Τρεις μαλακές
χορδές
Χρυσούλας Πλάλα
Διάλεξα να με
συντροφεύει ο Θεός και οι άγγελοί Του, ωστόσο αξιώθηκα τρία ανίψια, δυο κορίτσια
κι ένα αγόρι, που με γέμισαν περισσή τρυφερότητα, μια καρδιά παλλόμενη από
καθημερινή έγνοια κι έναν ήχο, μέχρι τώρα που μεγάλωσαν, να πατάει στα σκαλιά
μου και να με ξυπνάει ευχάριστα: η Άννα, η Ευτέρπη και ο
Γιώργος.
Πρώτα ήρθε η Άννα. Με
πέτυχε πάνω στην επαγγελματική μου δραστηριότητα. Ζωηρό, καλόβολο παιδί. Ήρθε τα
χρόνια που η οικογένεια δεν είχε μεγάλη οικονομική άνεση και βρήκα ευκαιρία εγώ
η σκέτη, να το ντύνω με ρούχα φανταχτερά και να το παίρνω μαζί μου για
διακοπές.
Στην αγκαλιά μου να το
κουβαλάω σε νησιώτικο σινεμά, να μου ανακατεύει τις σημειώσεις μου, να μου
πετάει τα γυαλιά, κι ένα προφίλ στην ταβέρνα μεγαλίστικο την ώρα του φαγητού
άλλο πράγμα εκείνο το μικρό παιδί, που ήθελα να μεγαλώσει να το συζητάω και να
το παίζω με τα κύματα.
Ένα στρογγυλό
προσωπάκι με αφέλειες κουρεμένο δίπλα μου να με συντρέχει στα βάρη και ν’
αποκάμει στις ανηφόρες της Σκύρου.
«Μη μ’ εγκαταλείπεις», να ικετεύει, όταν τ’ άφηνα μόνο να κολυμπάει στα ρηχά
κι εγώ να λιάζομαι.
Καημός του οι παιδικές
παρέες. Κλάμα και γόοι για τα μοναχικά καλοκαίρια!
«Δεν έχω αδελφάκια κι εσύ δεν παντρεύεσαι… να ’χω
παρέα…»
Είπα στ’
αστεία:
«Θα παντρευτώ.»
Το κλάμα κόπηκε
μονομιάς.
«Πότε;…»
Σκούπισε τα μάτια του,
το πήρα στην αγκαλιά μου κι άρχισα τα παραμύθια. Της άρεσε ν’ ακούει για τον
Θησέα. Έξυπνο παιδί, που μιλούσε γρήγορα και καθαρά.
Φυλάκισε όλη του την
εξωστρέφεια σ’ ένα αίτημα στη μάνα του, ν’ αποκτήσει αδέλφια. Και έτσι κι έγινε.
Μετά δεκατρία χρόνια, πάνω στην εφηβεία του, ήρθαν ο Γιώργος και η Ευτέρπη.
Με τον πατέρα της είχε
μια σχέση ανταγωνιστική. Δεν ήταν το παραδοσιακό πρότυπο. Ένας ροκάς
επιχειρηματίας. Απόλαυσε μαζί του ταξίδια πολυτελεἰας και μια αναγνώριση λόγω επίδοσης σε οικονομικές
σπουδές. Μετά το μεταπτυχιακό στην Αγγλία, δοκιμάστηκε σε διάφορες εταιρείες και
τελικά ανέλαβε καίριο πόστο στη δικιά τους.
Είχε παραγνωρίσει όμως
τη σπουδαιότητα της κομψής εμφάνισης. Η βουλιμία της υποχώρησε σε εννιά χρόνια.
Έγινε κομψή, αλλά οι ευκαιρίες για μια σχέση εξέλειπαν φαίνεται. Από τότε
πορευόταν μόνη και χαριτωμένη, με τ’ όνειρο μιας δικιάς της οικογένειας. Μέχρι που ακούμπησε στον Κίμωνα.
Από την Άννα κρατώ τον
αυθορμητισμό της, αγνοώ τα νεύρα και την αποτομάδα της και στέκομαι στα γλυκά
της μάτια, που χόρευαν καθώς μιλούσε. Της χρωστώ μια δεύτερη αγκαλιά ασφάλειας
μετά την αδελφή μου. Μου ’πε ότι μπορώ να στηρίζομαι σ’ αυτήν για τα δύσκολα των
χρόνων μου.
Ύστερα σκάλωσα στα
μεγάλα μάτια της Ευτέρπης και στα γκριζοπράσινα του Γιώργου.
Λιγνό κορμάκι
αγκάλιασα στη βάφτισή τους την Ευτέρπη με λαδωμένο πουκάμισο και το Γιώργο με το
σπαγκί κοστούμι και τα ξανθωπά μαλλιά.
Τα
’χασα
για ένα χρόνο στο αγροτικό μου και τα ξαναβρήκα με γαλάζιες φορμίτσες στα
κρεβατάκια τους.
Ο
πατέρας μου είχε «φύγει». Εκείνα
ανεβοκατέβαιναν τη σκάλα, έπαιζαν στην αυλή, τα παιδιά της γειτονιάς τα
μεγαλύτερα έστηναν παιχνίδια κι αλώνιζαν τ’ απογεύματα με τις φωνές τους το
σπίτι. Ζωντανό, ηχηρό!
Τραύματα κάνα-δυο: το
πάνω χείλος του Γιώργου από πέσιμο, της Ευτέρπης το μέτωπο στην τσουλήθρα.
Όταν οι γονείς τους
έλειπαν ταξίδι το καλοκαίρι, υπήρχε πρόγραμμα –παιδική χαρά, φαγητό,
ύπνος.
Τα
’παιρνα
στο σπίτι μου κι αρχίζαμε να μοιράζουμε τα πράγματα,
κάτι σαν παζάρι. Πάνω στα χαλιά, οι επιθυμίες τους. Έφευγαν απ’ τα κάδρα οι
μορφές και τις κάναμε να παίζουν μαζί μας.
Έμεινα σ’ αυτά χρόνια,
φώλιαζαν μέσα μου, πάνω στο κρεβάτι μου μεσημέρια ολόκληρα, μέχρι που πήγαν
σχολείο.
Ο Γιώργος έγραφε μισά
τα γράμματα για να προλαβαίνει τη δασκάλα και τα ολοκλήρωνε αργότερα. Η Ευτέρπη
ζωγράφιζε σχεδόν τέλεια, ισομερή γράμματα∙ δάκρυα επί δακρύων, για να γίνουν τέλεια.
Θα ’ταν στη Δευτέρα
Δημοτικού, όταν ο Γιώργος ξεστόμισε κάτι αρχαίο. Μετρούσα για να κρυφτούν μέσα
στο σπίτι και μετά αστειότητος προσπαθούσα καθισμένη στην καρέκλα να τους
εντοπίσω.
«Είσαι,
Ευτέρπη μου, υπό την τράπεζαν… παρά τω κρεβάτι… Πού είσαι;».
«Γιώργο, εσύ πού ήσουν;»
Και μου απαντά το
περίφημο…
«Παρά τη σκούπα!»
Το γυροφέρνω στο μυαλό
μου χρόνια και γελάω με την καρδιά μου.
Δεν του άρεσαν τα
εξωσχολικά βιβλία∙
ήταν συγκεντρωμένος στα του σχολείου, τα οποία
χρησιμοποιούσε καλά. Δεν στοιβάζονταν στο μυαλό του ποιήματα, όπως στης
Ευτέρπης, πλην σχολικών γιορτών.
«Είμαι ο κύριος Καφές. Μου αρέσουν τα φουντούκια, οι
κατιφέδες και οι τηγανητοί κεφτέδες…» – ο
Γιώργος ντυμένος στα καφέ, μέσα στο κατακαλόκαιρο, πάνω στη σκηνή της αίθουσας
τελετών του Δημοτικού.
Η επίδοση και των δύο
ήταν σταθερή με επιτυχίες.
Όταν προσλάβαμε τη
Ρούσα, να περιποιείται την κατάκοιτη μάνα μου, ήμαστε μέσ’ στα πανηγύρια, γιατί
έφτιαχνε ωραίες πίτες και περιδρόμιαζαν τα μικρά μας. Η αδελφή μου μαγείρευε το
Σαββατοκύριακο, που εύρισκε καιρό.
Τα χαιρόμουνα
ιδιαίτερα μια βδομάδα το καλοκαίρι, όπου ιδίοις εξόδοις τα συνόδευα σε διάφορες
παραλίες. Τα είχα απολαύσει μάγειρες και πωλητές με κομπολόγια και
βραχιόλια σε πίστα να πουλάνε τις
πραμάτειες τους που σχεδίαζαν όλο το χρόνο.
Μπούκωνα από ευτυχία,
μέχρι που ήρθαν τα χρόνια τα σπουδαία της εφηβείας τους και η προετοιμασία τους
για τις εισαγωγικές εξετάσεις.
Τους ανέθετα τη
δακτυλογράφηση των κειμένων μου επ’ αμοιβή και πανηγύριζα γι’ αυτά. Στο πρώτο
μου βιβλίο έγινα η θεία η συγγραφέας. Το εξώφυλλο της Ευτέρπης.
Προσανατολισμός της η
αρχιτεκτονική και του Γιώργου τα οικονομικά. Συντονισμένος αγώνας όλης της
οικογένειας, για να επιτύχουν. Είχαν στρογγυλέψει, διάβασμα - φαΐ.
Εκείνο το καλοκαίρι,
μετά τις εξετάσεις, πήγαν ταξίδι στην Αμερική. Τους επέδωσα τα νέα: 14η στην
Αρχιτεκτονική η Ευτέρπη, 8ος ο Γιώργος σ’ ένα πρωτοποριακό τμήμα της ΑΣΟΕΕ.
Κι εγώ πάντα
βυθιζόμουνα στις χαρές που μου είχαν δώσει μικρά.
Συμμετείχα ολόψυχα
στις διασκεδάσεις τους, ακούγοντας τις φωνές και τις μουσικές τους και
ξαναβρισκόμαστε πάντα τα Χριστούγεννα σε τραπέζι που επιμελούμουν για τους
τρεις τους, και με την Άννα μαζί, όπου, αντί για κατακόκκινα αρκουδάκια στα
πιάτα, έθετα χρηματικό ποσό…
Πέρασε ένας μήνας που
ο Γιώργος απολύθηκε από στρατιώτης. Η Ευτέρπη βρίσκεται στη διπλωματική
της.
Κοιτάζοντας τις
polaroid, βλέπω στο βάθος αυτά
τα μικρά σ’ ένα αιγυπτιακό καλάθι, απ’ το μαιευτήριο κατευθείαν, όταν τ’ απίθωσε
η αδελφή μου στη σκάλα κατακαλόκαιρο.
Άννα, περιμένω το δικό
σου παιδί!
Χρυσούλα Πλάλα
Νοέμβρης 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου