Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

ΤΟ ΚΡΑΝΙΟ ΠΟΥ ΧΡΩΣΤΟΥΣΕ

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΣΚΛΑΒΙΑΣ
    
Η εκμετάλλευση των Ελλήνων ραγιάδων από τους Τούρκους και τους Αρβανίτες Αγάδες, η τοκογλυφία κι η αδικία ακόμα και μετά το θάνατο, οι δολοπλοκίες κι η σκληρότητά τους ζωγραφίζονται με μαύρα χρώματα στο βιβλίο "Διηγήματα από τα χρόνια της σκλαβιάς" του Χρήστου Χρηστοβασίλη, απ' όπου πήραμε το διήγημα "Το κρανίο που χρωστούσε", την πραγματική ιστορία του Λάμπρου Βενέτη από την Ήπειρο. Διαβάστε το, σαν ένα είδος μνημόσυνου για τους πολύπαθους Έλληνες των χρόνων της τουρκοσκλαβιάς. Διαβάστε το στα παιδιά σας, για να μπορέσουν να κατανοήσουν γιατί πρέπει να μην ξεχάσουμε το ιστορικό μας παρελθόν, γιατί πρέπει να γιορτάζουμε τις εθνικές επετείους και να τιμούμε όσους αγωνίστηκαν για την ελευθερία. Θα μπορέσετε, ακόμα, να κατανοήσετε πόσο μοιάζουν όσοι στερούν την ελευθερία των ανθρώπων κι ασκούν βία και τοκογλυφία παλιά και σήμερα. Με τη διαφορά ότι οι τρομοκράτες τοκογλύφοι εκμεταλλευτές σήμερα φορούν φράγκικες γραβάτες!  
                                        
Το κρανίο που χρωστούσε
                                                                                                                
     Η Λεφτοκαρυά είναι ένα χωριό από τα περίφημα Δεκάξι Χωριά της επαρχίας των Φιλιατών, που ήταν κεφαλοχώρια ως τα 1863 και τ’ άρπαξαν από τότε κι ύστερα οι Φιλιακιώτες Αγάδες Ντεμάτες και Σεϊκάτες, και τα ’καναν «διά της βίας» τσιφλίκια τους ως τα 1913, που λευτερώθηκε η Ήπειρο από την αντίχριστη Τουρκιά, και δεν τόλμησαν πλεια οι Αγάδες να πατήσουν το πόδι τους σ’ αυτά τα χωριά ως ιδιοχτήτες.
     Αγάς, δηλαδή αφέντης σ’ αυτό το χωριό, την Λεφτοκαρυά, ήταν με πεντέξι άλλους μαζί κι ο Μέτε Ντούτσιες, που λεγόταν επίσημα Μεχμέτ αγάς Ντίνος, κι ένας από τους ραγιάδες του, δηλαδή από τους γεωργούς του, ήταν ο Λάμπρος ο Βενέτης, άποικος από το Μαλούνι – κι αυτό από τα Δεκάξι Χωριά – ένα γραφικό χωριό, μέσα σ’ όμορφα βουνά και λόγγους, που δεν είχε πολλή γεωργήσιμη γη, κι όσα παιδιά απ’ αυτό το χωριό είχαν ζήλο να εργαστούν και να προκόψουν ή πήγαιναν στην ξενιτιά ή κατάφευγαν σ’ ευφορότερα χωριά, όπου εύρισκαν καλά χωράφια να δουλέψουν.
    Ο Λάμπρος ο Βενέτης, όντας τίμιος κι εργατικός άνθρωπος, πρόκοψε στην Λεφτοκαρυά, κι όλοι οι Μαλουνιώτες είχαν γύρισμα στο σπίτι του, πηγαίνοντας στα Γιάννινα ή ερχόμενοι απ’ εκεί. Απόχτησε παιδιά και κορίτσια, έκανε αρκετά γιδοπρόβατα, γελάδια, φοράδια, κι άλλο βιο, εσόδευε πολλά γεννήματα κι έφτασε να γένει ο πρώτος νοικοκύρης του χωριού. Αλλά αυτό δεν σύμφερνε στον Αγά του, τον Μέτε Ντούτσιε, και σ’ όλους τους άλλους Αγάδες των Φιλιατών, που ήθελαν τους ραγιάδες τους γυμνούς, ξεσκούφωτους, ξεπόδετους και πεινασμένους, για να μην είναι ικανοί να σηκώσουν κεφάλι.
   – «Ου Ντια (για όνομα του Θεού)», έλεγαν. «Πάει ραγιάς με γιδοπρόβατα, με γελάδια, με φοράδια, με γεννήματα, με χρήματα, με βιο;»
     Με μια συκοφαντία προς την τούρκικη Διοίκηση των Φιλιατών, που ήταν πάντα τυφλό όργανο των Αγάδων, το πρώτο παιδί του Λάμπρου Βενέτη, με τα γαμπριάτικα φορέματα ακόμη, τριών μερών γαμπρός, κατηγορήθηκε ως «κομίτας», δηλαδή ως όργανο ανύπαρχτης Ελληνικής Επαναστατικής Εταιρείας, κι εξορίστηκε επί ζωής κατ’ ανέμου, και γύρισε η νύφη με τα τέλια στο κεφάλι στο πατρικό της για πάντα, σαν χήρα, το δεύτερό του το παιδί πήρα τα μάτια του για την ξενιτιά, από τον φόβο μην πάθει κι αυτό ό,τι είχε πάθει κι ο μεγαλύτερός του αδερφός, και το τρίτο του πέθανε.
     «Έπαθες ένα κακό; Καρτέρει κι άλλο», λέει μια παροιμία. Έτσι, έπεσαν τα γιδοπρόβατα του Λάμπρου του Βενέτη σε ξένα χέρια, κι άλλα έκλεψαν απ’ εδώ κι άλλα άρπαξαν απ’ εκεί τα τυφλά όργανα των Αγάδων, ώσπου δεν τμειναν πλειότερα από δέκα κεφάλια μοναχά. Το ίδιο έπαθαν και τα γελάδια και τα φοράδια και τα γεννήματα. Θαρρείς κι είχε φθονήσει Δαίμονας όλην την ευτυχία του Λάμπρου του Βενέτη και την έκανε μαύρη δυστυχία, κι αληθινά σωστός δαίμονας από του Άδη ήταν ο Αγάς του, ο Μέτε Ντούτσιες!
     Μια μέρα, πνιγμένος ο Μέτε Ντούτσιες από την ευτυχία του, πβλεπε τον ραγιά του τρισδυστυχισμένον, όπως και το προσπαθούσε και το επιθυμούσε, τον φώναξε και του είπε:    
   – «Θέλεις να σου κάνω την καλωσύνη να σου δανείσω χίλια γρόσια προς τα τρία τα εκατό το μήνα διάφορο, για να ευκολεθείς ν’ αγοράσεις ό,τι σου χρειάζεται;»
     Όλη η καλωσύνη του Αγά ήταν για τα τρία τα εκατό τον μήνα τόκο κι όχι γι’ άλλο τίποτε.
     Δέχτηκε την πρόταση ο Λάμπρος ο Βενέτης ως ευεργεσία του Αγά του, τον ευχαρίστησε, έλαβε τα χίλια γρόσια, που αντιπροσώπευαν δέκα λίρες τούρκικες, παρά κάτι, κι έδωκε το απαιτούμενο χρεωστικό ομόλογο, αρχίζοντας να πιστεύει ότι έχουν καμιά φορά κι οι διαβόλοι αγγελικές στιγμές.
     Αυτό το ποσό το μεταχειρίστηκε ο Λάμπρος ο Βενέτης για ν’ αγοράσει ένα ζευγάρι βόδια, γιατί του είχε φάγει ο λύκος το ζευγάρι του, δυο βόδια σαν αστέρια, που τα θυαμαίνονταν όλη η Λεφτοκαρυά, η Ραβεννή, η Μπράνια και το Κούτσι, τα περίχωρα, για να μπορέσει να δουλέψει τα χωράφια του, για να πάρει κι αυτός το ψωμί του, κι ο Αγάς τ’ αποκομμένο γεώμορό του, το λεγόμενο «κεσίμι» (κατ’ εκτίμηση), καν δίνει καν δεν δίνει το χωράφι, και τα τριακόσια εξήντα γρόσια του, πκανε χρονικής ο τόκος των χιλίων γροσιών, που του ’χε δανείσει προς τρία τα εκατό τον μήνα. 
     Πέρασαν πέντε ακέρια χρόνια, από τότε πσκαβε την γη ο Λάμπρος ο Βενέτης με τ’ αλέτρι του, για να μπορέσει να θρέψει το σπίτι του, να δώσει τ’ αποκομμένο γεώμορο, το «κεσίμι», χαράτσι της γης, και τους τόκους του δάνειου, αλλά δεν κατόρθωνε ούτε το σπίτι του να καλοθρέφει, σαν άλλοτε, κι ούτε το κεσίμι και τους τόκους του Αγά να πληρώνει ακέρια. Τότε τον έσφιξε πολύ ο Αγάς για το χρέος και δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να τον καρτερέσει γι’ άλλη χρονιά πλειο! Τι να ’κανε τότε ο καημένος ο Λάμπρος ο Βενέτης; Πούλησε όσα γιδάκια και προβατάκια τού είχαν μείνει ακόμα, πούλησε τα βόδια και τα χαλκώματα του σπιτιού του, πούλησε ως κι αυτήν την κάπα του ακόμα, ό,τι είχε και δεν είχε, κι έμεινε με το δάχτυλο στο στόμα, που λέει ο λόγος, δανείστηκε κι από έναν συγγενή του ό,τι μπορούσε να δανειστεί για ν’ αποξοφλήσει το χρέος του προς τον Αγά, κι όσα χρήματα οικονόμησε απ’ όλα αυτά, τα πήγε όλα στον Αντίχριστο.
   – «Πάρ’ τα όλα, Αγά μου!», του είπε, «για να ξεπληρωθεί το χρέος μου, και να μην σ’ έχω απανωθιό μου βάρος, σαν βουνό, κι εμένα ας με πάρει το ποτάμι!»
     Έβγαλε ο Αγάς το τζουλμπένι του, ένα είδος φορητό κατάστιχο, ηύρε την μερίδα του χρεώστη του, έβαλε τον τόκο στο κεφάλι προς τρία τα εκατό τον μήνα, και τόκο στον τόκο, και βρήκε χρεωστούμενα γρόσια τέσσερες χιλιάδες εξακόσια πενήντα δυο και μισό. Τι γέννο πχουν κάνει εκείνα τα χίλια γρόσια πανωθιό σε πέντε χρόνια!!!
   – «4.652 γρόσια και μισό κάνει το χρέος σου, Λάμπρο!» του είπε ο Αγάς, ο Μέτε Ντούτσιες.
   – «Σαν πολλά είν’, Αγά μου!» τόλμησε να ειπεί ο δύστυχος ραγιάς.   
  – «Τόσα είναι, σωστά!» του είπε με θυμό ο Αγάς. «Δεν είμαι κλέφτης εγώ, να σε καταχραστώ στον λογαριασμό. Είναι αγάς και τίμιος, κι ό,τι σου παίρνω σου το παίρνω με το δίκιο του λογαριασμού.» 
     Βγάζει ο αδικημένος ο Λάμπρος ο Βενέτης και δίνει του άκαρδου Αγά λίρες τούρκικες κι εγγλέζικες, ναπολεόνια, μετζίτια, κάτι τέταρτα μετζιτιού και μερικά μονόγροσα. Τα λογαριάζει ο Αγάς με χαρά Σάυλοκ: χίλια, δυο χιλιάδες, τρεις χιλιάδες πεντακόσια, τέσσερες χιλιάδες εξακόσια σαράντα εφτά γρόσια και μισό… Χαίρεται ο Αγάς, που παίρνει τόσα χρήματα, κι απελπίζεται ο δύστυχος ραγιάς, γιατί ήλπιζε να του περισσέψουν τετρακόσια ως πεντακόσια γρόσια, όσα θα του χρειάζονταν για να πάρει των ομματιών του, να φύγει για την ξενιτιά, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω του, κι έμεινε τώρα, «σαν την σταλαματιά από το δέντρο», χωρίς ένα λιανό στην σακούλα του, χωρίς καμιά ελπίδα στην καρδιά του! Ήταν τέτοια και τόση η πίκρα της καρδιάς του, που και φίδι αν φτυούσε στο στόμα του, θα το φαρμάκωνε.   
   – «Και πέντε γρόσια ακόμα, Λάμπρο», μούγκρισε χαρούμενος ο τύραννος, «για να σου δώκω το χρεωστικό σου, να ξοφλήσομε μια για πάντα.» 
   – «Πού να τα βρω, Αγά μου, τα πέντε γρόσια, που μου ζητάς ακόμα; Σου τα ’δωκα όλα, όσα είχα! Δεν μχει μείνει πλειο ούτε σάλι στην γλώσσα! Λυπήσου με, σε παρακαλώ, και δος μου το χρεωστικό μου. Έτσι, να ζήσεις! Λυπήσου με!»       
   – «Θέλω ακόμα και τα πέντε μου γρόσια! Δεν σου δίνω το χρεωστικό ομόλογό σου, αν δεν μου δώκεις και τα πέντε μου γρόσια.»
     Έλεγε ο Μέτε Ντούτσιες, σαν αγάς, κι απαντούσε ο καημένος ο Λάμπρος Βενέτης, σαν ραγιάς γερασμένος παράκαιρα από τες λύπες, πικραμένος από τες δυστυχίες, παθιασμένος, με την ψυχή στα δόντια:  
   – «Δεν έχω άλλα, Αγά μου, να σου δώκω! Σου τα ’δωκα όλα όσα είχα! Ψυχή βασανισμένη μονάχα έχω τώρα, πάρ’ την κι αυτήν, πριν φτερουγήσει μονάχη της, να γλιτώσω!»
   – «Θα σου την έπαιρνα», του απάντησε ο Μέτε Ντούτσιες με σκληρότητα χίλιων δημίων, «αν μπορούσα να την πουλήσω και να πάρω τα πέντε μου γρόσια, που μου χρωστάς, αλλά τι να την κάνω την ψυχή σου, που δεν αξίζει τίποτε;»
     Τέλος, εκεί που ζητούσε ο Αγάς και δεν είχε να δώσει ο Ραγιάς, ένας Λεφτοκαρίτης, ο Γιώργη-Νικόλας, ακούοντας αυτόν τον δραματικόν διάλογο, μπήκε στην μέση να τους συμβιβάσει και το κατόρθωσε. Έδωκε ο Αγάς το χρεωστικό ομόλογο των χιλίων γροσιών και πήρε από τον χρεώστη του, τον Λάμπρο Βενέτη, νέο ομόλογο για πέντε γρόσια, προς πέντε τα εκατό τον μήνα τόκο!
     Αυτή η δραματική σκηνή έγινε στα 1905, όταν η Ήπειρο σφάδαζε κάτω από την άτιμη φτέρνα του Τούρκου.
     Δεν πέρασε πολύς καιρός, κι έπεσε στο στρώμα ο Λάμπρος ο Βενέτης. Μέρα με τη μέρα πήγαινε χειρότερα. Κόντευε να τα κλείσει και ζήτησε τον Παπα-Βασίλη να τον μεταλάβει. Πήγε αμέσως ο παπάς και τον μετάλαβε με τ’ αρτοφόρι και, γυρίζοντάς το στην εκκλησία, επέστρεψε στο προσκέφαλο του μελλοθάνατου.
   – «Μην απελπίζεσαι έτσι, ευλογημένε», του είπε ο παπάς. «Είναι μεγάλη η χάρη του Θεού! Πε μου τι αρρωστικό θέλεις να σου φέρω να φας;…»
     Κι ο άρρωστος, πριν βγει η χιλιοβασανισμένη ψυχή του, γύρισε τ’ αποκαρωμένα μάτια του και του είπε:
   – «Αλήθεια, παπά μου, ήθελα ένα αρρωστικό να φάω αυτήν την ώρα, αλλά δεν είσαι άξιος να μου το δώκεις…»
   – «Πε μου, ευλογημένε, τι αρρωστικό θέλεις κι αν δεν βρίσκεται στο χωριό μας, να στείλω στα Γιάννινα να σου το φέρω», του απάντησε πρόθυμος ο παπάς.
   – «Ήθελα να πας στους Φιλιάτες, να σκίσεις τα στήθια του Μέτε Ντούτσιε, που μου χάλασε το σπίτι και μου σβήνει η ζωή, να βγάλεις από μέσα την καρδιά του και να μου την φέρεις να την φάω ωμή! Κι αν δεν τύχει να ’ναι στους Φιλιάτες ο Μέτε Ντούτσιες… σκίσε τα στήθια όποιου Αγά σου λάχει μπροστά σου, και φέρε μου την καρδιά του να την φάω! Παπα-Βασίλη! Θέλω να φάω, να ροκανίσω καρδιά Αγά! Λέγω να ροκανίσω, γιατί οι καρδιές των Αγάδων έχουν κόκκαλα… δεν έχουν κρέας! Αλλά δεν είσαι ικανός να μου φέρεις τ’ αρρωστικό που σου γυρεύω, γιατί ο Αγάς έχει σπαθί και κόβει, εσύ έχεις Σταυρό, κι ο Σταυρός δεν κόβει, αγιάζει!»
     Κι ύστερα από λίγη σιωπή εξακολούθησε:
   – «…Ένα πράγμα απαιτώ, παπά μου, αυτήν την στιγμή από σένα, πράγμα πρχεται από το χέρι σου, κι όχι σαν εκείνο που σου είπα πριν… Να μην μου αφήσεις τα κόκκαλά μου να μείνουν εδώ, στην Λεφτοκαρυά, αλλά να μου τα βγάλεις ύστερα από τρία χρόνια από το μνήμα μου και να μου τα στείλεις στο Μαλούνι, στον τόπο που γεννήθηκα, όπου είναι και τα κόκκαλα των προγόνων μου. Δεν θέλω να μείνουν τα κόκκαλά μου εδώ, στην Λεφτοκαρυά, παπά μου, γιατί φοβούμαι αυτόν τον Σκυλάρβανο, τον Μέτε Ντούτσιε και πεθαμένος ακόμα! Αυτός με κατάντησε τέτοιον! Αυτός με σκότωσε! Θα ζούσα και θα ήμουν καλά, όσο μπορεί να ’ναι ένας ραγιάς σ’ έναν σκλαβωμένον τόπο σαν τον δικό μας, αλλά μου ρούφηξε αυτό το σκυλί το αίμα της καρδιάς μου! Πάν’ τα παιδιά μου απ’ αυτόν! Πάει το ζωντανό μου βιο απ’ αυτόν! Πάει το ψωμί απ’ αυτόν! Πάει κι η ζωή μου απ’ αυτόν! Δεν μ’ άφησε το σκυλί τ’ αγαρηνό ούτε τα θαφτικά μου!»
     Και λέγοντας αυτά τα φαρμακωμένα λόγια, που μπορούσαν να φαρμακώσουν εφτά ποτάμια, παράδωκε στον Πλάστη την χιλιοβασανισμένη ελληνοχριστιανική ψυχή του!
     Μαθόντας ο Αγάς, ο Μέτε Ντούτσιες, τον θάνατο του χρεώστη του Λάμπρου Βενέτη, λυπήθηκε τα πέντε γρόσια που είχε να λάβει απ’ αυτόν. Δεν τον έμελλε τόσο για το ποσό, όσο γιατί κατόρθωσε ένας ραγιάς να φάει γρόσια ενός Αγά. Αυτό δεν μπορούσε να το χωνέψει κι έλεγε μέσα του:
   – «Ου Ντια! Είναι ο μόνος ραγιάς, που μφαγε χρήματα, και πάει χρεώστης μου στον άλλο κόσμο…»
     Ο παπάς δεν λησμόνησε την διαθήκη του Λάμπρου Βενέτη και, κλειώντας τρία χρόνια από την ημέρα του θανάτου του, άνοιξε τον τάφο του κι έβγαλε τα κόκκαλά του, τα ’ βαλε σε μια άσπρη πάνινη σακούλα, τ’ απόθεκε κάτω από το τέμπλο της εκκλησιάς και περίμενε να διαβεί κανένας Μαλουνιώτης, να του τα δώσει να τα πάει στο Μαλούνι.
     Ο διάβολος το ’φερε να τύχει κι ο Αγάς, ο Μέτε Ντούτσιες, εκείνες τες ημέρες στην Λεφτοκαρυά, που σύναζε τα «κεσίμια» του, κι άμα έμαθε ότι ο παπάς είχε βγάλει τα κόκκαλα του Λάμπρου Βενέτη, του ραγιά του, από τον τάφο, τον φώναξε και του είπε:
   – «Παπά! να μου δώκεις το κλειδί να μπω στην εκκλησιά, γιατί μου είπαν ότι έχετε κρυμμένα εκεί μέσα ελληνικά ντουφέκια και φουσέκια…»
    Μπορούσε ν’ αρνηθεί το κλειδί ο παπάς μπροστά σε μια τέτοια κατηγορία του Τούρκου; Θα πιστοποιούσε με την άρνησή του ότι ήταν πραγματικώς κρυμμένα μέσα στην εκκλησιά ελληνικά όπλα και πυρομαχικά για επανάσταση, κι αλίμονο όχι μόνον στον παπά και στην Λεφτοκαρυά, αλλά και σ’ όλα τα περίχωρά της! Θεός φυλάξοι να ’κανε αλλιώτικα! Τι βρέχει ο Ουρανός και δεν το πίνει η Γη; Τι πρόσταζε ο Αγάς τότε και δεν το ’κανε ο ραγιάς;
     Και το ’δωκε αμέσως το κλειδί.
    Ο Μέτε Ντούτσιες μπροστά κι ο παπάς από πίσω έφτασαν στην εκκλησιά, και μπήκαν κι οι δυο τους μέσα.
     Βλέποντας ο Μέτε Ντούτσιες την πάνινη σακούλα με τα κόκκαλα του Λάμπρου Βενέτη μέσα, και σαν να μην γνώριζε τίποτε, ρώτησε τον παπά:
   – «Τίνος κόκκαλα είν’ αυτά μες στη σακούλα;»  
  – «Του δυστυχισμένου του ραγιά σου, του Λάμπρου Βενέτη», του απολογήθηκε ο παπάς.
   – «Μην κάνεις κάνα λάθος, παπά;» ρώτησε ο Αγάς.
  – «Όχι, Αγά μου!» απολογήθηκε ο παπάς. «Αυτουνού του δυστυχισμένου είναι… Τα ’χω βγάλει εγώ με τα χέρια μου τα ίδια από τον τάφο του…»
     Απάνω-απάνω απ’ όλα τα κόκκαλα, όπως συνηθίζεται, ήταν το γυμνό καύκαλο, δηλαδή το κρανίο του ξεχωνιασμένου Λάμπρου Βενέτη. Άπλωσε ο Αγάς και πήρε το κρανίο, βάνοντας τον αντίχειρα και τον δείχτη του ζερβιού του χεριού μέσα στα μεγάλα κοιλώματα, που είχαν μια φορά μάτια κι έβλεπαν, και βγήκε έξω από την εκκλησιά, σαν νικητής και τροπαιούχος, χαρούμενος για το μεγάλο κατόρθωμα.
     Βγαίνει και τρέχει από πίσω του ο παπάς, μην γνωρίζοντας ούτε μπορώντας να φανταστεί ως πού μπορούσε να φτάσει η τυραννική φαντασία ενός Αγά των Δεκάξι Χωριών της επαρχίας Φιλιατών, της λεγόμενης Τσαμουριάς!
   – «Αμάν! Αγά μου!», φώναξε ο παπάς. «Τι είν’ αυτό που μου κάνεις, του δυστυχισμένου! Δος μου το καύκαλο να το βάλω στη θέση του… Αμάν, Αγά μου, δος μου το καύκαλο!»
     Ο Αγάς έκανε τον κουφό και τραβούσε προς την κατοικία του, ευχαριστημένος και χαρούμενος, ενώ ο παπάς εξακολουθούσε να τον παρακαλεί από πίσω με δάκρυα στα μάτια, με την απελπισιά στην καρδιά και το φαρμάκι στην ψυχή.
   – «Αμάν, Αγά μου! Δος μου το καύκαλο να το βάλω στην θέση του με τ’ άλλα τα κόκκαλά του, γιατ’ είναι κρίμα κι αμαρτία από τον Θεό, κι αν το μάθει ο Δεσπότης θα με κάνει αργό… Θα μου κόψει τη λειτουργιά…»
   – «Παπα-Βασίλη! Παπα-Βασίλη!», γύρισε και του απάντησε ο Αγάς με θυμό. «Δεν το δίνω εγώ αυτό το καύκαλο, αν δεν μου πληρώσει πρώτα όσα μου χρωστάει! Θα το πάω στις Φιλιάτες και θα του κάνω νταβά (αγωγή) στο δικαστήριο, για να γένει το μολόγημα!...»
   – «Γιατί, Αγά μου», εξακολούθησε ο παπάς, «να κάνεις αυτό τ’ ανήκουστο πράγμα; Τι νταβά μπορείς να κάνεις ενός άτυχου, ενός κόκκαλου;»
   – «Θα του κάνω!», εξακολούθησε ο Αγάς, ο Μέτε Ντούτσιες, σαν θεριό. «Μου χρωστάει πέντε γρόσια εδώ και τρία χρόνια και πλειότερο κεφάλι, χώρια το διάφορο πέντε τα εκατό το μήνα. Δεν το πιστεύεις; Να, διάβασε τ’ ομόλογό του!» (Πέταξε το κρανίο καταγής, σαν νεροκολόκυνθο, κι έβγαλε από την τσέπη του τ’ ομόλογο). «Είμαι άδικος θαρρείς; Δεν κάνω εγώ αδικίες! Με λεν Μέτε Ντούτσιε εμένα και ζω με το δίκιο κι όχι με αδικίες, σαν κι εσάς!»
     Ο παπάς, χωρίς να ρίξει καν μάτι στο χρεωστικό ομόλογο, έβγαλε αμέσως από τον κόρφο του ένα τέταρτο μετζιτιού, πκανε πέντε γρόσια σωστά, και του το ’δωκε, λέγοντάς του με κάποια μυστική χαρά:
   – «Να, Αγά μου, το χρέος, που σου θέλει αυτό το καύκαλο, και δος μου το να το πάω στ’ άλλα τα κόκκαλα…»
     Βλέποντας ο Αγάς την τόση προθυμία του παπά να πληρώσει το χρέος του κρανίου, άρχισε να μετανιώνει, γιατί ζήτησε πέντε γρόσια μοναχά κι όχι πλειότερα, κι είπε στον ίδιο τόνο:
   – «Πώς να σου το δώκω έτσι, ωρέ παπά, για πέντε γρόσια μοναχά, που μου χρωστάει κι άλλα ακόμα αυτό το παλιοκαύκαλο!» 
   – «Και τι άλλο σου χρωστάει, Αγά μου, εξόν από πέντε γρόσια, που μου είπες ότι διαλαβαίνει το χρεωστικό ομόλογό του;» ρώτησε ο παπάς με φόβο κι απορία.
   – «Τι άλλο;» απάντησε με σκυλίσια αναίδεια ο αγάς, ο Μέτε Ντούτσιες. «Χμ! Πώς λες ότι δεν χρωστάει άλλα, ωρέ παπά; Και το διάφορο τρία χρόνια και τόσους μήνες προς πέντε τα εκατό τον μήνα, κεφάλι και τόκο μαζί, πώς δεν το λογαριάζεις; Πώς να ζημιωθώ, ωρέ, στα καλά καθούμενα τριών χρόνων και τόσων μηνών τόκο; Δεν είναι αμαρτία;»
     Ακούγοντας ο παπάς ότι μόνον για τον τόκο ήταν ο λόγος, ανάπνευσε. Φοβόταν μην ήταν κάτι άλλο χειρότερο, που δεν θα μπορούσε να το κάνει, κι είπε τότε στον Αγά:
   – «Και πόσα κάνει, Αγά μου, αυτό το διάφορό σου, για να σου το ξεπληρώσω κι αυτό, αφού μ’ ηύρε που μ’ ηύρε το ταξιράτι (συμφορά, μεγάλη απώλεια);» 
     Έβγαλε ο Αγάς μολυβοκόντυλο από το σελιάχι του και χαρτί κι άρχισε να κάνει λογαριασμό. Έγραψε, έγραψε αριθμούς κι είπε τέλος στον παπά:    
   – «Ε! Δος μου ένα μετζίτι ακόμα, για το διάφορο, και πάρ’ το καύκαλο!»
     Πρέπει να σημειωθεί ότι το μετζίτι, ο τόκος που γύρευε ο «τίμιος» από το παπά, ήταν το τετραπλάσιο του κεφάλαιου, δηλαδή είκοσι γρόσια, ενώ το κεφάλαιο πέντε μόνον!
     Ο παπάς έδωκε αμέσως του Αγά και το μετζίτι, κι έτσι μπόρεσε να λευτερώσει απ’ τα χέρια τα τούρκικα το πολύπαθο ελληνικό κρανίο, το πήρε με κρυφή χαρά κι έτρεξε στην εκκλησιά να τ’ αποθέσει στην πάνινη σακούλα, όπου ήταν και τ’ άλλα τα κόκκαλα του μαρτυρικού ραγιά Λάμπρου Βενέτη, ενώ ο Αγάς φώναζε από πίσω του καυχόμενος για τ’ απάνθρωπο κι άναντρο κατόρθωμά του:     
   – «Τι παντέχαινες, ωρέ Λάμπρο Βενέτη; Παντέχαινες ότι θα μτρωγες έτσι εύκολα τα πέντε γρόσια με το διάφορό τους, γιατ’ είχες πεθάνει; Να ’ναι καλά ο Σουλτάν Χαμίτης, ωρέ, κι είμαι άξιος να πάρω όσα χρήματα μου χρωστάει κάθε ραγιάς και μες από τον Κάτω Κόσμο ακόμα!» 

(Από το βιβλίο του Χρήστου Χρηστοβασίλη «Διηγήματα από τα χρόνια της σκλαβιάς», εκδόσεις"Ζήτρος", Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 63-77) 



· Διαβάστε την ανάρτησή μας "ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ" (24-2-2013) στην παρακάτω διεύθυνση:

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου