ΑΦΙΕΡΩΜΑ
ΣΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ
21η ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1967 ~ 17η ΝΟΕΜΒΡΗ 1973 ~ 24η ΙΟΥΛΙΟΥ 1974
ΜΙΑ ΕΠΤΑΕΤΙΑ ΧΩΡΙΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ - ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Η ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ - ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
1967: Διαφωνίες βασιλιά Κωνσταντίνου Γλύξμπουργκ με τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου ⇒ Αποπομπή Γ. Παπανδρέου από την πρωθυπουργία ⇒ Προκήρυξη νέων εκλογών.
1967/21 Απριλίου (ένα μήνα προ των εκλογών): Πραξικόπημα συνταγματαρχών, με επικεφαλής τους Γεώργιο Παπαδόπουλο, Στυλιανό Παττακό και Νικόλαο Μακαρέζο ⇒ Επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας, που θα διαρκέσει 7 χρόνια (21 Απριλίου 1967 - 24 Ιουλίου 1974/Μεταπολίτευση και αποκατάσταση της Δημοκρατίας).
1973/14 Φεβρουαρίου: Ξεσηκωμός φοιτητών Αθήνας και συγκέντρωσή τους στο Πολυτεχνείο, με αίτημα να καταργηθεί ο Ν. 1347, ο οποίος προέβλεπε την υποχρεωτική στράτευση των φοιτητών που ανέπτυσσαν συνδικαλιστική δράση κατά τη διάρκεια των σπουδών τους.
1973/23 Φεβρουαρίου: Κατάληψη Νομικής Σχολής Αθηνών από φοιτητές, με συνθήματα «Κάτω η Χούντα», «Δημοκρατία», «Ζήτω η Ελευθερία», «Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία», «Λευτεριά – Ψωμί – Δουλειά», «Δεν περνάει ο Φασισμός», «Κάτω η Χούντα των ταγματαρχών» ⇒ Καταστολή της από την Αστυνομία.
1973/Μάιος: Ανταρσία στο Πολεμικό Ναυτικό και διαφυγή του καταδρομικού πλοίου «Βέλος» στην Ιταλία ⇒ Μνημόσυνο Γεωργίου Παπανδρέου, που εξελίχθηκε σε παλλαϊκή αντιδικτατορική διαδήλωση.
1973/14 Νοεμβρίου: Συνέλευση φοιτητών και κατάληψη Πολυτεχνείου ⇒ Συγκρότηση επιτροπών ⇒ Λειτουργία Ραδιοφωνικού σταθμού, αρχικά στο κτίριο του Τμήματος Χημείας του Πανεπιστημίου Αθηνών κι έπειτα στο Τμήμα Μηχανολόγων ⇒ Συνθήματα ⇒ Συγκέντρωση χιλιάδων πολιτών γύρω από το Πολυτεχνείο.
1973/16 Νοεμβρίου: Επίθεση ισχυρών αστυνομικών δυνάμεων στο συγκεντρωμένο πλήθος με ρόπαλα, σφαίρες και δακρυγόνα ⇒ Διαταγή για στρατιωτική παρέμβαση: 3 μοίρες ΛΟΚ και 1 μοίρα Αλεξιπτωτιστών από τη Θεσσαλονίκη, 3 άρματα μάχης από το Γουδί (2 τανκς στάθμευσαν στην οδό Τοσίτσα, αποκλείοντας τις πλαϊνές πύλες, και το τρίτο απέναντι από την κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου).
1973/17 Νοεμβρίου (ώρα 3 τα ξημερώματα): Το τρίτο τανκ λαμβάνει εντολή να εισβάλει στο χώρο του Πολυτεχνείου και ρίχνει την κεντρική πύλη ⇒ Ομάδες μυστικών αστυνομικών και οι μοίρες ΛΟΚ εισέβαλαν στο χώρο του Πολυτεχνείου, κυνηγώντας τους φοιτητές ⇒ Επισήμως νεκροί: 34 άτομα.
1973/25 Νοεμβρίου: Πραξικόπημα Δημήτρη Ιωαννίδη και ανατροπή δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου. Νέος Πρόεδρος «Δημοκρατίας» ο Φαίδων Γκιζίκης.
1974/15 Ιουλίου: Πραξικόπημα στην Κύπρο κατά του αρχιεπισκόπου Μακαρίου, με συνέπεια την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο.
1974/20 Ιουλίου: Εισβολή Τούρκων στην Κύπρο ⇒ Διχοτόμηση μεγαλονήσου (40% του κυπριακού εδάφους κατεχόμενο) ⇒ Το ΧΡΕΟΣ μας.
1974/24 Ιουλίου: Αποκατάσταση Δημοκρατίας στην Ελλάδα και γκρέμισμα δικτατόρων.
1974/17 Νοεμβρίου: Βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα.
1974/8 Δεκεμβρίου: Δημοψήφισμα – Ο Ελληνικός Λαός ψηφίζει ποιο πολίτευμα θέλει.
1975/11 Ιουνίου: Σύνταγμα 1975. Ψηφίστηκε στις 7 Ιουνίου και ίσχυσε από 11 Ιουνίου.
1975/Δίκη υπευθύνων: Το καλοκαίρι του 1975 δικάστηκαν από το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών οι υπεύθυνοι του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967. Κρίθηκαν ένοχοι για «εσχάτη προδοσία» και καταδικάστηκαν σε θάνατο οι: Γεώργιος Παπαδόπουλος, Στυλιανός Παττακός, Νικόλαος Μακαρέζος, Δημήτριος Ιωαννίδης. Αργότερα η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά. Σε ισόβια καταδικάστηκαν οι Σ. Βαρνάβας και Νικόλαος Ντερτιλής. Η δίκη κράτησε 57 ημέρες. Το δικαστήριο καταδίκασε 20 κατηγορούμενους και αθώωσε 12.
ΨΩΜΙ - ΠΑΙΔΕΙΑ - ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο
(απόσπασμα)
«Εδώ Πολυτεχνείο!
Σας μιλάει ο ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων. Είμαστε ο μόνος σταθμός που μετά έξι χρόνια δικτατορίας στην Ελλάδα μπορεί να λέει ελεύθερα την αλήθεια.
Αυτή τη στιγμή στην Αθήνα πανηγυρίζει όλος ο λαός. Χτυπούν οι καμπάνες χαρμόσυνα παντού, γιατί αυτή τη στιγμή γεννιέται και σημαίνει η ώρα της λευτεριάς.
Ελληνικέ λαέ, πρέπει να μας συμπαρασταθείς, πρέπει να συνεχίσεις τον αγώνα μας. Κι αν αυτή τη στιγμή μας πιάσουνε, κι αν αυτή τη στιγμή μας σκοτώσουν, ναι, δε φοβόμαστε να πεθάνουμε, όταν θα πεθάνουμε λεύτεροι.
Έλληνες, πρέπει να μάθετε την αλήθεια. Να μάθετε πως τα παιδιά σας γεννήθηκαν λεύτερα. Έλληνες, τα τανκς αυτή τη στιγμή έχουν στραφεί με τις μπούκες των κανονιών τους προς το Πολυτεχνείο. Οι φοιτητές έχουν ξεκουμπώσει τα πουκάμισά τους και δείχνουν τα στήθια τους. Το μόνο όπλο που έχουν μπρος στα τανκς…
Είμαστε άοπλοι, είμαστε άοπλοι, είμαστε άοπλοι… Ούτε μια πέτρα δεν έχουμε να ρίξουμε στ’ αδέλφια μας. Όλοι είμαστε αδέλφια…
Ελληνικέ λαέ, πρέπει να μας συμπαρασταθείς. Σήμερα, αυτή τη στιγμή, πώς είναι δυνατόν να κοιμηθείς, όταν τα τανκς στέκουν μπρος στις πύλες του Πολυτεχνείου και σημαδεύουν τα παιδιά σου;
Εδώ Πολυτεχνείο!… Θέλουμε ορθοπεδικούς… Έχουμε πληγωμένους… Χρειαζόμαστε ενέσεις μορφίνης, έχουμε πληγωμένους, θέλουμε γιατρούς…
Εδώ Πολυτεχνείο!…»
(Εκφωνήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 1973)
«Θέλει Αρετή και Τόλμη η Ελευθερία»
(Ανδρέας Κάλβος)
Η ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ – ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Μιχαλέλλη Παύλου
ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ
Μαρμάρωσαν των Ελλήνων τα χείλια,
οι καρδιές από πέτρα πετρώσαν,
στης χούντας στα μαύρα τα χρόνια,
πόνος και τρόμος η κάθε μας μέρα.
Οι φασίστες, με τανκς το ΛΑΟ μας δούλωσαν,
με νύχτα και φόβο τη χώρα σκέπασαν.
Της φυλής μας τα τίμια λάβαρα κάψαν
και τα ρίξαν, σ’ ανήλια μπουντρούμια.
Στάχτες γενήκαν του Έθνους οι πόθοι,
σωριαστήκαν καμένοι μέσ’ στις ψυχές μας,
μα κρύβανε πάντα μια σπίθ’ αναμμένη
φως, λευτεριά και σπαθί να ζητάνε.
Φουντώνει σε φλόγα γιγάντια η σπίθα,
στις καρδιές νεολαίων τολμηρών και γενναίων,
που κινήσαν και λύσαν τα πέτρινα χέρια
κι αδράξαν του ΔΙΑ τ’ ανίκητο δόρυ.
Ορμούν, σαν γίγαντες με στήθια ηρώων,
στους Ναούς τ’ Ολύμπου, στ’ απάτητ’ αλώνια
και του Έθνους τα Λάβαρα στήνουν ξανά,
στον αγώνα καλώντας το Λαό να ριχτεί.
Αναρτούν τα Ιερά, στων Βωμών τους πασσάλους,
που του Έθνους τ’ άχραντα τρόπαια φέρουν,
από ένδοξες νίκες, σε μάχες δεκάδων αιώνων,
για ΖΩΗ, ΛΕΥΤΕΡΙΑ και ΤΙΜΗ της Ελλάδας.
Στην ορμή του Λαού, σκορπούν οι φασίστες,
τα στοιχειά της εφτάχρονης νύχτας.
Ξημερώνει πια μέρα, με ΦΩΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ!!!
Το Έθνος θ’ αρχίσει και πάλι να ΖΕΙ.
(«Αυτός ο άνθρωπος», 1994 και Κώστα Μίσσιου «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τ. 9ος, Μυτιλήνη 1998, σελ. 722)
Τραγανίδα Γρηγόρη
ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ
Λαοί, μη φωνάζετε.
Ανοίξτε τα ράδιά σας
και πιάστε Ελλάδα – κι ακούστε…
Ακούστε με κλειστό το στόμα
τον ήχο που κάνει η σφαίρα,
όταν χτυπάει στο ιερό κορμί.
Ακούστε εκείνες τις φωνές
που τραγουδούν δωρικά
το μνημειώδη ύμνο.
Ακούστε κάποιες ερπύστριες
να λιώνουν στην πόρτα τα σιδερικά,
στην πόρτα τα κορμιά τους.
Και μετά, και μετά, ελάτε
να πολεμήσετε πλάι τους,
να συνηγορήσετε στο δικαστήριο του κόσμου
και να δικάσετε τ’ άδικο του κόσμου.
Ύστερα ανεβείτε στις ταράτσες
κι ακούστε τον απόηχο της φωνής:
«Εδώ Πολυτεχνείο…»
ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ
Φόβοι, σκοτάδια εφτάχρονα,
φευγάτε απ’ την Ελλάδα.
Δημοκρατία, ντύσε την
στο θείο σου μεγαλείο – τ’ αξίζει.
Να η φοιτητική η νιότη
σα λαμπάδα καίγεται για τη Λευτεριά.
Εδώ Πολυτεχνείο.
(Από ραδιοφωνική εκπομπή)
Βαλέτα Γιώργου
ΟΙ ΑΝΔΡΕΙΟΙ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ
Σας άκουσαν τ' αγρίμια μες στη νύχτα κι ούρλιαξαν,
κατέβασαν του ολέθρου τ' άρματα στο Κάστρο σας
που το κρατούσατε άπαρτο με της ψυχής σας τα σπαθιά
με τα κορμιά ολόγυμνα, με χέρια ατσάλινα
φύσηξε ο βοριάς από την Πίνδο, φύσηξε άπιαστος
κατέβασε τραγούδια, φλάμπουρα, αστραπές, βροντές,
τη Λευτεριά κατέβασε και θρόνιασε στο αίμα της.
(Περιοδικό «Αιολικά Γράμματα», τ. 29 / 1975 και Κώστα Μίσσιου Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τ. 9ος, Μυτιλήνη 1998, σελ. 296)
17 του Νοέμβρη 1973
(Χαράματα)
Πέρα στην πλατιά λεωφόρο
με τα γυμνά δέντρα,
τα φυλλώματα,
προβάλλουν τώρα οι χώροι αδειανοί.
Λιγοστά είναι τα βήματα,
ξέπνοοι οι λογής ήχοι,
αραιοί.
Στάζει τ’ αγιάζι μέσα μας.
συχάζει η τυραγνοπατημένη πόλη,
η βουερή.
Πέρα απ’ τη μακρινή λεωφόρο
με τα γυμνά δέντρα,
τα φυλλώματα,
πεθαίνει η νύχτα, η φονική.
Αλυχτούνε οι θεριεμένοι σκύλοι
στα περάσματα, όξω απ’ τις κλειστές πόρτες,
καθώς στους τοίχους πληθαίνουν οι σκιές
κι απλώνονται τα γράμματα,
αιμάτινα, θαμπωτικά:
«για τον αγώνα και τη λευτεριά»
«για την πολύπαθη πατρίδα»!
Πίσω απ’ τις μανταλωμένες πόρτες,
βαριανασαίνουν οι καρδιές
π’ ανασηκώσαν τη μεγάλη μέρα!
Ω, Θε μου, κάμε πριν χαράξει
ν’ αστράψουν οι ουρανοί,
χρυσό φως ολούθε ν’ απλωθεί
κάμε, Μεγαλοδύναμε, να ξεχυθεί
ποτάμι ξέφρενο η πνοή,
να λυτρωθεί, η τυραγνοπατημένη πόλη!
(Από την ανθολογία του Ηλία Γκρη «Το μελάνι φωνάζει. Η 17η Νοέμβρη 1973 στη λογοτεχνία», Εκδόσεις «Μεταίχμιο»)
Ιωάννου Γιώργου
ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ
«Εδώ Πολυτεχνείο! Σας μιλάει ο ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων.»
Και κάποτε ακούσαμε τον ορυμαγδό των τανκς, που έρχονταν απ’ την Αλεξάνδρας. Κατεβήκαμε και σου ανοίξαμε την εξώπορτα του σπιτιού μας. Όχι μονάχα εμείς, μα όλοι όσοι σε λατρεύαν. Αυτό ήταν το ελάχιστο. Ενώ άλλοι κάναν μεγάλες θυσίες για σένα. Άφησαν, λέει, τ’ αυτοκίνητά τους μες στη μέση, στην προσπάθειά τους να φράξουν το δρόμο. Άλλοι πάλι φόρτωσαν στ’ αυτοκίνητά τους ό,τι είχαν απ’ αυτά που επίμονα ζητούσες, και περνώντας μέσα απ’ τις σφαίρες, τα δακρυγόνα και τις φωτιές σού τα παράδωσαν στην Πύλη. Κι ένα γειτονόπουλο, πάνω στο μεγάλο παροξυσμό των πυροβολισμών, αντί να φυλαχτεί, το ’σκασε προς εσένα με το μηχανάκι του. Πάντως, εκεί που διαδήλωνες εσύ τρεις μέρες και τρεις νύχτες, τώρα αλωνίζουν τα τανκς με τους προβολείς αναμμένους. Περιμένουμε τα χειρότερα. Κολλήσαμε τ’ αυτί μας στο ραδιόφωνο. Με κόπο έψελνες τον Εθνικό Ύμνο. Και μετά σιωπή.
Κατσίμη Σπύρου
Μας ξάφνιασε η νύχτα
Το πρωί διασχίζαμε τους δρόμους
με τα σχολικά μας βιβλία
Τη νύχτα συνεχίζαμε τη ζωή της ημέρας,
φυλάγοντας τον ήλιο. Οι φοιτήτριες
χόρευαν και τραγουδούσαν.
Έτσι μας χαρακτήρισαν συνωμότες.
Στο Μεγάλο Σχολείο μάς ξάφνιασε η νύχτα
με τόσους βαριά τραυματισμένους γύρω μας,
χωρίς γάζες, οξυγόνο,
χωρίς φάρμακα, γιατρό, ασθενοφόρα.
Μια ριπή πολυβόλου τραυματίζει το φως.
Στα υπνοδωμάτια των παιδικών μας χρόνων
με το εικόνισμα της Παναγιάς ποιος ονειρεύεται
ειρηνικές παρελάσεις;
Μας κυνηγούσαν στα ερημικά πάρκα και τις παρόδους,
γιατί – λέει – θα καίγαμε την πόλη
με τον ήλιο που κρύβαμε.
(Από τη συλλογή «Οι ρήτορες», Εκδ. «Διογένης», Αθήνα 1974 και Ανθολογία Ηλία Γκρη «Το μελάνι φωνάζει – Η 17η Νοεμβρίου 1973 στη λογοτεχνία», εκδ. «Μεταίχμιο»)
Ρίτσου Γιάννη
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΜΙΑΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ
Αθήνα, 16 Νοεμβρίου
ΩΡΑΙΑ παιδιά με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια,
ωραία παιδιά, δικά μας, με τη μεγάλη θλίψη των αντρείων,
αψήφιστοι, όρθιοι στα προπύλαια, στον πέτρινο αέρα,
έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι, – πώς μεγαλώνει
το μπόϊ, το βήμα κι η παλάμη του ανθρώπου –
17 Νοεμβρίου
ΒΑΡΕΙΑ σιωπή, διάτρητη απ’ τους πυροβολισμούς. πικρή πολιτεία,
αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το ξύδι –
ποιος θα πει: π ε ρ ι μ έ ν ω μες απ’ το μέσα μαύρο;
μικροί σκοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια
μ’ έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο. κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί,
και το μοναχικό σκυλί στ’ αποκλεισμένα προάστια
ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω απ’ τα καπνισμένα αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη στις λεωφόρους
πάνω απ’ τα τανκς, μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς,
πώς μ π ο ρ ε ί τ ε λ ο ι π ό ν ν α κ ο ι μ ά σ τ ε;
πώς μ π ο ρ ε ί τ ε λ ο ι π ό ν ν α κ ο ι μ ά σ τ ε;
Κάλαμος, 18 Νοεμβρίου
ΕΛΕΝΗ, Μάρω, Ηλέκτρα, Δήμητρα, παιδιά μας,
πόσες γενιές παιδιά μας, σε αδιαίρετο χρόνο, χωρίς χρόνο,
στα στάχυα και στα σύρματα, στη γραφομηχανή, στον τηλεβόα,
έρωτές μας, παιδιά μας, σκοτωμένα παιδιά μας, έρωτές μας –
ΓΙΑ ΤΙΠΟΤ’ άλλο να μην έχουμε μάτια, παρά μόνο για σας. Τίποτ’ άλλο.
Αθήνα, 19 Νοεμβρίου
ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΚΩΝΕΣ στηριγμένους στην ποίηση, με τα μάτια κλεισμένα
στις παλάμες –
Ακούω τη φωτιά. Ανεβαίνει.
ΣΚΟΤΩΜΕΝΟΙ επιτόπου, μπροστά στο παράνομο μικρόφωνο, κι η
φωνή τους ακόμη:
α δ έ ρ φ ι α, α δ έ ρ φ ι α, πάνω απ’ το αίμα τους, με το αίμα τους
πάνω από την αγρυπνισμένη Αθήνα, – πώς μ π ο ρ ε ί τ ε
λ ο ι π ό ν, π ώ ς μ π ο ρ ε ί τ ε;
20 Νοεμβρίου
ΜΑΖΕΨΑΝ τα οδοφράγματα, πλύναν τα αίματα. Τα μισά παιδιά
πήγαν σχολείο.
Οι γυναίκες βγήκαν για ψώνια, (στη γωνιά ένα καμένο αυτοκίνητο).
Πλύναν τα ρούχα,
τ’ απλώσαν στις ταράτσες μυστικά-μυστικά – μη και φανούνε
σαν άλλες σημαίες. Κλειστά νοικοκυριά – το κρεμμύδι, η πατάτα,
το λάδι –
το αλάτι χυμένο στο δρόμο . το ίδιο και τ’ αλεύρι. Μες στο ψυγείο
το κόκκινο πουλί μ’ όλα του τα φτερά. Απ’ το θάνατο αρχίζουμε –
έτσι έλεγε – απ’ το θάνατο αρχίζουμε πάλι,
21 Νοεμβρίου
ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ πονάνε περισσότερο απ’ τ’ αγόρια. με τον πόνο
νικάνε το φόβο. – είναι οι μικρές μητέρες, έτοιμες κιόλας.
Τ’ αγόρια
Είναι πολύ μονάχα κάτω απ’ το χάδι, – φοβούνται,
είναι από μόνα τους μόνα – κάνουν πως χαμογελάνε, κοιτάζουν
αλλού,
κάνουν πως δέχονται. λείπουν στα δικά τους, κρυμμένοι
στον ίσκιο της μεγάλης σημαίας. – αυτά δε γκαστρώνονται, δε
γεννάνε. φοβούνται.
μονάχα η θέληση τους μένει. – μ’ αυτή θα παλέψουν, μ’ αυτή θα
γίνουν ό,τι γίνουν, ό,τι φτιάξουν.
οι πιο λυπημένοι είναι οι ήρωες – κι αυτοί λείπουν, κρυμμένοι
κάτω απ’ την πράξη τους, βαμμένοι με το αίμα τους, – απ’ τα
πριν πεθαμένοι,
σώζοντας μες στο φόβο το χαμόγελό τους για τους άλλους.
22 Νοεμβρίου
ΑΡΓΑ που μαλακώνει το μαχαίρι. Αυτός που σωπαίνει
δεν είναι που δεν έχει τίποτα να πει. δεν είναι
τα δώδεκα καρφιά στον τοίχο, η ακρίδα στο ποτήρι –
είναι που περιμένει να ξεσφίξει τα σαγόνια του.
(Η πιο μεγάλη νύχτα θα τελειώσει με σημαίες)
(«Γίγνεσθαι», εκδόσεις ″Κέδρος″, Αθήνα 1979, σελ. 129-134)
Παππά Λένας
ΣΤΟΥΣ ΣΚΟΤΩΜΕΝΟΥΣ ΣΠΟΥΔΑΣΤΕΣ ΤΟΥ ΝΟΕΜΒΡΗ
Μάτια κλειδωμένα, χέρια παγωμένα
κείτεται
– δεκαοχτώ χρονώ ήτανε δεν ήτανε –
για να έχω εγώ πουλιά – φτερά στα χέρια μου,
και συ το σπιτάκι σου,
μια γλάστρα με βασιλικό στο πεζουλάκι
και τα παιδιά μας ξένοιαστα να χτίζουνε το μέλλον.
Η μάνα του τον περιμένει και δεν έρχεται,
η άνοιξη του παίζει και δεν τήνε ξέρει πια.
Στις φλέβες του αίμα σταματημένο και πικρό,
γυαλί σπασμένο ο κόσμος, σωριασμένο πάνω του.
Για να έχω εγώ τον άσπρο μου ύπνο
και συ γαρίφαλο χαμόγελο στο στόμα σου,
για να ’χουν τα παιδιά μας το δικό τους ήλιο…
Λεύτερος μέχρι το μεδούλι των κοκκάλων του,
δεν άντεξε τους ίσκιους, τα φριχτά κλειδιά,
τις προσωπίδες, τα χαμηλωμένα αισθήματα.
– όρμησε καταπάνω τους
με το χλωρό σπαθί της νιότης του.
Δύσκολη η λευτεριά, επικίνδυνη,
ευαίσθητη, σαν το φτερό της πεταλούδας,
αράγιστη σαν το διαμάντι, τρομερή,
αιώνες πεθαμένη ξαφνικά ανασταίνεται
πάνω και πέρα από το φόβο
και το χρόνο.
Για να έχω εγώ δικιά μου τη φωνή
το “ναι” και τ’ “όχι” μου,
και συ όρθια κι ωραία την περηφάνεια σου,
για να ’χουν τα παιδιά μας
τα δικά τους βήματα στο φως,
μέσα στο θάνατό του, σκοτεινός,
κείτεται ο γενναίος, ο νέος,
– δεκαοχτώ χρονώ ήτανε δεν ήτανε.
(Περιοδικό «Ευθύνη», τεύχος 35)
Μίσσιου Κώστα
ΜΕΙΝΑΤ’ ΕΚΕΙ
Περιφρονώντας
Επιδεικτικά
Την επερχόμενη νύχτα.
Κοντά σας
Δικαιώθηκε
Η έκτη μέρα
Της δημιουργίας.
ΜΑΣ ΕΙΠΑΤΕ
Ελάτε
Και μεις
Βολευτήκαμε καλύτερα
Στις αναπαυτικές πολυθρόνες
Ακούγοντας
Τετέλεσται.
ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΑΤΕ ΜΕ ΘΑΡΡΟΣ
Τραγουδήσατε με πάθος.
Τραγούδι
Και σεις
Αιώνιο
Γίνατε.
ΑΝΘΟΣ ΓΛΥΚΟΣ Η ΝΙΟΤΗ ΣΑΣ
Ανθός πικρός η νιότη σας
Ανθός γλυκός η λευτεριά
Ανθός πικρός η λευτεριά
Ανθός γλυκός
Ανθός πικρός.
(Κώστα Μίσσιου «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», Μυτιλήνη 1998)
Βρεττάκου Νικηφόρου
ΜΙΚΡΟΣ ΤΥΜΒΟΣ
(17 Νοεμβρίου 1973)
Ξεκινώντας δίχως τουφέκι και σπαθί, με τον ήλιο στο μέτωπο,
υπήρξατε ήρωες και ποιητές μαζί. Είστε το ποίημα.
Απλώνοντας το χέρι μου, δε φτάνει ως εκεί
που ωραία λουλούδια σε υψηλό λειμώνα
τις μορφές σας λιτανεύει ο αέρας της αρετής. Ω παιδιά μου,
μπροστά σ’ αυτό το Ποίημα μετράει μόνο η σιωπή.
(«Τα Ποιήματα», Β΄ τόμος, Εκδόσεις «Τρία Φύλλα», σελ. 475 )
Καλού Στεφανίας
ΦΟΙΤΗΤΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ
Πλησίασε ανυπόδητος τον ιερό το χώρο,
η σάρκα σου το αίμα μου να μεταλάβει.
Γύρω μου το περίβολο ανθοφόρο
και μένα η μαύρη καταχνιά με θάβει.
Σπουδάσαμε του κόσμου τη σοφία,
της Τέχνης την πανώρια ομορφάδα,
κι ήταν απλό: αγάπη, ελευθερία,
να γεννηθούν και να καρπίσουν στην Ελλάδα.
Χαμήλωσε το φως στον Παρθενώνα,
στ’ αδελφοκτόνο έγκλημα βαρβάρου.
Ντροπή, ντροπή σου, εικοστέ αιώνα,
μια ρίμα δεν αξίζεις του Πινδάρου!
Μα, ψήλωσες, Ελλάδα – πάντα πρώτη –
με τη θυσία των αμούστακων παιδιών σου!
Σπορά και δίδαγμα στη βάρβαρη ανθρωπότη,
στεφάνι δάφνης του Νοέμβρη στο βωμό σου.
(Περιοδικό «Αιολικά Γράμματα», τεύχος 106, Γενάρης-Φλεβάρης 1989, Αθήνα, σ. 34)
Βογιατζή Αναστασίας
ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ
Ποιους να τραγουδήσω αναζητώντας τους
στο κρεμασμένο παρελθόν;
Σε ποιο μαρμάρινο σχήμα ν’ ακουμπήσω
κείνες τις άγρυπνες, νοσταλγικές μορφές;
Θ’ ανθοβολήσει η ζωή αχτένιστα εικοσάχρονα παιδιά
θα ζωγραφίσει ο καιρός, περήφανα σπαθιά της νιότης
κι αυτοί που χάθηκαν, θα τρέχουν σε γαλάζια όνειρα
θ’ αγγίζουν λυτρωμένοι τις θύμησες
όπως μονάχα εκείνοι μπορούν ν’ αγγίζουν.
Τραβήξου ποιητή στην άκρη
Μάννα, μη κλαις, λεβεντομάννα,
μα χάιδευε σε τούτα τα κορμιά
της λεύτερης ζωής το ιδρωμένο μέτωπο.
Τραβήξου ποιητή! Στους σκοτωμένους του Νοέμβρη
κανείς μπροστά δεν έχει δύναμη να σκύψει.
Δεν μπορείς, δεν πρέπει να παραμερίζεις
να προσπερνάς, να ξεχνάς!
Στα κλειδωμένα λιμανάκια των ματιών
σέρνεται δίκοπη η φρίκη για το μασκαρεμένο θέατρο
στο αίμα που κυλά και λάμπει ακόμα η οργή
κι αντάμα η δίψα για τη λύτρωση.
Τι να τραγουδήσω για κείνα τ’ άγνωστα χρώματα
που άστραψαν στον πυροβολισμό;
Τι να τραγουδήσω για κείνα τα εικοσάχρονα παιδιά
που σώπασαν ανοίγοντας τη φλέβα του ήλιου;
«Υπόσχεση και θύμηση» σε ζυγισμένη αναλογία…
(Κώστα Μίσσιου «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», 10ος τόμος, Μυτιλήνη 1998, σελ. 533)
Αναστασέλλη Στρατή
ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ
Στην Πατησίων ο κουρνιαχτός σα θα καταλαγιάζει,
και τ’ αυγινό χαμοΐδρωμα την άσφαλτο νοτίζει,
αν νυχτοπάτης ξέμεινες από δουλειά είτε γλέντι
και περπατάς περίφροντις, κοίτα κατά την Πύλη,
οπ’ έχει παραστάτες δυο, το Χρέος και τον Αγώνα.
Που μπαίνει αμάθευτος ο νιος και βγαίνει παντογνώστης.
Που μπήκανε βαριά θεριά και θέριεψαν τη γνώση,
καθώς οι ερπύστριες δάγκωναν τη γης και τα λουλούδια.
Ξερνούν φωτιά και σίδερο, τη φλόγα πάν’ να σβήσουν.
Τη φλόγα που συνδαύλισαν τ’ άγουρα παλικάρια.
Τη φλόγα της Ελλάδος μας που φέγγει όλο τον κόσμο.
Σκουριά θα φάει τα θεριά… Το φως τρώει σκοτάδι.
(Περιοδικό «Αιολικά Γράμματα», τ. 139, 1994 και Κώστα Μίσσιου «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τ. 9ος, Μυτιλήνη 1998, σελ.323)
Φώτου Γιοφύλλη
Εδώ Πολυτεχνείο
Στον άγιο ήχο της φωνής: «Εδώ Πολυτεχνείο!...»
στο κάλεσμα της νιότης μας, που φέρνει προς το φως
άστραψε σ’ όλες τις ψυχές τ’ άφταστο μεγαλείο
της Λευτεριάς και ξέσπασε κάθε καημός κρυφός!
Τ’ ατράνταχτα τα στήθια σας, παιδιά, γινήκαν κάστρα,
και πάλεψαν σκληρά κι ορθά με τανκς και με πιστόλια
σαν η ψυχή σας έφερνε στον ουρανό και στ’ άστρα
το θρίαμβο της Λευτεριάς, μες σε βροχή από βόλια.
Στα παλικάρια που ’πεσαν στην άνιση την πάλη
δόξα τούς πρέπει και τιμή μες σε χιλιάδες χρόνια!
Μα και σε σας που ζήσατε, για να χαρείτε πάλι
ολάκαιρη την Λευτεριά, την πάμφωτη κι αιώνια!...
Ραφήνα, Τρύγος 1974
(Ανθολογία του Ηλία Γκρη «Το μελάνι φωνάζει – Η 17η Νοεμβρίου 1973 στη λογοτεχνία», εκδόσεις «Μεταίχμιο»)
Ρίτσου Γιάννη
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ
Όσοι έπεσαν στο χώρο ετούτο, εγείρονται
και προχωρούν στην ιστορία, κι ο λαός μαζί τους,
εκεί που σμίγουν φως και χώμα κι όνειρο,
εκεί που λευτεριά κι Ελλάδα είν’ ένα.
Λειβαδίτη Τάσου
ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΛΕΓΕΣΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος,
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και
για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν απ’ τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες – μα ούτε βήμα
πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκά-
πηλων
κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζεις την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια,
αφίνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παί-
ζουν ανύποπτα στις πολιτείες.
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα,
αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου.
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς,
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω απ’
τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος,
μπορεί να χρειαστεί ν’ αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη
ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ’ απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου
θ’ απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν’ ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,
να κοιτάς έν’ άστρο, να ονειρεύεσαι.
Είναι όμορφο σκυμμένος πάνω απ’ το κόκκινο στόμα της αγά-
πης σου
να την ακούς να σου λέει τα όνειρά της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ’ αποχαιρετήσεις όλ’ αυτά και να ξεκι-
νήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του
κόσμου, για όλα τ’ άστρα, για όλες τις λάμπες και
για όλα τα όνειρα,
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος,
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή
και περισσότερα χρόνια.
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ’ το τετραγωνικό μέτρο του κελιού σου
θα συνεχίζεις το δρόμο σου πάνω στη γη.
Κι όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελιού σου με το δάχτυλο,
απ’ τ’ άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν’ ασπρίζουν
τα μαλλιά σου,
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο
νέος
αφού όλο και νέοι αγώνες θ’ αρχίζουνε στον κόσμο,
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος,
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό
γράμμα στη μάνα σου,
θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ’ αρχικά του ονόμα-
τός σου και μια λέξη: Ειρήνη
σα νἄγραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά σ’ ολάκαιρο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ’ την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν’ ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που
τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
("Άπαντα")
Αναστασέλλη Στρατή
ΙΟΥΔΑΣ
Της προδοσίας το σύμβολο κατάντησες, Ιούδα,
κι έπεσε πάνω σου η οργή κι η καταφρόνια
του κόσμου. Δυο χιλιάδες χρόνια,
δε σ’ άφησαν στιγμή να ξαποστάσεις και να σκεφθείς
πως τη ντροπή την ξέπλυνες μ’ ένα σκοινί
κι αθώος λογιέσαι. Μετανοιωμός, φιλότιμο,
και της ευθύνης το φορτίο σαν το σηκώσεις…
διαγράφεται το αμάρτημα. Αυτό μας δίδαξε ο Χριστός.
Σταμάτα… Σκέψου, Ιούδα… ξαπόστασε επιτέλους…
Δες, την Ελλάδα, πόσοι πρόδωσαν. Πόσοι,
της προδοσίας αργύρια σε τράπεζες ελβετικές
για σιγουριά τοποθετήσανε.
Στοχάσου, πως μετανοιωμό μήτε στιγμή δε σκέφτηκαν.
Στοχάσου ακόμα πως… αν τα ’διναν,
αν επέστρεφαν το τίμημα της ανομίας,
δε θα ’φτανε ο πλανήτης μας
για ν’ αγοράσουμε αγρόν του κεραμέως.
Το δάσκαλό σου πρόδωσες… κι οι Ερινύες ξέσχισαν
τα σωθικά σου.
Σκέψου… πως τούτοι δω, και πρόδωσαν
και σκότωσαν, βασάνισαν, σακάτεψαν
και τύφλωσαν ένα λαό. Χολή και ψέμα
του ’δωσαν, σαν δίψαγε πά’ στο σταυρό
που τον εκάρφωσαν. Σταύρωση εφτάμιση χρονιές.
ΕΛΛΑΣ ΕΛΛΗΝΩΝ Χριστιανών.
Το δάκρυ έπηξε στις καρδιές…
Στο Πολυτεχνείο οι έφηβοι, ξαρμάτωτοι
μυκτήριζαν τανκς και φονιάδες.
Θαλασσοδαρμένους στο κύμα τ’ άλικο απ’ το αίμα.
Δώσ’ τους σωσίβιο παληκαριάς, Ιούδα.
Σκοινί και δύναμη να το περάσουν στο λαιμό τους.
Ιούδα, πρωτοδάσκαλε της ευθύνης και της μετάνοιας.
(Περιοδικό «Αιολικά Γράμματα», τ. 118, 1990 και Κώστα Μίσσιου «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τ. 9ος, Μυτιλήνη 1998, σελ.324)
Με την ευχή όλοι να έχουμε πάντα
ΨΩΜΙ – ΠΑΙΔΕΙΑ – ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Μ.Β.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου