Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

ΑΡΧΑΙΑ Α-ΕΝΟΤΗΤΑ9

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ – ΕΝΟΤΗΤΑ 9Α-9Π 

Α΄.

Ανυπέρβλητα  Πρότυπα


ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

  

Ὁρῶν, ὦ Νικόκλεις, τιμῶντά σε τὸν τάφον τοῦ πατρὸς οὐ μόνον τῷ πλήθει καὶ τῷ κάλλει τῶν ἐπιφερομένων, ἀλλὰ καὶ χοροῖς καὶ μουσικῇ καὶ γυμνικοῖς ἀγῶσιν, ἡγησάμην Εὐαγόραν, εἴ τίς ἐστιν αἴσθησις τοῖς τετελευτηκόσιν περὶ τῶν ἐνθάδε γιγνομένων, χαίρειν ὁρῶντα τήν τε περὶ αὑτὸν ἐπιμέλειαν καὶ τὴν σὴν μεγαλοπρέπειαν. Πολὺ δ’ ἂν ἔτι πλείω χάριν ἔχοι, εἴ τις δυνηθείη περὶ τῶν ἐπιτηδευμάτων καὶ τῶν κινδύνων αὐτοῦ ἀξίως εἰπεῖν· εὑρήσομεν γὰρ τοὺς φιλοτίμους καὶ μεγαλοψύχους τῶν ἀνδρῶν πάντα ποιοῦντας ὅπως ἀθάνατον τὴν περὶ αὑτῶν μνήμην καταλείψουσιν. Τίς δ’ οὐκ ἂν ἀθυμήσειεν, ὅταν ὁρᾷ τοὺς μὲν περὶ τὰ Τρωϊκὰ γενομένους ὑμνουμένους, αὑτὸν δὲ προειδῇ, μηδ’ ἂν ὑπερβάλλῃ τὰς ἐκείνων ἀρετάς, μηδέποτε τοιούτων ἐπαίνων ἀξιωθησόμενον; Τούτων δ’ αἴτιος ὁ φθόνος· οὕτω γάρ τινες δυσκόλως πεφύκασιν, ὥσθ’ ἥδιον ἂν εὐλογουμένων ἀκούοιεν οὓς οὐκ ἴσασιν εἰ γεγόνασιν, ἢ τούτων ὑφ’ ὧν εὖ πεπονθότες αὐτοὶ τυγχάνουσιν.
Ἰσοκράτης, Εὐαγόρας 1-6 (διασκευή)
       

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

           

Βλέποντας, Νικοκλή, να τιμάς εσύ τον τάφο του πατέρα (σου) όχι μόνο με το πλήθος και τη λαμπρότητα των προσφορών σου, αλλά και με χορούς και με μουσική και με αθλητικούς αγώνες, θεώρησα ότι, αν νιώθουν κάτι οι νεκροί για όσα γίνονται εδώ, ο Ευαγόρας χαίρεται βλέποντας και τη φροντίδα για τον εαυτό του και τη δική σου μεγαλοπρέπεια. Και θα όφειλε ακόμη πολύ μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη, αν κάποιος μπορούσε να μιλήσει επάξια για τις αρχές του βίου του και για τις ριψοκίνδυνες πράξεις του. γιατί θα διαπιστώσουμε ότι οι φιλόδοξοι και γενναίοι άνδρες κάνουν τα πάντα, (ενν. φροντίζοντας) πώς να αφήσουν πίσω τη μνήμη τους αθάνατη. Και ποιος δεν θα στενοχωριόταν, όταν βλέπει να υμνούνται αυτοί που έζησαν τον καιρό των Τρωικών (του Τρωικού πολέμου), ενώ για τον εαυτό του γνωρίζει εκ των προτέρων ότι, κι αν ακόμα ξεπεράσει τις αρετές εκείνων, ποτέ δεν θα κριθεί άξιος για τέτοιους επαίνους; Και αιτία γι’ αυτά (ενν. είναι) ο φθόνος. γιατί τόσο μικρόψυχοι είναι από τη φύση τους μερικοί, ώστε με μεγαλύτερη ευχαρίστηση θα άκουγαν να επαινούνται αυτοί για τους οποίους δεν γνωρίζουν εάν έχουν υπάρξει, παρά αυτοί από τους οποίους τυχαίνει οι ίδιοι να έχουν ευεργετηθεί.

  Ἰσοκράτη «Εὐαγόρας» 1-6

zzz
          

Ισοκράτης (436-338 π.Χ.): Αθηναίος λογογράφος και ρήτορας. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 436 π.Χ. από πλούσιους γονείς κι υπήρξε μαθητής των σοφιστών Πρωταγόρα, Πρόδικου και Γοργία, καθώς και του Σωκράτη. Ίδρυσε σχολή στη Χίο κι αργότερα στην Αθήνα, όπου συνέρρεε πλήθος μαθητών απ’ όλη την Ελλάδα. Είχε σχέσεις με τον Αρχίδαμο της Σπάρτης, το Φίλιππο Β΄της Μακεδονίας, το βασιλιά της Κύπρου Ευαγόρα και το γιο και διάδοχό του Νικοκλή, ο οποίος ήταν μαθητής του. Υπήρξε θερμός υπέρμαχος της ενότητας του Ελληνισμού. Πέθανε στην Αθήνα μετά τη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. και τη μεγάλη ήττα των Αθηναίων από το Φίλιππο Β΄, καταδικάζοντας ο ίδιος τον εαυτό του σε θάνατο από ασιτία. Έγραψε 10 επιστολές και 26 λόγους, από τους οποίους σώθηκαν 21  (6 δικανικοί, 12 επιδεικτικοί και 3 συμβουλευτικοί). Περίφημα έργα του είναι: «Αρειοπαγιτικός», «Πανηγυρικός», «Παναθηναϊκός», «Περί αντιδόσεως», «Περί Ειρήνης», «Προς Φίλιππον», «Πλαταϊκός». Στο Νικοκλή απευθύνει τρεις λόγους: «Προς Νικοκλέα», «Νικοκλής», «Ευαγόρας», επικήδειο εγκώμιο του Ευαγόρα, που το έγραψε με παράκληση του Νικοκλή, ο οποίος ήθελε να τιμήσει τον πατέρα του. 

 

Ευαγόρας (410-374 π.Χ.): Βασιλιάς της Σαλαμίνας της Κύπρου, πατέρας του Νικοκλή. Φρόντισε για την ανάπτυξη του εμπορίου, δημιούργησε εθελοντικό λαϊκό στρατό και κατόρθωσε να γίνει κύριος όλης της Κύπρου. Καλλιέργησε την ελληνική παιδεία και τον πολιτισμό κι ανέπτυξε στενές σχέσεις με τους Αθηναίους. Στη ναυμαχία της Κνίδου (394 π.Χ.) τους βοήθησε με 100 πλοία, γι’ αυτό του έστησαν αδριάντα στην αγορά της Αθήνας. Δεν αναγνώρισε την Ανταλκίδειο ειρήνη (386 π.Χ.), που έθετε την Κύπρο κάτω από κυριαρχία των Περσών, οι οποίοι έκαναν εκστρατείες εναντίον του. Το 376 π.Χ. όμως αναγκάστηκε να υπογράψει ειρήνη με τους Πέρσες, με την οποία διατήρησε το θρόνο του, αλλά έχασε όλες τις κτήσεις του κι υποχρεώθηκε να πληρώνει φόρο υποτέλειας στους Πέρσες, καθεστώς που διατηρήθηκε μέχρι το 332 π.Χ., όταν ο Μ. Αλέξανδρος απελευθέρωσε την Κύπρο από τους Πέρσες. Ο Ευαγόρας δολοφονήθηκε το 374 π.Χ. από ένα δούλο του και τον διαδέχτηκε ο γιος του Νικοκλής (Για Κύπρο και Ευαγόρα διάβασε στις σελ.104 – 105 του βιβλίου της Αρχαίας Ιστορίας). 

τ γκώμιον = ὁ ἔπαινος, ὁ ὕμνος (γκωμιάζω, γκωμιαστικός).
    φθόνος = ζήλεια κάποιου για τον καλύτερό του ή τον πιο τυχερό, ανάμεικτη με επιθυμία να πάθει κακό αυτός που κινεί το φθόνο του ζήλεια και κακία μαζί / ζηλοτυπία / κακεντρέχεια (φθονερός, φθονέω > φθονῶ). 

zzz

Παράλληλο  Κείμενο  Ενότητας 9 (σελ. 150)


Γιατί βέβαια οι μνήμες αυτών είναι αθάνατες και αξιοζήλευτες οι τιμές απ’ όλους τους ανθρώπους. αυτοί πενθούνται για το θάνατό τους σαν θνητοί, εξυμνούνται όμως σαν αθάνατοι για την ανδρεία τους. Γιατί βέβαια και θάβονται με δημόσια δαπάνη, και αγώνες δύναμης και σοφίας και πλούτου προκηρύσσονται προς τιμήν τους, επειδή το αξίζουν όσοι έχουν σκοτωθεί στον πόλεμο να τιμώνται με τις ίδιες τιμές (ενν. που τιμούνται) και οι αθάνατοι (θεοί). Εγώ λοιπόν τους θεωρώ ευτυχείς για το θάνατό τους και τους ζηλεύω […]  
                                                                                                                       Λυσία «πιτάφιος» 79-81
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ:

@1. Ποιες ιδέες και ιδανικά των αρχαίων Ελλήνων εκφράζουν ο Λυσίας και ο Ισοκράτης; (λακωνική απαρίθμηση) 
@2. Βρείτε στα κείμενα 9Α και 9Π και γράψετε ονομαστικά ποιες μεταθανάτιες τιμές απέδωσε ο Νικοκλής στο νεκρό πατέρα του; Σε ποιους στίχους της ραψ. α της «Οδύσσειας» γίνεται αναφορά σε τέτοιου είδους μεταθανάτιες τιμές, που δείχνουν διαχρονικότητα των ιδεών και των ιδανικών των Ελλήνων;    
3. Να χαρακτηρίσετε το βασιλιά της Κύπρου Νικοκλή σαν γιο. Ο δάσκαλός του Ισοκράτης ποια γνώμη έχει γι’ αυτόν; 
4. «Τούτων αίτιος… τυγχάνουσιν»: Σε ποιους αναφέρεται και πώς τους κρίνεις εσύ;
@5. τ γκώμιον, παινος: να κλιθούν.
@6. Να σχηματίσετε το θηλυκό των εξής επιθέτων και να βρείτε τα αντίθετά τους: φιλότιμος, μεγαλόψυχος, αθάνατος.

 zzz


   Η Κύπρος: 
  Αποικίστηκε στα μυκηναϊκά χρόνια από Αχαιούς και κατοικείται από τότε μέχρι σήμερα από Έλληνες. Ήταν χωρισμένη σε 9 βασίλεια. Ονομαστός βασιλιάς της ο Ευαγόρας.
                 
    12ος αι. π.Χ.: Αποικίστηκε από Έλληνες Αχαιούς.
    1.000 π.Χ.: Εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο Φοίνικες και ίδρυσαν ισχυρές αποικίες.        
    721 - 612 π.Χ.: Ήταν κάτω από την κυριαρχία των Ασσυρίων.
    550 - 525 π.Χ.: Ήταν υπό τον έλεγχο των Αιγυπτίων.
    525 - 332 π.Χ.: Υποτελής στους Πέρσες.
    499 π.Χ.: Πήρε μέρος στην Ιωνική επανάσταση κατά  των Περσών, αλλά υποτάχτηκε το 498 π.Χ..
    480 π.Χ.: Οι Κύπριοι αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν τον Ξέρξη στην εκστρατεία κατά της
                 Ελλάδας και να πάρουν μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Ο Ξέρξης τους θεώρησε αίτιους 
                 της ήττας του.
    410 - 374 π.Χ.: Βασιλιάς ο Ευαγόρας – μεγάλη ακμή.
    332 π.Χ.: Ο  Μ. Αλέξανδρος απελευθέρωσε την Κύπρο από τους Πέρσες.
    296-58 π.Χ.: Κάτω από την εξουσία των Πτολεμαίων της Αιγύπτου.  
    58 π.Χ.-395 μ.Χ.: Ρωμαιοκρατία.      
    395 – 1.191: Βυζαντινή αυτοκρατορία. 
    648-965: Αραβικές επιθέσεις. 
    1185-1191: Ισαάκιος Κομνηνός, ανεξάρτητος ηγεμόνας.  
    1191-1489: Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος (Γ΄Σταυροφορία) – Λουζινιάν.
    1424: Καταστροφή από Μαμελούκους. 
    1489-1571: Βενετοί. 
    1571-1878: Τουρκοκρατία.   
    1878-1960: Αγγλική κυριαρχία (Το 1878 η Τουρκία πούλησε την Κύπρο στους Άγγλους). 
    1960: Ανακήρυξη ανεξαρτησίας της Κύπρου (με 3 εγγυήτριες δυνάμεις: Ελλάδα, Αγγλία, Τουρκία).
    1974: Πραξικόπημα κατά του Εθνάρχη Μακαρίου, εισβολή Τούρκων και διχοτόμηση Κύπρου.      
    2004: Ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
                    
                 Όμως το Κυπριακό παραμένει ακόμα άλυτο…

zzz

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ – ΕΝΟΤΗΤΑ 9Β1  

 

Β1.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ: ὁ πατὴρ

 

Α΄στήλη ( Αρχαία Ελληνική ):


ΑΠΛΑ:
πατρ (ο, ουσ.) = γεννήτορας, πατέρας / δημιουργός / προστάτης, καθοδηγητής / πληθ. οι πατέρες πρόγονοι /  διακριθέντες ιεράρχες της Εκκλησίας (πρβλ. pater (λατ.), father (αγγλ.), fater (παλ. γερμ.)).
πατρίδιον (το, ουσ., υποκοριστικό της λ. πατρ) = μπαμπάκας, πατερούλης.
 +πάτρα / ιων. πάτρη (η, ουσ.) = το μέρος όπου γεννήθηκε κάποιος, η γενέτειρα, η γη των πατέρων, πατρίδα / ολόκληρο  το έθνος, με τις παραδόσεις και την ιστορία του / μτφ. κοιτίδα.

ΣΥΝΘΕΤΑ:
μοπάτωρ (επίθ., μο+πατρ) = αυτός που έχει τον ίδιο πατέρα, ομοπάτριος.
πατροπάτωρ (ο, ουσ.) = ο πατέρας του πατέρα, παππούς, πρόπαππος.
πατρομήτωρ (ο/η, ουσ.) = παππούς / γιαγιά.
πατράδελφος / πάτρως / πατροκασίγνητος (ο, ουσ.) = αδελφός του πατέρα, δηλ. θείος από τον πατέρα (μητράδελφος).
  +φιλοπάτωρ (επίθ., φιλ+ πατρ) = αυτός που αγαπά τον πατέρα του.
πατροδώρητος (επίθ., πατρ+δωρέομαι>δωρομαι) = δωρισμένος από τον πατέρα.
πατρονόμος (ο, ουσ., πατρ+νόμος) = αυτός που ασκεί πατρική εξουσία. πατρονόμοι στην αρχαία Σπάρτη ήταν μέλη μεγάλου Συμβουλίου, που το ίδρυσε ο βασιλιάς Κλεομένης Γ΄, για να παρακολουθεί την αγωγή των νέων.
πατρονομέομαι > πατρονομομαι (ρ.) = είμαι κάτω από πατρική εξουσία.
πατραλοίας (ο, ουσ., πατὴρ+ἀλοιάω=χτυπώ, ραβδίζω, κατατρίβω) = αυτός που σκοτώνει τον πατέρα του, πατροκτόνος, πατροφόνος, πατροφόντης (μητραλοίας = μητροκτόνος).
πατρωνύμιος (επίθ., πατρ+νυμα, αιολ. τύπος λ. νομα) = αυτός που έχει το όνομα του πατέρα.

zzz

Β΄στήλη ( Αρχαία+Νέα Ελληνική ):  

ΑΠΛΑ:
πατρς (η, ουσ., γεν. τς πατρίδος) = η πατρική γη, γενέτειρα, πατρίδα, γενέθλια γη.
πατρι (η, ουσ.) = κοινωνική ομάδα που κατάγεται από τον ίδιο πρόγονο / γενεαλογία, καταγωγή / οίκος, γένος, ικογένεια, φυλή.
+πάτριος (επίθ.) = πατρικός / πατροπαράδοτος, προγονικός.
+πάτρια (τα, ουσιαστικοποιημένο επίθετο) = προγονικές παραδόσεις, παλιά έθιμα.
πατρικς (επίθ.) = σχετικός με τον πατέρα / σχετικός με τους προγόνους / μτφ. στοργικός, πολύ προστατευτικός.
  +πατρος < πατρώιος (επίθ.) = αυτός που παραδόθηκε από τους προγόνους, πατροπαράδοτος, προγονικός.
+πατρα (τα, ουσιαστικοποιημένο επίθετο) = τα πατρικά αγαθά, η πατρικά κληρονομιά.
πατριώτης, / πατριτις, πατριώτισσα (ουσ.) = αυτός/αυτή που αγαπά πολύ την πατρίδα του/της, πατριδολάτρης / αυτός/αυτή που κατάγεται από την ίδια πατρίδα με κάποιον άλλο, συμπατριώτης / συμπατριώτισσα.
συμπατριώτης, / συμπατριτις, συμπατριώτισσα (ουσ.) = αυτός που κατάγεται από τον ίδιο τόπο, συντοπίτης / συμπολίτης / ομοεθνής.
πατριωτικς (επίθ.) = σχετικός με την πατρίδα, τον πατριώτη ή τον πατριωτισμό.
πατρόθεν (επίρρ.) = από τον πατέρα   (μητρόθεν = από τη μητέρα).
πάτραθεν / πάτρηθεν (επίρρ.) = από την πατρίδα / από την οικογένεια.
πατρυις (ο, ουσ.) = θετός πατέρας, πατριός (μητρυι = θετή μητέρα, μητριά).

ΣΥΝΘΕΤΑ:
+πατροπαράδοτος (επίθ., πατρ+παραδίδωμι) = αυτός που παραδίδεται από τους προγόνους, πάτριος,        προγονικός.
  πατροφόνος / πατροφονες / πατροφόντης (επίθ.) = αυτός που φονεύει τον πατέρα του (μητροφόνος,     μητροκτόνος).
πατροκτόνος (επίθ., πατρ+κτείνω=σκοτώνω) = αυτός που σκοτώνει τον πατέρα του, πατροφόνος, πατραλοίας.
πατροκτονία (η, ουσ., από τη λ. πατροκτόνος) = φόνος του πατέρα από το παιδί του (μητροκτονία).
+πατριάρχης (ο, ουσ., πατρι+ρχ) = αρχηγός πατριάς, οικογένειας / αρχηγός των φυλών του Ισραήλ / ανώτατος ιερατικός τίτλος των επισκόπων Κωνσταντινούπολης, Ιεροσολύμων, Αντιόχειας και Αλεξάνδρειας / μτφ. γέροντας με πολλούς απογόνους.  
+πατριαρχία (η, ουσ.) = αρχή και αξίωμα του πατριάρχη / χρόνος που πατριαρχεύει κάποιος / κοινωνικό σύστημα, όπου φορέας κάθε εξουσίας είναι ο πατέρας (αντίθετο: μητριαρχία).
+πατρωνυμικός (επίθ.) = αυτός  που ανήκει ή αναφέρεται στην πατρωνυμία, την ονομασία δηλαδή με το όνομα του πατέρα. πατρωνυμικά (τα) = κύρια ονόματα που σχηματίζονται από το όνομα του πατέρα ή του γενάρχη της οικογένειας και σημαίνουν την καταγωγή απ’ αυτούς (π.χ. Πηλεύς→Πηλείδης, Αιακός →Αιακίδες).
  +πάτωρ (ο/η, επίθ., -στερ.+πατρ) = ο αγνώστου πατρός / χωρίς πατέρα, ορφανός.
  +προπάτωρ / προπάτορας (ο, ουσ., πρ+πατρ) = γενάρχης ενός γένους / πρόγονος / οι προπάτορες: ο Αδάμ    και η Εύα.

  +μοπάτριος (επίθ., μο+πατρ) = από τον ίδιο πατέρα, ομοπάτωρ (ομομήτριος).

   Κλεοπάτρα (η, ουσ., κύριο όνομα, κλέος=δόξα+πατρ/πάτρα) = αυτή που κατάγεται από ένδοξο πατέρα ή     ένδοξη πατρίδα.

  +φιλοπατρία (η, ουσ., φίλος+πατρὶς) = μεγάλη αγάπη για την πατρίδα, πατριωτισμός.
  +φιλόπατρις / σημ. φιλόπατρης (ο/η, επίθ., γεν. φιλοπάτριδος) = αυτός που αγαπά την πατρίδα του, καλός πατριώτης.
  +πατρις (ο/η, επίθ., -στερ.+πατρς) = αυτός που δεν έχει πατρίδα / αυτός που έχει στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα.

 

zzz

Γ΄στήλη ( Νέα Ελληνική ):


ΑΠΛΑ:
πατρότητα (η, ουσ.) = η φυσική σχέση του πατέρα με τα παιδιά του / μτφ. η ιδιότητα αυτού που πρώτος εφηύρε ή ανακάλυψε ή είπε κάτι. 
πατερικός (επίθ.) = αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Πατέρες της Εκκλησίας (π.χ. πατερικά κείμενα).
πατερίτσα (η, ουσ.) = ποιμαντορική ράβδος / δεκανίκι.
πατριωτάκι (το, ουσ.) = συμπατριώτης που μας είναι συμπαθής. 
πατριωτικά (επίρρ.) = με φιλοπατρία. 
πατριωτισμός (ο, ουσ.) = αγάπη για την πατρίδα, φιλοπατρία.   
απατρία (η, ουσ.) = το να μην αναγνωρίζει κάποιος πατρίδα, η έλλειψη πατριωτισμού, η αφιλοπατρία.

ΣΥΝΘΕΤΑ:
πατρώνυμο (το, ουσ.) = το όνομα του πατέρα κάποιου. 
     +πατρογονικός (επίθ.) = σχετικός με τους προγόνους, προγονικός / πατροπαράδοτος.
+Πατρολογία (η, ουσ.) = κλάδος της Θεολογίας, που εξετάζει τη ζωή, τη διδασκαλία και τα έργα των Πατέρων της  Εκκλησίας, τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας (π.χ. «Patrologia Graeca»).
+πατριδογνωσία / πατριδογραφία (η, ουσ.) = η μελέτη και γνώση της ιδιαίτερης πατρίδας / το μάθημα της ιστορίας και γεωγραφίας της ιδιαίτερης πατρίδας κάποιου, που διδάσκεται στο Δημοτικό σχολείο. 
  +πατριδολάτρης (ο, ουσ., πατρίδα+λατρεύω) = αυτός που αγαπά υπερβολικά την πατρίδα του, φιλόπατρης < αρχ. φιλόπατρις.
+πατριδολατρία (η, ουσ., από τη λ. πατριδολάτρης) = υπερβολική αγάπη για την πατρίδα, φιλοπατρία, πατριωτισμός.
+πατριδοκάπηλος (ο, ουσ.) = αυτός που καπηλεύεται (εκμεταλλεύεται) την ιδέα της πατρίδας, αυτός που στο όνομα της πατρίδας επιδιώκει την ικανοποίηση των ατομικών του συμφερόντων.
+πατριδοκαπηλία (η, ουσ., από τη λ. πατριδοκάπηλος) = εκμετάλλευση της ιδέας της πατρίδας για προσωπική ωφέλεια.
Πατριαρχείο (το, ουσ.) = έδρα του Πατριάρχη / η θρησκευτική εξουσία του πατριάρχη (πατριαρχεύω).
+πατριαρχικός (επίθ.) = αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πατριάρχη / ο σχετικός με το κοινωνικό σύστημα της πατριαρχίας / μτφ. αυτός που διέπεται από αυστηρές αρχές, εξουσιαστικός, αυταρχικός. 

zzz

   ΕΡΓΑΣΙΕΣ:
  
  1. Γράψε στο «Ευρετήριο Λέξεων» τις λέξεις με σταυρό κι άρχισε να τις χρησιμοποιείς στον προφορικό και γραπτό σου λόγο.
  2. Κάνε τρεις προτάσεις στη νεοελληνική γλώσσα με τις λέξεις: πατρότητα, πατροπαράδοτος, φιλοπατρία.

ΚΑΛΗ ΔΟΥΛΕΙΑ
ΒΟΥΝΑΤΣΟΥ ΜΥΡΣΙΝΗ