ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2014
ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΣ ΤΟΥ ΜΗΝΑ Ο ΚΩΣΤΑΣ ΜΙΣΣΙΟΣ
«Λογοτέχνης μήνα Ιανουαρίου 2014» επιλέχτηκε ο Κώστας Μίσσιος, λόγιος, ερευνητής, ποιητής και πεζογράφος, γραμματολόγος και ανθολόγος, μέντορας πολλών νέων συγγραφέων, συνεργάτης περιοδικών και εφημερίδων, από τους πιο δραστήριους πνευματικούς ανθρώπους που γέννησε η Λέσβος.
Γεννήθηκε το 1938 στη Μυτιλήνη. Είναι γιος του Γιώργου Μίσσιου (1909-1970) από τη Στρώμνιτσα τέως Γιουγκοσλαβίας και της Μάρως Μυρογιάννη (1910-1969) από τη Μυτιλήνη, που παντρεύτηκαν το 1938 μετά από αλληλογραφία ένδεκα χρόνων με τα ψευδώνυμα "Μηλολόνθη" και "Διάννα" στο περιοδικό "Διάπλασις των Παίδων" του Γρηγόρη Ξενόπουλου. Αδελφή του η Ειρήνη Γιαννακοπούλου, συγγραφέας και μεταφράστρια. Τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια τα πέρασε στη Μυτιλήνη, τόπο γόνιμο, γεμάτο πνευματικότητα και πατρίδα δημιουργικών ανθρώπων. Η μεγάλη αγάπη για το Νησί του, η φιλαναγνωσία και ο καλόκαρδος χαρακτήρας του θα γίνουν οι κινητήριες δυνάμεις της μετέπειτα ζωής του και θα καθορίσουν την πνευματική του ταυτότητα και την ένταξή του σε ευρύ κύκλο πνευματικών δημιουργών και συνάμα φίλων στη Λέσβο και στην Αθήνα.
Φοίτησε για λίγο στην Α΄ τάξη Δημοτικού Αγίας Παρασκευής Λέσβου, έπειτα στο 4ο Δημοτικό Σχολείο Μυτιλήνης και στο Β΄ εξατάξιο Γυμνάσιο Μυτιλήνης. Καθηγητές με ξεχωριστή προσφορά υπήρξαν γι' αυτόν ο Γιώργος Αφεντάκης, ο Βαγγέλης Κακάμπουρας, η Ειρήνη Σιδερή, ο Διευθυντής Στρατής Βαρελτζίδης. Δεύτερο σχολειό του η Δημοτική Βιβλιοθήκη Μυτιλήνης, όπου πέρασε ατέλειωτες ώρες αναζήτησης γνώσης μέσα απ' τα βιβλία, δραστηριότητα που προδιέγραψε την κατοπινή του πορεία.
Ο Ταρλάς, η ποδοσφαιρική αλάνα της Μυτιλήνης, υπήρξε για τον έφηβο Κώστα Μίσσιο άλλος χώρος δράσης, παιχνιδιού και ομαδικής άθλησης, συναγωνισμού και χαράς, που τη μοιράστηκε με συμπαίκτες και φίλους. Αγωνίστηκε με την ομάδα μπάσκετ του Γυμνασίου του και την ομάδα μπάσκετ του "Αχιλλέα" Μυτιλήνης. Ο μεγάλος έρωτάς του όμως ήταν το ποδόσφαιρο. Από το 1954 ως το 1961, αριστεροπόδαρος παίκτης με τα μπλε χρώματα της ποδοσφαιρικής ομάδας "Αχιλλέας", έπαιζε "έξω αριστερά" με τόσο εξαιρετικές επιδόσεις, που οι ποδοσφαιρόφιλοι Λέσβιοι τον φώναζαν "Τσίμπορ των λεσβιακών γηπέδων", από τον ονομαστό έξω αριστερά ποδοσφαιριστή Τσίμπορ της Εθνικής Ουγγαρίας. Γι' αυτό σήμερα, με ταυτότητα καταξιωμένου Λέσβιου πνευματικού δημιουργού που τον καθιστά αναγνωρίσιμο και πείρα ανθρώπου που έχει γευτεί τη γλύκα και την πίκρα της ζωής, αναπολεί τις ευτυχισμένες ώρες και τις ποδοσφαιρικές επιτυχίες του από τα χρόνια της νιότης και δηλώνει με υπερηφάνεια: «Θέλω να με θυμούνται ως ποδοσφαιριστή...».
Έφυγε από την αγαπημένη του Μυτιλήνη, για να φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες, Δημόσια Διοίκηση και Νομικά. Μετά τις σπουδές του, εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Από το 1965 ο Κώστας Μίσσιος εργάστηκε στο Ελεγκτικό Συνέδριο κι από το 1969 στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, απ’ όπου συνταξιοδοτήθηκε το 2000 με το βαθμό του διευθυντή. Επίσης, διετέλεσε διοικητικός σύμβουλος του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΟΣΕ, 1981-1985) και του Αερολιμένα Αθηνών (1988-1989), ενώ πλούσια είναι και η συνδικαλιστική του δράση.
Το 1967 παντρεύτηκε την αγαπημένη του Χριστίνα Μελλή κι απέκτησαν τη μοναχοκόρη τους Μάρω, απόφοιτο Παιδαγωγικών του Πανεπιστημίου Πατρών και Σκιτσογραφίας της Σχολής Ορνεράκη, η οποία φιλοτεχνεί τα βιβλία του με ωραία διακοσμητικά σχέδια και πορτραίτα λογοτεχνών. Νεότερα μέλη της οικογένειας Μίσσιου ο γαμπρός του Βασίλης Παγιάτης κι ο μικρός Κώστας, το καμάρι του παππού του.
Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1954, από τις στήλες των εφημερίδων «Παλμός», «Ταχυδρόμος», «Στέμμα», «Λεσβιακός Κήρυξ», «Δημοκράτης» της Μυτιλήνης και «Αθλητική Ηχώ» της Αθήνας, με ποιήματα, χρονογραφήματα και αθλητικό ρεπορτάζ. Όνειρό του, που τελικά έμεινε απραγματοποίητο, να γίνει δημοσιογράφος. Πλουσιότατη κι η πνευματική του παραγωγή τα μετέπειτα χρόνια: 11 ποιητικές συλλογές, ποικίλα δημοσιεύματα σε περιοδικά κι εφημερίδες, 5 τόμοι «Συνταξιοδοτικά Θέματα» και πάνω από 35 τόμοι σχετικοί με τη Λεσβιακή Γραμματεία, με τη γραμματολογική και βιβλιογραφική έρευνα της οποίας ασχολείται συστηματικά και με πάθος από το 1980. Καταξιωμένος σήμερα ως οικογενειάρχης και πνευματικός δημιουργός, δηλώνει χαρακτηριστικά: «Όλη μου η περιουσία είναι η βιβλιοθήκη μου με 6.500 τόμους Λέσβιων συγγραφέων και 3.000 φακέλους αρχειακού υλικού».
Φοίτησε για λίγο στην Α΄ τάξη Δημοτικού Αγίας Παρασκευής Λέσβου, έπειτα στο 4ο Δημοτικό Σχολείο Μυτιλήνης και στο Β΄ εξατάξιο Γυμνάσιο Μυτιλήνης. Καθηγητές με ξεχωριστή προσφορά υπήρξαν γι' αυτόν ο Γιώργος Αφεντάκης, ο Βαγγέλης Κακάμπουρας, η Ειρήνη Σιδερή, ο Διευθυντής Στρατής Βαρελτζίδης. Δεύτερο σχολειό του η Δημοτική Βιβλιοθήκη Μυτιλήνης, όπου πέρασε ατέλειωτες ώρες αναζήτησης γνώσης μέσα απ' τα βιβλία, δραστηριότητα που προδιέγραψε την κατοπινή του πορεία.
Ο Ταρλάς, η ποδοσφαιρική αλάνα της Μυτιλήνης, υπήρξε για τον έφηβο Κώστα Μίσσιο άλλος χώρος δράσης, παιχνιδιού και ομαδικής άθλησης, συναγωνισμού και χαράς, που τη μοιράστηκε με συμπαίκτες και φίλους. Αγωνίστηκε με την ομάδα μπάσκετ του Γυμνασίου του και την ομάδα μπάσκετ του "Αχιλλέα" Μυτιλήνης. Ο μεγάλος έρωτάς του όμως ήταν το ποδόσφαιρο. Από το 1954 ως το 1961, αριστεροπόδαρος παίκτης με τα μπλε χρώματα της ποδοσφαιρικής ομάδας "Αχιλλέας", έπαιζε "έξω αριστερά" με τόσο εξαιρετικές επιδόσεις, που οι ποδοσφαιρόφιλοι Λέσβιοι τον φώναζαν "Τσίμπορ των λεσβιακών γηπέδων", από τον ονομαστό έξω αριστερά ποδοσφαιριστή Τσίμπορ της Εθνικής Ουγγαρίας. Γι' αυτό σήμερα, με ταυτότητα καταξιωμένου Λέσβιου πνευματικού δημιουργού που τον καθιστά αναγνωρίσιμο και πείρα ανθρώπου που έχει γευτεί τη γλύκα και την πίκρα της ζωής, αναπολεί τις ευτυχισμένες ώρες και τις ποδοσφαιρικές επιτυχίες του από τα χρόνια της νιότης και δηλώνει με υπερηφάνεια: «Θέλω να με θυμούνται ως ποδοσφαιριστή...».
Έφυγε από την αγαπημένη του Μυτιλήνη, για να φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες, Δημόσια Διοίκηση και Νομικά. Μετά τις σπουδές του, εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Από το 1965 ο Κώστας Μίσσιος εργάστηκε στο Ελεγκτικό Συνέδριο κι από το 1969 στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, απ’ όπου συνταξιοδοτήθηκε το 2000 με το βαθμό του διευθυντή. Επίσης, διετέλεσε διοικητικός σύμβουλος του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΟΣΕ, 1981-1985) και του Αερολιμένα Αθηνών (1988-1989), ενώ πλούσια είναι και η συνδικαλιστική του δράση.
Το 1967 παντρεύτηκε την αγαπημένη του Χριστίνα Μελλή κι απέκτησαν τη μοναχοκόρη τους Μάρω, απόφοιτο Παιδαγωγικών του Πανεπιστημίου Πατρών και Σκιτσογραφίας της Σχολής Ορνεράκη, η οποία φιλοτεχνεί τα βιβλία του με ωραία διακοσμητικά σχέδια και πορτραίτα λογοτεχνών. Νεότερα μέλη της οικογένειας Μίσσιου ο γαμπρός του Βασίλης Παγιάτης κι ο μικρός Κώστας, το καμάρι του παππού του.
Γενεαλογικά Κώστα Μίσσιου από το 1843, με σκίτσα της κόρης του Μάρως Μίσσιου - Παγιάτη.
Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1954, από τις στήλες των εφημερίδων «Παλμός», «Ταχυδρόμος», «Στέμμα», «Λεσβιακός Κήρυξ», «Δημοκράτης» της Μυτιλήνης και «Αθλητική Ηχώ» της Αθήνας, με ποιήματα, χρονογραφήματα και αθλητικό ρεπορτάζ. Όνειρό του, που τελικά έμεινε απραγματοποίητο, να γίνει δημοσιογράφος. Πλουσιότατη κι η πνευματική του παραγωγή τα μετέπειτα χρόνια: 11 ποιητικές συλλογές, ποικίλα δημοσιεύματα σε περιοδικά κι εφημερίδες, 5 τόμοι «Συνταξιοδοτικά Θέματα» και πάνω από 35 τόμοι σχετικοί με τη Λεσβιακή Γραμματεία, με τη γραμματολογική και βιβλιογραφική έρευνα της οποίας ασχολείται συστηματικά και με πάθος από το 1980. Καταξιωμένος σήμερα ως οικογενειάρχης και πνευματικός δημιουργός, δηλώνει χαρακτηριστικά: «Όλη μου η περιουσία είναι η βιβλιοθήκη μου με 6.500 τόμους Λέσβιων συγγραφέων και 3.000 φακέλους αρχειακού υλικού».
Φυλλάδιο με πορτραίτο του Κώστα Μίσσιου από τη δημοσιογράφο Ντόρα Πολίτη, η οποία ως τίτλο έβαλε τη δήλωση του συγγραφέα "Νιώθω θαυμασμό για τον Μυτιληνιό δημιουργό". Δημοσιεύτηκε την Παρασκευή 30-1-2009 στην εφημερίδα "Αιολικά Νέα" της Μυτιλήνης, αριθμ. φύλλου 4.648.
Ποιητικές συλλογές: Το 1965 τύπωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή «Κύκλος α΄», «Κύκλος β΄» (1966), «Διάσταση» (1967), «Εωθινό» (1969), «Νηπενθή» (1970), «Μνήμες» (1971), «Τρίπτυχο» (1972), «Νυχτομαχία» (1974), «Ξεχασμένα» (1975), «Καθημερινά» (1977), «Προ-κατ» (1983). Συγκεντρωτικές συλλογές: «Πορεία α΄» (1973), «Πορεία β΄» (1977), «Τα ποιήματα 1965-1985» (1986). Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα Γαλλικά, Αγγλικά, Ιταλικά, Ρουμανικά, Ουγγρικά, Πολωνικά, Βουλγαρικά, Αλβανικά και Τουρκικά.
Άρθρα: Πάνω από 1.100 άρθρα του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά «Αιολικά Φύλλα», «Αιολικά Γράμματα», «Λεσβιακή Παροικία», «Ελιόφως», «Πνευματικό Βήμα Αιγαίου», «Τα Ψαρά», «Μοριάς», «Πνευματικά Χανιά», «Πνευματική Ζωή», «Θεσσαλικό Ημερολόγιο», «Γιατί», «Ιχνευτές», «Εκ Παραδρομής», «Ρόπτρον Βόλου», «Φιλολογική Στέγη», «Ηπειρωτική Εστία», «Κυκλαδικά Θέματα», «Το Ροδοστάλι», «Φιλολογική Πρωτοχρονιά», «Νέα Εστία», «Ενδοχώρα», «Νουμάς», «Ελλέβορος», «Πόρφυρας», «Νέα Σκέψη» κ.ά. και στις εφημερίδες «Καθημερινή», «Δημοκράτης», «Αιολικά Νέα», «Εμπρός» και «Νέο Εμπρός».
Άλλα βιβλία του: «Συνταξιοδοτικά Θέματα Α΄» (1972), «Θύμηση Γεωργίου Κ. Μίσσιου» (1972), «Τι είπανε για τα ποιήματά μου» (1973), «Συνταξιοδοτικά Θέματα Β΄» (1973), «Συνταξιοδοτικά Θέματα Γ΄» (1974), «Τα Μυτιληνιά» (1975), «Συνταξιοδοτικά Θέματα Δ΄» (1975), «Συνταξιοδοτικά στρατιωτικών» (1977), «Από την πνευματική ζωή της Μυτιλήνης» (1984), «44 ποιητικές φωνές από τη Λέσβο» (1985), «Οι δικοί μου άνθρωποι» (1985), «56 ποιητικές φωνές από τη Λέσβο» (1986), «70 ποιητικές φωνές από τη Λέσβο» (1987), «Τα βιβλία των Μυτιληνιών συγγραφέων από 1/1/1940 ως 31/8/1989» (1989), «Περιοδικά, εφημερίδες, ψευδώνυμα» (1989), «Η Ορδή των Βασιβουζούκων, ήγουν η ″συμμορία″ του Μυριβήλη» (1990), «Οι ποιητές και στιχοπλόκοι των πρδκ. Πιττακός, Πανδέκτης, Σαπφώ» (1991), «Λόγιοι και Λογοτέχνες της Αγίας Παρασκευής Λέσβου» (1994), «Μυτιληνιοί λόγιοι και λογοτέχνες» (1994), «Η Λεσβιακή Άνοιξη εν καρποφορία» (1994), «Βερναρδάκης, Εφταλιώτης, Μυριβήλης» (1995), «Πνευματική διαδρομή της Ηγουμένης Ευγενίας Κλειδαρά» (1995), «Το λογοτεχνικό έργο της Ηγουμένης Ευγενίας Κλειδαρά» (1996), «Λογοτεχνικά περιοδικά αφιερωμένα στο έργο της Ηγουμένης» (1996), «Φιλολογικά (και πάρεργα) της Μυτιλήνης πλην και άλλα» (1996), «(Αυτο)-βιβλιογραφικά (9/8/1954 – 16/5/1996)» (1996), «Ανθολόγιο ποιημάτων αφιερωμένων στην Ηγουμένη Ευγενία Κλειδαρά» (1996), «Υμνητικά ποιήματα στη Λέσβο» (1996), «Ιχνηλασία στο ποιητικό έργο της Ηγουμένης Ευγενίας Κλειδαρά» (1996), «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών» (Α΄-1998, Β΄-1998, Γ΄-1998), «Πρόλογοι βιβλίων αφιερωμένων στο λογοτεχνικό έργο της Ηγουμένης Ευγενίας Κλειδαρά» (1999), «Ιχνηλασία στο πεζογραφικό έργο της Ηγουμένης Ευγενίας Κλειδαρά» (1999), «Βιοβιβλιογραφικά των Λεσβίων συγγραφέων των τόμων Α΄-ΙΗ΄(1953-2000) του περιοδικού συγγράμματος ″Λεσβιακά″ και των παραρτημάτων του» (2001), «Η ιστορία μιας λαϊκής λιθογραφίας» (2002), «Μεταγλωττισμένα έργα των εκ Λέσβου λογίων, λογοτεχνών και άλλων από το 1541 έως το 1999 εξ αυτοψίας καταγραφέντα» (2004), «Οι μεταγλωττίσεις των εκ Λέσβου λογίων, λογοτεχνών και άλλων από το 1806 έως το 1999» (2004), «Μια ενδεκάδα… αποδεκατισμένη» (2004), «Τα βιβλιογραφικά της Μυτιλήνης» (2006), «Απ’ την Καστοριά, με αγάπη» (2006) κ.ά., με τελευταίο το βιβλίο «Λεσβιακό Λεύκωμα. Συμβολή στην ιστορία της λεσβιακής γραμματείας» (Εκδόσεις ″Πιττακός″, Αθήνα 2013).
Ανάτυπα: «Ποιητές και στιχοπλόκοι» (1992), «Γυναίκες Λογοτέχνες» (1992), «Λέσβιοι στο Γυμνάσιο Σύρας» (1993), «Μοραΐτες λογοτέχνες συνεργάτες του Μυτιληνιού πρδκ. ″Χαραυγή″» (1993).
Ο Κώστας Μίσσιος είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Ο Κώστας Μίσσιος είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
*****
Το ερευνητικό -
βιβλιογραφικό έργο του Κώστα Μίσσιου είναι ανεκτίμητης αξίας για τη Λέσβο, και
για το μέγεθος και για την ποιότητά του. Γι’ αυτό θα περιοριστούμε στο ποιητικό
του έργο, που αποτελείται από 11 ποιητικές συλλογές (1965-1983) και 3
συγκεντρωτικές (1973, 1977, 1986).
Χαρακτηριστικά των ποιημάτων του:
1.
Ιδιαίτερο εξωτερικό χαρακτηριστικό των ποιημάτων του είναι ότι ο τίτλος, με κεφαλαία μαύρα γράμματα,
αποτελεί ταυτόχρονα και τον πρώτο στίχο του ποιήματος.
2. Ο στίχος είναι σύντομος,
ανομοιοκατάληκτος, χωρίς συγκεκριμένο αριθμό συλλαβών.
3. Η γλώσσα δημοτική του καθημερινού λόγου,
όμως πλούσια, με κάποιες ακραίες επιλογές στην ορθογραφία των δίψηφων αυ και
ευ, που τα γράφει αβ («αβγινά»,
αντί αυγινά – «άβρες», αντί αύρες),
αφ («αφτός», αντί αυτός), εβ
(«εβαισθησίες», αντί ευαισθησίες
– «χορέβουν», αντί χορεύουν – «εβδαιμονία», αντί ευδαιμονία – «γυρέβω», αντί γυρεύω – «μάζεβες», αντί μάζευες – «πρωτεβουσιάνικης», αντί
πρωτευουσιάνικης), εφ («θριαμβεφτικά»,
αντί θριαμβευτικά – «έφκολο», αντί
εύκολο – «εφχαριστώ», αντί ευχαριστώ –
«εφτυχία», αντί ευτυχία – «θριαμβεφτές», αντί θριαμβευτές). Επίσης,
λίγες μετοχές («διαξιφιζόμενες», «αναδυόμενες») και φράσεις της καθαρεύουσας («εν ανεπαρκεία», «επί της γης») έχουν το δικό τους
λειτουργικό ρόλο και δείχνουν τη γλωσσική επάρκεια και παιδεία του συγγραφέα.
4. Η
σχεδόν πλήρης απουσία στίξης και το
κεφαλαίο γράμμα στην αρχή κάθε στίχου, στοιχεία που υποδηλώνουν κάποιες επιρροές
από τους υπερρεαλιστές, απαιτούν προσεκτική ανάγνωση, για να γίνουν κατανοητά τα
νοήματα.
5. Λόγος λιτός, με ρήματα και ουσιαστικά
κυρίως, που, σε συνδυασμό με τη συντομία του στίχου, προσδίδουν γοργότητα,
παραστατικότητα, ζωντάνια και ρυθμό. Οι έντονες αντιθέσεις κι οι εικόνες έχουν
έναν κυρίαρχο λειτουργικό ρόλο: να δώσουν έμφαση στο λόγο και να μεταδώσουν
κοινωνικά μηνύματα στον αναγνώστη.
6. Τα
θέματα καλύπτουν όλο το φάσμα ζωής
του ανθρώπου που ζει και εργάζεται στη μεγαλούπολη: η αποξένωση των ανθρώπων, η
μοναξιά, η αλλοτρίωση του Έλληνα, τα νέα ήθη της ελληνικής κοινωνίας, η εξουσία
του κατεστημένου, η νοσταλγία για τη γενέθλια γη, ο έρωτας, το θαύμα της πατρότητας,
η αγάπη για τη μάνα είναι μερικά απ’ αυτά.
7. Προβληματισμός για τις αλλαγές στη ζωή
και στις ανθρώπινες σχέσεις, μια διάχυτη μελαγχολία
για το τώρα, με βαθιές ρίζες στο χτες, ένας «προδομένος»
ρομαντισμός, έντονα κριτική διάθεση και ειρωνεία, αλλά και ευαισθησία και τρυφερότητα, όταν γράφει για αγαπημένα πρόσωπα και τη Μυτιλήνη, μια αίσθηση ματαίωσης των προσωπικών ονείρων και των κοινωνικών
οραμάτων, η πίκρα για τ’ άσχημα της
ζωής, αλλά κι η ελπίδα για καλύτερες
μέρες.
8. Ο προσωπικός τόνος κι η αμεσότητα του ποιητικού του λόγου. Ο άνθρωπος
των ποιημάτων του, ο ίδιος ο συγγραφέας όπου γράφει σε α΄ ενικό πρόσωπο, ο
άλλος στα ποιήματα που χρησιμοποιεί β΄ ενικό πρόσωπο, εκείνος και οι άλλοι όπου
χρησιμοποιεί α΄ και β΄ πληθυντικό πρόσωπο, είναι ταυτόχρονα κρίνων και
κρινόμενος. Σε κάποια ποιήματά του ο αναγνώστης έχει την αίσθηση πως ο
συγγραφέας απευθύνεται στον εαυτό του, χρησιμοποιώντας β΄ ενικό πρόσωπο.
9. Τα
δημοσιευμένα ποιήματα του Κώστα Μίσσιου, γραμμένα από το 1965 μέχρι το 1983,
αρκετές δεκαετίες πριν από τη σημερινή εποχή της οικονομικής κρίσης και της
κρίσης αξιών, φαντάζουν προφητικά, καθώς είναι επίκαιρα όσο ποτέ. Η διαχρονικότητα είναι το ξεχωριστό ποιοτικό
γνώρισμα της ποίησης ενός καλού συγγραφέα.
10.
Τέλος, εντύπωση μας προκαλεί το γεγονός ότι, παρά την πλούσια παραγωγή του σε
βιβλία, έχει πολλά χρόνια να δημοσιεύσει ποιήματά του, ίσως γιατί το ερευνητικό
του έργο απορροφά όλο το δυναμικό του. Ή μήπως γιατί η ποίηση για τον Κώστα
Μίσσιο δεν είναι απλώς ένας τρόπος έκφρασης, αλλά αποκάλυψη ψυχής;
Διαβάστε παρακάτω αντιπροσωπευτικά ποιήματά του, διαλεγμένα από τον
ίδιο, στο δικό του «Ανθολόγιο Λεσβίων
Ποιητών», τόμος 10ος, σελ. 207-230:
ΕΝ ΑΦΘΟΝΙΑ ΤΑ ΠΑΝΤΑ
Στην ένατη δεκαετία
Του εικοστού αιώνα
Και το μόνο που έμεινε
Αγαθό εν ανεπαρκεία
Ένα φιλικό χαμόγελο
Στο διπλανό μας
(«Προ-Κατ» /1983)
ΓΕΜΙΣΑΜΕ ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΜΑΣ
με όλα τα ελέη του θεού
Αδειάσαμε τις καρδιές μας
απ’ όλες τις ανθρώπινες
εβαισθησίες
Ισορροπούμε
(«Προ-Κατ» /1983)
ΞΕΠΕΡΑΣΕΣ
Τον μέσον όρον ζωής
Κι όμως
Είσαι νεκρός
Από τότε
Που έφηβος – ακόμα –
Τις εκκλήσεις της καρδιάς
Αρνήθηκες
Κι ακολούθησες
Τις ψυχρές οδηγίες
Της λογικής.
(«Προ-Κατ» /1983)
ΠΕΡΠΑΤΑΣ ΜΕ ΔΕΚΑΔΕΣ ΑΛΛΟΥΣ
Σταδίου
Πανεπιστημίου
Πατησίων
Τρως με δεκάδες άλλους στα εστιατόρια
Στα self - service
Στα bar
Κάθεσαι δίπλα με δεκάδες άλλους
Στα λεωφορεία
Στα θέατρα
Στα γήπεδα
Σε βλέπουν δεκάδες μάτια
Κάθε λεφτό
Αισθάνεσαι δεκάδες ανάσες πάνω σου
Κάθε λεφτό
Μόνος
Κατάμονος
Στην Αθήνα του 1977
(«Καθημερινά»/1977)
ΔΩΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
Ανέβα
Κατέβα
Τέσσερις φορές τη μέρα απ’ την Ομόνοια
Τη συνήθισες
Σφηνώθηκαν μέσα σου
– Όπως η βίδα στο ξύλο –
Οι φωνές των μικροπωλητών
Οι ουρές μπροστά στα γκισέ του Ηλεκτρικού
Τα σκουντήματα στις – δήθεν – κυλιόμενες σκάλες
Οι παπατζήδες
Οι ανώμαλοι
Η μπόχα
Κι ούτε που θέλεις πια ν’ ακούσεις
Για καθαρό αγέρα
Για μια ανθρώπινη διαδρομή
Σου έγινε ανάγκη καθημερινή
Ο άθλιος ο χώρος
– Πράγμα που άλλωστε
Ήτανε πάντα
Στόχος τους
(Καθημερινά/1977)
Σ’ ΕΦΧΑΡΙΣΤΩ
Που τον τίτλο
Του πατέρα
Μου χάρισες
Και το πέρασμά μου
Πάνω απ’ τη γη
Δικαίωσες
Ό,τι μου πρόσφερες
Δε θα μπορέσω ποτέ
Να στο προσφέρω
(«Νυχτομαχία»/1974)
ΒΙΒΛΙΑ ΚΑΛΥΠΤΟΥΝ
Τους τοίχους του χώρου
Που μέσα κινείσαι
Πιο μεγάλη όταν γίνεις
Θα σου πω
Πως κανέν’ απ’ αυτά
Δε μου έμαθε τόσα πολλά
Όσα εσύ
(«Νυχτομαχία»/1974)
ΕΔΩ ΘΑ ΖΗΣΕΙΣ
Εδώ
Που δεν υπάρχει έλεος
Για τους αδύνατους
Για τους ρομαντικούς
Τους καταπιεσμένους
Για λίγη ομορφιά
Θα κουραστείς πολύ
Για λίγη αλήθεια
Θα παλέψεις δυνατά
Η νύχτα και η σιωπή
Σκληρές κι αδυσώπητες
Σαν πυρκαγιά
Παντού χορέβουν
Θριαμβεφτικά
Το φως
Δεν είναι έφκολο να βρεις
Σε περιμένουν
Ώρες δύσκολες
(«Νυχτομαχία»/1974)
ΝΩΧΕΛΙΚΑ ΓΕΡΜΕΝΗ
Στην αγκαλιά της Ανατολής
Μες στη λαγνεία της λουσμένη
Αφήνεις την εβδαιμονία σου
Απλόχερα
Ν’ απλώνεται τριγύρω
Σπαρμένο τόσο φως
Χυμένα τόσα χρώματα
Σε σένα
Πλέκουν ιστούς γαλήνης
Οι ελιές σου
Κι απ’ τις ακρογιαλιές σου
Αναδύονται ήχοι δοξαστικοί
Οι ώρες
Παίρνουν άλλες διαστάσεις
Κοντά σου
Μυτιλήνη.
(«Τρίπτυχο»/1972)
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΙ ΔΡΟΜΟΙ
Καινούργια σπίτια
Καινούργιοι άνθρωποι
Όλα καινούργια
Όλα
Μόνο τ’ όνομα έμεινε
Να μου θυμίζει
Ότι δεν περπατώ
Σε κάποιαν
Άλλη πόλη
(«Τρίπτυχο»/1972)
ΤΟ ΧΩΜΑ ΠΟΥ ΣΕ ΓΕΝΝΗΣΕ
Να σε κρατήσει άλλο
Δεν μπορεί
Ό,τι χρωστούσες
Το ’δωσες
Είσαι νερό και γη – αγέρας
Δικιά μας είσαι πάλι
(«Τρίπτυχο»/1972)
ΕΔΩ ΗΣΑΣΤΑΝ ΧΤΕΣ
Και σήμερα
Εδώ βρίσκεστε
Εδώ θα σας γυρέβω πάντοτε
Κι εδώ θα σας βρίσκω
Κάθε φορά
Που θα νοσταλγώ
Την ύπαρξή σας
Κάθε μέρα
(«Μνήμες»/1971)
ΚΑΙ Η ΑΝΟΙΞΗ
Γονάτισε δίπλα σου
Να μαζέψει μια χούφτα
Απ’ το χαμόγελό σου
(«Νηπενθή»/1970)
ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΣ ΛΟΙΠΟΝ
Καμιά οφειλή δεν σε βαραίνει
Κι η εφορία
Δείχνει ικανοποιημένη
Αν τώρα
Από καιρό
Μονίμως διαμένεις
Στο 28ον Τμήμα
Του Γ΄ Νεκροταφείου
Αυτό
Είναι
Άνευ σημασίας
Όλα
Έχουν καλώς
Επί της γης
(«Μνήμες»/1971)
ΛΙΩΝΟΥΝ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ
Τ’ αβγινά τα γιασεμιά
Πικρό βοτάνι στην καρδιά
Και τα ματόκλαδα θολά
Μετρούν
Τις ώρες τις χλωμές
Μην κλαις
Θα ’ρθουνε μέρες άλλες πιο καλές
Και στις παλάμες
Θα κρατήσεις αναφτές
Λαμπάδες
Να φωτίζουν απαλά
Χαμόγελα μικρού παιδιού
Αχνά
Ας ακουστεί τώρα ξανά
Τραγούδι
Από τα χείλη σου
Καθώς θ’ απλώνω καταγής
Ζεστούς παλμούς για να διαβείς
Μαζί θα βρούμε τη χαρά
(«Διάσταση»/1968)
ΑΠΟ ΤΟ «ΕΩΘΙΝΟ»
Περάσαν τα χρόνια
Μητερούλα
Χρόνια γεμάτα δάκρυα
Δύσκολα Όμορφα
Σκληρά Τρυφερά
Τα παιδιά σου μεγαλώσανε
Τα εγγόνια σου
Θα μεγαλώσουνε κι αυτά
Και συ θα σκύβεις τρυφερά
Και θα τα ψιθυρίζεις παραμύθια
Και θα τα νανουρίζεις
Παίρνοντάς τα στην αγκαλιά σου
Όπως εκείνο τον καιρό
Που μας κρατούσες σφιχτά
Στ’ απαλά σου χέρια
Και στη θερμάδα του στήθους σου
Τραγουδώντας
Το «φύσα αεράκι δροσερό»
Ακούραστα
Ώρες ολόκληρες ξαγρυπνώντας
Μέχρι να μας δεις
Να κλείνουμε τα βλέφαρά μας
Περάσανε τα χρόνια
Μητερούλα
Κι όλα τα χρόνια αυτά
Εσύ έδινες
Χωρίς να παίρνεις
Έκανες την πίκρα σου
Μέλι για μας
Στέγνωνες τις έγνοιες μας
Μάζεβες τα παράπονά μας
Στην καρδιά σου
Και μας τα γύριζες
Βλαστάρια λεμονιάς
Νάρκωνες τους πόνους μας
Και σήμερα
Μητερούλα
Σήμερα
Που πρέπει κι εγώ κάτι να βρω
Να σου προσφέρω
Μέρες λαμνοκοπώ
Σκαλίζω παλιές θύμισες
Ξεκινώ τα πρωινά
Γεμάτος ελπίδες
Βυθίζομαι τα βραδινά
Στους απλόχωρους καναπέδες
Σκαλίζοντας
Ολοένα σκαλίζοντας
Και την πιο μικρή επιφάνεια
Και μέρες τώρα
Κάθε πρωινό
Και κάθε βραδινό
Βρίσκομαι με άδεια χέρια
Χωρίς τη δύναμη
Μητερούλα
Ν’ αδράξω την άκρη του νήματος
Που οδηγεί
Στις αλαφροΐσκιωτες πτυχές
Της ψυχής σου
Έτσι ξανά
Στέκομαι μπροστά σου
Και σε παρακαλώ
Μητερούλα
Ν’ αφήσεις ακόμα μια φορά
Την άχραντη αγάπη σου
Να σκορπίσει
Αντίδωρο να γίνει στο γιο
Που δεν κατάφερε να σου προσφέρει
Τη μεγάλη χαρά
Τη χαρά που αισθάνεται το δέντρο
Όταν ανθίζει
Τη χαρά που νιώθει η θάλασσα
Όταν μέσα της χύνονται τα ποτάμια
Τη χαρά που περιβάλλεται ο αγέρας
Όταν αγγίζει την ομορφιά
Τη χαρά που την αξίζεις
Άφησέ με
Μητερούλα
Στις καλοσυνάτες παλάμες σου ν’ ακουμπήσω
Το πιο αραχνοΰφαντο εφχαριστώ
Για την εφτυχία που μου ’δωσες
Με το να είμαι παιδί σου
Για τη θαλπωρή που με γεμίζεις
Με το να σε φωνάζω
Μητερούλα
(«Εωθινό»/1969)
ΦΤΕΡΑ ΤΣΑΚΙΣΜΕΝΑ
Οι Απριλιάτικες ανάσες
Αναρριπίζουν τις τροχιές των ανέμων
Μετρώντας
Τις διαξιφιζόμενες άβρες
Τα καλοκαίρια
Χάθηκαν απ’ τις ψυχές μας
Μαζέψανε το εγώ τους
Κι ανοιχτήκανε στον ορίζοντα
Με τους θριαμβεφτές
Το ρολόι
Μετράει τις ώρες
Της πρωτεβουσιάνικης ανίας
Το πλήθος
Γυργοφέρνει αδιάφορα
Κοντά στις αναδυόμενες ανακατατάξεις
Των κρυσταλλωμένων προσδοκιών μας
Ακούμε τους σφιγμούς μας
Δεν ξεπερνούμε
Μήτε την έκδηλη αβεβαιότητά μας
Το πλήθος
Χειρονομεί χαιρέκακα
Ο ίλιγγος της χαράς
Αρνιέται την πρόσκλησή μας
Το πλήθος διασκεδάζει
Σπαταλά πολλούς σφυγμούς
Εμείς κανέναν
Απ’ το συμπόσιό μας απουσίασε
Ο πιο δυνατός μέτοχος
Αφτός που εσύ κι εγώ
Διαγράψαμε τόσο γρήγορα
Η συνεδρίαση λύνεται
Κύριοι χαίρετε
Το πλήθος καγχάζει
Ώρα αγάπης
Μηδέν
(«Κύκλος α΄»/1966)
Το φυλλάδιο περιέχει άρθρο του Στέλιου Σαμαρά, με τίτλο "Ιστορία του Λεσβιακού Αθλητισμού. Ο ποδοσφαιριστής Κώστας Μίσσιος". Δημοσιεύτηκε την Τρίτη 29-4-2014 στην εφημερίδα "Δημοκράτης" της Μυτιλήνης, αριθμ. φύλλου 16.588.
Βιβλιογραφικές πηγές: Τα ποιήματα και βιογραφικά στοιχεία είναι δημοσιευμένα στο «Ανθολόγιο Λεσβίων Ποιητών», τόμος 10ος, Μυτιλήνη 1998, σελ. 207-230. Βιογραφικές πληροφορίες αντλήσαμε και: α) Από το βιβλίο του Κ. Μίσσιου «Ο Λεσβιακός Τύπος και οι δημιουργοί του (24 Αυγούστου 1864 – 31 Μαρτίου 2008). Συμβολή στην ιστορία της λεσβιακής γραμματείας» (Εκδόσεις ″Πιττακός″, Αθήνα 2009, σελ. 684-686). β) Από άρθρο του Στέλιου Σαμαρά στην εφημερίδα "ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ" Λέσβου (αριθμ. φύλλου 16.588/29-4-2014), με τίτλο "Ιστορία του Λεσβιακού Αθλητισμού. Ο ποδοσφαιριστής Κώστας Μίσσιος". γ) Από βιογραφικό πορτραίτο του Κώστα Μίσσιου, με τίτλο "Κώστας Μίσσιος. Νιώθω θαυμασμό για τον Μυτιληνιό δημιουργό", που δημοσίευσε η Ντόρα Πολίτη στην καθημερινή εφημερίδα Λέσβου "Αιολικά Νέα" (αριθμ. φύλλου 4648/30-1-2009).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου