ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΕΡΓΑ
Στρατής Μυριβήλης (1892-1969)
«Η Λέσβος είναι το μεταίχμιο Ελλάδας και
Ανατολής. Έχει όλη τη χλιδή της αντικρινής Λυδικής, ισορροπημένη από το μέτρο,
το ρυθμό και το ισόρροπο πνεύμα της Ελλάδας. Κράτησε την πλούσια καρδιά της
Ανατολής και την έκανε αίσθημα και αρμονία. Το δάσος της ελιάς είναι απέραντο.
Μια θάλασσα γλαυκή και ασημένια, που κυματίζεται ανάλαφρα και κρατά αδιάκοπα
στα φυλλώματα ένα απόφεγγο φεγγαριού. Ανεβαίνει αυτό το αργυρό δάσος ως τις
κορφές των βουνών, σκαλί-σκαλί, σκαρφαλώνει στους βράχους του Ολύμπου,
καβαλικεύει τον Λεπέτυμνο. Σηκώνεις τα μάτια προς τον ουρανός κι αντικρίζεις τα
ασημένια κύματα ν’ ανεβαίνουν. Είναι εκατομμύρια δέντρα, που γενιές αγροτών
φύτεψαν ως πάνω στα κατσάβραχα, κουβαλώντας από τον κάμπο μέσα σε κοφίνια το
χώμα για να τα θρέψουν. Περπατάς με σεβασμό μέσα στον ιερό ελιώνα. Το φως περνά
σμαραγδί, σκορπιέται διακριτικά. Όλα είναι κατανυχτικά και ήσυχα, όπως μέσα σε
μιαν εκκλησιά όταν έρχεται το σούρουπο. Οι κοπέλες παίρνουν το «ελιόδακρυ»,
την γκόμμα που στάζει από τους κορμούς του δέντρου, βάζουν αναμμένα καρβουνάκια
από κληματίδα στο πήλινο θεμιατό και θεμιάζουν μ’ αυτό τα έρημα ξωκλήσια.
Μοσκοβολά ο τόπος. Οι κορμοί των δέντρων είναι βασανισμένοι από μια αγωνιώδη
προσπάθεια. Συστρέφονται, γονατίζουν να προσευχηθούν, υψώνουν σκληρά μπράτσα,
μέλη τυραγνισμένα από την κίνηση, όλο αγκώνες και γόνατα. Οι στριφτές ρίζες
βυζαίνουν από την καρδιά της γης το χρυσό λάδι, για το καντήλι των Αγίων και
για τη σαλάτα του φτωχού.»
(Στρατή
Μυριβήλη (1892-1969) «Απ’ την Ελλάδα»/Λέσβος,
εκδ. Βιβλιοπωλείον της "Εστίας",
Αθήνα 2010, σελ. 267)
Απ’ την Ελλάδα - Κρήτη
«Μόλις βρεθείς πάνω σ’ αυτό το νησί, όσο
και νἄσαι
προετοιμασμένος πνευματικά και ψυχικά για τη συνάντηση, νοιώθεις πως, αντί να το
κατέχεις, σε κατέχει. Πηγαίνεις να το αγκαλιάσεις και βρίσκεσαι αγκαλιασμένος
απ’ αυτό. Η εντύπωση αυτή δε σ’ αφήνει όσο βρίσκεσαι πάνω στην Κρήτη. Η κατοχή της απάνω σου είναι
απόλυτη, σχεδόν τυραννική. Αυτό οφείλεται στη φύση της και στο πνεύμα της. Γιατί
η φύση της Κρήτης, όσο κι αν τη συνδέουν τα γνωρίσματα της ελιάς και του
αμπελιού με τα άλλα ελληνικά χώματα και η χαρουπιά με το τοπίο της Κύπρου, έχει
μια δική της έκφραση, που δύσκολα γίνεται να προσδιοριστεί, και μονάχα μερικές
λεπτομέρειές της μπορούν να καθορίσουν το χαραχτήρα της. Είναι τα χιονισμένα
βουνά και οι χαράδρες της, που της δίνουν αυτό το αγέρωχο ύφος; Είναι τα
τεράστια πλατάνια με τα νερά που αναβρύζουν χουχλακιστά από τις ρίζες τους;
Είναι οι ελιές, κείνες οι μνημειώδεις ελιές που βρήκα στην Κρήτη, κάτι
θεριακωμένα δέντρα, φορτωμένα αιώνες και ιστορία;
Η ελιά βέβαια είναι ένα δέντρο που μας
δίνει πάντα ξεχωριστή συγκίνηση αισθητικού και ψυχικού περιεχομένου, προ πάντων
όταν κινείται κανείς μέσα στο δάσος της. Δεν είμαι πρωτόπειρος στο θέαμα και
στην έκφραση αυτού του δέντρου, αφού προέρχομαι από ένα νησί που θρέφει
δεκατρία εκατομμύρια ελιές και θρέφεται απ’ αυτές. Τις έχω μελετήσει σε όλες
τις βασανισμένες προσπάθειες του κορμιού των, που είναι χοντροπετσιασμένος σαν
τα χέρια των αγροτών, και τυραγνισμένος σαν τις γυναίκες του ελληνικού
υπαίθρου. Έχω χαρεί το σεμνό, το σιωπηλό θέαμα της φυλλωσιάς τους, γανωμένο από
γλαυκό ασήμι, σε όλες τις ώρες της μέρας και της νύχτας, σε όλες τις εποχές. Όταν
μέσα στα καλοκαιριάτικα καταμεσήμερα κάθε νύχι της σκασμένης των φλούδας κρύβει
κι ένα τζιτζίκι, και τότε νομίζεις πως ολόκληρο το δάσος της ελιάς κραυγάζει
από την ηδονή της γονιμοποίησης, και νομίζεις πως βλέπεις τις στάλες το χρυσό
λάδι ν’ ανεβαίνουν μέσα από τα λιγνά, τρυφερά κλωνιά, σαν να είναι στάλες του
ήλιου. Και τις είδα μέσα στις φεγγαροφώτιστες νύχτες να σωπαίνουν ακίνητες, να
κοιμούνται σκεπασμένες απ’ αυτό το ψυχρό αναλυτό φως που ασημίζει πρασινωπό. Ύστερα
τις βλέπεις το πρωί και νομίζεις πως το κράτησαν για πάντα από τη μια μεριά της
φυλλωσιάς τους, πως είναι βαμμένες από το φεγγαρόφωτο. Ξέρω τις αγωνίες και τη
λαχτάρα ενός πληθυσμού εκατόν πενήντα χιλιάδων νησιωτών, που έχουν κρεμάσει
όλες τις ελπίδες της χαράς τους απ’ αυτά τα λεπτά, τα λιγνά, τα εύθραυστα
κλωνάρια, και ζουν μέσα στα δάση της ελιάς, λατρεύοντας και υπηρετώντας το
ευλογημένο δέντρο της Αθηνάς.
Όμως ούτε στο νησί μου, ούτε σε κανένα
άλλο μέρος της Ελλάδας δε βρήκα την ελιά μ’ αυτή την καταπληκτική μορφή που την
είδα στην Κρήτη. Εκεί υπάρχουν ελαιόδεντρα ηλικίας 10 και 15 αιώνων, που
στέκεσαι στους πρόποδές τους και τα βλέπεις με σεβασμό, σαν που βλέπεις τα
παλάτια της Κνωσσού και τις σκάλες της Φαιστού. Εκεί, κοντά στα ερείπια της
Φαιστού ίσα-ίσα, βρέθηκα μπροστά σε μερικά απ’ αυτά τα Κρητικά δέντρα, που θἄπρεπε να πιαστούν χέρι με χέρι εφτά κι οχτώ άντρες, για να αγκαλιάσουν τον κορμό τους. Οι
Κρητικοί αγρότες δεν ξέρουν να περιποιηθούν τις ελιές τους. Τις αφήνουν
ακλάδευτες, απλώνουν τα κλαδιά τους απεριποίητες. Αυτό βέβαια έχει αντίχτυπο
στην απόδοση του καρπού των. Το Κρητικό λάδι άλλωστε δεν είναι περίφημο. Από
την αισθητική μεριά όμως το θέαμα αυτό των απεριποίητων, των ανυπόταχτων, των
ακούρευτων δέντρων, κερδίζει ό,τι χάνεται από την υλική. Τα δέντρα αυτά έχουν
τινάξει κλαδιά τ’ αψήλου, τα κλωνιά τους πύκνωσαν και ρουμάνιασαν με το πέρασμα
των αιώνων. Πού να φτάσει κιόλας ο ραβδιστής και η μαζώχτρα να τρυγήσει τον
καρπό εκεί στα μεσούρανα που κρέμεται; Περιμένει να σαπίσει ο μίσχος της ελιάς
και να πέσει για να τον μαζέψει.
(Στρατή
Μυριβήλη «Απ’ την Ελλάδα»/Κρήτη, εκδ.
Βιβλιοπωλείον της "Εστίας",
Αθήνα 2010, σελ. 27-29)
*****
Μυριβήλης Στρατής
(1892-1969)
«Το τραγούδι της Γης»
Ο ελιώνας
αναδεύει αργά τἀργυρά του κύματα. Ακόμα και μέσα στο
καταμεσήμερο, κρατάει στην κόμη τη δροσερή φεγγαρόσκονη, που τόνε πασπάλισε η
νύχτα. Περπατάς πάνω στἀκροδάχτυλα των ποδιών ανάμεσα από τις στοές
των δέντρων, όπως μέσα στο ιερό. Γαλήνη.
Το χώμα, κεντημένο από αλαφρόν ίσκιο. Τόσο
ανάλαφρο, να φυσήξεις να σηκωθεί ανάερα σα λεπτότατη στάχτη.
Σιωπή και ειρήνη. Ένα περιστέρι
αποκοιμήθηκε με λυτές φτερούγες. Σιωπή και ειρήνη.
Σαν ακούσεις απόμακρα την καμπάνα του
χωριού, κάνεις το σταυρό σου ανάμεσα στα κλαδιά. Βάζεις έναν κόμπο ελιόδακρο μέσα
στο κεραμιδάκι, φυσάς τἀναμμένο κάρβουνο και θεμιάζεις. Σταυρώνεις τα
χέρια, σωπαίνεις και καρτερείς…
(Στρατή
Μυριβήλη «Το τραγούδι της Γης», εκδ. Βιβλιοπωλείον
της "Εστίας", Αθήνα 1937/2000)
*****
Μυριβήλης Στρατής
(1892-1969)
«Μαέστρος»
Ένα ανηφοράκι περνούσε μέσ’ από τον ελιώνα. Ήταν μεσημέρι αυγουστιάτικο και
οι ελιές, πράσινες ακόμα αλλά
γεμάτες φρεσκάδα, έκαναν τα βαρυφορτωμένα λεπτά κλωνάρια του ωραίου δέντρου να
γέρνουν από τον πλούτο της ευφορίας που προετοίμαζαν. Τα ευγενικά δέντρα με το
πρασινόγλαυκο φύλλωμα, φαίνονταν ευτυχισμένα μέσα στον ήλιο. Σάλευαν αργά τα λυγερά
κλωνάρια, και γιόμιζαν με την ανθηρότητα και την ήρεμη γαλήνη που σκορπάει ο ελληνικός ελιώνας μιαν ατμόσφαιρα
σχεδόν θρησκευτική μέσα στο σεμνό δάσος από εκατομμύρια δέντρα της Αθηνάς.
Η Νεφέλη πρώτη φορά αντίκριζε τόσο άφθονα
και τόσο ακμαία αυτά τα δέντρα. Μελετούσε τα σχήματα των κορμών, βασανισμένα
και τόσο εκφραστικά, που πολλές φορές εμφάνιζαν σχήματα από πονεμένες καταστάσεις
ανθρωπίνων όντων. Ήταν τις πιο πολλές φορές παλιά δέντρα εκατοντάδων χρονών.
Μερικά απ’ αυτά είχαν προσφέρει επί αιώνες το γλυκό λάδι που ήταν η απαντοχή 150 χιλιάδων αγροτών και των φτωχών αγίων
που τα εκκλησάκια τους ήταν σπαρμένα σ’ όλη την έχταση του νησιού, και
περίμεναν τη νέα σοδειά για ν’ ανάψουν χαρμόσυνα τα καντηλάκια τους. Οι κορμοί
τους ήτανε βασανισμένοι από τα χρόνια, είχαν φαρδιές κουφάλες, και από τα
παλιά, τα σκεβρωμένα αλλά δυνατά κορμιά τους, ξεκόρμιζαν τα νέα κλωνάρια, όλο
δροσιά και παρθενική φρεσκάδα, για να παρατείνουν την ευλογημένη ζωή τους και
στους καινούργιους αιώνες.
Ο
Αλέξης σχεδίασε μερικούς απ’ αυτούς τους κορμούς που έδιναν πραγματικά την
εντύπωση μιας προσπάθειας ζωντανού πλάσματος. Μερικά έμοιαζαν με βασανισμένους
κορμούς γυναικών, που προσπαθούσαν ν’ απλώσουν τα μπράτσα τους σαν νἄθελαν
να απολυτρωθούν από ένα βάρος που τους καταπίεζε την ψυχή. Άλλα ήταν σαν λυγερά
κοριτσόπουλα που άπλωναν λεπτά μπράτσα προς μιαν υπόσχεση, και άλλα ήταν τόσο
βασανιστικά στρεβλωμένα τα μέλη τους, και ήταν τόση προσπάθεια στην κίνησή
τους, που ένοιωθες σχεδόν ανακούφιση να βλέπεις πως όλος αυτός ο αγώνας του
δέντρου κατέληγε σε μια πλούσια εκτίναξη ορμητικής και γεμάτης ευγένεια
φυλλωσιάς, που έγερνε ευτυχισμένη από τον καρπό που ωρίμαζε αργά μέσα στη
φλογερή ηλιοβολή του μεσογειακού μεσημεριού. Η ησυχία που απλωνότανε μέσα στον ελιώνα γινότανε πιο έντονη, σχεδόν
παλμώδης, από το ομαδικό συμφωνητικό όργιο των τζιτζικιών. Που ερρύθμιζαν με τη
μονότονη χορωδία τους το μυστικό έργο της γονιμοποιημένης γης, που κυκλοφορούσε
το λάδι της ζωής μέσα στις αόρατες φλέβες των δέντρων. […]
Έμειναν
κάμποση ώρα χωρίς να μιλούνε. Τα τζιτζίκια γιόμιζαν τον αέρα με τις φωνές τους, που συχνά
έμοιαζαν με κραυγές που καταλάγιαζαν και πάλι σηκωνόντανε στα μεσούρανα. Ήταν
πιασμένα στους κορμούς των δέντρων, και είχαν το ίδιο μουντό χρώμα του κορμού της ελιάς. Δεν μπορούσες να τα ξεχωρίσεις από τη σκασμένη φλούδα τους.
(Ανέκδοτο
κείμενο, ευγενική παραχώρηση της
οικογένειας Μυριβήλη προς τη «Νέα Εστία». Πηγή:
file:///C:/Users/User/Desktop/%CE%A3%CF%84%CF%81%CE%AC%CF%84%CE%B7%CF%82%20%CE%9C%CF%85%CF%81%CE%B9%CE%B2%CE%AE%CE%BB%CE%B7%CF%82,%201890%E2%94%801969%20_%20dimart.html)
*****
«…Εδώ
κι εκεί αι ελαίαι εδείκνυον τα λευκά
άνθη των “μπαμπάκι μοναχό”, εφ’ ων
επακουμβώσιν αι ελπίδες και τα όνειρα
των κατοίκων.
Ω! εις
εν άνθος τρυφερό στηρίζει ο πατήρ το παρόν και η παρθένος το μέλλον. Και όταν
δεν συνδράμει ο καιρός; Όταν η θύελλα αρπάξει το άνθος και ο υετός το πνίξει;
Ω! τότε πνίγεται το παρόν του πατρός και της παρθένου το μέλλον!...
“Ψεύσεται έργον ελαίας και τα πεδία ου
ποιήσει βρώσιν!”…»
(Αλέξανδρου
Μωραϊτίδη (1850-1929) «Τα διηγήματα»,
τόμος Α΄, εκδόσεις "Γνώση" και "Στιγμή",
Αθήνα 1990, σελ. 200)
*****
*****
Χατζηαντωνίου Κώστα «Αγκριτζέντο»
«…Ήταν
η εποχή που έλαμπαν στο φως του σικελικού καλοκαιριού. Τα μεσημέρια τις χάιδευε
η αύρα, καθώς κοιμούνταν κάτω από την κληματαριά, με υπόκρουση τα τζιτζίκια από
τις ελιές των ναών…»
***
«…Μου
έλεγε τις προάλλες ο Αντόνιο την ιστορία με τη σαρακηνή ελιά κάτω από το μαγαζί
του. Πήγε, που λες, να δει ο Καμιλέρι από ψηλά τη ‟Σκάλα ντέι Τούρκι” μα
το καινούργιο εστιατόριο του έκοβε τη θέα. Ο γιος του Αντόνιο πήγε κι άνοιξε το
μαγαζί. Τα μάτια του Καμιλέρι καρφώθηκαν στην ελιά με τον κορμό το σκεβρωμένο
και τις σκοτεινές ρωγμές. ‟Νιώθω το στεναγμό της”
είπε. ‟Ήτανε
πάντοτε εδώ;”. Γέλασε ο μικρός, του εξήγησε πως είχε
μεταφυτευθεί από την ενδοχώρα. Αυτή η ελιά είναι χιλίων διακοσίων χρόνων, όπως
έδειξε η εξέταση που έκανε ο γεωπόνος που τη φροντίζει, παίρνοντας από τα πιο
βαθιά της σπλάχνα ξύλο. Δε θα το πιστέψεις Ρουτζέρο. Αυτή η ελιά πετά ακόμη
φύλλα. Δεν είχε άδικο ο Πιραντέλο που τη θεωρούσε το σύμβολο της γης μας, λύση
για κάθε πρόβλημα. Που ήθελε να τη βάλει στο κέντρο της σκηνής των Γιγάντων.»
(Χατζηαντωνίου Κώστας, μυθιστόρημα «Αγκριτζέντο», Εκδοτικός Οργανισμός
Λιβάνη, Αθήνα 2011, σελ. 100, 222-223)
*****
Καμπούρογλου Δημήτριος (1852 - 1942)
ΑΤΤΙΚΑ
ΣΥΜΒΟΛΑ
Ἡ ἐλῃά, ὁ
τζίτζικας καὶ ἡ κουκουβάγια, τὰ τρία πανάρχαια τοῦ τοπικισμοῦ σύμβολα, ἐπῆραν,
διὰ μέσου τῶν αἰώνων, πολὺ διαφορετικὸν δρόμον.
Ἀπαράλλακτα, ὅπως τρεῖς παιδικοὶ φίλοι,
ποὺ ὕστερα ἐχωρίσθηκαν, καὶ ὁ ἕνας ἔγινε γεωργοκτηματίας, ὁ ἄλλος βιολιτζῆς καὶ
ὁ τρίτος φυγόδικος.
Ὦ ἐλῃά! σύμβολον τῆς νίκης τῶν εἰρηνικῶν
ἀγώνων καὶ τῆς εἰρήνης τῶν φονικῶν πολέμων. Ὦ αἰωνόβιον δένδρον, ποὺ χαρίζεις
εἰς τὰς Ἀθήνας δροσιὰν καὶ ὑγείαν καὶ τροφὴν καὶ θέρμανσιν! Ὑπὸ τὴν σκιάν σου
ἀνεπαύθησαν οἱ μεγαλοφυέστεροι τῶν δημιουργών καὶ οἱ κτηνωδέστεροι τῶν
καταστροφέων.
Ὦ ἐλῃά! ποὺ μὲ τοὺς χυμούς σου
ἐξηγόρασες ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνοὺς τὰ προνόμια τῆς πόλεως διὰ νὰ μὴ μιαίνῃ αὐτὴν τοῦ
Πασᾶ ἡ ποδάρα, ὕστερ’ ἀπὸ λίγα χρόνια δὲν θὰ βλέπωμεν πλέον, διὰ μέσου τῶν
θαλλῶν σου, τὰ στοιχειωμένα τῆς Ἀκροπόλεως μάρμαρα, οὔτε ἡ θαλία τοῦ
τοπικοῦ ἰδιώματος, θὰ διαλαλῇ πλέον ποῦ εἶναι τὸ σπιτικὸ κρασί. Θὰ λείψουν αἱ
δρυπεταὶ καὶ αἱ ἁλμάδες καὶ αἱ θλασταί, ποικιλίαι τῆς παραγωγῆς τῶν καρπῶν σου
προαιώνιοι, ᾑ σημεριναὶς θρούμπαις καὶ τῆς ἅρμης καὶ ᾑ τσακισταίς.
Θὰ λείψουν καὶ τοῦ Δεσπότη ᾑ διαλεχταὶς
κολυμπάδες.
Ἔρημος εἶναι πλέον ὁ μικρὸς καὶ ὁ μεγάλος
γῦρος τοῦ γλαυκοῦ ἐλαιῶνος, ὅπου ἀναγαλλιάζετο ἡ πραγματικὴ ἀριστοκρατία τῶν
περασμένων χρόνων.
Ὦ ἱερὸν ἄλσος, ποὺ εἰς τὸ πεῖσμα τοῦ
Ποσειδῶνος σὲ κινεῖ ἡ Ἀθηνᾶ, ὁσάκις καὶ αὐτὸς κινεῖ τὰ κύματά του. Σήμερα ὁ
ρυθμικός κρότος τοῦ τσεκουριοῦ σου σημαίνει τὴν ἀκμήν σου ποὺ περνᾷ, καὶ σὲ
κατακρεουργεῖ, καὶ σὲ ἐξοντώνει διὰ πρόσκαιρον κέρδος, χωρὶς νὰ βρίσκεται ἕνα
ἀριστερὸ χέρι νὰ πιάσῃ ἀπὸ τ’ αὐτί, καὶ ἕνα δεξὶ ἀπὸ τὸν λαιμὸ τὸν νομέα καὶ νὰ
τοῦ φωνάξῃ: «Εἶναι σεμνή, εἶναι ἱερὰ ἡ
ἐλῃά. Τρῶγε τὸν καρπό της καὶ βράζε τὸν χυμό της. Ἀλλά, δὲν σοῦ ἀνήκει ζῷον τὸ
σῶμα τὸ εὐγενές… Ἡ γενιὰ τῆς ἐλῃᾶς αὐτῆς ἐγνώρισε τὴν Ἀθηνᾶν, καὶ σὺ δὲν ξέρεις
ἀπὸ ποῦ κρατεῖ ἡ σκούφια σου»…
(Από το βιβλίο « Καμπούρογλου Δημήτριος. Σειραί»,
εκδόσεις "Πελεκάνος",
Αθήνα)