ΔΙΗΓΗΜΑ Αναδημοσίευση από το ηλεκτρονικό περιοδικό ΦΡΕΑΡ: http://frear.gr/?p=22594
Η μεγάλη αναβροχιά –
γράφει ο Ξενοφών Ε. Μαυραγάνης
Στον παπα-Μανώλη Μανωλέλλη
Εκείνη τη χρονιά δεν έβρεξε σχεδόν καθόλου. Κύλησαν οι μήνες, έφυγε ο χειμώνας, προχωρούσε η άνοιξη, ερχόταν το καλοκαίρι, χωρίς ούτε ένα συννεφάκι να ζωγραφιστεί στον ουρανό μας. Ήλιος και πάλι ήλιος, να χαίρονται οι εραστές των καθαρών ουρανών, και οι βορεινοί σπάνιοι επισκέπτες μας, για την αδιάκοπη ηλιοφάνεια.
Μάταια κάποιες μέρες, που αντίκριζαν οι άνθρωποι λίγο σκοτεινιασμένη την «Αγκαθερή», το βουνό που θαρρείς προστάτευε την πόλη μας, στύλωναν τα μάτια τους προς αυτήν περιμένοντας να κυλήσει ένα δάκρυ του ουρανού. Να δροσίσει την καμένη μας γη, που θρυμματίζονταν, κάτω απ’ τις πατούσες μας, που απ’ την πολλή χρήση έμοιαζαν με σόλες παπουτσιών. Κι αυτός ακόμα ο γυμνασιάρχης, πολλές φορές ξεγελιότανε, όταν αισθανόταν μια ψιχάλα κι ανέβαινε στην ταράτσα του γυμνασίου, για να ελέγξει το βροχόμετρο, στημένο ακριβώς στο κέντρο της, να μην έχει από καμιά μεριά εμπόδια για να μαζεύει όλο το νερό που έπεφτε και να μας δείχνει τις σωστές αποδόσεις, της κάθε βροχής . Ούτε τον επιστάτη τον κυρ Γιάννη εμπιστευότανε. Άδικος όμως ο κόπος του αφού στο τέλος της περιόδου, όλες οι προσθέσεις δεν του έδωσαν ούτε πέντε ίντσες, όταν τις άλλες χρονιές ξεπερνούσε τις τριάντα.
Αργότερα όμως, λένε πως ο επόμενος επιστάτης, ο Στέλιος, που είχε στην ευθύνη του το βροχόμετρο, έβγαζε και ανακοίνωνε αποτελέσματα, εντελώς αντίθετα προς ό, τι πράγματι συνέβαινε. Γιατί κατά περίεργο τρόπο, εύρισκε σχεδόν πάντα το βροχόμετρο με περίσσεια υγρού, που σήμαινε ικανές βροχοπτώσεις, τη στιγμή που η γη ήταν κατάξερη και τα δέντρα αναστέναζαν για μια σταγόνα νερού. Κι αυτή η περίσσεια νερού ανιχνεύονταν πάντα τις Δευτέρες, ώσπου διαπιστώθηκε πως μια μικρή συμμορία μαθητών, έκλεβε τα κλειδιά της ταράτσας από το θυρωρείο και την Κυριακή δοκίμαζε την αντοχή του βροχόμετρου στην αμμωνία των ούρων τους.
Ανάστατοι και περίλυποι ήταν οι αγρότες, αλλά όχι μόνο αυτοί, αφού όλη η περιοχή ζούσε από την αγροτική παραγωγή και κυρίως της ελιάς, δεν ήξεραν τι να κάνουν. Ακόμα και βροχοποιητικά αεροπλάνα από την Αμερική σκεφθήκανε να φέρουν, αλλά ο προϋπολογισμός μιας τέτοιας απόφασης κι η υλοποίησή της, κι αν ακόμα ήταν εφικτή, παρουσιαζόταν απλησίαστος.
Λέγανε, την εποχή εκείνη, πως στην Αμερική βρέθηκε μια μέθοδος βομβαρδισμού των σύννεφων με κάποιες χημικές ουσίες, που τα ανάγκαζε να υγροποιηθούν και να μεταβληθούν σε βροχή. Τόσο πολύτιμη και τόσο αναμενόμενη από την ξεραμένη γη μας.
Ανεξάρτητα από το κόστος, που κανείς δεν τόλμησε να διερευνήσει, υπήρχε και ο πιστός λαός του Θεού που θεωρούσε αυτές τις εφευρέσεις έργα του Σατανά και δεν θα επέτρεπε ποτέ να πραγματοποιηθεί ένα τέτοιο ανοσιούργημα στον τόπο μας. Έτσι όλος ο κόσμος οδηγήθηκε στην παλιά, άγνωστο πόσο πιστοποιημένη, παράδοση της λιτανείας.
Τέλειωσε ο χειμώνας, είχαμε μπει σοβαρά στην άνοιξη, περιμένοντας το Πάσχα, όταν μια Κυριακή πρωί, μετά την λειτουργία, συγκεντρώθηκαν όλοι οι παπάδες της κωμόπολής μας, στον κεντρικό, τον μητροπολιτικό όπως τον ήθελαν μερικοί, ναό του Αγίου Νικολάου, εφτά τον αριθμό, προκειμένου να μετάσχουν στη λιτανεία.
Μπροστά τα εξαπτέρυγα και τα υαλόφρακτα φανάρια με τα αναμμένα κεριά, τα λάβαρα όλων των συντεχνιών, οι ψαλτάδες και των τριών εκκλησιών και οι εφτά παπάδες, με επικεφαλής τον αρχιμανδρίτη Θεόκλητο, περιβεβλημένοι όλοι με τα καλύτερά τους άμφια, ολόλευκα με χρυσά πλουμίδια ξεκίνησαν μ’ ένα τρισάγιο στο ηρώο των τιμημένων μας νεκρών, που χάθηκαν στους πολέμους της πατρίδας, υπερασπίζοντάς την. Ο Θεόκλητος, με την μακριά του γενειάδα, την κάπως προτεταμένη γαστέρα και τον μεγάλο χρυσό σταυρό, αναπαυόμενο στο στήθος του, έμοιαζε με μητροπολίτη, καθώς το αξίωμα του αρχιμανδρίτη, του έδινε το δικαίωμα να κρατάει κι ένα μαύρο καλογυαλισμένο μπαστούνι, παραπέμποντας σε αρχιερατική ράβδο.
Η απόδοση τιμής στους ηρωικούς νεκρούς μπροστά στο ηρώο μας τέλειωσε κι η κουστωδία με την τάξη που είχε τηρηθεί, άρχισε ν’ ανεβαίνει προς το βουνό, όπου βρίσκονταν και τα ταλαιπωρημένα από την ανομβρία ελαιόδενδρα κι όλα τ’ άλλα μικρά και μεγάλα φυτά.
Πίσω, κατά την ίδια τάξη, ακολουθούσαν οι αρχές, ο δήμαρχος, ο αστυνόμος, ο ειρηνοδίκης, ο τελώνης, ο έφορος και ο ταμίας, ο αρχηγός των προσκόπων και κάπου στο τέλος στριμωγμένοι ο γυμνασιάρχης, οι διευθυντές των δημοτικών σχολείων, οι δάσκαλοι και οι καθηγητές. Τελευταίοι οι δάσκαλοι, όπως πάντα.
Ο δρόμος ήταν ανηφορικός και δύσκολος, παρ’ ότι καλοστρωμένο καλντερίμι, που γινόταν ακόμα πιο δύσκολος για τους ψαλτάδες που ήταν υποχρεωμένοι να οδηγούν την λιτανεία ψάλλοντας. Συγκεκριμένη ακολουθία της λιτανείας δεν υπήρχε γι αυτό και οι επιφορτισμένοι με το καθήκον να ντύσουν υμνολογικά την όλη τελετή, κυριολεκτικά αγκομαχούσαν. Άρχισαν με το «σώσον, Κύριε, τον λαόν σου», συνέχισαν με «τη Υπερμάχω», τα απολυτίκια των αγίων της πόλεώς μας, και κατέληξαν κοντά στο τέλος της πορείας, στο «Αλωνέλι» πια, να μουρμουρίζουν κάποια ακατάληπτα, σε ρυθμό όμως βυζαντινής ψαλμωδίας.
Στα βασικά τρίστρατα της διαδρομής η πομπή σταματούσε και ένας – ένας οι παπάδες μουρμούριζαν την ευχή, παρακαλώντας τον Ύψιστο και στοργικό πατέρα όλων μας, να στείλει «όμβρους ειρηνικούς, προς ανάπτυξιν , αναζωογόνησιν και καρποφορίαν της γης». Πρόσθεταν κι άλλα, ό, τι ο καθένας θυμόταν «υπέρ ευκρασίας αέρων, ευφορίας των καρπών της γης και καιρών ειρηνικών», ας πούμε, για να μακραίνουν τα παρακλητικά κείμενα. Ή παρακαλούσαν «βροχήν εκούσιον κατάπεμψον τη κληρονομία σου» κι ακόμα «Εύφρανον το πρόσωπον της γης δια τους πτωχούς του λαού σου και τα νήπια και τα κτήνη και τα άλλα πάντα, ότι προς σε προσδοκώσι δούναι την τροφήν αυτών εις εύκαιρον» και εν πάση περιπτώσει ό,τι θυμόταν ο καθένας από τα περιεχόμενα του μεγάλου ευχολογίου.
Πίσω από τα πρόσωπα που ακολουθούσαν την πομπή, ως εκ της ιδιότητός τους, ο κόσμος γεμάτος αγωνία και με έντονα εκδηλούμενη την ελπίδα συνέρρεε συνεχώς μακραίνοντας την ουρά, που άρχιζε από το κέντρο της πόλης μας ως την πρώτη σειρά των εξαπτέρυγων. Κάπου εκεί στο τέλος των επισήμων ο γυμνασιάρχης, κουβεντιάζοντας όπως όλοι, με τους συμπορευόμενους καθηγητές και δασκάλους, θυμήθηκε πως ως λιτανεία αναφέρονταν στα βιβλία και τα λεξικά «η θρησκευτική πομπή εορταστικού ή παρακλητικού χαρακτήρα» και σημαίνει ικεσία και παράκληση. Και θυμήθηκε ακόμα, ο αθεόφοβος, πως και οι αρχαίοι Έλληνες, οι δωδεκαθεϊστές δηλαδή, με λιτανείες προσπαθούσαν να προκαλέσουν τις βροχές, να σταματήσουν τους αέρηδες και να εξασφαλίσουν την καρποφορία των δέντρων απ’ τα οποία περίμεναν άνθρωποι και ζώα να προμηθευτούν την τροφή τους. Έλεγε, λοιπόν, πως ο μέγας περιηγητής Παυσανίας γράφει πως κάποτε, εκείνα τα αρχαία χρόνια, μεγάλη ξηρασία βασίλευε σε μια περιοχή της Αρκαδίας με κίνδυνο να καταστραφούν όλα τα δέντρα και τα φυτά και να ψοφήσουν τα ζώα. Οπότε ο ιερέας του Λυκαίου Διός, αφού έκανε τη θυσία, όπως όριζαν οι λατρευτικοί κανόνες, αγίασε το νερό, κατεβάζοντας ένα κλαρί δρυός, στα βάθη της πηγής και ευχήθηκε τα σύννεφα που ήταν στον ουρανό να γίνουν βροχή και να ποτίσουν τη γη των Αρκάδων, που τόσο πολύ διψούσε.
«Ην αιχμός χρόνον επέχη πολύν και ήδη σφίσι τα σπέρματα εν τη γη και τα δένδρα αιαίνηται τηνικαύτα ο ιερεύς του Λυκαίου Διός προσευξάμενος ες το ύδωρ και θύσας οπόσα εστίν αυτώ νόμος καθίησι δρυός κλάδον επίπολής και ουκ ες βάθος της πηγής. Ανακινηθέντος δε του ύδατος άνεισιν αχλύς εοικυία ομίχλη διαλιπούσα δε ολίγον γίνεται νέφος η αχλύς και ες αυτήν άλλα επαγομένη των νεφών υετόν τοις Αρκάσιν ες την γην κατιέναι ποιεί εστί δε εν τω Λυκαίω Πανός το ιερόν και περί το άλσος δένδρων». Απέξω τα ήξερε τα αρχαία ο δάσκαλος και τα έλεγε αφήνοντας όσους μετείχαν στη λιτανεία και τον άκουγαν με ανοιχτό το στόμα, που κανονικά περίμεναν, μετά μάλιστα τη μετάφραση του αρχαίου κειμένου, να μαζευτούν τα σύννεφα και ν’ αρχίσει να βρέχει, όπως έγινε τότε στην Αρκαδία.
Όμως κάτι μικρά αραχνοΰφαντα συννεφάκια, που έκαναν την εμφάνισή τους στην πιο ψηλή κορφή της Αγκαθερής, δεν προμήνυαν με τίποτα βροχή, ούτε καν ψιχάλα. Άσε που κι αν ερχόταν αυτή, δεν υπήρχε περίπτωση να ανακουφίσει κανέναν. Μόνο κακό θα έκανε. Παρ’ όλ’ αυτά η πομπή προχωρούσε. Άφησε πίσω της το «Αλωνέλι» και έστριψε προς το πρώτο, το μεγάλο νεκροταφείο, να ζητήσει και τις ευχές των προκεκοιμημένων μας νεκρών, με τους παπάδες και ψαλτάδες να σιγομουρμουρίζουν πια, εξουθενωμένοι από την κούραση, όσα υπόλοιπα ύμνων και ευχών είχαν απομείνει στο μυαλό τους. Κι ο κόσμος ακολουθούσε υπομονετικά, με τις ελπίδες του να κρατιούνται ζωντανές, μια και η ευσπλαχνία του μεγάλου πατέρα σε καμιά περίπτωση δεν ήταν δυνατόν να αμφισβητηθεί.
Ανάμεσά του κι η Άνοιξη. Μια μεγαλοκοπέλα, γύρω στα πενήντα, όμορφη και τροφαντή, με το καλό της φουστάνι, όσο καλό μπορούσε να επιτραπεί στην τάξη της και στην προσωπική της κατάσταση. Γιατί η Άνοιξη ήταν βουβή. Κωφάλαλη, που θα έλεγαν οι γραμματιζούμενοι. Αφότου γεννήθηκε, δεν αισθάνθηκε έναν ήχο να χαϊδεύει ή να ξεσκίζει τ’ αυτιά της, δεν μπορούσε να ξέρει τι είναι λόγος, μουσική, ψαλμωδία. Κάτι άναρθρους φθόγγους, μικρές κραυγές, έκφραση της χαράς ή της λύπης της ανάλογα, μπορούσε να βγάζει απ’ το στόμα της. Κι όλα τ’ άλλα τα ’λεγε με τα μάτια της. Τα κατάμαυρα και εκφραστικά μάτια της, που τόσα πολλά θέλανε να πούνε.
Μπροστά, σχεδόν δίπλα στους παπάδες η Άνοιξη, που αυτή την πρωτοκαθεδρία τής την επέτρεπαν τόσο η «κυρία» της, όσο κι οι άλλες κυρίες της μικρής και μοχθηρής κοινωνίας όπου ζούσε. Γιατί η Άνοιξη, ήταν υπηρέτρια. Τι άλλο άραγε θα μπορούσε να κάνει ένα πλάσμα, που δεν μπορούσε να μιλήσει, να συζητήσει, να εκφρασθεί, να διεκδικήσει, να βρίσει. Τι άλλο μπορούσε να περιμένει κανείς από ένα λαβωμένο ζώο, που όμως συνέβαλλε ουσιαστικά και δυναμικά στην ζωή και την οικονομία της οικογένειας που υπηρετούσε. Ήξερε να αναθρέφει μωρά, να μαγειρεύει, να καθαρίζει άψογα το σπίτι, να πλένει, να πηγαίνει τον χειμώνα στις ελιές, να ποτίζει τον κήπο, να αρμέγει την κατσίκα και το πρόβατο, να φτιάχνει τυριά, γιαούρτια, μυζήθρες και τραχανό, ίσως και να καταπραΰνει τις ορμές του αφεντικού της. Όχι αυτή η συγκεκριμένη Άνοιξη, αλλά άλλες όμοιές της, που δεν είχαν άλλο τρόπο να σταθούν στη ζωή, παρά να υπηρετούν τους αρχοντάδες, όπως αυτοί όριζαν.
Βάδιζε λοιπόν η Άνοιξη με το επίσημο φουστάνι της, έκανε το σταυρό της κάθε φορά που έβλεπε να κάνουν το ίδιο οι παπάδες, γυρνούσε το κεφάλι της στον ουρανό κοιτάζοντάς τον παρακλητικά, σχηματίζοντας ταυτόχρονα στη γλώσσα των βουβών τη λέξη βροχή. Δεν πρέπει να την ένοιαζε και πολύ την Άνοιξη η μεγάλη ευφορία της γης γιατί δουλειές και φροντίδες της πρόσθετε, αλλά αυτή ήταν συνηθισμένη να θέλει ό,τι και τα αφεντικά της. Γι αυτό και επαναλάμβανε τις μετάνοιες και τους μεγάλους σταυρούς που έκαναν αυτοί, υψώνοντας συχνά πυκνά τα μάτια της στον ουρανό, όπου κατοικούσε το, κατά την αντίληψή της, υπέρτατο ον. Σε κάθε περίπτωση κάτι πιο μεγάλο και πιο δυνατό απ’ αυτήν, όπως μέσα από τη φτώχεια των όσων γνώριζε, αντιλαμβάνονταν.
Κοντά στο μεσημέρι ολοκληρώθηκε η λιτανεία. Επέστρεψαν οι παπάδες στις εκκλησίες τους να ξεφορέσουν κι οι διψασμένοι κάτοικοι στα σπίτια τους να ξαποστάσουν και να φάνε το λιτό, σε κάθε περίπτωση, μεσημεριανό τους. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν φάνηκε να λυγίζει ο ουρανός στις τόσες παρακλήσεις κι η γη εξακολουθούσε να ξεραίνεται όλο και πιο πολύ.
Ακόμα κι ο Σεδούντας, ο χείμαρρος που χωρίζει την μικρή μας πόλη στα δύο, με τις μεγάλες πηγές στην κορφή του βουνού, δεν είχε μουσκέψει, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια. Η ολόθερμη προσευχή όλων των συγχωριανών μας, δεν συγκίνησε αυτόν που έπρεπε.
Το καλοκαίρι περνούσε βασανιστικά, μακρόσυρτα κι η ζέστη ανέβαινε αφύσικα. Καλό για το μεγάλωμα και την καρποφορία των καλοκαιρινών λαχανικών, αλλά πώς να γίνει αυτό χωρίς νερό. Αφού ακόμα και τα πηγάδια έδειχναν να στερεύουν. Μάταια οι μπαχτσεβάνηδες, πρόσθεταν καινούργια κουβαδάκια στα μαγγανοπήγαδα και τσάμπα έτρωγαν βιτσιές στα πισινά τους τα γαϊδούρια και τα μουλάρια που με κλεισμένα τα μάτια, για να μη ζαλίζονται από την συνεχή κυκλοτερή τους κίνηση, τραβούσαν την αντένα ν’ ανεβάσουν νερό από τα έγκατα της γης. Μόνο λίγο λασπόνερο κατάφερναν να ρίξουν στα χωμάτινα λούκια, που δεν κατάφερναν να πάνε το νερό στις ρίζες των φυτών, καταπίνοντάς το τα ίδια.
Ιούλιο μήνα πια η Άνοιξη, ακολουθώντας πάντα την οικογένειά που, ας πούμε, την υιοθέτησε, χωρίς ποτέ να ξεχνά πως είχε έναν παντοτινό βοηθό στο σπίτι και τις αγροτικές δουλειές, χωρίς αντάλλαγμα, με μόνη αμοιβή την τροφή και την ενδυμασία, ιδιαίτερα οικονομική σ’ αυτές τις περιπτώσεις, εγκαταστάθηκε στο εξοχικό. Μερικά χιλιόμετρα μακριά από την μόνιμη κατοικία τους. Δίπλα ακριβώς στο εξοχικό της οικογένειας, ένα χαμηλό σπιτάκι με σοφά, και επιστρωμένο με χαλίκια της θάλασσας δάπεδο, ένα επίσημο «ντάμι» δηλαδή, αν μπορούσε μια χαμοκέλα να γίνει επίσημη, ήταν η κατοικία της Άνοιξης. Ένα κρεβάτι, μια μισοχαλασμένη ψάθινη καρέκλα και μια σειρά καρφιά στον τοίχο, αντικαθιστώντας την κρεμάστρα, αποτελούσαν το ενδιαίτημά της, που εξ άλλου το χρησιμοποιούσε μόνο για ύπνο.
Όλη τη μέρα την περνούσε με την κυρά της. Περιποίηση των τριών παιδιών της οικογένειας, άρμεγμα της κατσίκας και του πρόβατου, προετοιμασία του γάλακτος για την παρασκευή του τραχανού, μαγείρεμα για τα παιδιά κι αν έμενε χρόνος, μάζεμα των λαχανικών από τον μεγάλο κήπο της οικογένειας. Έναν κήπο τεράστιο, ίσως τον πιο μεγάλο της περιοχής, που σε αντίθεση με όλη την περιοχή ήταν καταπράσινος, θαλερός και κυρίως παραγωγικός. Πολύ παραγωγικός. Αιτία η άφθονη ποσότητα νερού, που αντλούνταν από το πηγάδι του, που δεν στέρευε ποτέ.
Την περασμένη χρονιά ο κύρης, το αφεντικό να πούμε, της Άνοιξης έβαλε μπρος ένα μεγάλο έργο. Άνοιξε πηγάδι μεγάλο και βαθύ, εννιά με δέκα μέτρα έλεγαν, στη μέση του κήπου, εκεί όπου του είπανε οι υδρολόγοι που έφερε από τη Μυτιλήνη. Δυο μήνες, απ’ την άνοιξη και μετά, με κάτι ραβδιά που κρατούσανε μετρούσαν και ξαναμετρούσαν, όλες τις μεριές του κήπου. Και κάποια μέρα είπανε στο αφεντικό.
-«Εδώ θα σκάψεις».
-«Σίγουρα;»
-«Όπως μας βλέπεις και σε βλέπουμε».
Ήρθαν ύστερα τα συνεργεία, κι έσκαβαν δεκαπέντε μέρες το πηγάδι. Ώσπου να βρούνε τις πρώτες σταγόνες του νερού. Δεν υπήρχαν βλέπεις τότε, εκσκαφείς και μπουλντόζες. Όλα με το χέρι γινόντουσαν. Τσαπιά και φτυάρια. Κι ύστερα κουβαλήσανε με κάτι πρωτόγονα μεγάλα έλκηθρα, τεράστια κομμάτια βράχων από την κοίτη του ποταμού και σε τρεις μήνες, αρχές του Φθινοπώρου το πηγάδι ήταν έτοιμο. Πετούσες μια πέτρα κι άκουγες ένα πνιχτό μπλουμ που ερχόταν ως απάντηση από τον πάτο του.
Σε λίγες μέρες είχε εγκατασταθεί και η μηχανή που θα ανέβαζε το νερό. Ντήζελ, πετρελαιομηχανή έλεγαν με θαυμασμό όσοι γνώριζαν από τέτοιες δουλειές. Γυρνούσες μια μανιβέλα, λίγο βαριά είναι αλήθεια και σε λίγο έτρεχε άφθονο το νερό από σωλήνα τριών ιντσών-μεγάλη υπόθεση- γεμίζοντας τη χαβούζα, τη στέρνα δηλαδή, σε μία ώρα. Είκοσι χιλιάδες κυβικά νερό. Απίστευτη ποσότητα. Ούτε κουβαδάκια, ούτε γαϊδάροι ή μουλάρια, ούτε ώρες αγωνιώδους αναμονής. Ήταν, λέγανε η πρώτη ντηζελομηχανή που έφτανε στην περιοχή. Αφού να φαντασθείς, ήρθε μηχανικός με το βοηθό του απ’ την Αθήνα να τη στήσει. Κι έτσι τα μπερεκέτια εμφανίσθηκαν γρήγορα. Κάθε πρωί ο μεγάλος γιος του αφεντικού, καβάλα στο γάϊδαρό τους, ανάμεσα σε δυο μεγάλα κοφίνια, γεμάτα ντομάτες, μελιτζάνες, κολοκύθια, μπάμιες και ό, τι άλλο έβγαζε η καλοποτισμένη γη του κήπου τους, παρέδιδε την πραμάτεια στο μεγαλύτερο μανάβικο της πόλης τους. Ήταν το μοναδικό περιβόλι που είχε τέτοια παραγωγή, αφού η αναβροχιά είχε κάψει όλους τους άλλους μπαχτσέδες. Κάποιοι μάλιστα επέμεναν να λένε, με ικανή δόση κακίας, πως το βάθος του πηγαδιού ήταν τέτοιο που ρουφούσε όλες τις φλέβες νερού της λεκάνης, όπου βρίσκονταν οι μπαχτσέδες.
Χαιρόταν κι η Άνοιξη με τη χαρά των ανθρώπων της. Η Άνοιξη, που όταν προλάβαινε τις δουλειές, το βράδυ όταν ο ήλιος εξαφανίζονταν πίσω από το μεγάλο, τεράστιο μάρμαρο, που έκρυβε όλον τον άλλο κόσμο πίσω του, επισκέπτονταν τους γείτονες στον διπλανό κήπο. Για παρέα και κουβεντολόϊ. Τι κουβεντολόϊ δηλαδή αφού μόνο με νοήματα, μορφασμούς και κινήσεις των χεριών μπορούσαν να συνεννοηθούν. Κι όμως τα κατάφερναν.
Φτωχοί άνθρωποι οι γείτονες, ένα δυστυχισμένο ζευγάρι, χωρίς παιδιά, χωρίς πόρους παρά μόνο την παραγωγή του μπαχτσέ τους. Κι ούτε που ο μπαχτσές ήταν δικός τους. Ας ήταν καλά ο αδερφός της Παρασκευούλας, μετανάστης στην Αμερική, που τους τον έδωσε να τον καλλιεργούν, όσο αυτός θα βρίσκονταν στα ξένα. Κι ήταν και άρρωστη η Παρασκευούλα. Η φοβερή αρρώστια η λέπρα, η λούβα, όπως τη λέγανε, που στα παλιότερα χρόνια σάρωνε την περιοχή, όπου μέχρι και Λωβοχώρι υπήρχε, την είχε χτυπήσει κι είχαν αρχίσει να ξεραίνονται και να πέφτουν, μικρά κομμάτια των άκρων της.
Η πείνα φαινόταν να χτυπά την πόρτα τους, μια κι ούτε δυο μελιτζάνες και μια ντομάτα δεν μπορούσαν να εξοικονομήσουν για το καθημερινό τους. Ακόμα κι η κατσίκα τους, που δεν έβρισκε πρασινάδα να φάει, άρχισε να στερεύει.
Τα έλεγαν και τα έδειχναν τα πάθια τους στην Άνοιξη, στις σύντομες επισκέψεις της τα βράδια. Κι υπέφερε μαζί τους η Άνοιξη. Ώσπου μια Κυριακή μετά τον πρωινό εκκλησιασμό της οικογένειας η Άνοιξη «μίλησε» στην κυρά της.
-«Λίγο νερό χρειάζονται, να μην πεθάνουν». Κι έτρεχαν κρουνοί τα μάτια της Άνοιξης.
Τρόμαξε η κυρά της. Πώς να το πουν στον άντρα της. Ήξερε την απάντηση. «Σε μας το νερό κοστίζει. Ξεχνάς πόσα ξοδέψαμε πέρυσι; Εργάτες, μηχανές, τσιμέντα. Και τώρα ακόμα χωρίς πετρέλαιο η μηχανή δε δουλεύει».
Τα ήξερε αυτά κι όμως τόλμησε. Αφού η δυστυχία των γειτόνων της, που δεν περίμενε βέβαια να τη μάθει από την Άνοιξη, την απασχολούσε. Κι ο αφέντης φάνηκε να μαλακώνει. Παρ’ όλ’ αυτά δεν έκανε το βήμα, να δώσει μερικά κυβικά νερό στο διψασμένο κήπο των γειτόνων του.
Ώσπου μια μέρα η Άνοιξη δεν άντεξε. Τον πήρε απ’ το χέρι και τον οδήγησε σ’ ένα σημείο του τοίχου που χώριζε τους δυο κήπους. Εκεί υπήρχε μια τρύπα για να περνούν οι σκύλοι των δυο γειτονικών κήπων. Του την έδειξε κι αρπάζοντας μια τσάπα, τράβηξε μια γραμμή επεκτείνοντας νοητά τον ποτιστή, που τέλειωνε δυο μέτρα μακρύτερα από την τρύπα του τοίχου.
Βουρκωμένη, ιδρωμένη η Άνοιξη, έδειξε με νοήματα στον αφέντη της τι εννοούσε. Ν’ αφήσουν το νερό του πηγαδιού να τρέξει από τον πράσινο κήπο τους στον κατάξερο και μισοπεθαμένο μπαχτσέ των γειτόνων τους. Δε χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια. Σε λίγο ακουγόταν μεσημεριάτικα ο ρυθμικός ήχος της ντηζελομηχανής και το γαργάρισμα του νερού, που υποδέχονταν γονατιστή με τις βράκες της να βρέχονται και τα δάκρυα να μουσκεύουν το πρόσωπό της η άρρωστη Παρασκευούλα στο δικό της μπαχτσέ. Ελπίζοντας ν’ αναστηθούν τα μαραμένα φυτά της.
Κι η Άνοιξη έβρεχε τα χέρια της στον ποτιστή, υψώνοντάς τα μετά στον ουρανό, ίσως ευχαριστώντας τον για την ανταπόκρισή του στις παρακλήσεις της, για την ρίψη υετού, στην διψασμένη γη.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό περιοδικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Wolfgang Suschitzky. http://frear.gr/?p=22594]
* Ο Ξενοφών Ε. Μαυραγάνης γεννήθηκε στο Πλωμάρι Λέσβου το 1940. Δικηγόρησε και δημοσιογράφησε στη Θεσσαλονίκη για 40 χρόνια. Είναι πρόεδρος της ΛΕΣΧΗΣ ΠΛΩΜΑΡΙΟΥ ΒΕΝΙΑΜΙΝ Ο ΛΕΣΒΙΟΣ, που ιδρύθηκε το 1878 στο Πλωμάρι. Κυκλοφορούν οι συλλογές διηγημάτων «Ο θείος μου ο άγιος» 2009, Μυτιλήνη, «Ψάρι με κεφάλι και ουρά», «Προς το παρόν υγιαίνω», «Ανισαμιά» και τα αφηγήματα «Το ουζερί», «Εφτά και κάτι νύχτες», εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη.