Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2022

ΤΥΡΟΠΩΛΗΣ ΜΑΝΩΛΗΣ_ΣΑΤΙΡΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

       

Μανώλης Τυροπώλης του Δημητρίου (1888-1973)

Ο πιο φημισμένος σατιρικός στο Παλαιοχώρι

 

Σε κάθε τόπο κάποιοι είναι ονομαστοί για λόγια ή έργα τους,  που μένουν ζωντανά στη μνήμη των συγχρόνων και των μεταγενέστερων. Η φήμη τους συνήθως παραδίδεται προφορικά ή καταγράφεται σε περιοδικά ή βιβλία. Καθένας, ανάλογα με την προσωπικότητά του, την εξωτερική εμφάνιση ή το χαρακτήρα ή τη δράση του, αφήνει το χνάρι του στην τοπική κοινότητα, καμιά φορά και στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Η υστεροφημία του αυτή συνιστά ένας είδος «αθανασίας», αφού οι νεότεροι τον θυμούνται και μιλούν για τα έργα και τις ημέρες του όσο ζούσε. Οι φωτογραφίες, αν υπάρχουν, ολοκληρώνουν την εικόνα του και συμπληρώνουν τις εντυπώσεις.

Στο παλιό Παλαιοχώρι είχαμε πολλούς τέτοιους χαρακτηριστικούς τύπους που έχουν γίνει ήρωες ανεκδότων και άλλων αφηγήσεων. Πρόσφατα ζήτησα από απογόνους δύο ονομαστών σατιρικών ποιητών του χωριού μας, του Αριστείδη Μαρή (Σπανού) και του Μανώλη Δ. Τυροπώλη, να μου στείλουν τη φωτογραφία τους, με σκοπό να δώσω συγκεκριμένη μορφή στα όσα λέγονται γι’ αυτούς.

Ευχαριστώ τη Μυρσίνη Τυροπώλη - Σκουλού και την αδελφή της Κατερίνα Τυροπώλη - Βουλγέλη, εγγονές του Μανώλη Τυροπώλη, κόρες του γιου του Δημήτρη και της Βικτώριας Τυροπώλη, το γένος Τσιμναδή, που με πολλή προθυμία ανταποκρίθηκαν άμεσα στο αίτημά μου και μου έστειλαν φωτογραφίες του παππού τους και άλλες οικογενειακές.

 

 
 

Δύο φωτογραφίες του Μανώλη Δ. Τυροπώλη (1888-1973). Στην πρώτη, με σκούρο κυριακάτικο κοστούμι, ποζάρει έξω από καφενείο στην Αγορά του χωριού μας. Πίσω του, μέσα στο καφενείο, διακρίνεται ο Δημήτριος Μιχάλης (Μπάλια). Στη δεύτερη, στο δρόμο έξω από το καφενείο του Γεωργίου Ε. Κουτλή (Ξ’λαγκουριού), δείχνει ξαφνιασμένος από το φωτογράφο.

 

Ας κάνουμε την προσωπογραφία του Μανώλη Τυροπώλη, με οδηγό τις δύο φωτογραφίες του και τα ανέκδοτά του.         

Ο Εμμανουήλ Τυροπώλης του Δημητρίου γεννήθηκε το 1888 στο Παλαιοχώρι Λέσβου και είναι εγγεγραμμένος στο 40ό φύλλο του "Μητρώου Αρρένων Κοινότητος Παλαιοχωρίου επαρχίας Πλωμαρίου νομού Λέσβου, καταρτισθέν υπό της Επιτροπής του νόμου 2295, έτη 1835-1929", με αύξοντα αριθμό 15. Στις παρατηρήσεις αναφέρεται ότι: «Αποβιώσας διεγράφη, σύμφωνα με την απόφ. Νομ. 4638/12/12/1964». Σύζυγός του η Μαρία, τέκνα τους ο Δημήτριος (γενν. 1920) και ο Παναγιώτης (γενν. 1922).Ο θάνατός του από πνευμονία, στις 17-1-1973, σε ηλικία 85 ετών, είναι εγγεγραμμένος στο Δ΄ τόμο Ληξιαρχικών Πράξεων Θανάτου, με αύξ. αρ. 2 του έτους 1973 και 28 του Δ΄ τόμου. Ληξίαρχος ο Χρήστος Χρυσάφης, γραμματέας της Κοινότητας Παλαιοχωρίου.   

Λεπτός, μελαχρινός, υψηλομέτωπος, μετρίου αναστήματος, με μουστάκι και στόμα που λες και μιλά διαρκώς. Μάτια και φρύδια σχεδόν στη μέση του προσώπου του, βλέμμα έντονο κι εξεταστικό. Άλλωστε είχε πολλά να καυτηριάσει στο Παλαιοχώρι, που παλιά είχε πληθυσμό σχεδόν τριών χιλιάδων. Ασχολίες του η καλλιέργεια των ελαιοκτημάτων του, η βόσκηση λίγων κατσικιών και περιστασιακά το κυνήγι. Χρόνια φτωχικά, ζωή δύσκολη. Έξυπνος, με πηγαίο καυστικό ποιητικό ταλέντο, σκάρωνε αστείες φάρσες, που προκαλούσαν γέλιο κι ευθυμία. Στις Απόκριες γύριζε στο χωριό και απήγγελλε σατιρικούς στίχους για πρόσωπα και καταστάσεις. Το μεγαλύτερο «θύμα» της σάτιράς του ήταν η γυναίκα του Μαρία. Όπως μας πληροφόρησε ο Δημήτρης Ματθαίου, το σπίτι τους βρισκόταν δίπλα στης Παλουγούς Ζαδέλη, απέναντι από το σπίτι του αγροφύλακα Σπύρου Βουνάτσου (Νταβλιάκ’). 

Αντλώντας πληροφορίες από τα ανέκδοτα που λέγονται γι’ αυτόν, μαθαίνουμε ότι κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918) ήταν στρατιώτης και συμμετείχε στη νικηφόρα κατάληψη του Σκρα από τη Μεραρχία Αρχιπελάγους. Όπως αναφέρει ο Ι. Βαρτής, έκανε τα γεγονότα ποιήματα και τα έστελνε από το μέτωπο στον Πρόεδρο της Κοινότητάς μας, για να τα διαβάσει στους συγχωριανούς του. Οι επιστολές του αυτές θα ήταν πολύτιμα ντοκουμέντα αν διασώζονταν.                  

 

Διαβάστε παρακάτω κάποια ανέκδοτα που τα περισσότερα έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό «Τα Παλιοχωριανά» του Συλλόγου Παλαιοχωριτών Αθήνας «Η Μελίντα».

    

Μανώλης Τυροπώλης

 

     Ο Μανώλης Τυροπώλης ήταν συγχωριανός μας, πανέξυπνος άνθρωπος και προικισμένος με ποιητικό ταλέντο. Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρετούσε στρατιώτης στην πρώτη γραμμή στο Σκρα. Ήταν ένα υψηλό βουνό και το είχαν οχυρώσει οι Γερμανοί και το θεωρούσαν απόρθητο. Μάλιστα έκαναν επίθεση οι Γάλλοι πρώτοι, αλλά δεν μπόρεσαν να το καταλάβουν, και ήρθε η σειρά των δικών μας. Σ’ αυτό τον τομέα ήταν η Μεραρχία Αρχιπελάγους, που την αποτελούσαν νησιώτες του Αιγαίου, ως επί το πλείστον Μυτιληνιοί. Με μια επίθεση εφ’ όπλου λόγχη το κατέλαβαν και κατεδίωξαν τους Γερμανοβούλγαρους που το υπεράσπιζαν. Έτσι, ο αξέχαστος Μανώλης Τυροπώλης έλαβε μέρος στη γιγαντομαχία της κατάληψης του Σκρα.

     Όταν κατετάγη στρατιώτης, τον ρώτησε ο λοχαγός:

     ― Πώς λέγεσαι εσύ;

     Απάντησις του Μανώλη:

    Εμμανουήλ Τυρόπουλος, υιός του Δημητρίου, εκ Λέσβου καταγόμενος του Δήμου Πλωμαρίου.

     Όλα τα γεγονότα αυτού του πολέμου τα έκανε ποιήματα και τα έστελνε στον Πρόεδρο του χωριού, για να τα διαβάσουν όλοι οι Παλιοχωριανοί. Γι’ αυτό περίμεναν πότε θα έρθει το ταχυδρομείο, να διαβάσουν το γράμμα του Μανώλη Τυροπώλη, που διεκτραγωδούσε τους ηρωισμούς των στρατιωτών μας.

 

Ιωάννης Βαρτής

(Δημοσιευμένο στο πδκ. «Τα Παλιοχωριανά», τεύχος 31ο, Ιούλ.-Αύγ.-Σεπτ. 1988, σελ. 482)

                            

Λύκοι στα πρόβατα

 

 Γύρω στο 1948 ο γερο-Χατζής, ο βοσκός, γιόρταζε κι έκανε στους φίλους του τραπέζι με αρνιά στο φούρνο, τυριά και άλλα. Καλεσμένοι στο γλέντι ήταν ο Μάιστρος Καραμπάσης (ο Λύκος), οι Γιώργος και Κώστας Τσιμναδής (τα Τσακαλέλια) και άλλοι. Όταν ήρθανε οι μεζέδες, πέσανε όλοι τους με τα μούτρα στο φαΐ και στο «πι και φι» αδειάσανε τα πιάτα.

    Πιάνει τότε το τραγούδι ο Μανώλης Τυροπώλης, που ήταν γνωστός για το καυστικό του πνεύμα:

    Λύκοι τσι Τσακάλ’ παρέα

    πέσανι στ’ Χατζή τ’ αρνιά,

    πήρι τσι Χατζής μια ράβδα

    τσ’ άρχισι να τ’ς κυνηγά.

 

(Δημοσιευμένο στο πδκ. «Τα Παλιοχωριανά», τεύχος 4ο, Οκτ.-Νοέμβρ.-Δεκ. 1981, σελ. 60)

                             

Τα αστεία τ’ Μανώλ’

 

     Ο γερο-Μανώλης Τυροπώλης ένα βράδυ που γύρισε στο σπίτι του απ’ τον καφενέ προσποιήθηκε το στεναχωρεμένο στη γυναίκα του, που τον ρώτησε στο τέλος τι του συμβαίνει.

     ― Κι έχ’ς, βρε άντρα μ’; Σι βλέπου στιναχουριμένου…

     ― Άστα, βρε γυναίκα, δεν τα ’μαθις; Οι ανισπάθις π’ έσκ’σα στ’ Αχμιτέλ’ πιάσαν κατά λάθους του γάδαρου τ’ Ανιπλιώκ’ απ’ κ’ Κουρνέλα! Αύριου θα πας να τουν παρακαλέγ’ς να μη μας κάν’ μήνυσ’…

     Η καημένη η Μαρία όλο το βράδυ δεν έκλεισε μάτι. Σκεφτόταν τι θα έλεγε την άλλη μέρα.

     Πράγματι, με το χάραμα φθάνει στην Κουρνέλα και βρίσκει το Δημήτρη Αναπλιώτη. 

     ― Μήτρου μ’,του λέει, τ’ς ανισπάθις δεν τ’ς ήβαλι η Μανώλ’ς για τα γαϊδούρια. Να πιάσ’ κανένα κουσ’φέλ’ ήθιλι, να φάνε τα μουρέλια. Σ’μπάθ’σι μας, μη κάν’ς μήνυσ’.

     Εκείνος μπήκε αμέσως στο νόημα και της απάντησε:

     ― Ας είνι, Μαρία. Για του χατήρ’ σ’ θα τουν σ’χουρέσου, αλλά να μην ξανασυμβεί…

     Ευχαριστημένη η Μαρία περπάτησε ξανά το δρόμο της επιστροφής, χωρίς να καταλάβει ότι έκανε τόσο κόπο για ένα αστείο του αδιόρθωτου συζύγου της.

 

(Δημοσιευμένο στο πδκ. «Τα Παλιοχωριανά», τεύχος 7ο, Ιούλ.-Αύγ.-Σεπτ. 1982, σελ. 109-α)

                               

Η μυζήθρα

 

     Ο Μανώλης Τυροπώλης έπαιρνε μικρά κατσικάκια και τα απόκοβε, βάζοντας στο στόμα τους ένα ξυλάκι. Μια Κυριακή πρωί πήγαινε στα «Τρία Μαρμάρια» να τα βοσκήσει. Έξω από του Μαλαμαδέλη το μαγαζί ήταν μερικοί συγχωριανοί μας κι ανάμεσά τους ο Παναγιώτης Μαϊστρέλης (Τσουτσουλιάνος), που του είπε θέλοντας να τον πειράξει:

     ― Μανώλ’, κυρουκουμάς;

     ― Πώς, πώς…

     ― Κράκ’σι μ’ του βράδ’ μια μ’τζήθρα.

     ― Έχου μια φρέσκια σκ’ καρ’διά τ’ Αντουνή, πάνι να κ’ πάρ’ς…

             

Μανώλης Δ. Μελανδινός

(Δημοσιευμένο στο πδκ. «Τα Παλιοχωριανά», τεύχος 20ό, Οκτ.-Νοέμβρ.-Δεκ. 1985, σελ. 313)

  

                                

Γράφ’ τα…

 

 Πήγε κάποτε ο Μανώλης ο Τυροπώλης στο Πλωμάρι στο μαγειρείο του Βουτσουλίδη να φάει. Παράγγειλε αρκετά πιάτα κι άρχισε να τρώει, λέγοντας τόσα αστεία, που ο εστιάτορας κρατούσε την κοιλιά του απ’ τα γέλια. Είναι ονομαστό στο χωριό μας το κοφτερό σατιρικό πνεύμα του. Τέλειωσε όμως κάποτε το φαγητό του κι είπε ξαφνικά στο σκασμένο από τα γέλια εστιάτορα:

     ― Γράφ’ τα όσα έφαγα.

     Κόκαλο ο εστιάτορας.

     Μανώλης Δ. Μελανδινός

(Δημοσιευμένο στο πδκ. «Τα Παλιοχωριανά», τεύχος 20ό, Οκτ.-Νοέμβρ.-Δεκ. 1985, σελ. 313)

                   

Γάλα από γάιδαρο

 

     Κάποτε ο Μανώλης ο Κυροπούλης (Τυροπώλης), γνωστός χωρατατζής, ήταν άρρωστος με δυνατό βήχα κι έστειλε τη γυναίκα του Μαρία να πάει στα Γιαλουρούδια να πάρει γάλα από το γάιδαρό τους, λέγοντάς της πως αυτό είναι φάρμακο για το βήχα.

     Η Μαρία, απονήρευτη γυναίκα, που τραβούσε μαρτύρια από τα πειράγματα του άντρα της, πήγε στα Γιαλουρούδια, χτύπησε την πόρτα τους και είπε:

     ― Κατιβήτι να αρμέξιτι απ’ του γάδαρού σας λίγου γάλα για του Μανώλ’…

     Αυτές, που κατάλαβαν πως την πείραζε πάλι ο άντρας της, απάντησαν:

     ― Άϊντι, Μαρία, πάγινι, τσι γη γάδαρούς μας είνι αρσιν’κός.

             

Ζαχαρώ Τσιμναδή (Ζαχαρούλ’ τ’ Γραμματά)

(Δημοσιευμένο στο πδκ. «Τα Παλιοχωριανά», τεύχος 23ο, Ιούλ.-Αύγ.-Σεπτ. 1986, σελ. 354)

                                

Μανώλης Τυροπώλης

 

     Ο Μανώλης Τυροπώλης, γνωστός για το καυστικό σατιρικό πνεύμα του, τις Απόκριες του 1922, γυρίζοντας το χωριό συνάντησε μια παρέα τεσσάρων ατόμων, τους Μανώλη και Γρηγόρη Μαϊστρέλη, το Γεώργιο Στεριανό και το Γιώργο Ζαδέλη, και τους είπε:

     «Τούκ’ οι τέσσιρ’ς γοι απαφμέν’ μήτι γρούνα δεν τους πέφκ’».

 

                    

     Περνώντας μπροστά από το σπίτι του, είδε στην πόρτα τη γυναίκα του που τον καμάρωνε και της είπε το εξής τραγούδι:

     «Αγγειό μου κι γλαστρί μου 

       μέχρ’ απάνου γιμουστό,

      πώς σι πήρα τσι πώς σ’ έχου, 

      μουναχός μου απουρώ».

     Και του απάντησε η γυναίκα του:

     «Άι, παλιου-κακαβά».

 

           

     Πιο πέρα από το σπίτι του, στο σιδεράδικο του Παναγιώτη Σαββέλη, ο οποίος είχε μια γουρούνα, είπε:

     «Έχει του Σαββέλ’ μια γ’ρούνα

      τσ’ είνι καταν’κουτσαρά,

      άιντι να την πάρ’ς, κουνιάδι,

      κάνου ’γω την προυξινιά».

 

            

[Παραλλαγή του παραπάνω ανέκδοτου μας αφηγήθηκε η Μυρσίνη Τυροπώλη - Σκουλού, εγγονή του Μανώλη και κόρη του γιου του Δημήτρη και της Βικτώριας:

 Όταν ο συγχωριανός μας Χρήστος Ανδρόνικος διάλεγε γυναίκα, ο Μανώλης Τυροπώλης του έκανε προξενιό με τα παρακάτω πειραχτικά στιχάκια. Ιδιοκτήτης της «υποψήφιας νύφης» εδώ είναι του Παλ’καρέλ’ (Ιωάννης Μαυραγάνης), γνωστός κι εκείνος για το καλοσυνάτο χιούμορ του:

 «Έχ’ του Παλ’καρέλ’ μια γ’ρούνα

   τσ’ είνι καταν’κουτσαρά,

   άιντι να την πάρ’ς, βρε Χρήστου,

   κάνου ’γω την προυξινιά».]

 

         

    Όταν μια φορά περνούσε από το σπίτι του Αντριά Ζαδέλη, ο οποίος είχε μια φοράδα, είπε:

    «Γι Αντριάς έχ’ μια φουράδα

      τσ’ ούλου καμαρώνιτι,

      μήτι γ’ρούνα δεν του πέφτει,

      μόνου πους τιντώνιτι».

 

                    

     Κάποτε πάλι τις Αποκριές δυο συγχωριανοί μας μπήκαν σ’ ένα καφενείο, όπου ήταν και ο Μανώλης. Κατευθύνθηκαν προς το τιζιάκ’ τραγουδώντας. Όταν τελείωσαν το τραγούδι, ο μπαρμπα-Μανώλης, επισημαίνοντας ότι ο ένας ήταν πολύ ψηλός και ο άλλος πολύ κοντός, τους είπε το εξής δίστιχο:

     «Ω, καλώς τα παλικάρια που μας ήρθανε τα δυο, γι’ ένας κάν’ τηλεγραφόξ’λου, γι’ άλλους στου μπουκάλ’ φιλός».

 

(Δημοσιευμένα στο πδκ. «Τα Παλιοχωριανά», τεύχος 33ο, Ιαν.-Φεβρ.-Μάρτιος 1989, σελ. 514)

            


Τα κοτσύφια

      

Κάποτε ο παππούς μου είχε πάει τέσσερα κοτσύφια να τα μαγειρέψει η γιαγιά μου. Εκείνη στη δοκιμή που έκανε για το φαγητό έφαγε το ένα ορτύκι, το κεφάλι όμως ήτανε μέσα στην κατσαρόλα. Όταν κάθισαν να φάνε, ο παππούς μου είπε:

― Πού είναι το άλλο το ορτύκι;

Η γιαγιά λέει:

― Ήτανε τρία τα ορτύκια.

Και απαντά ο παππούς:  

― Ε, πρώτη φορά βλέπω τρία ορτύκια να έχουν τέσσερα κεφάλια!…

Κατερίνα Τυροπώλη - Βουλγέλη

  

Ο αχόρταγος

 

    Στις 14 Μαΐου, γιορτή του Αγίου Ισιδώρου, είναι γνωστό ότι γίνεται μεγάλο πανηγύρι στη Δρώτα. Τα παλιά χρόνια αυτή τη μέρα μαζευόταν στη Δρώτα πολύς κόσμος από τα γύρω χωριά. Ο κόσμος χάλαγε από τις μουσικές, τα τραγούδια, τους χορούς και τα γλέντια. Τη μέρα αυτή ήταν ευκαιρία ν’ ανταμώσουν γνωστά πρόσωπα απ’ όλα τα χωριά, να κάτσουν παρέα και να διασκεδάσουν μαζί. Τα πιοτά και οι μεζέδες πήγαιναν κι έρχονταν συνέχεια στις παρέες.

    Σε μια παρέα κάποια χρονιά είχαν ανταμώσει Δρωτιανοί, Αμπελικιώτες και Παλιοχωριανοί φίλοι. Ένας όμως Αμπελικιώτης ήταν αχόρταγος, δεν άφηνε συνέχεια μεζέ για μεζέ να πάρουν οι άλλοι της παρέας.

    Τότε ο Μανώλης Τυροπώλης, που ήταν στην παρέα, δεν κρατήθηκε και, όπως τα κατάφερνε στους στίχους, είπε:

    Τέτοιο φορτιό δεν θα ’παιρνες,

        αν ήσουν και μαούνα,

        γέμ’σις κ’ παραδαρμέν’ σ’,

        μουρή Αμπιλ’τσώκ’σα γ’ρούνα.

 

 (Δημοσιευμένο στο πδκ. «Τα Παλιοχωριανά», τεύχος 46ο, Απρ.-Μάιος-Ιούν. 1992, σελ. 754)

                                  

 Αχαριστία…

 

    Ο Μανώλης ο Τυροπώλης, που στα χρόνια του άφησε εποχή για την ετοιμότητα του λόγου που διέθετε, το έξυπνο χιούμορ του και τις πολύ εύστοχες σάτιρές του για πρόσωπα και καταστάσεις, είχε μια γαϊδάρα, που την έδωσε σ’ ένα νεαρό για μια μέρα, να πάει στο βουνό για δουλειά…

    Το βράδυ κάποιο πειραχτήρι, είτε για να τσιγκλίσει το γερο - Μανώλη από πλάκα είτε γιατί πράγματι το άτομο που εξυπηρέτησε είχε στριμώξει… τη γαϊδάρα σε μια πεζούλα είτε για να μπλέξει το νεαρό στο καυστικό στόμα του, βλέποντας το Μανώλη στην αγορά όπου έπινε τον καφέ του, του κάνει νόημα να βγει έξω απ’ τον καφενέ και σιγά-σιγά του λέει:

    ― Μανώλ’, του πουρνό στου Πριόνα είδα κ’ γαδούρα σ’ να κ’ έχ’ ο τάδε και το… και το…

    Ο γερο - Μανώλης συνέχισε τον καφέ του, αλλά έπεσε σε συλλογές, τι να κάνει για να απαλλαγεί από το μαγάρισμα… που του έγινε απ’ τον άνθρωπο που ’χε εξυπηρετήσει.

    Σε λιγάκι, χωρίς να πει κουβέντα σε κανένα, πηγαίνει σπίτι του, παίρνει το καπίστρι της γαϊδούρας, κατεβαίνει στο τσαρσί, βρίσκει τον φερόμενο ή και πραγματικό ένοχο (δεν διευκρινίστηκε η αλήθεια) να πίνει το ρακί του, τον πλησιάζει και με έντονο ύφος μπροστά στους θαμώνες του καφενέ του δίνει το καπίστρι και του λέει:

    ― Σα π’ κ’ έκανις, πάρι κ’. Κι  ’α κ’ κάνου τώρα…

    Κανείς δεν κατάλαβε τότε τι εννοούσε ο θυμόσοφος Μανώλης.   

    Όμως η φράση του αυτή, «σα π’ κ’ έκανις, πάρι κ’», με τα χρόνια, όταν έγινε γνωστή η αιτία της παρεξήγησης, έμεινε παροιμιώδης κι ακούγεται συχνά στο χωριό (με νόημα πονηρό) από εκείνον που προθυμοποιείται να εξυπηρετήσει κάποιον για κάτι, συνήθως εργαλείο, αλλά εκείνος το επιστρέφει αχάριστα, κατεστραμμένο ή ελαττωματικό.

Στ. Κ.  

(Δημοσιευμένο στο πδκ. «Τα Παλιοχωριανά», τεύχος 60ό, Οκτ.-Νοέμβρ.-Δεκ. 1995, σελ. 978)

 

Άφησα για το τέλος το πιο γνωστό ανέκδοτο, που το ακούγαμε συχνά στο χωριό:

             

Νύφη μου ωραιότατη…

 

Τα παλιά χρόνια οι αρραβώνες, μερικές φορές και οι γάμοι, γίνονταν στο σπίτι της νύφης. Συγκεντρώνονταν συγγενείς και φίλοι των δύο οικογενειών, γλεντούσαν με πιοτό, μεζέδες και τραγούδια, τα γνωστά δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα. Κυρίως οι καλλίφωνοι, έλεγαν τραγούδια με παινέματα για την ομορφιά και την αξιοσύνη της νύφης, για τη λεβεντιά του γαμπρού, για τους συμπεθέρους, τον κουμπάρο, ακόμα και για τον προξενητή ή την προξενήτρα. Για να μαθευτεί στο χωριό το νέο του αρραβώνα, «έριχναν τα τουφέκια», δηλαδή έβγαιναν στο μπαλκόνι κι έριχναν πολλές τουφεκιές. Έτσι η φράση «ρίξαν τα τ’φέτσια» έγινε ταυτόσημη με τη λέξη «αρραβωνιάστηκαν».    

Ο Μανώλης ο Τυροπώλης ήταν καλεσμένος στο σπίτι της συγχωριανής μας Περμαθιάς, η οποία είχε κάποιο πρόβλημα ακοής και παντρευόταν τον Ιωάννη Δ. Μαυραγάνη (1870-1951), που λόγω της εμφάνισής του είχε το παρατσούκλι "Αρκούδα". Σαν ήρθε η σειρά του να τραγουδήσει, ο Μανώλης είπε το παρακάτω σατιρικό δίστιχο:

Νύφη μου ωραιότατη, 

είσι κουμμάκ’ κ’φαλούδα

τσι πώς θα αγκαλιάζ’ς του βράδ’ 

τούκ’ κ’ μαλλιαρή κι Αρκούδα!

Η φράση «νύφη μου ωραιότατη…» έχει γίνει παροιμιώδης στο Παλαιοχώρι και χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να δείξουμε πως, ενώ περιμένουμε έπαινο για κάποιον ή για κάτι, ακούμε λόγια πειραχτικά.  

 

Ο Γιάννης Π. Μαυραγάνης, στο βιβλίο του «Παλαιοχώρι Πλωμαρίου Λέσβου. Παράδοση - Ιστορία - Η Ζωή και τα Έθιμα», στο κεφ. «Κινητές εορτές», αναφέρει στη σελ. 245 για τις Αποκριές: «Παλιοί ονομαστοί στιχουργοί ή μασκαράδες του χωριού μας ήταν ο Μανώλης Τυροπώλης, ιδιαίτερα καυστικός στις σάτιρές του, ο Παντελής Αντωνάκας, ο Αριστείδης Μαρής (Σπανός) και ο Παναγιώτης Ιππιώτης…». Στο κεφάλαιο «Ονόματα και Οικογένειες πλουσίων και φτωχών απλών ανθρώπων που άφησαν κάποια φήμη από διάφορες αιτίες» γράφει:

«Μανώλης Τυροπώλης, λαϊκός ποιητής. Με τους στίχους του σατίριζε πολλά και στραβά του χωριού. Στους γάμους, τις αρραβώνες και τα γλέντια τον φώναζαν για να τους πει εύθυμα στιχάκια φτιαγμένα εκείνη τη στιγμή απ’ αφορμή το γεγονός. Τις απόκριες έγραφε σατιρικά επίκαιρα και γύριζε στο χωριό μαζί με τον πολυμήχανο και πανέξυπνο Παντελή Αντωνάκα και τον Αριστείδη Μαρή (Σπανό) ντυμένοι μασκαράδες και με τη μορφή διαλόγου ή διαβαστά λέγανε όλα τα στραβά και σκάρωναν διάφορες φάρσες.» (σελ. 263-264). Και παρακάτω, αναφερόμενος σε έναν άλλο σατιρικό ποιητή του χωριού μας, τον Παναγιώτη Ιππιώτη, γράφει χαρακτηριστικά στη σελ. 264: «Ο Π. Ιππιώτης και ο Μ. Τυροπώλης ήτανε οι Αριστοφάνηδες του χωριού. Είναι κρίμα που δεν σώθηκαν αυτές οι σάτιρες.»  

 

Άλλες οικογενειακές φωτογραφίες που έστειλε η Μυρσίνη Τυροπώλη - Σκουλού:  

 

   

Η Βικτώρια Τυροπώλη, το γένος Θωμά και Αμερισούδας Τσιμναδή, νύφη του Μανώλη Τυροπώλη και σύζυγος του γιου του Δημήτρη, υφαίνει στον αργαλειό (20ός αι.).

        

Την παραπάνω φωτογραφία την κάναμε αφίσα και θα σταλεί στο Παλαιοχώρι, για να κοσμήσει κάποιον τοίχο του νεοσύστατου Λαογραφικού Μουσείου Παλαιοχωρίου, που προγραμματίζει εκδήλωση για την υφαντική τέχνη το επόμενο καλοκαίρι.

 

    

Η Βικτώρια Τσιμναδή - Τυροπώλη, με τη μητέρα της Αμερισούδα Μαϊστρέλη - Τσιμναδή και τις κόρες της Μαρία, Μυρσίνη, Ελένη και Κατερίνα.   

    

 

Η Βικτώρια, με τις αδελφές της Μαρία και Ειρήνη και ανίψια της, έξω από το σπίτι της κόρης της Μυρσίνης στο Πλωμάρι.   

 

Η Βικτώρια Τυροπώλη, 97 χρόνων σήμερα (γενν. 1925), έχει την τύχη να περιβάλλεται από τη γεμάτη φροντίδα αγάπη των θυγατέρων και των εγγονών της. Της αξίζει τόση αγάπη και σεβασμός, γιατί βασανίστηκε για να μεγαλώσει τέσσερις καλές κόρες, δίνοντας η ίδια το παράδειγμα της εργατικότητας, της υπομονής, της αξιοπρέπειας και της καλοσύνης.          

Μυρσίνη Μ. Βουνάτσου

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου