχιζε να μας μιλά με τη ζεστή γλώσσα της καρδιάς. Πως είμαστε από μεγάλο Γένος, το Γένος το βασιλικό. Πως καρτερούμε τετρακόσια χρόνια τη μέρα της «Μεγάλης Ιδέας». Αυτή θἄταν κάτι τρομαχτικό και μεγαλόπρεπο σαν τη μέρα της Δευτέρας Παρουσίας. Θα άδραχνε τα όπλα το Έθνος, θα τσάκιζε τον Τούρκο και θἄμαστε πάλι, όλοι οι Έλληνες, ελεύτεροι και δοξασμένοι σαν τους προγόνους μας. Όλοι. Κείνη τη μέρα θα σήμαιναν οι καμπάνες του τραγουδιού, όλα τα σήμαντρα της Αγιά Σοφιάς, την Ανάσταση της Φυλής. Ακούγαμε τη ζεστή φωνή του να μας ξετυλίγει αυτό το θάμα, και τα λόγια του τα ρουφούσε η ψυχή μας, όπως τη δροσερή νεροποντή η διψασμένη γης. Δεν ερχότανε πια από την έδρα τούτη η φωνή. Από πολύ μακριά ερχόταν και σφίγγαμε τα χείλη να μην τρέμουν από λαχτάρα. «Ἶτε, παῖδες Ἑλλήνων!»«Τὴν δὲ Πόλιν οὐ σοὶ δίδομεν!»«Πάλι με χρόνια, με καιρούς…»«Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή»«Χαίρε, ω χαίρε, λευτεριά!». Και στο τέλος ένας σίφουνας μας περιάρπαζε, σηκωνόμασταν όρθιοι μέσα στα θρανία και τραγουδούσαμε το τραγούδι του Σολωμού με λυγμούς.

― Σιγότερα, έλεγε ο Δάσκαλος του Γένους και κοίταζε έξω από το τζάμι. Κι εμείς πασχίζαμε να χαμηλώσουμε τις φωνές. Τραγουδούσαμε κι έτρεχαν τα μάτια μας, κι απόμακρα, από την τουρκεμένη Πόλη, ακούγαμε νἄρχουνται οι ανατριχιαστικοί ήχοι από τις καμπάνες του τραγουδιού. Χιλιάδες καμπάνες και σήμαντρα, χιλιάδες τύμπανα, που βογκούσαν και έκαναν τον αέρα ν’ αναστενάζει και να τρέμει.

― Θἄρθει η μέρα της Ανάστασης, έλεγε ο Αναγνώστου και κοίταζε μακριά το Αιγαίο κατά την Ανατολή. Εμείς μπορεί να μην προφτάσουμε να ψάλουμε το «Χριστός Ανέστη». Εσείς όμως θα τη ζήσετε και θα τη χαρείτε. Για σας την ετοιμάζουμε όλοι εμείς οι γέροι, ετούτα τα τετρακόσια χρόνια!

Έτσι θέριευε μέσα μας η Ιδέα της Ελλάδας και της λευτεριάς. Τώρα δεν είμαι πια είκοσι χρονώ. Ο Θεός μου ’δωσε αγόρια και κοπέλες σ’ αυτή την ηλικία. Όμως η φωνή του Αναγνώστου δεν έσβησε μέσα στο ηχείο της ψυχής μου. Ολοένα την ακούγω νἄρχεται από τους τάφους του μικρού θαλασσινού νεκροταφείου του χωριού μας, όπου κοιμάται ο Αναγνώστου. Σιγανή, επίμονη, μεθυστική. Και μαζί της σμίγει πάντα ο απόηχος από τις καμπάνες του Γένους, πότε χαρμόσυνα, πότε παραπονετικά. Από τις χιλιάδες καμπάνες και τα σήμαντρα. Τότες μια χαρούμενη απορία γεμίζει το νου μου: μήπως αυτό σημαίνει πως δεν πέθανε ακόμα μέσα μου κείνο το παιδί;

― Σιγότερα, έλεγε ο Δάσκαλος του Γένους και κοίταζε έξω από το τζάμι. Κι εμείς πασχίζαμε να χαμηλώσουμε τις φωνές. Τραγουδούσαμε κι έτρεχαν τα μάτια μας, κι απόμακρα, από την τουρκεμένη Πόλη, ακούγαμε νἄρχουνται οι ανατριχιαστικοί ήχοι από τις καμπάνες του τραγουδιού. Χιλιάδες καμπάνες και σήμαντρα, χιλιάδες τύμπανα, που βογκούσαν και έκαναν τον αέρα ν’ αναστενάζει και να τρέμει.

― Θἄρθει η μέρα της Ανάστασης, έλεγε ο Αναγνώστου και κοίταζε μακριά το Αιγαίο κατά την Ανατολή. Εμείς μπορεί να μην προφτάσουμε να ψάλουμε το «Χριστός Ανέστη». Εσείς όμως θα τη ζήσετε και θα τη χαρείτε. Για σας την ετοιμάζουμε όλοι εμείς οι γέροι, ετούτα τα τετρακόσια χρόνια!

Έτσι θέριευε μέσα μας η Ιδέα της Ελλάδας και της λευτεριάς. Τώρα δεν είμαι πια είκοσι χρονώ. Ο Θεός μου ’δωσε αγόρια και κοπέλες σ’ αυτή την ηλικία. Όμως η φωνή του Αναγνώστου δεν έσβησε μέσα στο ηχείο της ψυχής μου. Ολοένα την ακούγω νἄρχεται από τους τάφους του μικρού θαλασσινού νεκροταφείου του χωριού μας, όπου κοιμάται ο Αναγνώστου. Σιγανή, επίμονη, μεθυστική. Και μαζί της σμίγει πάντα ο απόηχος από τις καμπάνες του Γένους, πότε χαρμόσυνα, πότε παραπονετικά. Από τις χιλιάδες καμπάνες και τα σήμαντρα. Τότες μια χαρούμενη απορία γεμίζει το νου μου: μήπως αυτό σημαίνει πως δεν πέθανε ακόμα μέσα μου κείνο το παιδί; 

 

Σαν λευτερώθηκε το νησί μας, έγινε μια δοξολογία κάτω από τους αρχαίους πρίνους, που ισκιώνουν το νεκροταφείο του χωριού. Ο Αναγνώστου, ο πατέρας μου και όλοι οι γέροι της γενιάς τους, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά, συνάχτηκαν πάνω στους τάφους και έξω από το Κοιμητήρι, όπου ζαχαρωμένα χωνεύουν από αιώνες τα κόκαλα των παππούδων. Ήρθαν με τα χρυσά λάβαρα της εκκλησίας και με τα ξαφτέρουγα, ήρθαν με τις σημαίες. Έψαλαν το «Χριστός Ανέστη», χαιρετιόνταν με το «Χριστός Ανέστη». Κατόπι γονάτισαν, χτύπησαν με την παλάμη το χορταριασμένο χώμα των τάφων και φώναξαν τρεις φορές:

Ακούστε οι πεθαμένοι! Ήρθε η Ελλάδα στο νησί!

Ήρθε η Ελλάδα στο νησί!

Ήρθε η Ελλάδα στο νησί!

Έκλαιγαν και το φώναζαν, και το καμπανάκι του νεκροταφείου, κρεμασμένο από τον πιο αντρειωμένο πρίνο, φώναζε κι αυτό με την ψιλή φωνίτσα του:

Ήρθε η Ελλάδα στο νησί!

Έτριξαν τα ζαχαρωμένα παλιά κόκαλα των παππούδων μέσα στο Κοιμητήρι που χώνευαν.

 

(Απόσπασμα από το διήγημα “Το λουλούδι της φωτιάς”, πρώτο στη συλλογή διηγημάτων του Στράτη Μυριβήλη «Το κόκκινο βιβλίο», Εκδόσεις «Εστία», Αθήνα 2009, σελ. 10-12)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου