Τετάρτη 14 Μαΐου 2014

ΑΡΧΑΙΑ Α΄- ΕΝΟΤ. 12η Β΄- "βαίνω"

ΟΟΟΟ        ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - ΕΝΟΤΗΤΑ 12η - Β΄      ΟΟΟΟ

Β.  ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ – ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΑ: ( "βαίνω" --  θέματα: βαν- ,  βα-  , βη- , βω- )

   1. βαίνω (ρ.) = πηγαίνω, περπατώ, βαδίζω, βηματίζω, πορεύομαι // εξελίσσομαι σε κάτι. 
 2. βιβάζω (ρ.) = κάνω κάποιον να ανέβει // υψώνω, εξυψώνω.
 3. βάση (η, ουσ.) = βάθρο, θεμέλιο, κρηπίδωμα, υπόβαθρο // το κάτω μέρος ενός σώματος ή σχήματος.
 4. βατήρ / βατήρας (ο, ουσ.) = ξύλινο βάθρο απ’ όπου πηδάει ο αθλητής του άλματος.
 5. βήμα (το, ουσ.) = θέση // θέση για να πατήσει κάποιος //ρητορικό βήμα, θέση απ’ όπου μιλά ο ρήτορας.
   6. βατός (επίθ.) = ευκολοπέραστος, προσιτός (αντίθ. ἄβατος).
   7. ἄβατος (επίθ.) = αυτός που δεν έχει πατηθεί, αδιάβατος // απλησίαστος, απρόσιτος.
   8. ἄβατο (το) = το άδυτο, το μέρος του ναού, όπου δεν επιτρέπεται η είσοδος παρά μόνο στους κληρικούς // 
       θεσμός του Αγίου Όρους, ο οποίος απαγορεύει στις γυναίκες την επίσκεψη στις μονές.   
 9. διαβαίνω (ρ., διά+βαίνω) = περνώ από ένα μέρος σ’ άλλο, από κάπου // διέρχομαι, περνώ, παρέρχομαι.
  10. διάβαση (η, ουσ.) = πέρασμα // τόπος κατάλληλος για πέρασμα, δίοδος.
11. διάβα (το, ουσ.) = πέρασμα // δίοδος // είσοδος.
12. διαβιβάζω (ρ.) = κάνω κάποιον να διαβεί, μεταφέρω κάτι κάπου.
13. διαβάζω (από το ρ. διαβιβάζω) = αναγιγνώσκω // μελετώ // κάνω μάθημα (διάβασμα, αδιάβαστος). 
14. διάβημα (το, ουσ.) = ενέργεια, προσπάθεια για να πετύχει κανείς κάτι.
  15. διαβάτης (ο, ουσ.) = περαστικός, οδοιπόρος.
  16. διαβατικός (επίθ.) = περαστικός, όχι μόνιμος.
  17. διαβατάρης (ο, ουσ.) = διαβάτης, περαστικός.
  18. διαβατάρικος (επίθ.) = διαβατικός, περαστικός, αποδημητικός («διαβατάρικα πουλιά»).
19. διαβατήριο (το, ουσ.) = ειδικό πιστοποιητικό ταυτότητας, με το οποίο μπορούμε να ταξιδέψουμε στο εξωτερικό.
  20. διαβατός (επίθ.) = αυτός που μπορεί κανείς να τον διαβεί εύκολα, να τον περάσει, προσπελάσιμος.
  21. αδιάβατος (επίθ., α-στερ.+διαβατός) = αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον περάσει ή που τον περνάει δύσκολα, απροσπέλαστος. 
  22. διαβήτης (ο, ουσ.) = όργανο με δύο σκέλη, που χαράζει κύκλους // είδος αρρώστιας (σακχαροδιαβήτης). 
  23. καταβαίνω (ρ. , κατά+βαίνω) = πηγαίνω από πάνω προς τα κάτω.
  24. κατάβαση (η, ουσ.) = κατηφορική πορεία.
  25. ἀναβαίνω (ρ. , ανά+βαίνω) = πηγαίνω προς τα πάνω, ανέρχομαι, επιβιβάζομαι.  
  26. ἀνάβαση (η, ουσ.) = πορεία προς τα πάνω, ανέβασμα, άνοδος, ανύψωση // ανηφορική οδός //εκστρατεία από τα παράλια προς τα μεσόγεια (Ξενοφώντος «Κύρου ανάβασις»). 
  27. ἀναβάτης (ο, ουσ.) = αυτός που ανεβαίνει ψηλά // αυτός που ανεβαίνει στο άλογο, ιππέας, καβαλάρης.
  28. ἀναβατήρας (ο, ουσ.) = σκαλοπάτι άμαξας // ανελκυστήρας, ασανσέρ.
  29. ἀναβιβάζω (ρ.) = ανεβάζω, υψώνω // αυξάνω, μεγαλώνω.
  30. ἀναβίβαση (η, ουσ.) = ανέβασμα.
  31. ανεβάζω (ρ.) = φέρνω κάτι προς τα πάνω, ανυψώνω // ανατιμώ // φουσκώνω (ανέβασμα). 
  32. ἀναβατός (επίθ.) = αναφουσκωμένος («ανεβατό κέντημα»).
  33. υπερβαίνω (ρ., υπέρ+βαίνω) = είμαι ανώτερος από κάποιον // προχωρώ πιο πέρα από κάποιο σημείο.
  34. υπέρβαση (η, ουσ.) = πράξη που ξεπερνά τα επιτρεπόμενα όρια // το ξεπέρασμα του μέτρου, ύβρη.
  35. υπερβατός (επίθ.) = αυτός που μπορεί να περαστεί από πάνω.
  36. υπερβατικός (επίθ.) = αυτός που ξεπερνά τις αισθήσεις και τον καταλαβαίνουμε μόνο με την ψυχή.
  37. αποβαίνω (ρ., από+βαίνω) = αποβιβάζομαι // φτάνω σε κάποιο αποτέλεσμα.
  38. απόβαση (η, ουσ.) = το να βγούμε από το πλοίο στη στεριά // αποβίβαση στρατού σε εχθρική χώρα.
  39. αποβατικός (επίθ.) = αυτός που κάνει απόβαση σε εχθρική χώρα // αυτός που αναφέρεται σε απόβαση.
  40. εκβαίνω > βγαίνω (ρ., εκ+βαίνω) = εξελίσσομαι.
  41. έκβαση (η, ουσ.) = τέλος, τέλειωμα, τελικό αποτέλεσμα.
  42. παρεκβαίνω > βγαίνω (ρ., παρά+εκβαίνω) = εξέρχομαι από κάτι, απομακρύνομαι, παρεκκλίνω.
  43. παρέκβαση (η, ουσ.) = απομάκρυνση, παρέκκλιση, λοξοδρομία // μεγάλη παρένθεση στο λόγο.
  44. ἐμβαίνω > μπαίνω (ρ., εν+βαίνω) = εισέρχομαι // μτφρ. εννοώ, κατανοώ,
  45. ἔμβασις > έμπαση (η, ουσ.) = μέρος από το οποίο μπαίνουν, είσοδος, μπάσιμο, μπασιά.
  46. προσβαίνω (ρ., προς+βαίνω) = βαδίζω προς… // έρχομαι κοντά σε κάποιον ή κάτι // φθάνω σε…// μτφ. επιτίθεμαι, επέρχομαι. 
  47. πρόσβαση (η, ουσ.) = πλησίασμα // το μέρος όπου μπορεί κανείς να πλησιάσει.
  48. μεταβαίνω (ρ. , μετά+βαίνω) = πηγαίνω από ένα μέρος σε άλλο.
  49. μετάβαση (η, ουσ.) = πηγεμός, πορεία από ένα μέρος σε άλλο.
  50. μεταβατικός (επίθ.) = πρόσκαιρος, παροδικός // αυτός που αλλάζει τον τόπο που μένει. 
  51. αμετάβατος (επίθ.) = αυτός που δεν μεταβαίνει κάπου.
  52. μεταβιβάζω (ρ., μετά+βιβάζω) = μεταφέρω // (νομ.) εκχωρώ ένα δικαίωμά μου σε άλλο πρόσωπο.
  53. μεταβίβαση (η, ουσ.) = εκχώρηση σε άλλον ενός πράγματος ή δικαιώματος.
  54. μεταβιβαστικός (επίθ.) = αυτός με τον οποίο γίνεται η μεταβίβαση (π.χ. μεταβιβαστικό έγγραφο).
  55. παραβαίνω (ρ., παρά+βαίνω) = περνώ πέρα από τα όρια // παραβιάζω, αθετώ υπόσχεση.
  56. παράβαση (η, ουσ.) = παρανομία, παραβίαση, αθέτηση, παρεκτροπή.
  57. παραβάτης (ο, ουσ.) = αυτός που δεν τηρεί μια υπόσχεση ή αμελεί το καθήκον του.
  58. παραβατικός (επίθ.) = ο σχετικός με την παράβαση, ο εκτός νομίμων ορίων. 
  59. παραβατικότητα (η, ουσ.) = τάση να γίνεται κάποιος παραβάτης // παρεκτροπή.
  60. απαράβατος (επίθ.) = αυτός που δεν επιτρέπεται να τον παραβούμε, πρέπει να τον τηρήσουμε.
  61. προβαίνω (ρ.) = προχωρώ μπροστά // ενεργώ, αρχίζω την εκτέλεση, κάνω.   
  62. προβιβάζω (ρ.) = προωθώ κάποιον σε ανώτερη θέση (προβιβασμός, προβιβάσιμος, προβιβαστέος).
  63. βάθρο (το, ουσ.) = τετράγωνο κατασκεύασμα ψηλότερο από τη γη, όπου στέκεται κάποιος // βάση αγάλματος // μτφ. στήριγμα, θεμέλιο.  
  64. υπόβαθρο (το, ουσ. – υπό+βάθρο) = υποστήριγμα, υποπόδιο, υπόστυλο, στυλοβάτης.
  65. ανάβαθρο (το, ουσ. – ανά+βάθρο) = ψηλός θρόνος στον οποίο ανεβαίνουμε με σκαλιά.
  66. αναβάθρα (η, ουσ. – ανά+βάθρο) = ψηλό κάθισμα // ανεμόσκαλα.
  67. βαθμός (ο, ουσ.) = μέτρο ικανότητας (προόδου) μαθητών // τάξη στη σειρά ιεραρχίας (βαθμολογώ, βαθμολογία, βαθμολόγηση, βαθμοφόρος).
  68. αναβαθμός (ανά+βαθμός) = σκαλοπάτι // αναβαθμοί (εκκλησ.) = ονομασία 15 ψαλμών του Δαβίδ.
  69. βαθμίδα (η, ουσ.) = σκαλοπάτι // μουσική νότα.
  70. αναβαθμίς (η, ουσ.) = σκαλοπάτι.
  71. αναβαθμίζω (ρ.) = εξυψώνω, προάγω, βελτιώνω.
  72. αναβάθμιση (η, ουσ.) = εξύψωση, προαγωγή, βελτίωση.
  73. υποβαθμίζω (ρ.) = υποβιβάζω, μειώνω, ελαττώνω.
  74. υποβάθμιση (η, ουσ.) = μείωση, ελάττωση.
  75. διαβαθμίζω (ρ.) = χωρίζω κατά βαθμούς // τοποθετώ ανάλογα με το βαθμό, κλιμακώνω.
  76. διαβάθμιση (η, ουσ.) = ταξινόμηση κατά βαθμό // καθορισμός βαθμού υπαλλήλου.
  77. βωμός (ο, ουσ.) = το μέρος όπου γίνονταν οι θυσίες.
  78. υποβιβάζω (ρ.) = χαμηλώνω, κατεβάζω // μτφ. μειώνω κάποιον ηθικά // ταπεινώνω.
  79. επιβαίνω (ρ.) = ανεβαίνω πάνω σε κάτι.
  80. επιβάτης (ο, ουσ.) = όποιος ταξιδεύει με κάποιο μέσο συγκοινωνίας. 
  81. επιβατικός (επίθ.) = αυτός που έχει σχέση ή ανήκει σε επιβάτες.
  82. επιβιβάζομαι (ρ.) = ανεβαίνω σε ένα μεταφορικό μέσο.
  83. επιβίβαση (η, ουσ.) = το να μπει κάποιος σε μεταφορικό μέσο, για να ταξιδέψει. 
  
ΕΡΓΑΣΙΕΣ: 
1. Κάνετε προτάσεις με τις λέξεις 7, 19, 33, 49, 78, 82.
2. Γράψετε στο «Ευρετήριο Λέξεων» τις λέξεις 1, 6, 7, 10, 18, 26, 27, 34, 36, 38, 41, 42, 43, 47, 50, 51, 53, 71, 72, 73, 74, 76, 78.
3. Μάθετε όσο περισσότερες λέξεις μπορείτε και συμπληρώσετε τον πίνακα του βιβλίου.

ΚΑΛΟ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
ΒΟΥΝΑΤΣΟΥ ΜΥΡΣΙΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου