«Αλησμόνητη Μητέρα μου, για Σένα»
του
Τάκη Χαραλ. Ιορδάνη (Ph.D.),
Προέδρου του Συνδέσμου Προβληματισμού & Παρέμβασης για την Ανάπτυξη της
Λέσβου «ΠΙΤΤΑΚΟΣ Ο ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ», τ.
Διευθύνοντος Συμβούλου της Ελληνικής Βιομηχανίας Όπλων, τ. Πρόεδρου του
Πανελληνίου Συλλ. Μεταλλειολόγων Μηχανικών
Αιολίας Λόγος / ΕΜΠΡΟΣ / 8-8-2020
Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται 26 χρόνια αφότου έφυγε απ’ τη ζωή η αλησμόνητη μητέρα μου. Ας μου συγχωρεθεί απ’ τους αναγνώστες μου το παρόν, παρακαλώντας τους να το εκλάβουν ως ελάχιστο δείγμα έκφρασης ευγνωμοσύνης προς τον άνθρωπο που με έφερε στη ζωή και με ανάθρεψε. Περισσότερο δε, ως το ετήσιο μνημόσυνό της.
Η Ελπινίκη, κόρη του Γεωργίου Μουτάφη απ’ το Σκαλοχώρι και της Θεοκτίστης Ψωμά απ’ την Άντισσα, ήταν η αξέχαστη μητέρα μου. Η ξεχωριστή αυτή γυναίκα, που με καθοδήγησε στο να είμαι άνθρωπος, κατά τη Σωκράτειο θεώρηση του δικαίου, της σωφροσύνης και της ευσέβειας. Το «ως χαρίεν εστ’ άνθρωπος, όταν άνθρωπος ή», αν και του δημοτικού, ήταν το απαύγασμα των προς εμέ διδαχών και καθοδηγήσεών της, μέχρι που έφυγα για τα γράμματα στη Μυτιλήνη στα 15 μου χρόνια. Ήταν άνθρωπος υπερήφανος, ασυμβίβαστος, διεκδικητικός και εν τέλει προσωπικότητα ισχυρή και επαναστατική.
Γεννήθηκε προ ενός περίπου αιώνα, τότε που στο χωριό επικρατούσαν ακόμα συνήθειες της Ανατολής. Από τους γονείς της λογοδόθηκε, μόλις γεννήθηκε, με γόνο οικογένειας καλοστεκούμενης για τα δεδομένα του χωριού. Της Ελπινίκης, για τα δικά της κριτήρια, ο «γαμπρός» δεν της ταίριαζε. Έτσι, ενώ οι γονείς της και τα εκ μητρός μπαρμπάδια της ετοιμάζονταν να πάνε να δώσουν τον επίσημο λόγο του αρραβώνα της κόρης και ανεψιάς τους, εκείνη πήγε και αρραβωνιάστηκε το Χαράλαμπο, τον πατέρα μου. Η απόφαση και ενέργεια αυτή της Ελπινίκης υπήρξε για όλο το σόι άκρως επαναστατική, κατακριτέα και απορριπτέα. Για να δειχθεί η σχετική δυσαρέσκεια του σογιού, αρκεί να αναφερθεί ότι κανένα απ’ τα τρία μπαρμπάδια της δεν παραβρέθηκε στο γάμο της.
Η οξύνους όμως Ελπινίκη είχε σταθμίσει καλά το Χαράλαμπο, αφού, όντας με την αδερφή του κολλητές φίλες, στη συναναστροφή τους μπόρεσε να εκτιμήσει αυτόν, ως έντιμο, ειλικρινή, σταθερού χαρακτήρα, δουλευταρά, και «κουβαλητή» άντρα αλλά και πατριώτη. Προσόντα ανδρός εξαιρετικά, μάλιστα τότε στην περίοδο της Γερμανοκατοχής.
Ο έρωτας Ελπινίκης και Χαράλαμπου υπήρξε ευτυχές
συνταίριασμα, αφού τούτοι αποτέλεσαν αρμονικό ζεύγος, τόσο στο συναισθηματικό,
τον ανθρώπινο, όσο και στο συντροφικό τομέα. Την ευτυχία τους ολοκλήρωσε η
γέννηση των δυο τους υιών. Εμένα και του μικρότερου τους, του Γιώργου. Εκεί
όμως, μπήκε η μεγάλη «μαχαιριά»
στην ευτυχία τους, γιατί ο Γιώργος γεννήθηκε στερούμενος ακοής. Το γεγονός της
αναπηρίας του μικρού της γιου η Ελπινίκη ουδέποτε αποδέχτηκε. Σε αγαστή
σύμπνοια με το Χαράλαμπο, αυτό που προσπάθησαν ήταν να τον πάνε στη Δημόσια
Σχολή Κωφαλάλων στην Αθήνα, για να μάθει γράμματα. Εποχές δύσκολες, λίγο μετά
τον εμφύλιο, που επικρατούσε το κράτος της δεξιάς, η ισχύς του κομματάρχη και
το κομματικό μέσο, που ο δημοκράτης πατέρας μου δεν διέθετε. Τούτο, έκανε, ο
Γιώργος να πάει στην πρώτη τάξη, στα 11 του χρόνια αντί στα 6 του! Παρ’ όλα
αυτά, έμαθε γράμματα και μετά, στη σχολή αποκαταστάσεως πολιτικών αναπήρων
έγινε ένας καλός μαραγκός κι έτσι βιοπορίστηκε στην Άντισσα, όσο
ζούσε.
Η αγωνία και ο αγώνας της μητέρας για τη φροντίδα του
μικρού αδερφού μου δεν είχε το οποιοδήποτε αρνητικό σε ό,τι αφορά τη στοργή της,
την αγάπη, ανατροφή και καθοδήγησή της προς εμένα. Η λαχτάρα της για τα
γράμματα, που τόσο αγαπούσε και που ατυχώς εκείνη στερήθηκε αφού δεν αξιώθηκε να
πάει στο Γυμνάσιο, εκ των δύσκολων οικονομικών της πατρικής της οικογένειας,
έκαναν να μου περνά σε κάθε ευκαιρία το αξέχαστο «Τάκη,
γράμματα!». Αυτό, σε θαυμαστή συμφωνία και με την επιθυμία του πατέρα μου,
έκανε να εμφυτευθεί στο παιδικό μυαλό μου, χωρίς να αφήνει περιθώριο για
οποιαδήποτε άλλη σκέψη.
Τα
χρόνια εκείνα ασφαλώς, ο γιος ενός αγρότη δεν μπορούσε ποτέ να είναι πρώτος στην
τάξη, όταν υπήρχαν γιοι παραγόντων της πιάτσας του χωριού που είχαν στενές
επαφές με τους δασκάλους και τα σχετικά χατίρια. Τούτο το άδικο η
Ελπινίκη δεν το δεχόταν. Σε παράπονό της προς συγγενή της δάσκαλο για την προς
τον γιο της αυτή αδικία, πήρε την απάντηση: «Ελπινίκη,
τα χατίρια είναι ως το γεφύρι του Βούλγαρη ποταμού». Θυμούμαι
να λέει και να ξαναλέει αυτό, γριά πια και δικαιωμένη εκ των πραγμάτων, όταν
είχα ολοκληρώσει τις σπουδές μου (εδώ και στο εξωτερικό), είχα αρχίσει την
επιτυχή καριέρα μου αλλά και την κοινωνική καταξίωσή
μου.
Αν και κόρη αστικής οικογένειας του χωριού, στάθηκε δίπλα στο Χαράλαμπο με αξιοπρέπεια, πίστη, εξαιρετική εργατικότητα και ιδιαίτερη μεταξύ τους συνεννόηση. Η από κοινού δράση, ο μεγάλος τους μόχθος και η πολλή εργασία είχαν το αποτέλεσμα να υπερδιπλασιάσουν τα περιουσία τους (προικώα, πατρική). Τούτο, μεσούσης της μαζικής τότε μετανάστευσης (Αυστραλία, Καναδά κ.λπ.), ώστε πολλοί έλεγαν «οι Γιορντάνηδες (οι γονείς μου) βρήκαν τον Καναδά στα Λάψαρνα». Έτσι, πέραν του ότι βοήθησαν για χρόνια εμάς τα παιδιά τους στο δρόμο του, το καθένα, έζησαν κι εκείνοι μια σχετικά άνετη οικονομικά ζωή. Αυτή την περιουσία, που κατά τα τότε δεδομένα μπορούσε να ζήσει δύο ή και τρεις ακόμα οικογένειες, την οποία μας άφησαν οι αγαπημένοι γονείς μας, για μένα δεν θα είχε καμιά αξία, ακόμη κι αν ήταν εκατονταπλάσια, αν δεν μου παρείχαν ό,τι χρειάστηκε, για να σπουδάσω και να αποκτήσω τη δυνατότητα και ικανότητα να μιλώ και να γράφω.
Ασφαλώς είναι ανθρώπινο ο καθένας να θυμάται και να τιμά τη μητέρα του. Φυσικά κι εγώ θυμούμαι πάντα τη γλυκιά, όμορφη μορφή, ως και τον πλούσιο ψυχικό κόσμο της δικής μου αλησμόνητης μητέρας. Έτσι σήμερα, γέρων πια, κλίνω εδώ με ευλάβεια το γόνυ και της αποδίδω τα πρέποντα, με πλέρια αγάπη, σεβασμό και τιμή.
Τάκης Χαραλ. Ιορδάνης